Στη χώρα την οποίαν προσδιόρισε γνωστότατος και ιδιαιτέρως ευφυής, πλην όμως καυστικός, τραγουδοποιός (εγώ θα έλεγα και ποιητής) ως τόπο κατοικίας 10.000.000 «Εγώ», δεν χρειάζεται κανένας να καταβάλει και υπέρμετρα μεγάλη προσπάθεια, δα, για να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους, για τα πρόσωπα που «καταλαμβάνουν» εκεί θέσεις («καρέκλες» τις επονομάζει ο «λαός»), σε χώρους μοναδιαία (εκ προοιμίου) ζηλευτούς και δια μιας χαρακτηρισμένους – από το σύνολο των «σοβαρών» ανθρώπων – ως «ποιοτικούς», η καλή κουβέντα και ο εμπεριστατωμένα «υποστηρικτικός» αντίστοιχος λόγος σπανιότατα εκφέρεται.

Αντιθέτως, η πλειονότης – σχεδόν – των εκατομμυρίων «Εγώ», με σηκωμένο το φρύδι και πάμπολλες φορές – μάλλον εκ του περισσού – πικρόχολο λόγο θα εκστομίσει (γνωρίζει – δεν γνωρίζει το θέμα, τον χώρο και τα πρόσωπα) την περισπούδαστη, δε, «ένστασή της», με τρόπο θεωρικο-σοβαρό, παρουσιάζοντάς την στον δήμο… προφορικώς (τα επονομαζόμενα «κουτσομπολιά»), ενίοτε και (με κοσμικότερο ύφος) γραπτώς θα υποστηρίξει.

Το γιατί ως «λαός» (φιλοσοφικο-ανθρωπολογικά ακόμη δεν έχει δοθεί επαρκής συνολικός ορισμός του, γι’ αυτό τα εισαγωγικά) είμαστε τόσο φειδωλοί (το «τσιγκούνηδες» άσχημα ακούγεται) και «δυσκολευόμαστε» στο να παραδεχτούμε την αξία κάποιου άλλου, τρίτου προσώπου (μερικές φορές δεν εξαιρούνται μήτε καν πρόσωπα ακόμη και του οικείου περιβάλλοντός μας), ή (τουλάχιστον όταν πρόκειται για νεοεμφανιζόμενο πρόσωπο) στο να περιμένουμε τα πρώτα δείγματα γραφής του υπό το «φως» της (γενικώς) «λαμπερής» δημοσιότητας και κατόπιν να «να μιλήσουμε», χρόνια τώρα με ταλανίζει, αλλά, στο εν λόγω πολυσθύνθετο ερώτημα, απάντηση δεν έδωσα ακόμη…

Γ. Βράνος, ο μαέστρος της ΚΟΘ
Γ. Βράνος, ο μαέστρος της ΚΟΘ

Προβλέπω, παρατηρώντας τι γίνεται γύρω μου (ευτυχώς δεν είμαι και ο μόνος!), να μένω (δυστυχώς) ενεός για πολύν καιρό απέναντι στον – μάλλον, ή (μήπως) εντέλει, άνευ νοήματος –  προβληματισμό μου (υποθέτω και δικό σας). Εκτός κι αν, όλοι μαζί, καταφύγουμε στην ανθρωπολογικού τύπου εξήγηση που μας έδωσε ο Αριστοτέλης, αφήνοντας επεξηγηματική παρακαταθήκη πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι (περίπου έτσι) «Οι άνθρωποι ως επί το πλείστον είναι φιλόδοξοι, αναγκαστικά τους αρέσει να κακολογούν τον πλησίον τους.». Ώστε τον πλησίον τους… «κυρ – Αριστοτέλη»; (που θά ‘λεγε και ο τραγουδοποιός που μίλησε για τα 10.000.000 «ΕΓΩ»)…

Φαντάσου (λέω τώρα ΕΓΩ) τι γίνεται με τους λιγάκι μακρινότερους και αυτούς που καταλαμβάνουν και «καρέκλες»!…

Εξυπακούεται – βέβαια – πως δεν είναι, δα, και λίγες εκείνες οι φορές που δίκιο έχουν οι… προβληματισμένοι σκωπτικοί (πικρόχολοι, κακόπιστοι, μπορεί και συμπλεγματικοί) σχολιαστές της «δημόσιας» ζωής μας και κριτές των πάντων (εδώ είναι που θα μπορούσε να ανοίξει μια τεράστια συζήτηση τώρα για το ποιος και με ποιες, κυρίως, προϋποθέσεις μπορεί να «μιλά», αλλά θα πέσουμε επάνω σε αντινομίες και αντιφάσεις θεωρητικο-πολιτικής «θέασης» του συνολικού κοσμοειδώλου που – ως δυτικός πολιτισμός – κτίσαμε μετά τον Διαφωτισμό και άκρη δεν θα βγάλουμε), αλλά αυτό ουδόλως συνεπάγεται ότι είχαν, οι ίδιοι, καταλάβει πόσο λανθασμένη ήταν (πάντα σε ό,τι αφορά κυρίως στις «αντικειμενικές» ικανότητες ενός προσώπου) η – όποια- επιλογή… που «αντικειμενικά» τους «ενόχλησε».

Σ’ αυτό το αλληλο-εξοντωτικό μαχαίρωμα (συνήθως «… με το χαμόγελο στα χείλη»), συντελεί τα μάλα – νομίζω – και η έλλειψη έγκυρου, εν γένει σοβαρού και άνευ υπογείων σκοπιμοτήτων κριτικού λόγου, ο οποίος, χωρίς να προσβάλλει κανέναν αναγνώστη, να έχει την ικανότητα να τον πείθει πως αξίζει να υπάρχει.

