Ο ποιητής που έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων γράφει ο υπερρεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος στο ποιητικό του μνημόσυνο για τον άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ο ποιητής του μεσοπολέμου Κ. Γ. Καρυωτάκης ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα ποιητών, τη γενιά του 1920. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης αναδείχθηκε ως ο ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της γενιάς. Η ποίηση του δεν είναι παραδοσιακή, αντιθέτως είναι πρωτοποριακή. Ανανέωσε τον ποιητικό λόγο και διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ποιητική γενιά του 1930 και την ανάπτυξη του μοντερνισμού στη νεοελληνική ποίηση.

Τα νεανικά χρόνια του Κ. Γ. Καρυωτάκη

O Κ. Γ. Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896. Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης, ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από τη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά.

Από το 1912 δημοσίευε ποιήματα σε διάφορα λαϊκά περιοδικά της Αθήνας, όπως Ελλάς και Παρνασσός. Αυτή την περίοδο διατηρούσε σχέση με τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη. Ο δεσμός τους διήρκησε τουλάχιστον ως το 1922.

Δεκαεπτά χρονών ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1917. Επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά η έλλειψη πελατείας τον ανάγκασε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος, παρόλο που απεχθανόταν τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και την γραφειοκρατία της εποχής. Διορίστηκε, λοιπόν, ως υπουργικός γραμματέας Α’ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.

Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα

Το 1919 συνεργάστηκε με το περιοδικό Νουμάς. Παράλληλα, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ωστόσο, οι κριτικές που απέσπασε δεν θα ήταν ιδιαιτέρως καλές. Τον ίδιο χρόνο με τον φίλο του Άγη Λεβέντη εξέδωσε το τολμηρό σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη, καθώς λόγω του συντηρητισμού της εποχής απαγορεύθηκε η έκδοση του. Μετά την οριστική απαλλαγή του από το στρατό, τοποθετήθηκε στη Νομαρχία Σύρου κι έπειτα για μερικούς μήνες στην Άρτα. Στη συνέχεια υπηρέτησε στη Νομαρχία Αττικής.

Η Γάμπα, Κ. Γ. Καρυωτάκης και Άγης Λεβέντης
Η Γάμπα, το τολμηρό σατιρικό περιοδικό του Κ. Γ. Καρυωτάκη και του Άγη Λεβέντη.

Το 1921 κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή του Νηπενθή. Η ομηρική λέξη Νηπενθή σημαίνει αυτά που διώχνουν το πένθος. Ο όρος pharmakon népenthès χρησιμοποιείται από τον Charles Baudelaire στο έργο Les Paradis artificiels (Τεχνητοί παράδεισοι). Τα Νηπενθή παραπέμπουν ακόμη στο έργο Les Fleurs du mal (Τα Άνθη του Κακού). Η ποιητική Κ. Γ. Καρυωτάκη επηρεάστηκε από τους poètes maudits (καταραμένους ποιητές) και ειδικά από τον Charles Baudelaire. Δεν τους αντιγράφει αλλά αφομοιώνει στοιχεία της ποιητικής τους και τα μετασχηματίζει δημιουργώντας τη δική του ποιητική φωνή. Σε αυτή τη συλλογή εμφανίζεται ως ένας λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος.

Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό, στην Ιταλία, Γερμανία και αργότερα, το 1926, στη Ρουμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εξέδωσε την τελευταία του συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες, στην οποία συντελείται το ποιητικό του άλμα και αναδεικνύονται τα στοιχεία της διαφορετικότητας του. Στη συλλογή διαφαίνεται η ποιητική του ωριμότητα και πραγματοποιείται η μετάβαση του ποιητή από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Προβάλλονται τα πολλαπλά αδιέξοδα του ποιητή και ταυτόχρονα της ποίησης.

Η αυτοκτονία του άδοξου ποιητή των αιώνων

Το Φεβρουάριο του 1928 αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Αισθανόταν απόγνωση για τη ζωή της μικρής πόλης και έστελνε απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης που κυριαρχούσαν στην τοπική κοινωνία. Η Πρέβεζα θα είναι ο τελευταίος σταθμός του. Στις 20 Ιουλίου του ίδιου έτους, σε ηλικία τριάντα δύο ετών, δίνει τέλος στη ζωή του. Αφού μάταια προσπάθησε να πνιγεί στη θάλασσα, αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο. Στην τσέπη του άφησε το τελευταίο του σημείωμα, ένα σημείωμα με πολλά ερωτηματικά και ασάφειες.

