Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν, η Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί την παράσταση «Κόκκαλο» και καταπιάνεται με τρυφερότητα για άλλη μια φορά με τον Γάλλο ηθοποιό, συγγραφέα, σκηνοθέτη και αναμορφωτή του θεάτρου Αντονέν Αρτώ. Μετά τις παραστάσεις «Αρτώ / Βαν Γκογκ, avec un pistolet» (Θέατρο Σημείο, 2015) και «Οικογένεια Τσέντσι» (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, 2016), η παράσταση «Κόκκαλο» ολοκληρώνει δραματουργικά την προσωπική τριλογία των συγγραφέων Ιόλη Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη πάνω στο έργο του Αντονέν Αρτώ. Αυτή τη φορά επίκεντρο γίνεται η ζωή και το έργο του ίδιου του καλλιτέχνη.

Λίγα λόγια για τον Αντονέν Αρτώ

Γεννήθηκε το Σεπτέμβριο του 1896 στη Μασαλία και το Φεβρουάριο του 1921 ο Αντονέν Αρτώ έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός στο Theatre de l’ Ouvre ερμηνεύοντας έναν βουβό ρόλο. Πίστευε πως ήταν πρώτα απ’ όλα ποιητής. Έγραψε και δοκίμια, θεατρικά έργα, κριτικές, επιστολές και μανιφέστα που επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη του θεάτρου, παρά των πρόωρο θάνατό του. Η συλλογή δοκιμίων του σχετικά με το θέατρο με τίτλο «Το Θέατρο και το Είδωλό του», δημοσιεύτηκε το 1938. Από το 1923 έως το 1940 αλληλογραφούσε με την Γενίκα Αθανασίου, η οποία αποτέλεσε τη μοναδική γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα στη ζωή του.

Αντονέν Αρτώ
Ο Αντονέν Αρτώ το 1931 επινοεί μια νέα θεατρική φόρμα που την ονομάζει «Θέατρο της Σκληρότητας».

Όταν ήταν τεσσάρων ετών, έπαθε μηνιγγίτιδα. Ακολούθησαν η νευραλγία, η υπνοβασία, η κληρονομική σύφιλη, η κατάθλιψη, ο διχασμός προσωπικότητας, η παραληρηματική διαταραχή παρανοϊκής δομής, οι εθισμοί, οι νευρικοί κλονισμοί και οι εγκλεισμοί του σε ψυχιατρικές κλινικές για πολλά χρόνια. Το 1931 επινοεί μια νέα θεατρική φόρμα που την ονομάζει «Θέατρο της Σκληρότητας» και για να την πραγματώσει ανεβάζει το 1935 στο Παρίσι το έργο «Οι Τσέντσι» του Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ.

Παρά τις προσδοκίες, το ανέβασμα αποτυγχάνει παταγωδώς και έτσι ο Αρτώ αποφασίζει πως δε θα σκηνοθετήσει ξανά. Ταξιδεύει ασταμάτητα, μέχρι που συλλαμβάνεται για αλητεία. Το 1938 χαρακτηρίζεται επισήμως ως «παράφρων» και οδηγείται δια της βίας στο ψυχιατρείο, στο οποίο θα παραμείνει έγκλειστος για εννέα χρόνια και θα υποβληθεί σε αμέτρητα ηλεκτροσόκ. Εκεί αποκτά την εμμονή ότι έρχονται στον ύπνο του και του δηλητηριάζουν τα όνειρα, κάνοντάς του μάγια. Εκεί πέφτει σε κώμα, από το οποίο ξυπνά την ώρα που τον οδηγούν στο νεκροτομείο.

«Για να υπάρξεις, χρειάζεται απλώς να αφεθείς. Αλλά για να ζήσεις πρέπει να είσαι κάποιος. Πρέπει να έχεις ένα κόκκαλο. Και να μη φοβάσαι να το δείξεις – ακόμα κι αν χρειαστείς να χάσεις τη σάρκα σου γι’ αυτό».

Το 1946 αποκτά ξανά την ελευθερία του και τότε οι «Φίλοι του Αντονέν Αρτώ» οργανώνουν μια ειδική βραδιά αφιερωμένη στο έργο του στο Θέατρο «Σάρα Μπερνάρ». Η είσοδος, όμως, στον ίδιο απαγορεύεται, εξαιτίας του φόβου που προκαλεί η εξασθενημένη του φιγούρα και η πιθανότητα ενός ακόμα θηριώδους ξεσπάσματος, όπως αυτά που συνήθιζε ενώπιων ακροατηρίου και από τα οποία ηρεμούσε μόνο εάν τον φιλούσε ένας φίλος του στο μέτωπο. Ο άνθρωπος τον οποίο συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν στέκεται μόνος έξω από τις κλειστές πόρτες, ενώ σύσσωμη η καλή κοινωνία των Παρισίων απολαμβάνει τις αναγνώσεις των κειμένων του. Τον Ιούνιο του 1948 διαγνώστηκε με καρκίνο και πέθανε το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς στο Παρίσι από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου.