Στη μη ύπαρξή του, βεβαίως, μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα Μ.Μ.Ε με τους «βαρώνους» τους, τα οποία, υιοθετώντας μια στάση (ας μου επιτραπεί να την ονομάσω έτσι)… «εξορίας» απέναντι σ’ αυτούς που θα μπορούσαν να στήσουν ό,τι στις άλλες χώρες (ιδίως πέραν του Ατλαντικού) καλείται «αξιόπιστο περιβάλλον ανεπηρέαστου καθαρού κριτικού (στη διευρυμένη έννοιά του) λόγου»…  Τι λέμε τώρα, ε;

Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Ραδιοφωνική εκπομπή
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Ραδιοφωνική εκπομπή

Γνωστότατες θα σας είναι οι – ομολογουμένως δημοφιλέστατες – φράσεις «Και ποιος νομίζει ότι είναι;», «Τι είναι αυτός, ρε;», «Καλά, αυτόν δεν τον ξέρει η μάνα του!», «Ποιο “δόντι”, άραγε, είχε και πήρε τη θέση;», «Σιγά τα ωά: αυτό και εγώ μπορώ να το κάνω!» και ουκ έστιν τέλος στον περί αντιστοίχων φράσεων λόγον…

Αν το σκεφθεί κανείς – σοβαρά δηλαδή – καταλαβαίνει την ανάγκη άμεσης επέμβασης της Ψυχανάλυσης, ή ακόμη και της Ψυχιατρικής!

Κάπως μοιραία (αυτό που παλαιότερα ονόμαζαν «νομοτελειακά» οι στοχαζόμενοι και οι «δήθεν» – υπάρχουν ακόμη), εντός – φυσικά – του πλαισίου του κειμένου αυτού, επεκτείνοντας τη γενική σκέψη στα πεπραγμένα και στα συντελούμενα της «κοινής ζωής» μας και, ειδικότερα, σε όλα εκείνα που αφορούν στην Τέχνη (και, διευρυμένα, στο πολιτικο-οργανωτικο-διοικητικό της περιβάλλον), στο πεδίο – δηλαδή – όπου υπάρχουν θέσεις ευθύνης σύνθετες και απαιτήσεις υψηλού – πέραν της μίας ικανότητας – επιπέδου για τους «καταλαμβάνοντας» τα… πόστα, των οποίων οι «πληρώσεις» χρήζουν επισταμένου δημοσίου ελέγχου, από τη στιγμή που οι αμοιβές των «καρεκλών» αυτών από τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων (όσα, τέλος πάντων, χρήματα απέμειναν σ’ αυτούς) πληρώνονται, εκεί – λοιπόν – όπου τα βλέμματα με όλα τα άδικα και τα δίκια και με διαφορετικό τρόπο θα πέσουν, ποιος – τελικώς – θα κρίνει (δηλαδή ποιο απ’ όλα τα «ΕΓΩ») αν όλα καλώς καμωμένα, ή και κακώς (είδατε;  Εγώ ανάποδα το πήγα!), είναι;

Σ’ αυτές – ακριβώς – τις περιπτώσεις είναι όπου συναντώνται, κυρίως στους κρατικούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς υπό το ΥΠ.ΠΟ. (αφορώντας, για πάρα πολλούς λόγους, εν μέρει μόνον στο συγκεκριμένο νομοθετικό τους πλαίσιο) και, συγκεκριμένα, στα πρόσωπα των καλλιτεχνικών τους διευθυντών, οι περισσότερες ενστάσεις.

Κι αυτό διότι, εν πολλοίς, από τους καλλιτεχνικούς διευθυντές και μόνον εξαρτάται η πετυχημένη πορεία του οργανισμού «τους».

Λαμβάνοντας, δε, υπ’ όψιν μία διάχυτη αντίληψη που επικρατεί ότι στην Τέχνη – άρα και στην καλλιτεχνική της διοίκηση (προγραμματισμός και άλλα) – όλα σχετικο-ποιούνται, με γνώμονα το «αυθαίρετον» της υποκειμενικότητας, κατανοητό – νομίζω – γίνεται πως οποιοσδήποτε (εννοείται κριτικού τύπου και αξιολογικής κατεύθυνσης) λόγος αρθρωθεί (γιατί «επιβεβλημένο» είναι να αρθρωθεί), μόνον αξιόπιστος και έντιμος θα πρέπει να είναι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις προθέσεις του.

Θα πρέπει, ακόμη, μια ευρεία, ειδική γνώση να κατέχεται από τον… αρθρώσαντα τον λόγο, μήπως και αρχίσουμε – σταδιακά – να συνεννοούμαστε στα αυτονόητα…

Νά ’τος, λοιπόν, μπροστά μας ο κριτικός λόγος και η αναγκαιότητά του.

Ναι, αλλά ποιος από όλους τους «κριτικούς λόγους»;  Μέγα θέμα, η απάντηση… Και μέγιστο, ίσως και πάνω απ’ όλα, το «Γιατί ο συγκεκριμένος λόγος;»…

Με το να είναι – θεωρώ – κάποιος κριτικός ή αρθρογράφος, αλλά και με το να δηλώνει ότι είναι (το να νομίζει – εντάξει – το αφήνουμε απ’ έξω, γιατί… τραγικό πολύ φαντάζει και εδώ δεν επιθυμούμε καν να το αναφέρουμε – έτσι, τουλάχιστον, νομίζω), με μια πιο διευρυμένη κατ` αρχάς έννοια (μαζί και ματιά) από αυτήν του τεχνο-κριτικού (όπου το «τεχνο-» αφορά σε όλες τις τέχνες), στον τόπο αυτόν (είπαμε στη αρχή σε ποιον) μάλλον ρισκάρει να παραμείνει μόνος του «σ’ αυτή τη ζήση». Και δεν αναφέρομαι, φυσικά, μονάχα στους – εντός των τειχών της Τέχνης τους και του διοικητικού – καλλιτεχνικού βίου τους – κρινομένους, οι οποίοι θα κάνουν τα αδύνατα, δυνατά, προκειμένου να απαξιώσουν τόσο τα κριτικο-γραφόμενά του, όσο και τον ίδιον, με μια συνολική αμφισβήτηση της προσωπικότητάς του, αλλά και στους άλλους (τους «απ’ έξω»), που είναι, όλοι τους, «κριτικοί» και – μάλιστα – πολύ καλλίτεροι από τους επαγγελματίες κριτικούς, αφού μια «απλή» άποψη εκφέρουν εκείνοι – έλα, όμως, που άποψη έχουν κι αυτοί…  Άρα, αφού διαφωνούν μ’ αυτά που γράφει ο – κατ’ αυτούς – «δήθεν» κριτικός, τότε… γιατί όχι και αυτοί;…

Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Δισκογραφία
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Δισκογραφία

Με όλα τούτα κι εκείνα, τα παραπάνω δηλαδή, αποπειρώμαι να καταδείξω πως, ακόμη και μερικά απλά θέματα που τα προσπερνούμε με ολίγην – ανθρωπολογικού τύπου – φθονερή και «γκρινιάρικη» συμπεριφορά (που, όμως, δημιουργούν κλίμα επικαθήμενο για καιρό στα κεφάλια, στη στάση και στις εκτιμήσεις μας), είναι λιγάκι πιο σύνθετα από όσο μπορεί αρχικά να νομίζουμε.