Οι συνθήκες της αυτοκτονίας του και κυρίως τα αίτια της παραμείνουν ένα μυστήριο. Τα αίτια προβληματίζουν ακόμη τη φιλολογική έρευνα. Η οικογένεια του Κ. Γ. Καρυωτάκη κατέχει σημαντικό ρόλο στην απόκρυψη στοιχείων της αυτοκτονίας αλλά και της ζωής του ποιητή. Η αναγγελία του θανάτου του δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες αρκετές μέρες μετά το θάνατο του. Όλες οι εφημερίδες της εποχής ανήγγειλαν την αυτοκτονία αποδίδοντας την στον υπουργό Υγιεινής και Πρόνοιας Μιχαήλ Κύρκο. Ο Μιχαήλ Κύρκος είχε υπογράψει την άδικη μετάθεση του ποιητή στην Πρέβεζα, η οποία σύμφωνα με την οικογένεια είχε οδηγήσει τον ποιητή στη μελαγχολία. Το προσωπικό αρχείο του ποιητή εξαφανίστηκε και ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος βρέθηκε λειψός.

Η αυτοκτονία του Κ. Γ. Καρυωτάκη
Η αναγγελία του θανάτου του ποιητή σε μία από τις εφημερίδες της εποχής.

Παράλληλα, ο βιογράφος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, στον οποίο ανέθεσε η οικογένεια την επιμέλεια των Απάντων, μεταφέρει επιλεκτικές πληροφορίες και διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Τον παρουσιάζει εγωκεντρικό, μισάνθρωπο, μελαγχολικό, καταθλιπτικό, δηλαδή ως κλασική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας. Ο αμφιλεγόμενος βιογράφος του αποσιωπά σημαντικά γεγονότα της ζωής και της δράσης του ποιητή, όπως τη νόσο της σύφιλης, τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τη συμμετοχή στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Όλα αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι επιχειρήθηκε από την οικογένεια του μια συστηματική συγκάλυψη στοιχείων. H οπτική του Χαρίλαου Σακελλαριάδη επέβαλε για πολλά χρόνια ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της ποίησης Καρυωτάκη, δημιουργώντας την εικόνα του πεισιθάνατου ποιητή.

Κ. Γ. Καρυωτάκης
Ο Κώστας Καρυωτάκης με την αδελφή του, τον ανιψιό του και μια φίλη τους το καλοκαίρι του 1927 στη Συκιά.
Η σύγχρονη έρευνα για την αυτοκτονία του

Σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα ο Κ. Γ. Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε από κατάθλιψη, ούτε εξαιτίας της μετάθεσής του στην Πρέβεζα, παρόλο που και οι δύο αυτοί λόγοι οπωσδήποτε επηρέασαν σοβαρά την ψυχική του διάθεση.

Τα σύγχρονα δεδομένα φανερώνουν ότι σημαντικό ρόλο στο τέλος της ζωής του κατείχε η νόσος του ποιητή. Γνώριζε ότι έπασχε από το αφροδίσιο νόσημα της σύφιλης ήδη από το 1922, γεγονός που του δημιούργησε ένα έντονο αίσθημα αποξένωσης. Η ασθένεια πέρα από την απειλή της υγείας του και το στιγματισμό του ερωτισμού του, απειλούσε και  την υπόληψή του, καθώς η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα. Ο ποιητής αναφέρει για τη νόσο στο ποίημα του Τραγούδι παραφροσύνης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ωχρά Σπειροχαίτη, δηλαδή το όνομα του βακτηρίου που προκαλεί τη σύφιλη. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος γράφει:

[… Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν. ]

Ωχρά σπειροχαίτη, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

Ο Γ. Π. Σαββίδης, μελετητής που θεμελίωσε την παράδοση της καρυωτακικής έρευνας, διατυπώνει ένα ακόμη στοιχείο που πιθανότατα οδήγησε τον ποιητή στο συναισθηματικό αδιέξοδο. Ο ποιητής είχε πέσει θύμα εκβιασμού, για τον οποίο όμως δεν έχουμε σαφή αντίληψη. Ο Γ. Π. Σαββίδης θεωρεί ότι πρόκειται για συκοφαντίες σχετικά με ναρκωτικές ουσίες ή κοινές γυναίκες. Οι διώκτες του επιδίωκαν να τον εξοντώσουν ηθικά, ώστε να μηδενίσουν τη συνδικαλιστική του δράση.