Κόκκαλο | Μια παράσταση για τη ζωή και το έργο του Αντονέν Αρτώ

Στο «Κόκκαλο» η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης αναζητούν μια απάντηση στα εξής ερωτήματα «Και ο ίδιος ποιος είναι; Ποιός είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από όλα αυτά; Ποιός είναι αυτός που τόλμησε να θέσει την αφύπνιση ως μέσο θεραπείας των ανθρώπων και της κοινωνίας;».

Αντονέν Αρτώ
Απομονωμένος στο άσυλο, ο Αντονέν Αρτώ στήνει από την αρχή το παλιό σκηνικό των «αποτυχημένων» Τσέντσι.

Στην παράσταση «Κόκκαλο», ο Αρτώ απογοητευμένος από το περιστατικό στο Θέατρο «Σάρα Μπερνάρ», αρνείται την ελευθερία του και επιστρέφει οικειοθελώς στο κελί του, αποφασίζοντας να ξυπνήσει τα εκφραστικά του μέσα για να μεταμορφωθεί ο ίδιος στον πιο βιρτουόζο περφόρμερ και να δώσει ένα τελευταίο σόλο, μια παράσταση-ξέσπασμα, μπροστά σε ένα κοινό ανυπόκριτο. Ένα κοινό που θα πλάσει με το μυαλό του. Ένα κοινό που γεννήθηκε για να τον αγαπά. Απομονωμένος στο άσυλο, ο Αρτώ στήνει από την αρχή το παλιό σκηνικό των «αποτυχημένων» Τσέντσι, φέρνει την ψυχή του στο προσκήνιο, την ξεγυμνώνει και την τραγουδά με πάθος και μαεστρία. Σε ένα ονειρικό τοπίο μνήμης και με το ρυθμό της μουσικής, ακολουθεί την κάθοδο μιας βαθιάς και ανείπωτης εξομολόγησης.

Η Ιόλη Ανδρεάδη αναδεικνύει με ευαισθησία τον Αντονέν Αρτώ, έναν βασανισμένο και σπουδαίο καλλιτέχνη

Η ενασχόληση της Ιόλη Ανδρεάδη με τον Αντονέν Αρτώ ξεκινά από το 2008 με τη διδακτορική της διατριβή και συνεχίζεται ως σήμερα με συζητήσεις, πρακτικές δοκιμές, συνέδρια και παραστάσεις. Αυτό δικαιολογεί και την εξαιρετική ευαισθησία με την οποία εισέρχεται στη ζωή του Αρτώ.

«Η κεφαλή της ανθρωπότητας βρωμάει. Και το ξέρουμε.»

Το «Κόκκαλο» ανήκει στη σφαίρα των βιογραφικών παραστάσεων, η οποία, όμως, ξεχωρίζει για την δραματουργική και σκηνοθετική της προσέγγιση. Ο Αντονέν Αρτώ αποκτά υπόσταση και χαρακτήρα μέσα από την παράσταση. Δεν αντιμετωπίζεται αποστασιοποιημένα ως ένα πρόσωπο του παρελθόντος. Ο Αρτώ μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ σήμερα. Η Ιόλη Ανδρεάδη επιτυγχάνει την ταύτιση του Αρτώ με κάθε έναν άνθρωπο του σήμερα που βασανίζεται, δυσκολεύεται να αποδεχτεί και να συμβαδίσει με τα κοινωνικά πρότυπα και εκδιώχνεται στο περιθώριο με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Η ίδια η σκηνοθέτης περιγράφει τον Αρτώ στο «Κόκκαλο» ως εξής: «Καλλιτέχνης, ιδιοφυής, επαναστάτης, αναθεωρητής, ποιητής, δάσκαλος, παραληρηματικός, επιθετικός, επιληπτικός, αυτοκαταστροφικός και βαθιά, πολύ βαθιά ερωτευμένος και ερωτικός, συνθέτει με τρόπο προβοκατόρικο την τελική του ετυμηγορία απέναντι στον σύγχρονο καθωσπρεπισμό, βγάζοντας τη γλώσσα στην κοινωνική υποκρισία και τις επινοημένες αυθεντίες του καιρού μας και επαναφέροντας το «Θέατρο της Σκληρότητας» στη θέση που του ανήκει: μέσα στις φλογισμένες καρδιές των εξεγερμένων».

Αντονέν Αρτώ
Επί σκηνής, στήνεται ένα σόου – μια ατμοσφαιρική συναυλία – με περφόρμερ τον ίδιο τον Αντονέν Αρτώ μέσα στο κελί του.