Κρύβουν, δε, μάλιστα, αξιοθαύμαστα πολλά αποκαλυπτικά «σημεία»  για την ψυχοπαθολογία ενός ευρέος (και πολύ σημαντικού) φάσματος της δημόσιας ζωής (αλλά και των εαυτών μας), κάνοντας περίπλοκη την – όποιαν – αντικειμενική πρώτη προσέγγιση μιας αξιολόγησης που βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα (βασανιστικό αίτημα της πνευματικής περιπέτειας ολόκληρης της… ανθρωπότητας)…

Σε εποχές σαν αυτήν που διανύουμε, βεβαίως, με τα μύρια όσα που κανοναρχούν βασανιστικά τους περισσότερους πολίτες αυτής της χώρας, μάλλον σαν άσκοπη πολυτέλεια φαντάζει ένας τέτοιου είδους προβληματισμός και, πολύ περισσότερο φυσικά, ένας δημόσιος διάλογος (έστω και με τον τρόπο που συνήθως γίνεται στη χώρα μας) σχετικά με το πώς, το ποιος και το γιατί της «κριτικής ζωής» (αφήνω απ’ έξω τις «κρυμμένες» – εν γένει – σκοπιμότητες).

Παρά ταύτα, ως αθεράπευτα… διαλεκτικός, υποστηρίζω ενθέρμως πως κριτική, ή… «κριτική» (εσείς επιλέγετε), χωρίς αναφορική αφετηρία σε ένα πλέγμα (πρωτογενούς χαρακτήρος) αναφορών (έστω και επιλεγμένων «αυτο-αναφορών», αν προτιμάτε), σοβαρή δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφού θα απουσιάζει το αρχικό γενικό «υπόβαθρο» από όπου όλα άρχονται και κατευθύνονται – με άλλα λόγια, πάντοτε μείζονα σημασία στη σκέψη έχει «από πού ξεκινάει» κανείς και ελάσσονα  «πού… θέλει να πάει».

Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με τη δική της (σε αρκετούς) εγνωσμένη «παθολογία» και την «ειδική» σχέση της με το «Κλεινόν Άστυ» (αυτήν θα την αναλύσουμε κάποια στιγμή ενδελεχώς – πού θα μας πάει…), η αλήθεια είναι πως λίγα «πράγματα» στον χώρο της Τέχνης κινούνται σε επίπεδο που να μπορεί… «κάτι το ωραίον» (νοηματική αναστροφή ενός παλιού άρθρου – μελέτης του Χ. Καμπουρίδη που αφορούσε στο «Κιτς» – το αναφέρω, έτσι, για να μην βρεθεί κάποιος, κάνοντας την… αναστροφή της αναστροφής) – υπάρχοντας – να συγκριθεί με ένα επίπεδο ευρωπαϊκό.

Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτά τα (λίγα, ωστόσο) σημαντικά της Τέχνης πεπραγμένα, με παρελθόν, αλλά και δυναμική μέλλοντος, αλλά και μέσα σ’ ένα θολό πολιτικά τοπίο – περιβάλλον, που φαίνεται ότι καλλιεργεί τη γενική πτώση της ποιότητας, οι θέσεις των καλλιτεχνικών διευθυντών των κρατικών πολιτιστικών οργανισμών, πέρα από το ότι πάντοτε ήταν ζηλευτές, δεν μπορούν παρά να είναι έρμαια προσωπικών προβολών καθενός μας, εδραζομένων στη δυσπιστία η οποία (αναπόφευκτα) εμπερικλείει και όσα άνωθι αναφέρθηκαν. Γίνεται, ως εκ τούτου, σαφές ότι οι εν λόγω θέσεις, γενικώς και εξ ανάγκης, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής: τόσο από την πολιτεία, όταν «τοποθετεί» τα πρόσωπα που θα τις «υπηρετήσουν», όσο και από τους Θεσσαλονικείς, που νοιώθουν (και λένε) ότι «όλα αυτά» τους αφορούν στο πώς θα «υποδεχθούν» τις συγκεκριμένες της πολιτείας επιλογές.

Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Αίθουσα ΑΠΘ
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Αίθουσα ΑΠΘ

Έλεγα πως λίγες είναι οι καλές στιγμές Τέχνης στην πόλη που φέρει τ’ όνομα της αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου (να τα λέμε κι αυτά, διότι κοντεύουμε – γιατί, άραγε; – να τα ξεχάσουμε) και συνεχίζοντας λέω, πως, προσωπικά και με το βάρος της απόλυτης υποκειμενικής μου κρίσης, θεωρώ ότι στην κορυφή αυτών των «οάσεων» αληθινής Τέχνης στην πόλη μας βρίσκεται η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (Κ.Ο.Θ.).