Συνεπώς, οι αλλεπάλληλες άδικες μεταθέσεις, η επαρχιακή ανία, η ασθένεια της σύφιλης και οι  πολιτικές διώξεις και κατηγορίες βάρυναν αναμφίβολα την ψυχολογική του κατάσταση οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Με την αυτοκτονία του η φήμη του εκτινάχθηκε  και στην ποίηση του αναγνωρίσθηκε η ειλικρίνεια του βιώματος.

Η αυτοκτονία του Κ. Γ. Καρυωτάκη στην Πρέβεζα
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).
Η σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Κ. Γ. Καρυωτάκης συνδέθηκε στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει ήδη τις πρώτες δύο ποιητικές του συλλογές. Η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή.

Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα. Όμως, ο δεσμός τους διακόπηκε πρόωρα λόγω της ασθένειας του ποιητή. Η Μαρία Πολυδούρη του πρότεινε να παντρευτούν, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αυτή αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να χωρίσουν. Έπειτα, αρραβωνιάστηκε τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου στις αρχές του 1925.

Η Μαρία Πολυδούρη βρήκε και αυτή τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Το 1926, διαλύοντας τον αρραβώνα της, πήγε στο  Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, πριν αναχωρήσει για τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, την Πρέβεζα.

Για πολλά χρόνια η ποιήτρια ήταν περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον Κ. Γ. Καρυωτάκη παρά για την ποίησή της. Έτσι, επισκιάστηκε ο ιδιαίτερος λυρικός ποιητικός της λόγος. Το ερωτικό της πάθος για εκείνον διατρέχει όλο το έργο της. Όμως, δεν συνδιαλέγεται μόνο με τον αγαπημένο της αλλά και με το ποιητικό του έργο.

Η απαισιοδοξία, η υποβολή και ο ελεγειακός τόνος

Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και υπόλοιποι ποιητές της γενιάς του 1920 εκφράζουν μια νέα αισθητική, στρέφονται προς την εσωτερικότητα τους, τονίζουν την αίσθηση της ανίας και την ανάγκη φυγής. Ο μελαγχολικός τόνος της ποίησης τους είναι και ο απόηχος των ιστορικών γεγονότων στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής. Αιωρούνται ανάμεσα στη γη και στο όνειρο, στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.

Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης είναι μια χαμηλή φωνή μοναδικής ευαισθησίας. Στην ποίηση του η κυριαρχεί το αίσθημα του αδιεξόδου, της φθοράς, ο ελεγειακός τόνος, η μουσικότητα, η συνεχής παρουσία ενός ασαφούς και ανίατου τραύματος και η αδυναμία επικοινωνίας με την κοινωνική πραγματικότητα. Τον Κ. Γ. Καρυωτάκη και τους υπόλοιπους νεοσυμβολστές, τους δυσαρεστούν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλά δεν εκφράζουν κάποια μορφή αντίστασης προς αυτές. Σε αντίθεση με τους σύγχρονούς τους Άγγελο Σικελιανό, Κώστα Βάρναλη και Νίκο Καζαντζάκη, οι οποίοι μέσω της τέχνης τους εκφράζουν ένα νέο όραμα, οι νεοσυμβολιστές είναι απαλλαγμένοι από ιδανικά και ψευδαισθήσεις αλλαγής.

Επηρεασμένος από τον γαλλικό συμβολισμό, αξιοποιεί την τεχνική της υποβολής. Επιδιώκει την ηθελημένη ασάφεια, καθώς δεν τον απασχολεί να δώσει ένα ξεκάθαρο νόημα και εργάζεται για την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Ακόμη, στην ποίηση του κυριαρχούν τα σύμβολα και τα μοτίβα του χαμένου ονείρου και του χρόνου.

Τέλος, τα ποιήματά του διακρίνονται από μετρική αρτιότητα. Χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές την ομοιοκαταληξία. Δουλεύει πάρα πολύ τον στίχο του και προσπαθεί να συνδυάσει περιεχόμενο και μορφή. Δεν ανανέωσε τον ποιητικό στίχο αλλά εξέφρασε την πίεση και το αδιέξοδο που είχε προκαλέσει η παραδοσιακή φόρμα. Βασικό χαρακτηριστικό της γενιάς του 1920 είναι η ανανεωτική τους τάση και η ρήξη τους με τις παραδοσιακές μορφές.