Επί σκηνής, στήνεται ένα σόου – μια ατμοσφαιρική συναυλία – με περφόρμερ τον ίδιο τον Αρτώ μέσα στο κελί του, ο οποίος, με καθαρό βλέμμα και δίχως καμιά υποκρισία, αποκαλύπτει την προσωπική του διαδρομή, ενώ, συγχρόνως, ξεμπροστιάζει μια κοινωνία σάπια ως το μεδούλι της. Με μια καρέκλα επί σκηνής, λίγη κίτρινη μπογιά, μερικά προσωπεία, με ατμοσφαιρικό φωτισμό και μουσική η σκηνοθέτης καταφέρνει να μετουσιώσει κάτι που έλεγε ο ίδιος ο Αρτώ για τον εαυτό του: «Προσωπικά για μένα, μπορώ ειλικρινά να πω ότι απουσιάζω από τον κόσμο, και η δήλωση αυτή δεν αποτελεί μια απλή λογοτεχνική εγκεφαλική πόζα». Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης κατάφεραν με το λιτό, αλλά και τόσο νοηματικά πυκνό, κείμενό τους να θίξουν πολλά ζητήματα που αφορούν το σήμερα, όπως την εξουσιομανία, την αποκαθήλωση των κάποτε ειδώλων, την κοινωνική αδιαφορία για οτιδήποτε διαφορετικό, τον εγκλεισμό σε άθλιες ψυχιατρικές δομές, την αποξένωση και τη μοναξιά.

«-Αρτώ: Δεν είμαι τρελός, είμαι ηθοποιός.
-Φωνή Α: Ηθοποιός; Μα αυτό είναι σκέτη αυτοκτονία.
-Αρτώ: Δεν υπάρχει αυτοκτονία. Πάντα φταίει κάποιος άλλος. Είναι όλες τους δολοφονίες.»

Παράλληλα, μέσω της σκηνοθεσίας της Ιόλης Ανδρεάδη αναδεικνύονται βασικά στοιχεία του «Θεάτρου της Σκληρότητας», όπως η τελετουργία, η χρήση προσωπείων,  οι εναλλαγές φωτισμού (από τον Σάκη Μπιρμπίλη) και τα μουσικά όργανα που αντιμετωπίζονται ως μέρος της σκηνογραφίας. Επιπρόσθετα, σημαντικό στοιχείο αποτελεί κι η πρωτότυπη και πολύ συγκεκριμένη μουσική, σε σύνθεση του Γιώργου Παλαμιώτη, η οποία παρουσιάζεται σαν πρόσωπο μέσω του ίδιου και του ήχου της. Τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Κασπίρη, λιτά σε χρώμα μαύρο και για τους δυο περφόρμερ, έφεραν το ροκ στοιχείο της παράστασης και δεν αποσπούσαν από το επείγον περιστατικό, τον ίδιο τον Αρτώ. Ενδιαφέρον στοιχείο, επίσης, αποτελεί πως το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα  που χρησιμοποιείται για να ανεβάσει ο Αρτώ τους «Τσέντσι» στην παράσταση «Κόκκαλο» είναι ίδιο με αυτό που χρησιμοποίησε η σκηνοθέτης στην παράστασή της «Οικογένεια Τσέντσι», το 2015 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Ο Γεράσιμος Γεννατάς και ο Γιώργος Παλαμιώτης μας μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο

Ο Γεράσιμος Γεννατάς σε έναν ρόλο πρόκληση για άλλη μια φορά. Τον παρατηρούμε να μεταμορφώνεται τόσο που δεν αναγνωρίζουμε το πρόσωπο του στην αρχή. Αποπνέει μια απόκοσμη ηρεμία, ένας λευκός καμβάς στον οποίο όλα είναι δυνατά. Καθώς, η παράσταση προχωράει, διαχειρίζεται με λεπτότητα και ευκολία τις πολλαπλές συναισθηματικές και ψυχολογικές μεταβάσεις του Αρτώ, τόσο με το πρόσωπό του, όσο και με το σώμα του. Παράλληλα, ο Γεράσιμος Γεννατάς είναι εξαιρετικά ακριβής και εύστοχος στις μιμήσεις των υπόλοιπων χαρακτήρων, παρότι χρησιμοποιεί μόνο μια χειρονομία και μια αλλαγή τόνου στη φωνή του για να το πετύχει.

Αντονέν Αρτώ
Ο Γεράσιμος Γεννατάς είναι εξαιρετικά ακριβής και εύστοχος ως Αντονέν Αρτώ, αλλά και στις μιμήσεις των υπόλοιπων χαρακτήρων.
«Εγώ δεν πιστεύω στο θάνατο. Εγώ θα μείνω μαζί σου για πάντα – ακίνητος. Εγώ δεν θα πεθάνω – ποτέ.»