Για όλους όσοι έχουν για την Κ.Ο.Θ. την ίδια άποψη με μένα (και είναι μάλλον οι περισσότεροι πλέον), ασχολούμενοι – εννοείται – με τον χώρο της λόγιας μουσικής, σχεδόν «αυτοματοποιημένο» είναι το συμπέρασμά τους πως, σε έναν τόσο ζηλευτό καλλιτεχνικό οργανισμό (που, μάλιστα, ήδη «μετράει» μόνον καλές κουβέντες και από το εξωτερικό), δεν μπορεί παρά ιδιαιτέρως ζηλευτή να είναι και η θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Γνωστότατο, βεβαίως, είναι πως πριν από μερικούς μήνες απήλθε (ακούστηκε πως κάπως περίεργα όλο αυτό συνέβη) ο τέως Καλλιτεχνικός Διευθυντής της, κ. Αλέξανδρος Μυράτ… του οποίου την αντικατάσταση ανέλαβε ο κ. Γεώργιος Βράνος, ένας όχι συμπολίτης μας (η καταγωγή του είναι από την Αθήνα) και μάλλον όχι ιδιαιτέρως γνωστός – αν και καταξιωμένος στον χώρο του – αρχιμουσικός, παρά το γεγονός ότι και επίκουρος καθηγητής είναι (διδάσκει «Διεύθυνση Ορχήστρας») στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του ΠΑ. ΜΑΚ., και ένα πολύ καλό βιογραφικό διαθέτει.  Την  επιλογή αυτήν του ΥΠ.ΠΟ., που προΐσταται της Κ.Ο.Θ., οι «σχετικοί» με το είδος, έμπλεοι αμφιβολιών και δυσπιστίας (κατά τα ειωθότα), την «περίμεναν στη γωνία» – και από μια μεριά καλά έκαναν – ακονίζοντας «μαχαίρια», πρώτα – πρώτα για το τι πρόγραμμα θα εμπνευστεί «ο νέος» και με ποια μουσική φιλοσοφία θα το υλοποιήσει· σχετική, μάλιστα, και κάπως «αιχμηρή» ερώτηση του έκανα κι εγώ στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε η Κ.Ο.Θ. για την ανακοίνωση του προγράμματός της.

Ως γνωστόν, όμως, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής όλων των κρατικών μας ορχηστρών, εκτός από τον γενικό σχεδιασμό του προγράμματος, διευθύνει κιόλας. Είθισται, εκ των πραγμάτων, η θέση αυτή να απαιτεί – συνεπώς – και έναν καλό μαέστρο, που να τον συνοδεύει (αν είναι δυνατόν) και μια «λάμψη» (η λογική των stars, βλέπετε, που πολλά εξυπηρετεί).  Στο σημείο αυτό, λοιπόν, η πρόκληση, αλλά και η σύγκριση, δεν θα μπορούσαν παρά μονάχα «αμείλικτες» να είναι για τον κ. Βράνο· κι αυτό, γιατί απλώς «τύχαινε» να αντικαθιστά έναν από τους σπουδαιότερους και, ταυτοχρόνως, ιδιαιτέρως προβεβλημένους – δημοφιλείς, σίγουρα θα συμπλήρωνα εγώ – από το «περιβάλλον Λαμπράκη» (που όλοι ξέρουν τι δύναμη διαθέτει και τι ρόλο – αντικειμενικά σπουδαίο – έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει στον χώρο της λόγιας μουσικής, μας αρέσει – δεν μας αρέσει) Διευθυντές Ορχήστρας που διαθέτουμε.

Βέβαια, αν κανείς μελετήσει το βιογραφικό του κ. Βράνου, θα παρατηρήσει – εκτός από το ότι είναι σπουδαγμένος με υποτροφία του Ιδρύματος «Α. Ωνάσης» στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου (συγκεκριμένα στην τάξη του H. Michael), έχοντας ήδη διδαχθεί Ανώτερα Θεωρητικά από τον Α. Αμαραντίδη και πιάνο (Δίπλωμα) από την Ιφ. Παπαδογιάννη στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών – πως υπάρχουν πολλά και σημαντικά, όπως ότι ο ίδιος έχει διατελέσει Α’ Αρχιμουσικός και αναπληρωτής Γενικός Μουσικός Διευθυντής (Generalmusikdirektor) στην Όπερα του Regensburg (2003 – 2008) και στην Κρατική Όπερα του Coburg (2008 – 2010), όπου ήταν και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων, ενώ το 2004 – 2005 διετέλεσε Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Όπερα του Regensburg (G.M.D.), όπου, μαζί με τις παραγωγές που ανέλαβε, οργάνωσε και τις διευθύνσεις διαφόρων ευρωπαϊκών ορχηστρών, οι οποίες εγκωμιάστηκαν από τον Διεθνή Τύπο (για τον δικό μας δεν ξέρω, εξάλλου αυτά τα θέματα δεν είναι και τα πλέον… «δημοφιλή» του). Αντικειμενικά, λοιπόν, μπορεί κάποιος να υποθέσει πως για έναν σχετικά νέο, πλην – όμως – ιδιαιτέρως αξιόλογο μουσικό πρόκειται…

Η πρώτη μεγάλη (δεν το κρύβω) – για εμένα, αλλά και για όλους όσοι (αυτό το διαπίστωσα) παρακολουθούν στενά τα της Κρατικής μας Ορχήστρας – ευχάριστη έκπληξη ήταν ο μέχρι τον Δεκέμβριο «σχεδιασμός της», μέσα από τον οποίο, με μια κατηγοριοποίηση σοφή και – φυσικά – κατόπιν εμφανούς επιλογής, ο κ. Βράνος κατόρθωσε να μας παραδώσει ένα άκρως ενδιαφέρον πρόγραμμα, απολύτως ευφάνταστα συμβατό με την υπάρχουσα μουσική καλλιέργεια, έχοντας μάλιστα ως γνώμονα όχι – βεβαίως – μονάχα τους εξαιρετικά πιστούς φίλους της Ορχήστρας, αλλά και ένα άλλο κοινό, που είτε βρίσκεται (για τους δικούς του λόγους) μακρύτερα της Ορχήστρας, είτε μόνον εν δυνάμει και με προσπάθεια θα ερχόταν να «μυηθεί» στα υψηλότερα «νάματα» της μουσικής Τέχνης που η Κ.Ο.Θ. εδώ και μισό – και πλέον – αιώνα υπηρετεί, καθιστώντας και αυτό το κοινό κοινωνό όσων – σπουδαίων – συμβαίνουν στις συναυλίες της.

Στο «Πρόγραμμα Βράνου» – του οποίου μέρος έχει ήδη εκτελεστεί άψογα στο σύνολό του και από την άποψη της επιλογής των σπουδαίων και ιδιαιτέρως ξεχωριστών στη σύνθετη μορφή της σύνδεσης  μεταξύ του συνολικού περιεχομένου έργων, αλλά και στην ειδική σχέση των επιμέρους «κομματιών» κάθε ξεχωριστής συναυλίας – μπορεί να σημειωθεί χωρίς δεύτερη σκέψη ότι καταγράφηκε η μουσική ευφυΐα ενός προσώπου με ειδική ευαισθησία, που – εμφαντικά σημειώνω – απαραιτήτως πρέπει να διακατέχει ακόμη και έναν οργανωτικό εξαίρετο γνώστη του ρεπερτορίου της λόγιας μουσικής.

