Βρισκόμαστε στη χαραυγή του ελληνικού μεσοπολέμου το 1922. Τα εθνικά οράματα και οι ελπίδες ακυρώνονται από τη ζοφερή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει το ελληνικό οικοδόμημα, το οποίο μετρά σχεδόν έναν αιώνα εθνικού κρατικού βίου. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, αν και έμοιαζε να παίρνει σάρκα και οστά, θα υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα μετά την ήττα των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία. Η αστάθεια θα κυριαρχήσει στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, βυθίζοντας την σε ένα απέραντο και απύθμενο τέλμα. Ο πνευματικός κόσμος της εποχής θα αποτυπώσει, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, τον απόηχο όλων αυτών των θλιβερών γεγονότων. Η πικρία και η απογοήτευση για την απώλεια των ιδανικών θα κυριαρχήσει στις λογοτεχνικές φωνές της γενιάς του ’20, αποζητώντας ένα ονειρικό ταξίδι, μια ουτοπική πραγματικότητα.

Ο νεαρός ποιητής Κώστας Καρυωτάκης κατόρθωσε με το έργο του να κρίνει το  επίκαιρο, σαν ένας παρατηρητής του κοινωνικού του γίγνεσθαι. Δεν θα αρκεστεί σε μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας που τον περιβάλλει αλλά με το ιδιαίτερο καλλιτεχνικό στίγμα και ύφος του θα μας παρουσιάσει τον κόσμο μέσα από τη δική του ματιά:

«…Ολόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Ελλάδα,
ταραγμένος εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου,
την οικουμένην.

Κράτει  λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραιτήσον μας…».

«…Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται ήρωες
μέσα εις τα ντάνσιγκ…».

«…Αλλά τι λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ω Ανδρέα Κάλβε…».

Οι χαρακτηριστικές αυτές στροφές από το ποίημα του Καρυωτάκη Εις Ανδρέα Κάλβον καταδεικνύουν τον θυμό και την απογοήτευση του ποιητή για το παρόν του, το οποίο στερείται ιδανικών, αξιών και οραμάτων. Η εποχή του αστικού ευδαιμονισμού έχει δώσει δυναμικά το παρόν, με τα κοινωνικά της υποκείμενα να μετασχηματίζονται σε μάζες. Η ειρωνική διάθεση και η σάτιρα, κυρίαρχο γνώρισμα του έργου του, υπογραμμίζουν με ιδιαίτερο  τρόπο τα τραγικά δρώμενα της εποχής του.


Γεννιέται στην Τρίπολη τον Οκτώβριο του 1896. Ο πατέρας του Γεώργιος, με καταγωγή από τα Χανιά, εργάζεται εκεί ως νομοδιδάσκαλος. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του που επέβαλε συχνές μεταθέσεις. Στα εφηβικά του χρόνια θα δημοσιεύσει ποιήματά του στα περιοδικά Ελλάς και Παρνασσός, στα οποία η ερωτική διάθεση και ο έπαινος του γυναικείου σώματος αποτελούν τα κύρια γνωρίσματά τους. Το 1917 θα αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή της Αθήνας με βαθμό «λίαν καλώς». Δύο χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της εξέλιξης της ποιητικής δημιουργίας του Καρυωτάκη τόσο σε υφολογικό, όσο και σε επίπεδο θεματολογίας. Ωστόσο, οι κριτικές που θα αποσπάσει δεν θα είναι ιδιαιτέρως καλές. Την ίδια χρονιά θα εκδώσει το περιοδικό Η Γάμπα με σατυρικό περιεχόμενο. Ο συντηρητισμός και τα ήθη της εποχής θα ταρακουνηθούν, με αποτέλεσμα να απαγορευθεί η κυκλοφορία του ύστερα από έξι τεύχη. Ο Καρυωτάκης θα προσπαθήσει να ασκήσει τη δικηγορία, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει. Έπειτα, ο ίδιος θα στραφεί στο δημόσιο τομέα όπου και θα εργαστεί ως υπάλληλος, αν και απεχθάνεται τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και την γραφειοκρατία της εποχής.

Το 1921 θα εκδοθεί η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νηπενθή. Η καρυωτακική μυθολογία διέρχεται μια νέα περίοδο κατά την οποία ο ποιητής επαυξάνει τη θεματολογία του. Την ίδια περίοδο ο Κώστας Καρυωτάκης θα συνδεθεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Η ίδια του προτείνει πολλές φορές να παντρευτούν, όμως εκείνος απορρίπτει τις προτάσεις της. Πιθανότατα ο ποιητής έχει προσληφθεί από σύφιλη, γεγονός που αιτιολογεί τις διαδοχικές του αρνήσεις στο πρόσωπο της ποιήτριας. Με το ποίημα που φέρει τον τίτλο Ωχρά Σπειροχαίτη ο ποιητής περιγράφει χαρακτηριστικά αυτό το ενδεχόμενο:

«…Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν…».

