Ο κόσμος της μουσικής βίωσε μια πολύ σημαντική απώλεια. Ο μεγάλος, πολυβραβευμένος ερμηνευτής, Joe Cocker με καριέρα τεσσάρων δεκαετιών στους ώμους του, η σπουδαία αυτή φωνή της ροκ/μπλουζ μουσικής, άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Δεκεμβρίου σε ηλικία 70 ετών, αφού έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. Ένας άνθρωπος με μοναδικό χάρισμα, με μόνα όπλα τη βραχνή, αισθαντική φωνή του και το πάθος του για τη μουσική, ο Joe Cocker παρέμεινε απλός και απροσποίητος παρά την εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία του στον χώρο.

 

Η ζωή του θρυλικού «μπλουζίστα» Joe Cocker

Ο Βρετανός John Robert “Joe” Cocker, γιος δημοσίου υπαλλήλου, γεννήθηκε στο Sheffield το 1944. Έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική το 1960 σε ηλικία 16 ετών, όταν με τρεις φίλους του σχημάτισαν το συγκρότημα “Cavaliers”. Η πρώτη τους εμφάνιση ήταν σε ένα κέντρο νεότητας, όπου μάλιστα χρειάστηκε να πληρώσουν και είσοδο προκειμένου να μπουν! Η καριέρα τους, όμως, ήταν πολύ σύντομη, αφού διαλύθηκαν μετά από έναν χρόνο. Τότε ο Cocker εγκατέλειψε το σχολείο για να εργαστεί, χωρίς ωστόσο να χάσει το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Ο ίδιος είχε πει «Μάλλον ξόδεψα περισσότερο χρόνο στους δρόμους απ’ότι στο να μορφωθώ».

To 1961 συνέχισε την καριέρα του χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Vance Arnold. Με το συγκρότημα “Vance Arnold and The Avengers” πραγματοποιούσαν εμφανίσεις σε μικρές pubs και clubs του Sheffield, παίζοντας κυρίως διασκευές του Chuck Berry και του Ray Charles, ενώ το 1963 άνοιξαν τη συναυλία των Rolling Stones που πραγματοποιήθηκε στο Sheffield City Hall. Το 1964 υπέγραψε συμβόλαιο ως σόλο καλλιτέχνης με την Decca Records και κυκλοφόρησε το πρώτο του single, μια διασκευή του “I’ll Cry Instead” των Beatles. Παρά την εκτεταμένη προβολή του μουσικού από τη δισκογραφική εταιρεία, δεν υπήρξε η επιθυμητή ανταπόκριση από το κοινό και το συμβόλαιο ακυρώθηκε μετά από περίπου έναν χρόνο.

Στη συνέχεια, ο Joe Cocker συνεργάστηκε με τον Chris Stainton, τον οποίο είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Σχημάτισαν την “The Grease Band” και μαζί εξακολούθησαν να εμφανίζονται σε συνοικιακές pubs, ώσπου ο Cocker τράβηξε την προσοχή του Denny Cordell, παραγωγού των Moody Blues κ.α. Χωρίς την μπάντα ηχογράφησε το “Marjorine” σ’ένα στούντιο του Λονδίνου, όπου τελικά μετακόμισε με τον Chris Stainton προκειμένου να πραγματοποιήσουν ζωντανές εμφανίσεις με την “The Grease Band” και το νέο της μέλος, τον Tommy Eyre στα πλήκτρα.

 

Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες

Αυτό που ακολούθησε το 1968 είναι η πιο διάσημη διασκευή του Cocker, το “With a Little Help From My Friends” των Beatles. Με τους Jimmy Page στην κιθάρα, B. J. Wilson στα ντραμς, Sue and Sunny στα πίσω φωνητικά και Tommy Eyre στο εκκλησιαστικό όργανο, έκαναν ριζικές αλλαγές στο κομμάτι, καθιστώντας το για πολλούς καλύτερο από την αυθεντική εκτέλεση. Η διασκευή αυτή, που κατέκτησε την πρώτη θέση στα βρετανικά charts τον Νοέμβριο του 1968, ήταν η αφορμή για πολλές συναυλίες σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με τους The Who.