Ο νεοαστικός ρεαλισμός, η ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος και η σάτιρα

Με τόνους αβρούς εκφράζει την κοινωνική αμφισβήτηση και την υπαρξιακή αγωνία. Ο ρεαλισμός και συγκεκριμένα ο νεοαστικός ρεαλισµός, όπως αναφέρει ο κριτικός και ομότεχνος του Τέλλος Άγρας, διέπει το έργο του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισµού στο έργο του είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο και η  γραφειοκρατία.

[… Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι. 

Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι. ]

Δημόσιοι υπάλληλοι, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

Τα ποιήματα ποιητικής κατέχουν μεγάλο μέρος του έργου του. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθεί να αναζητήσει και να  δοκιμάσει και όρια και τις δυνατότητες του ποιητικού λόγου. Οι υπόλοιποι νεοσυμβολιστές ή νεορομαντικοί τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν τον ποιητικό λόγο ως μέσω επικοινωνίας με την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης περνάει στον αντίποδα. Απαξιώνει και σαρκάζει οτιδήποτε μπορεί να φέρει την ανακούφιση, ακόμη και την ίδια την ποίηση. Η ποιητική διαδικασία είναι για αυτόν ατελέσφορη. Ο ποιητικός λόγος είναι ανολοκλήρωτος, ακυρωμένος και ανίκανος να εκφράσει τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Επισημαίνει την αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και τελικά αδιέξοδη σχέση με την πραγματικότητα. Η τέχνη της ποίησης, πλέον, είναι «τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε». Επιπλέον, χλευάζει τις υπερβατικές ιδιότητες της ποίησης και του ποιητή.

Η τεχνική της ειρωνείας, του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού βοηθούν τον ποιητή να εκφράζει την απογοήτευση και να προβάλλει τη κοινωνική διαμαρτυρία. Αυτές οι τεχνικές κυριαρχούν στην τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Όσα έχει θρηνήσει στο παρελθόν θα γίνουν τώρα αντικείμενο σαρκασμού, καθώς δεν μπορεί να βρεθεί καμία παρηγορία για τον ποιητή. Ο θάνατος καθίσταται επιθυμητός παρά τον φόβο που προκαλεί ορισμένες φορές. Σε πολλά ποιήματα θεματοποιείται ο θάνατος και η αυτοχειρία. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, Ιδανικοί Αυτόχειρες και Δικαίωσις.

Η πρόσληψη του έργου του και ο καρυωτατακισμός

Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης δημιούργησε ένα ολόκληρο κλίμα μιμητών και επηρέασε όσο ελάχιστοι την φυσιογνωμία της μοντέρνας ποίησης. Η διαδρομή πρόσληψης του έργου του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, ο καρυωτακισμός ορίστηκε ως στάσιμη και αρνητική μίμηση του έργου του, μίμηση που πήρε διαστάσεις μόδας για σχεδόν μια εφταετία μετά την αυτοκτονία του. Ο ποιητής αναγνωριζόταν ως ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της χαμένης γενιάς.

Ο Φώτης  Πολίτης με άρθρα του στην εφημερίδα Πολιτεία κατηγορούσε τη νέα γενιά ποιητών για άκρατο ατομικισμό και παρακμή. Η απαισιοδοξία και η παραίτηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη βρέθηκε στο στόχαστρο της ηγετικές γενιάς του 1930. Αιχμηρές είναι οι κριτικές του Ανδρέα Καραντώνη, Βάσου Βαρίκα, Κ. Θ. Δημαρά, Γιώργου Θεοτοκά, Δημήτρη Νικολαρεϊζη, Βασίλη Ρώτα και Μάρκου Αυγέρη. Βέβαια, δεν στρέφονται πάντα εναντίον του Κ. Γ. Καρυωτάκη αλλά της απαισιόδοξης ρητορικής του. Ειδικότερα, ο Ανδρέας Καραντώνης πιστεύει ότι το έργο του δεν επιδρά αρνητικά ως ποιητική αλλά ως στάση ζωής.