Ενσκήπτοντας στο πρόγραμμα με μεγαλύτερη προσοχή και, συνάμα, με την αυστηρότερη διάθεση αξιολόγησής του, παρατηρείται πως ο κ. Βράνος, εκτός των προαναφερομένων, κατάφερε να συγκροτήσει με την πρότασή του μια ενιαία – λειτουργικά – άποψη, όπου λαμβάνει – νομίζω – υπόψιν πολλές παραμέτρους, ακόμη και αυτήν της ψυχοσύνθεσης του κοινού, με απώτερο στόχο ναι μεν (πρωτίστως) να δημιουργηθεί ένα ελκυστικό πρόγραμμα (αφού δεν δίστασε να ενσωματώσει σε αυτό ιδιαιτέρως δημοφιλή και γνωστά έργα, για να… «γεμίσουν οι αίθουσες»), αλλά (βεβαίως) και να προαγάγει την ίδια τη γνώση του κοινού στο οποίο απευθύνεται, εντάσσοντας στο πρόγραμμά του έργα τα οποία διευρύνουν – μάλιστα – τη μουσική παιδεία, τόσο αυτών που ήδη τη διαθέτουν σε πολύ υψηλό επίπεδο, όσο και εκείνων που ακολουθούν τον δρόμο της ανακάλυψης της σπουδαίας και πλέον άρτιας μουσικής συνεισφοράς της δυτικής Μουσικής στα του πνεύματος μονοπάτια· συνεισφορά που, à propos, επειδή – για μυστηριώδεις λόγους – αφορά στην αισθητική και πνευματική ανα-τακτική ψυχική ενατένιση όλων όσα αφορούν στην ύπαρξη «του όλου» του συμπαντικού συμβάντος του συνόλου των κατοίκων του πλανήτη αυτού, ποτέ δεν έρχεται σε αντίθεση με τα τοπικά μουσικά δημιουργήματα, αφού ως αυτονομημένο και μοναδιαίο – πνευματικής οικουμενικότητας – συναίσθημα καταγράφεται το κάθε άκουσμά της.

Δεν είναι στο σημείο αυτό περιττό – νομίζω – να ξαναγραφεί ότι μουσική (και ειδικά του λόγιου αυτού είδους) ακούγεται μονάχα στις αίθουσες, παρακολουθώντας «ζωντανά» μία συναυλία ή ένα κοντσέρτο, όταν μπροστά στα μάτια μας συντελείται το «καλλιτεχνικό θαύμα» της εκτέλεσης – ερμηνείας αυτών των τέλεια «αρχιτεκτονημένων» μουσικών «οικοδομημάτων», και ότι με το άκουσμά της  στο σπίτι (ή οπουδήποτε αλλού), ακόμη και από τα πλέον πιστότερα συστήματα ήχου, απλώς εισπράττουμε την πληροφορία της μουσικής.

Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Γ. Βράνος, Συναυλία
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Γ. Βράνος, Συναυλία

Ο κος Βράνος ως Διευθυντής Ορχήστρας πρωτοεμφανίστηκε στο επίσημο πρόγραμμα της Κ.Ο.Θ. την Παρασκευή 26/09/2014, διευθύνοντας μια «Ρώσικη Συναυλία» με τα έργα «Ισπανικό καπρίτσιο» του Νικολάι Ρίμσκι – Κόρσακοφ, το επιβλητικά μοναδικό, σπουδαίο Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 του Σεργκέι Προκόφιεφ και, στο δεύτερο μέρος, τη «Συμφωνία αρ. 4» του Πιοτρ – Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.

Αμέσως μετά είχα γράψει ένα μικρό μόνον σχόλιο πως, σε εκείνην τη συναυλία, ο κος Βράνος, διευθύνοντας τη σπουδαιότερη και αρτιότερη ορχήστρα της χώρας, ήξερε πώς να μεταφέρει όλο το διακριτό – ξεχωριστής απόχρωσης – συναίσθημα των Ρώσων συνθετών και των συγκεκριμένων έργων που διηύθυνε, πείθοντάς μας (καταρχάς, με την πρώτη εντύπωση) πως έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός εμπνευσμένου μαέστρου που ξέρει – και – να αναδεικνύει τις αρετές των μουσικών της Κ.Ο.Θ…

Η πεποίθησή μου ότι η έναρξη της πορείας μιας νέας παρουσίας στα μουσικά τεκταινόμενα σε τόσο υψηλό επίπεδο, όπου πολλά συναντώνται και περισσότερα συντελούνται, αξίζει μιας προσεκτικότερης ματιάς, με έκανε να περιμένω και τη δεύτερη εμφάνιση του κου Βράνου στο πόντιουμ της Κ.Ο.Θ., η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12/12/2014, με τη διεύθυνση μιας συναυλίας με έργα του Γιόχαν Στράους και, συγκεκριμένα, με τα φημισμένα συμφωνικά ποιήματα Δον Ζουάν έργο 20 και Θάνατος και Εξαΰλωση έργο 24,το δεξιοτεχνικό Κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα αρ. 2 σε Μι ύφεση Μείζονα έργο 132, το οποίο έγραψε ο συνθέτης για να τιμήσει τον κορνίστα πατέρα του, και τη Σουίτα από την όπερα Ο Ιππότης με το Ρόδο έργο 59,ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του γερμανικού λυρικού ρεπερτορίου του 20ού αιώνα.

Έχοντας αφήσει το – άνω των δύο μηνών – χρονικό περιθώριο από την πρώτη εμφάνιση του Βράνου, προκειμένου να είμαι απολύτως σίγουρος για τις πρώτες σημειώσεις μου, μετά και από την πιο πρόσφατη διεύθυνσή του, μπορώ – νομίζω – πλέον να πω ότι ωριμότερος και – οπωσδήποτε – βεβαιότερος για την κρίση της πρώτης μου εντύπωσης είμαι, για να αποτολμήσω μία «ειδικού τύπου» κριτική προσέγγιση, ή – έστω – κριτική παρουσίαση (το τελευταίο για τους δύσπιστους – αυτούς με το… σηκωμένο φρύδι…), εστιασμένη – κυρίως – στη «μαεστρία» του μαέστρου και των δύο συναυλιών, έτσι, για να τακτοποιηθεί ο πρώτος… «ανοιχτός λογαριασμός» με τον κ. Βράνο, πάντα όμως έχοντας τη γνώση πως δεν μπορεί παρά να σταθεί σε μια επιλεκτική «μερικότητα» από μέρους μου.

