«Κονστανς»: γυναικείο κόκκινο όνομα σε μαύρο φόντο με κατά τόπους αποχρωματισμούς και λευκά στιγμιότυπα, ή αλλιώς «71 σημειώσεις, απόπειρες συμφιλίωσης με το χώρο, το χρόνο και εσένα που όλο φεύγεις». Πρόκειται για την συμφιλίωση με την απουσία που επελαύνει στο αύριο ή με το αύριο που επελαύνει –όπως και συνοψίζεται στο οπισθόφυλλο-; Μπορεί και για τίποτα από τα δύο… Ίσως απλά στις νύχτες να μετοίκησε η συγγνώμη, ανίκανη να διαπεράσει τη «διάφανη μέρα» του απόντος προσώπου.

Όταν αυτό που απομένει είναι μία ανέστια μνήμη, το τέλος βρίσκεται στο χαρτί. Οι λέξεις κυοφορούν πιθανές εκδοχές και συνεκδοχικά ελπίδες που ναυαγούν στις ξέρες της ανθρώπινης συνάφειας και των πολλών συναναστροφών, στο φαλιμέντο ίσως των προσδοκιών. Το τέλος άλλωστε, ίσως ποτέ να μην διατυπώνεται ρητά… μπορεί και να φωλιάζει σε κάτι ματαιωμένες δυνατότητες.

Ο ποιητής επισκεπτόμενος το «ξενοδοχείο του χτες», αναμετράται με τις τραχιές επιφάνειες της πραγματικότητας και επιδίδεται σε μία ριψοκίνδυνη, μα εις βάθος ειλικρινή, ψηλάφηση της απουσίας. Αυτό το ειδικό βάρος της απουσίας κατατρύχει την ύπαρξη και καταλύει την καθημερινότητα αποστερώντας της το αναγκαίο χρώμα και οξυγόνο. Τα φαντάσματα του παρελθόντος καταλαμβάνουν μια γωνία της ζωής και ο αναγνώστης παρατηρεί τα περιθώρια να στενεύουν ασφυκτικά για την στοιχειωμένη ύπαρξη. Οι παραισθήσεις σταχυολογούν αναμνήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους συρράφονται σε πραγματικότητα. Οι αυξομειώσεις της παρουσίας των φαντασμάτων πάντα μετρώνται σε λέξεις και φυσικές βλάβες. Πόσο παρελθόν να αναστήσουν οι τσέπες;  Άραγε πόσα καλοκαίρια χωράνε να τρυπώσουν εκεί; Και ποιο το τίμημα; Αντί για απαντήσεις, κοχύλια θαμμένα στη άμμο, όπως και η λανθάνουσα παρουσία του πλέον απόντος. Το χρονικό των πολλαπλών διαμελισμών παρεμποδίζει τις όποιες κινήσεις εξαγοράς του κενού, αλλά οι απόπειρες συνεχίζονται…

[“Δεν αντέχεται άλλο αυτό το παιχνίδι των σκιών. Πόσες πρέπει να ξεκολλήσω από πάνω σου μέχρι να σε φτάσω ; Θα τις παγιδέψω σε ένα κάδρο και θα τις κρύψω στην ντουλάπα μου. Κουράστηκα από τα νυχτερινά κυνηγητά στις σκάλες του κορμιού σου. Θα χαλάσω τη σχέση μου με τη μέρα.

Θα δείξεις ποτέ το πρόσωπό σου στον ήλιο;
Ή θα μείνουμε με την απορία ;

Κι εγώ.

Κι αυτός.”]

Παρατηρούμε τον ποιητή να συνθέτει τη δυστοπία του παρόντος, με την πλέον εύστοχη επιλογή της ανάδειξης της ψυχοπαθολογικής πρόσληψης της κατάστασης της απουσίας. Φειδωλός, δίχως να επεκτείνεται σε κανονιστικούς ορισμούς σκηνοθετεί την εσωτερική διαπάλη με όρους ψυχορραγίας. Με οξυδερκείς ματιές στο ανθρώπινο εσωτερικό προσδίδει μία καίρια ψυχαναλυτική διάσταση σχετικά με την επίδραση των Σημαντικών Άλλων στην σύνθεση του παζλ των εαυτών.

“[…]Ο κόσμος άρχισε να αλλάζει μορφή κι εγώ άρχισα να φοβάμαι για τους καλοκαιρινούς μου προορισμούς. Στέκομαι ακίνητος στη μέση ενός παράξενου χορού. Πήρες όλες μου τις κινήσεις και τις κλείδωσες στις βαλίτσες σου.
Στη θέση μου έμεινε μια φωτογραφία
.”

 Η γλώσσα που χρησιμοποιεί συνάδει με την τραγικότητα της φύσεως του θέματος που πραγματεύεται το αφήγημα, αλλά η ποιητική του δεξιοτεχνία διαφυλάσσει τα απαραίτητα ίχνη ευαισθησίας και αγνού συναισθηματισμού. Η επιλογή της μορφής του ποιητικού αφηγήματος σφυρηλατεί και προεξοφλεί την ενδοεπικοινωνία και την υποψία σχέσεων συνέχειας των σημειώσεων και πιθανώς αντισταθμίζει μερικώς το επαχθές της αναμέτρησης με την ένταση και την έκταση της απώλειας.

Τέλος, αναφορικά με το πεδίο των ιδεών στο εν λόγω πόνημα, αξίζει να σταθούμε σε δύο πυλώνες, τους καθρέφτες και το καλοκαίρι, τα οποία διακρίνονται για την ιδιαίτερη πυκνότητά τους στον εννοιολογικό χάρτη του ποιητή. Το αντικαθρέπτισμα των ανθρώπων μέσω αλλεπάλληλων προβολών ιδεών, απόψεων και συναισθημάτων, η ύπαρξη ανθρώπων πρισμάτων ενδεχομένως, που αναλύουν τον Άλλον στα χρώματα της ύπαρξής του, αλλά και το καλοκαίρι όχι μόνο ως εποχή και ως σκηνοθετικό εργαλείο αλλά και ως υπαρξιακή κατάσταση φορτισμένη με δικά της πρόσημα, αποτελούν την χαρακτηριστική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πινελιά του ποιητή.

Εν κατακλείδι, παραφράζοντας ένα στίχο του ποιητή, μετά από κάθε συνάντηση με αυτό το βιβλίο, μπορεί ο αναγνώστης να φορέσει ένα άλλο ζευγάρι μάτια!

 Πληροφορίες βιβλίου

Τίτλος: Κονστάνς
Συγγραφέας: Δημήτρης Βούλγαρης
Εκδόσεις: Απόπειρα
Έτος Έκδοσης: 2015
Αριθμός Σελίδων: 99
ISBN: 978-960-537-209-5

Προηγούμενο άρθροΟ Αστακός (The Lobster) – κριτική της ταινίας
Επόμενο άρθροΔε φοβάμαι. Δεν ελπίζω. Είμαι…, για λίγες παραστάσεις στη “Ρότα”