Ο Γεννατάς ως Αρτώ είναι τρυφερός και ευαίσθητος όταν απευθύνεται στη Γενίκα του, δυναμικός και τολμηρός όταν ξεμπροστιάζει την κοινωνία του σήμερα, του αύριο και του χθες, συγκινητικός και βαθιά αισθαντικός όταν μας αποκαλύπτει τον έρωτά του για τη Γενίκα και τα προσωπικά του βάσανα. Η υποκριτική προσέγγιση του Γεννατά, έφερε τον βασανισμένο, ερωτευμένο, παθιασμένο, κουρασμένο, ονειροπόλο Αρτώ επί σκηνής σα να ήταν ακόμη ζωντανός. Κι όπως άλλωστε έλεγε και στο τέλος της παράστασης ο ίδιος: «Ναι θα ξαναγίνω τεσσάρων χρονών και δεν θα πονάω πουθενά».

Αντονέν Αρτώ
Η υποκριτική προσέγγιση του Γεννατά, έφερε τον βασανισμένο, ερωτευμένο, παθιασμένο, κουρασμένο, ονειροπόλο Αντονέν Αρτώ επί σκηνής.

Ο Γιώργος Παλαμιώτης με την πρωτότυπη μουσική του, την ατμοσφαιρική του αφήγηση, με το στοιχείο του μπαλινέζικου ρυθμού και με την μουσική του performance συντρόφευσαν τον Γεράσιμο Γεννατά μοναδικά. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε ένας διάλογος πέρα από τα λόγια και πιο κοντά στις αισθήσεις μας.

Συμπερασματικά

Σύμφωνα με τον Αντονέν Αρτώ: «Αν έχουμε την παραμικρή ελπίδα να ξαναγίνει για εμάς η τέχνη αναγκαία, θα πρέπει να της επιτρέψουμε να μας δώσει όλα όσα βρίσκονται στον έρωτα, στο έγκλημα, στον πόλεμο και στην τρέλα». Έτσι, κι η Ιόλη Ανδρεάδη μαζί με τον Γεράσιμο Γεννατά και όλους τους συντελεστές κατάφεραν να κάνουν την τέχνη τους αναγκαία για μας, γιατί επιτέθηκαν στο υποσυνείδητό μας με την αναγκαία τρυφερότητα, ωμότητα, βιαιότητα και με τρόπο απόκοσμο και μοναδικό.

Trailer

Συντελεστές παράστασης

  • Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
  • Κείμενο: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
  • Σκηνογραφία: Δήμητρα Λιάκουρα
  • Ενδυματολόγος: Κωνσταντίνος Κασπίρης
  • Πρωτότυπη Μουσική: Γιώργος Παλαμιώτης
  • Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
  • Κατασκευές: Γιάννης Νίτσος
  • Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
  • Video Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
  • Οργάνωση Παραγωγής: ΡΕΟΝ / Ορέστης Τάτσης
  • Ζωντανά επί σκηνής ο μουσικός-περφόρμερ: Γιώργος Παλαμιώτης
  • Ερμηνεύει: Γεράσιμος Γεννατάς.

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείου Πολιτισμού. Το έργο κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.

Πληροφορίες

  • Τοποθεσία: Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν
  • Διεύθυνση: Πεσμαζόγλου 5 (Αθήνα)
  • Πρεμιέρα: Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022
  • Ημέρες και ώρες παραστάσεων: κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00
  • Παράταση (6 παραστάσεις): Δευτέρα 2/5, 9/5, 16/5 & Τρίτη 3/5, 10/5, 17/5 στις 21.00
  • Τιμές Εισιτηρίων: Γενική Είσοδος: 15 ευρώ, Μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, ΑΜΕΑ, Άνω των 65): 10 ευρώ
    Προπώληση: Viva.gr
  • Τηλέφωνο Ταμείου: 2103222760, 2103228706
  • Διάρκεια παράστασης: 75΄
  • Official Site, Facebook

 – Βία: Καθόλου

– Γυμνό: Καθόλου

 

Διαβάστε περισσότερες θεατρικές κριτικές εδώ

 

Προηγούμενο άρθροHyperspace ή αλλιώς… της Δανάης Λιοδάκη στο Studio Μαυρομιχάλη
Επόμενο άρθροΟ συμβολισμός στην ποίηση και η αδιάρρηκτη σχέση του με τη μουσική
Μαριάννα Μωυσίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει σε δραματική σχολή και είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Από μικρή της άρεσε να γράφει και από το 2015 ασχολείται και διαδικτυακά με αυτό. Αγαπάει τις τέχνες, τον ήλιο, τα ταξίδια και τη σκυλίτσα της.