Από την εμφάνισή του στο Woodstock το 1969
Από την εμφάνισή του στο Woodstock το 1969

Η επιτυχία, ωστόσο, ήταν διεθνής, καθώς το άλμπουμ “With a Little Help From My Friends” έγινε χρυσό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, το 1969 ακολούθησε και περιοδεία στην Αμερική, με την μπάντα να εμφανίζεται σε διάφορα φεστιβάλ. Αποκορύφωμα ήταν η εμφάνιση τους στο Woodstock στη Νέα Υόρκη, όπου χρειάστηκε να μεταβούν με ελικόπτερο λόγω του τεράστιου πλήθους ατόμων που συγκεντρώθηκαν στο φεστιβάλ. Λέγεται, μάλιστα, πως μετά την εμφάνισή τους στη σκηνή, το φεστιβάλ διακόπηκε εξαιτίας καταιγίδας που ακολούθησε.

Την ίδια χρονιά, αμέσως μετά το Woodstock κυκλοφόρησε  το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας, με τίτλο “Joe Cocker!”, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται διασκευές σε τραγούδια καλλιτεχνών όπως ο Bob Dylan, ο Leon Russell και ο Leonard Cohen. Ο Paul McCartney και ο George Harrison, εντυπωσιασμένοι από το ταλέντο του Cocker, επέτρεψαν να συμπεριλάβουν άλλες δύο διασκευές των Beatles, τα “She Came In Through The Bathroom Window” και “Something”. Το άλμπουμ είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου η μπάντα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε πολλά φεστιβάλ. Όταν, ωστόσο, τέθηκε ξανά το ζήτημα της περιοδείας στις ΗΠΑ, οι αντιρρήσεις του Cocker οδήγησαν στο να διαλυθεί η “The Grease Band”.

Το 1970, ακολούθησε το φημισμένο Mad Dogs & Englishmen Tour με μια ομάδα τριάντα μουσικών, συμπεριλαμβανομένου του πιανίστα Leon Russell και της τραγουδίστριας Rita Coolidge. Μαζί περιόδευσαν σε 48 πόλεις της Αμερικής, έκαναν ζωντανή ηχογράφηση ενός άλμπουμ, έλαβαν μια σειρά θετικών σχολίων από τα περιοδικά Time και Life, ενώ πολλά τραγούδια από το live άλμπουμ, όπως τα “Cry Me a River”, “Feelin’ Alright”, “The Letter” κ.α., κατέκτησαν πολύ καλές θέσεις στα Αμερικάνικα charts. Παρόλα αυτά δεν έλειψαν τα προβλήματα μεταξύ των μουσικών, ενώ η εξάντληση από τις ζωντανές εμφανίσεις οδήγησε τον Cocker σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και κατάθλιψη. Όταν επέστρεψε σπίτι του στο Sheffield, η οικογένεια του ανησύχησε για τη σωματική και ψυχική του υγεία.

 

Οι καταχρήσεις και η φθίνουσα πορεία

Οι καταχρήσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 1972 ο Joe Cocker ακολούθησε το συγκρότημα που είχε σχηματίσει ο Chris Stainton και μαζί πραγματοποίησαν περιοδείες με τεράστια επιτυχία στην Αμερική και στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εμφάνιση στο κατάμεστο Madison Square Garden, όπου παραβρέθηκαν 20.000 άτομα. Η επόμενη περιοδεία, ωστόσο, αυτή τη φορά στην Αυστραλία, δεν εξελίχθηκε το ίδιο ομαλά, καθώς συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας και απηλάθη από τη χώρα, κάτι που δημιούργησε μεγάλη κατακραυγή εναντίον των αρχών. Η κατάθλιψη του Cocker χειροτέρεψε όταν ο Chris Stainton αποσύρθηκε για να ιδρύσει δικό του δισκογραφικό στούντιο κι όταν ο ίδιος αποξενώθηκε από τον επί χρόνια συνεργάτη του Denny Cordell, κάτι που τον οδήγησε και στη χρήση ηρωίνης, μια συνήθεια που, ευτυχώς, απέβαλλε σύντομα.

Τα επόμενα χρόνια, η καριέρα του Joe Cocker δεν συνεχίστηκε με την ίδια επιτυχία. Παρά την κυκλοφορία διάφορων άλμπουμ, οι πωλήσεις δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικές. Bρέθηκε να χρωστάει 800,000 δολλάρια στην A&M Records και αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις ζωντανές εμφανίσεις λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε με το αλκοόλ. Η κατάσταση βελτιώθηκε όταν γνώρισε τον παραγωγό Michael Lang, ο οποίος προσφέρθηκε να τον αναλάβει, υπό την προϋπόθεση πως θα παρέμενε νηφάλιος. Παρά τις περιοδείες του σε Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία και Νότια Αμερική, και ΗΠΑ για την προώθηση του νέου άλμπουμ “Luxury You Can Afford”, δεν απέσπασε τις θετικές κριτικές που θα ήθελε.