Η εποχή μέσα στην οποία ανδρώνεται ο Καρυωτάκης, τόσο κοινωνικοπολιτικά όσο και καλλιτεχνικά, υπαγορεύεται από το στοιχείο της κρίσης. Κρίση ατομική, πολιτειακή, αξιακή. Ο ποιητής με απλή γλώσσα και συμβολικά στοιχεία θα αποκτήσει μέσα από το έργο του ευρύτερες, καθολικές διαστάσεις:

Κώστας Γ. Καρυωτάκης
Κώστας Γ. Καρυωτάκης

«…Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου…»

«…Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη…»,

Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο η πολιτική και κοινωνική διάσταση είναι εμφανής. Το ποιητικό υποκείμενο ανατρέπει τα πάντα, υπογραμμίζοντας ανοιχτά την έκπτωση των αξιών του καιρού του με ιδιαίτερη απαισιοδοξία. Ωστόσο, δεν πιστεύει ότι το κενό της εποχής του θα καλυφθεί από μια νέα πίστη την οποία προτάσσουν τόσο οι ηγέτες του καιρού του, όσο και ο Κομμουνισμός. Ο ίδιος, με ιδέες και οράματα ανθίσταται μέσα από την ποιητική του δημιουργία, προσβλέποντας στη μελλοντική δικαίωσή του.


Σαν ένας κοινωνικός παρατηρητής του καιρού του με κριτική διάθεση πάνω στα δρώμενα δεν θα διστάσει με δηκτικό και σαρκαστικό τόνο, να τα σχολιάσει. Αυτή τη φορά, στο στόχαστρό  του ο λαός και οι συμβάσεις που τον περιβάλλουν: η μιζέρια του δημοσιοϋπαλληλικού βίου,την οποία γεύτηκε και ο ίδιος προσωπικά, αλλά και η γυναίκα της εποχής του. Στο ποίημα Αποστροφή χαρακτηρίζει τη γυναίκα ως ‘πλάσμα ανυποψίαστο, μηδενικό και γι’ αυτό προνομιούχο  που σαν όνειρο έχει “τον αγαθό τον άνδρα και τα νόμιμα κρεβάτια”. Με αυτά τα λόγια, ο ποιητής απευθύνεται στη γυναίκα της πόλης και όχι γενικά στο γυναικείο φύλο, το οποίο άλλωστε ύμνησε στα νεανικά του ποιήματα. Καυτηριάζει την υποταγή της στις κοινωνικές συμβάσεις και την έλλειψη ιδανικών από τη ζωή της. Γράφει με νόημα για τη μίζερη καθημερινότητα, την απαισιόδοξη και ανούσια θέαση των πραγμάτων.

Το ποιητικό υποκείμενο του Καρυωτάκη, βιώνοντας τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυριαρχείται από το αίσθημα του πόνου και της απογοήτευσης. Η ποίηση γίνεται για εκείνον το καταφύγιο μέσα στο οποίο θα αυτοπροσδιοριστεί ως καλλιτέχνης.

Σε πολλά ποιήματά του θα καταφέρει να προσδώσει στην τέχνη που υπηρετεί μια κοινωνική διάσταση. Η γραφή του και η καλλιτεχνική του υπόσταση ακροβατούν ανάμεσα στην παλαιά και την καινούρια ποίηση, προσδίδοντας μια νέα πνοή στη λογοτεχνική δημιουργία. Στους κύκλους των διανοούμενων και των κριτικών της εποχής επικράτησε αμφισημία απόψεων σχετικά με το έργο του. Η κρίση των Κ. Θ. Δημαρά και του Γιώργου Θεοτοκά είναι  γνωστή για το ‘καρυωτακικό’ έργο, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο ως μη ποιητή.

Στα 1933 ο Τέλλος Άγρας, σημαντικός μελετητής της τελευταίας ποιητικής του συλλογής που δημοσιεύτηκε με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες, θα γράψει:  “με την τελευταία του ποιητική συλλογή {…} μας εξεπέρασεν όλους αμέσως και εξακολουθητικά”. Πρόκειται για μια κομβική κριτική. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή μελετήθηκε συστηματικά από κριτικούς που έγραψαν για την ποίηση του Καρυωτάκη. Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1927, επτά μήνες πριν την αυτοκτονία του και αποτελεί ένδειξη των ψυχικών καταστάσεων του ποιητή. Η έλλειψη ηθικής στο πολιτικό γίγνεσθαι, η νοσηρή κοινωνική πραγματικότητα οδηγούν το άτομο στο αδιέξοδο και στη ματαιότητα των πραγμάτων.

Μελαγχολία και μαρασμός κατακλύζουν το ψυχισμό του Καρυωτάκη, ο οποίος νιώθει την ανάγκη να αποδράσει από την πραγματικότητα. Την 21η Ιουλίου του 1928, μόλις στα 32 χρόνια του,  βάζει τέλος στη ζωή του σαν άδοξος ποιητής της δικής του μπαλάντας (Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων, 1921).

 

Για το παραπάνω αφιέρωμα αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Απόστολου Μπενάτση Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…, Κώστας Καρυωτάκης: Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο‘’Nymphomaniac’’ για τους …άγριους σινεφίλ.
Επόμενο άρθροΕλληνικό και Ρωμαϊκό θέατρο : Δύο κόσμοι σε αντιπαράθεση (Μέρος Α’)