Σε ό,τι «προσωπικά» αφορά στον γράφοντα, θεωρώντας ότι έχει την αξία του να αναφερθεί (με την έννοια των στοιχείων μιας μεθοδολογίας που ενέχεται σε οποιανδήποτε κριτική προσέγγιση, για την απαλοιφή μιας διάχυτης εντύπωσης πως «κριτική» είναι το «Μου αρέσει» ή το «Δεν μου αρέσει» και, μάλιστα, με «εργαλείο» – επιμένω – την απόλυτη, την άνευ όρων, υποκειμενική «άποψη»), αυτή η συναυλία ήταν μια «δομικής σημασίας» «δοκιμασία» κριτικής στάσης, δεδομένου ότι, καθ’ όλην τη διάρκεια εκτέλεσης των έργων, ο γράφων είχε κυριευθεί από το γνωστό (στους κύκλους μας) συναίσθημα που εμφανίζουν πολλοί που κάνουν (ή λένε πως κάνουν) κριτική και το οποίο δεν είναι άλλο από αυτό της «καταναγκαστικού τύπου» αποστασιοποίησης (υπάρχει ειδοποιός διαφορά μεταξύ του «Παρακολουθώ κριτικά, αποστασιοποιημένος, ένα έργο» και του «Ακούω απολαυστικά» – με την προϋπόθεση ότι γεννάται μέσα σου η συγκεκριμένη διάθεση από αυτό που εισπράττεις μέσω της απόδοσης ενός μουσικού κομματιού).  Έτσι, όμως, μονάχα μπορείς να μην επιτρέψεις την κατακυρίευσή σου από την ενδεχόμενη απόλαυση που σου προκαλείται από την αυτόματη και αβασάνιστη πρώτη – πρώτη εντύπωση. Όλα αυτά, φυσικά, συμβαίνουν όταν τα «κρινόμενα» φαίνεται να σε κερδίζουν – και, μάλιστα, χωρίς ιδιαίτερες δικές σου αντιστάσεις (ή και, γιατί όχι, εκείνες τις – ακόλουθες, εννοείται, των επί σκηνής τεκταινομένων – πρώτες στιγμές που μπορούν a priori να σε… παρασύρουν μέσω ειδικού τύπου ταυτοποιήσεις με την υψηλή ποιότητα που – σπανίως μεν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις δε – εμφανίζονται, οδηγώντας σε απαγορευτικές – για κριτικο-αισθητικο-διανοητικούς – ατραπούς).

Στα σημεία εκείνα όπου μπορούν να συμπυκνωθούν συνολικά και μεταξύ τους συγκριτικά όλα όσα συνιστούν τη γενική εντύπωση του «διευθύνειν» του κ. Βράνου, παρατηρήθηκε ότι ο μαέστρος διαθέτει ένα ενιαίο (πολύ σημαντικό αυτό) «πρόσωπο» καθολικά ολοκληρωμένου Διευθυντή Ορχήστρας, αφού από τις πρώτες στιγμές της εισαγωγικής συνεισφοράς του στην εκτέλεση όλων ανεξαιρέτως των κομματιών τα οποία, διευθύνοντας, παραλλήλως, ερμήνευσε (ολοκάθαρα και μην αφήνοντας ίχνος αμφιβολίας), φάνηκε ότι οι μουσικοί της ορχήστρας του, υιοθετώντας πλήρως την άποψή του, απολύτως τον… «άκουσαν» (πράγμα που δεν συμβαίνει πάντοτε και υπό  οιονδήποτε μαέστρο, ο οποίος δεν μπορεί να… «πείσει»), εκτελώντας τις οδηγίες του με ένα διακριτά ξεχωριστό μουσικό ύφος, το οποίο επαναλαμβανόταν σε όλα τα έργα, «κτίζοντας» με συγκεκριμένη μουσική αρχιτεκτονική δομή τις προφανείς αριστοτεχνικές προσεγγίσεις του, με αποτέλεσμα να κατακτηθεί αυτό που χαρακτηρίζει τους πραγματικούς πνευματικούς καλλιτέχνες και που δεν είναι άλλο από την εμφανή απαραίτητη και αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός προσωπικού «μετιέ» που να είναι έντονα αναγνωρίσιμο.

Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στην Πλ. Αριστοτέλους
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στην Πλ. Αριστοτέλους

Ιδιοσυστατικά που δεν τα έχω «ακούσει» από άλλους μαέστρους (όχι με τη συγκριτική προσέγγιση, αλλά με την ξεχωριστή και μοναδική εμφάνιση στοιχείων) αναδύθηκαν, με άποψη στηριγμένη στη βαθιά γνώση των μυστικών λεπτομερειών και  των διαφοροποιήσεων κάθε συνθετικού έργου, προσεγγίζοντας στην ουσία τους τα χαρακτηριστικά της σχολής στην οποία ανήκουν. Ξεκινώντας, έτσι, με μια διάθεση δημιουργίας στέρεας ανάπτυξης των πρώτων μερών των έργων, που να μπορεί να δεχθεί ολόκληρο το βάρος των κύριων μουσικών θεμάτων χωρίς να εμποδίζει τα περάσματά τους από υποσύνολο σε υποσύνολο, ο Βράνος ήξερε να τα συγκεντρώνει εκεί όπου χρειαζόταν, την κατάλληλη στιγμή, σε ένα συναφές διαλεκτικό ύφος, το οποίο παρουσίασε με διακριτό και ολοκάθαρο τρόπο, χωρίς να χάνεται οτιδήποτε απ’ όσα θα έπρεπε καθαρά ν’ ακούγονται από μια – τυχόν – λανθασμένη ένταση των υποσυνόλων, όταν τα τελευταία, όλα μαζί, έφταναν στις κορυφώσεις τους.