 

Η ανάκαμψη και οι βραβεύσεις

Οι περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική συνεχίστηκαν και η επιτυχία ήρθε σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 1982, με το ντουέτο με την Jennifer Warnes στο τραγούδι “Up Where We Belong”, το οποίο ακούστηκε ως soundtrack στην ταινία “An Officer and a Gentleman”. Το τραγούδι αυτό χάρισε στον Cocker ένα Grammy καλύτερου τραγουδιού σε ντουέτο, κι ένα Academy Award για καλύτερο αυθεντικό τραγούδι. Φαίνεται πως τα βραβεία πέρα από φήμη του χάρισαν και αυτοπεποίθηση, καθώς από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, η καριέρα του συνεχίστηκε σε αύξουσα πορεία, με πολλές ζωντανές εμφανίσεις σε φεστιβάλ της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας, και με πολλά επιτυχημένα άλμπουμ, όπως τα “Civilized Man” (1984), “Cocker” (1986), “Unchain My Heart” (1987) κ.α.

Το ντουέτο με την Jennifer Warnes που του χάρισε το Grammy
Το ντουέτο με την Jennifer Warnes που του χάρισε το Grammy

Η μεγάλη επιτυχία του μουσικού συνεχίζεται και τις δύο επόμενες δεκαετίες, ενώ ακράδαντη απόδειξη της αξίας του στον χώρο αποτελεί η βράβευση του με OBE (Order of the British Empire) στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, για την προσφορά του στη μουσική. Ακούραστος, συνέχισε να ηχογραφεί άλμπουμ μέχρι και το 2012, οπότε και κυκλοφόρησε το τελευταίο, με τίτλο “Fire It Up”, που αποτελείται από έντεκα τραγούδια, κυρίως soul και μπαλάντες. Για τον συγκεκριμένο δίσκο, ο ίδιος είπε “Making an album, to me, is a bit like making a painting, you know, you’ve got 12 songs, and it’s color. I don’t like everything to be in one mood”. Η τελευταία του περιοδεία πραγματοποιήθηκε το 2013, με είκοσι εμφανίσεις στην Ευρώπη και τελευταία αυτή στο Hammersmith τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Σε ηλικία 69 ετών, κατάφερε ακόμα και τότε να μαγέψει όποιον είχε την τύχη να απολαύσει για τελευταία φορά ζωντανά τον κορυφαίο αυτόν μπλουζίστα με τη μοναδική σκηνική παρουσία και τις χαρακτηριστικές, σπασμωδικές κινήσεις.

Ο Joe Cocker έζησε σε μια εποχή, που το είδος στο οποίο άνηκε η μουσική του άνθιζε διαρκώς και ο ανταγωνισμός υπήρξε μεγάλος. Παρόλα αυτά, μέσα από το αστείρευτο ταλέντο και το πάθος του, κατάφερε να ξεχωρίσει στον κόσμο της μουσικής διεθνώς και να αφήσει το στίγμα του μέσα από τις διασκευές του και τον τρόπο που χειριζόταν τα λόγια των άλλων μουσικών. Μπορεί ο ίδιος να «έφυγε», όμως η ανάμνηση του θα παραμείνει ζωντανή για πολλές δεκαετίες ακόμα μέσα από τη μουσική του.

 

Οι δέκα καλύτερες διασκευές του Joe Cocker

1. “Feelin’ Alright” (With a Little Help From My Friends, 1968)
2. “With a Little Help From My Friends” (With a Little Help From My Friends, 1968)
3. “The Letter” (Mad Dogs and Englishmen, 1970)
4.”Don’t Let Me Be Misunderstood” (With a Little Help From My Friends, 1968)
5. “You Are So Beautiful” (I Can Stand a Little Rain, 1974)
6. “You Can Leave Your Hat On” (Cocker, 1986)
7. “She Came In Through The Bathroom Window” (Joe Cocker!, 1969)
8. “When The Night Comes” (One Night of Sin, 1989)
9. “Unchain My Heart” (Unchain My Heart, 1987)
10. “Delta Lady” (Joe Cocker!, 1969)

 

Joe Cocker – You Are So Beautiful

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤην Πρωτοχρονιά στις κινηματογραφικές αίθουσες το πολυαναμενόμενο μιούζικαλ της Ντίσνεϊ «Τα Μυστικά του Δάσους»
Επόμενο άρθρο“Ο Δικηγόρος Ντάροου” – Παράταση παραστάσεων στο θέατρο Δημήτρης Χορν