Αντίθετος με το  αντικαρυωτακικό κλίμα έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εμφανίζει πλήθος καρυωτακικών στοιχείων και μοτίβων, ιδιαίτερα στις πρώτες ποιητικές συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης αντικρούοντας την απόρριψη του ποιητή από συντηρητικούς κριτικούς και λογοτέχνες της εποχής, το 1938 δηλώνει στο Ελεύθερο Βήμα :

Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και Σάτιρες μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης.

Κ. Γ. Καρυωτάκης και Ν. Καράκαλος
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης (αριστερά) με τον ποιητή Ν. Καράκαλο (δεξιά) στο Παλαιό Φάληρο (1925).
Η όψιμη αναγνώριση του ποιητή της παρακμής

Η γενιά του 1960 ή η αποκαλούμενη από τον Βύρωνα Λεοντάρη γενιά της ήττας, ένιωσε να εκφράζεται από τους  αδικημένους της γενιάς του 1920. Οι επιδράσεις του αυτόχειρα ποιητή εντοπίζονται στον Τίτο Πατρίκιο, στον Μανώλη Αναγνωστάκη και ακόμη περισσότερο στον Άρη Αλεξάνδρου. Η δεκαετία του 1960 αποδεικνύεται αποφασιστική για την όψιμη αναγνώριση του ποιητή. Την δεκαετία αυτή ο Γ. Π. Σαββίδης εκδίδει την δίτομη  φροντισμένη έκδοση του καρυωτακικού έργου. Οι υπερρεαλιστές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος θα μιλήσουν θετικά για τον ποιητή και θα τον εντάξουν στο γενεαλογικό τους δέντρο.

Το 1984 ο Μίκης Θοδωράκης, έχοντας μελοποιήσει ήδη τους νομπελίστες ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, εργάζεται με τη χαμηλόφωνη φωνή του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Τον δίσκο ερμηνεύει ο Βασίλης Παπκωνσταντίνου. Η μελοποίηση των ποιημάτων από τον Μίκη Θοδωράκη βοήθησε με τη σειρά της στην αναγνώριση του Κ. Γ. Καρυωτάκη ως ποιητή μεγάλης δυναμικής.

Το 1990 ο Μανώλης Αναγνωστάκης εκδίδει την προσωπική ανθολογία Η Χαμηλή Φωνή: τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Στο τελευταίο αυτό εκδοτικό εγχείρημα ο Αναγνωστάκης ανθολογεί ποιητές της χαμηλής φωνής, ανάμεσα στους οποίους ανήκουν πολλοί ποιητές του 1920 και φυσικά ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η χειρονομία του Μανώλη Αναγνωστάκη για την ανάδειξη της ελάσσονος ποίησης είναι ενδεικτική της στάσης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς προς τον Κ. Γ. Καρυωτάκη.

Οι μελετητές παρατήρησαν ότι η το καρυωτακικό διακείμενο συνεχίζει να εντοπίζεται και στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. O Ευριπίδης Γαραντούδης κάνει λόγο για «νεοκαρυωτακισμό» και αναφέρει ότι ο  Κ. Γ. Καρυωτάκης είναι «ο μοναδικός Έλληνας ποιητής του οποίου όχι τόσο το ποιητικό έργο όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του 1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς». Αυτή τη φορά, λοιπόν, οι επιδράσεις του στη γενιά της αμφισβήτησης προέρχονται από τη μυθοποιημένη μορφή του και την παγίωση του ως σύμβολο της κοινωνικής διαμαρτυρίας και του ποιητικού αδιεξόδου.

Κ. Γ. Καρυωτάκης,
Κ. Γ. Καρυωτάκης, ο ποιητής που έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων

Πηγές:


  • Ευριπίδης Γαραντούδης, «H αναβίωση του καρυωτακισμού. O K. Γ. Kαρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970», Eπιστημονικό συμπόσιο. Kαρυωτάκης και καρυωτακισμός, Eταιρεία Σπουδών Nεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1998
  • Κ .Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα (1913-1928), επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, Αθήνα,1992
  • Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες» [1934-1938]· Κριτικά Δεύτερος τόμος, Ποιητικά Πρόσωπα και κείμενα, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, Αθήνα, 1981
  • Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000

Προηγούμενο άρθροΗ ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ: Ατομική έκθεση του Σπύρου Λύτρα στην αίθουσα τέχνης «ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ ΚΑΡΤΕΡΗΣ»
Επόμενο άρθροΟ Βαγγέλης Γερμανός και η Κρινιώ Νικολάου τραγούδησαν στο Μποέμ και το Artic.gr ήταν εκεί