Τα περάσματα των αλλαγών των επαναληπτικών θεμάτων από όργανα σε όργανα εντός και εκτός κάθε υποσυνόλου που δίδαξε ο κ. Βράνος, εμφανίζονταν σε απολύτως δεμένες ενότητες με μια απολύτως αρμονική διευθέτηση, ικανή να συγκεράσει κάθε – από μόνο του – ετερόκλητο στοιχείο (μέσα από την απόλυτα συνειδητή ακρίβεια ιδιαίτερων χρονικών απαιτήσεων όλων των υποδόριων χαρακτηριστικών σημείων που, ως εξέχουσες αρετές, είχαν τα έργα και που δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι ανιχνεύονται δια γυμνού οφθαλμού και χωρίς ιδιαίτερη ικανότητα)…

Η άψογη απ’ όλους τους τόσο ξεχωριστούς μουσικούς της ορχήστρας εκτέλεση (αυτό θα το ξαναγράψω και παρακάτω, έτσι, για την εμπέδωσή του), σε συνδυασμό με τη σοφή – λεπτολογικής τάξης – αυξο-μειωτική, με ιδιαίτερη προσέγγιση ένταση που έδωσε ο κ. Βράνος, στα δικά μου τα αυτιά φάνηκε να προσδίδει και έναν επιπλέον χαρακτήρα στην Ορχήστρα: αυτόν που μπορεί να συνδέει την όμοια ποιότητα των υποσυνόλων στη διαλεκτικά μεταβαλλόμενη συναισθηματική φόρτιση – ένταση του συνόλου, επιτρέποντας να ακούγονται ακόμη και οι «ψίθυροι» των μουσικών φράσεων.

Από τη διεύθυνση του κ. Βράνου και την αποτυπωμένη από τα πριν μουσική φιλοσοφική του άποψη για τα έργα που παρουσίασε, αλλά και για τη νοηματική προσέγγισή τους (όσο αυτή μπορεί με τον λόγο να περιγραφεί), ξεχωριστά διακρίνεται μια ιδιαίτερη ικανότητά του που μπορεί μ’ έναν κατα-τετμημένο τρόπο να αναδεικνύει προσωπικές κατευθύνσεις διαχείρισης και ανάδειξης των μερών όπου εμφανίζεται το πάθος επάνω σε ένα φάσμα που καλύπτει όλες τις λεπτομέρειες στις δραματικές κορυφώσεις του θέματος, των οποίων η ανάπτυξη των λεπτομερειών στηρίζεται στις υποφώσκουσες, σχεδόν «αόρατες» και «σβησμένες» χαμηλές νότες, τις οποίες παρουσιάζει, με τη σειρά τους, όλες, ως μια ενιαία βάση συνολικής αισθαντικότητας, όπου αποκαλύπτεται κατόπιν η έντασή της, χωρίς τον κίνδυνο να μετατραπεί σε «κραυγαλέο» και «ασύνδετο», εντυπωσιακό, «τυχαίο» συμβάν.

Ο εν λόγω τρόπος είναι «από τα ουκ άνευ» για μια διεύθυνση η οποία στοχεύει πρωτίστως στη μεταφορά της συνολικής παρτιτούρας στην καθαρά μουσική πνευματικότητα του έργου.

Η υποδειγματική του «χρονομουσικότητα», μαζί με τις άλλες αρετές που μας κατέθεσε ο κ. Βράνος μέσω ακόμη και των πλέον εγνωσμένα παραδεκτά πιστών και ενδεδειγμένων διατυπώσεών του, διήνυσαν τα πεντάγραμμα από τις παρτιτούρες με έναν απολύτως προσωπικό διευθυντικό βηματισμό, ο οποίος, συμπαρασύροντας τους μουσικούς της Ορχήστρας σε σολιστικά επίπεδα, τους έκανε να περιδιαβούν με θαυμαστά αποτελέσματα την τελειότητα της ολοκληρωμένης νοηματικής απόδοσης των ηχητικών αναπλάσεων εντός του κάθε έργου, σε μια γλώσσα πρώτα απο-τυπωτική και απολύτως αποκαλυπτικά ακριβή για κάθε στοιχείο που μπορεί κωδικοποιημένα να υποκρύπτεται πίσω από κάθε θέμα, δίνοντας παράλληλα ένα ενιαίο – σωματικά – αποτέλεσμα, όχι απλά μιας φορμαλιστικής τελειότητας, αλλά εμβαθύνοντας και διευρύνοντας τα όρια της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ οδηγού (μαέστρου) και πιστών και ικανών ακολούθων (μουσικών), έτσι ώστε να ανακαλυφθούν όλα τα περιθώρια που αφήνουν τα μεγάλα μουσικά έργα για να μας παρουσιαστούν – επί της ουσίας τους – με ιδανικό τρόπο από τους εκτελεστές τους.

Η «διεύθυνση Βράνου» μου έδωσε μια επιπλέον στερεή εντύπωση ότι κινείται σε ένα δυναμικό εύρος πολλαπλάσιων προσωπικών εναλλαγών, αφού – πολλές φορές – παρατηρήθηκε μια ελαφρά απόκλιση, μα – ταυτόχρονα – και σημαντική στη λεπτομέρειά της, κυρίως χρόνων και εντάσεων, δίνοντάς μας και άλλες μουσικές εξηγήσεις για την εκτέλεσή τους·. Ο κ. Βράνος, από αίσθηση και μόνον, δίνει την εντύπωση πως αβίαστα ανακαλύπτει όλα τα σημεία της παρτιτούρας που επιδέχονται μια περισσότερο προσωπική ματιά, η οποία – όμως – σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κανείς πως υπερβάλλει, χάνοντας την ουσία της κυρίαρχης «άποψης» του έργου. Έτσι, ιδιωματικά (με εξέχουσα σοβαρότητα και με την – υψηλού, όπως φάνηκε, καλλιτεχνικού επιπέδου – εκπαίδευση που κατέχει) καταφέρνει – χωρίς αυθαίρετες αποκλίσεις – να ενώνει συνεχώς το προσωπικό του όραμα με τις καθολικά παραδεδομένες, μουσικολογικά διατυπωμένες «επιταγές», ανακαλύπτοντας ταυτοχρόνως και την – όποια – «μυστικότητα», που να συνάδει στο να παρουσιαστεί, της συνθετικής οδηγίας.

Μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι, οι σημαντικότερες βασικές – λεπτολογικού τύπου – προσεγγίσεις του μαέστρου, εμπερικλείουν μια ευφάνταστη και ιδιαιτέρως «χρωματισμένη», «κοσμικής αντίληψης», άποψη για όλα τα υπο-σύνολα της Ορχήστρας, δίνοντάς τους μια χροιά τονισμένης αρμονικά  διακτινισμένης σε πολύ υψηλά μουσικά επίπεδα αλληλο-(επί)καλυπτικής λειτουργικότητας.
Παρατηρήθηκε, δε, ως το πλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, πως ο κ. Βράνος, δύναται να στήσει μια ειδική «σχέση» μεταξύ των πνευστών και των κρουστών οργάνων, η οποία, συναντώντας την – κάπως «ακαδημαϊκότερη» – προσέγγισή του έναντι των έγχόρδων, κατορθώνει να «περνά» ενιαία – από την αρχή έως την τελεολογικά «εκτοξευμένη» κατάληξη των έργων – με μια κομψή και δυνατή αρμονικότητα που «πατάει» επάνω στις διακριτικές βάσεις κάθε ξεχωριστού ήχου – νότας – θέματος, κάτι που, αναγνωρίζοντάς το (έτσι, τουλάχιστον, καταγράφεται), οι μουσικοί μπορούν – ενστερνιζόμενοι απολύτως τις προσεγγίσεις του, μπορεί και εμπνεόμενοι απ’ αυτές –  να το αποδίδουν με τέλειο, ξεχωριστό κι ακριβές ύφος.

Η αλήθεια είναι ότι, στην υψηλή Τέχνη όλων αυτών των αριστουργηματικών μουσικών έργων, οι εκτελεστικές διαφορές (είτε από την παρέμβαση – διεύρυνση – νέα ματιά – προσωπική ερμηνεία μέρους των φράσεων ή ολόκληρου του έργου, είτε, ακόμη – ακόμη, και από τις αυθαίρετες – στη λεπτομέρειά τους πάντοτε – τομές που δημιουργούν μιαν άλλην αίσθηση σε… «πεπαιδευμένα ώτα», μαζί – εξυπακούεται ως αδιαπραγμάτευτη συνθήκη – και με την ουσιαστικότατη συμβολή ενός συνόλου που απαρτίζεται από μουσικούς που κινούνται, όλοι ανεξαιρέτως, σε πολύ υψηλά επίπεδα) δύσκολα ανιχνεύονται και ακόμη πιο δύσκολα αποτυπώνονται επακριβώς με τον γραπτό λόγο, αφού η μουσική και η ερμηνεία της από μόνες τους κρατούν «αυτονομημένη» τη δική τους «κωδικοποιημένη γλώσσα».

Γνωρίζοντάς τα σχεδόν όλοι αυτά (ε, μαζί τους και ο γράφων) και με όση περισσότερη «αντικειμενικότητα» είναι δυνατόν, αν κάποιος καλόπιστα προσπαθήσει να δώσει – αποδώσει ένα πρώτο επίπεδο ερμηνείας στην παρουσία – ερμηνεία του κ. Βράνου, θα μπορέσει (καταλήγοντας) να πει ότι, ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής – μαέστρος της Κ.Ο.Θ. ( είναι και αρκετά νέος στην ηλικία) μπορεί («τό ‘χει», όπως θα λέγαμε) και στους δύο «τόπους» των υπευθυνοτήτων του πολλά να προσφέρει, δηλαδή και πρόγραμμα εμπνευσμένο να παρουσιάζει – εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της Ορχήστρας πάντοτε – και, παράλληλα – φάνηκε να μπορεί – ιδιαίτερες και ξεχωριστές διευθύνσεις της καλύτερης – αυτήν τη στιγμή – Ορχήστρας της Ελλάδας να χαρίζει…
Σαν Υ.Γ.: Στη χώρα μας και στις απροσμέτρητες «παθογένειές» της, στις παραδοξότητες όπου ακόμη μπορούμε να πούμε ή έστω να αναρωτηθούμε μήπως – πλήρως ανθρωπολογικά – έχει αλλοιώσει όλες τις «κανονικότητες των υποκειμένων» που πράττουν, δημιουργούν και διοικούν, αφήνοντας πολλά ερωτήματα του τύπου «Τί, τελικώς, μας φταίει;», υπάρχουν και οι «οάσεις», σαν αυτήν της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, την οποίαν γνωρίζοντας κι ακούγοντας και στης οποίας τον τρόπο δουλειάς, εντρυφώντας είδα το τι κρύβεται πίσω από τις συναυλίες της, που σίγουρα μπορεί να δροσίσει όλους όσοι «διψούν» για «αναβαπτίσεις» καλλιτεχνικές και πνευματικές.

Όποιος παρατηρήσει σε διάρκεια τα τεκταινόμενα της Κ.Ο.Θ. και δεν αναφέρομαι μονάχα στους μουσικούς της, θα συναντήσει ανθρώπους με ήθος, σεμνότητα, επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα στην τελική στόχευση του πολύ σπουδαίου έργου τους, έτσι ώστε ίσως και να μπορεί κανείς να πει ότι  σίγουρα η Κ.Ο.Θ. είναι ικανή, εάν «αντιγραφεί», με τον «χαρακτήρα» της, να συμβάλει ως μοντέλο – πρότυπο και σε άλλους χώρους, για να ξεκινήσουμε από μια (διαφορετικής ποιότητας) αφετηρία να αισιοδοξούμε (εντός των πραγματικών εθνικών ορίων, των αληθινών δεδομένων, αλλά και των ρεαλιστικών δυνατοτήτων μας) για το μέλλον μας…

Τα καλά νομίζω – καλό για όλους θα `ναι –  να λέγονται κι ας είναι και λίγο… το φρύδι σηκωμένο!

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Γυναίκα Τριαντάφυλλο» με την Ηρώ Σαΐα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Επόμενο άρθροΠρεμιέρα για το «10.000 Χιλιόμετρα, Η απόσταση μεταξύ μας»