Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου καθιερώθηκε το 1962 από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου και εορτάζεται στις 27 Μαρτίου από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου εκπροσωπεί για τη θεατρική κοινότητα μια ευκαιρία υπενθύμισης της ετερότητας αυτής της καλλιτεχνικής έκφρασης και προώθησης του αντίκτυπου που αυτή έχει στις σύγχρονες κοινωνίες.

Η ημέρα αυτή γιορτάζεται ποικιλοτρόπως κάθε χρόνο από τους θεατρανθρώπους, αλλά όχι μόνο. Συνήθως, η συγκεκριμένη ημέρα εορτάζεται με μηνύματα και απόψεις περί θεάτρου. Φέτος, το Artic.gr ζήτησε από ηθοποιούς της νέας γενιάς να ξεχωρίσουν αποσπάσματα από αγαπημένα τους έργα για να συνθέσουμε ένα άρθρο-ανθολόγιο των αγαπημένων μας θεατρικών συγγραφέων. Έργα που βλέπουμε συχνότερα ή σπανιότερα στη θεατρική σκηνή, αλλά που πάντα επιδιώκουμε να διαβάσουμε ξανά για να μας μεταφέρουν κάπου διαφορετικά από εκεί που είμαστε (ή πιο βαθιά και συνειδητοποιημένα στο σημείο που βρισκόμαστε), γεμίζουν το συγκεκριμένο άρθρο και ομορφαίνουν τη σημερινή ημέρα.

Βαγγέλης Αμπατζής

Κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ (σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Θέατρο Σφενδόνη)

«Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώ­ματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής που κάτι μου θύ­μιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί… Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα.

Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τό­ξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα… Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου, κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου. Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου»

Γυάλινος Κόσμος του Tennessee Williams, Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Γιατί: Διαλέγω αυτό το έργο γιατί είναι από τα αγαπημένα μου. Τα δε τελευταία λόγια του Τομ είναι σα ν’ ακούγεται η ένοχη συνείδηση αυτών που δεν μπόρεσαν ή αρνήθηκαν να μεγαλώσουν. Και αυτό με συγκινεί διπλά.

Tennessee Williams
“My only point, the only point that I’m making, is life has got to be allowed to continue even after the dream of life is–all–over….” (T.Williams)
Ελεονώρα Αντωνιάδου

Δεσποινίς Τζούλια του Α. Στρίντμπεργκ (σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης, Τεχνοχώρος Cartel)

«Παλιά, σκέφτομαι υπήρχαν μεγάλοι μύθοι. Τόσο σπουδαίοι μύθοι που μπορούσες να ζήσεις όλη σου τη ζωή μ’ αυτούς. Τα Παντοδύναμα Χέρια των Θεών και της Μοίρας. Το ταξίδι προς τη Φώτιση. Η πορεία του Σοσιαλισμού. Αλλά πέθαναν,ολοι,ή πάλι ο κόσμος ενηλικιώθηκε, ίσως να ξεκούτιανε, ίσως να ξέχασε και έτσι τώρα εμείς φτιάχνουμε ο καθένας τον μύθο του χώρια. Ιστοριούλες. Αλλά ο καθένας έχει και από μία.»

Shopping and Fucking του Mark Ravenhill

Λάζαρος Βαρτάνης

Juvie του Jerome McDonough (Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου, Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση)

ΜΠΑΣΓΟΥΝΤ: Ἀκούστηκε ὁ ἦχος τῆς πόρτας ποὺ ἔκλεινε καὶ τὸν ἀκολούθησε ὁ ἦχος τῆς κλειδαριᾶς ποὺ γύριζε. Ὕστερα νεκρικὴ σιωπὴ γιὰ ἄλλη μιὰ ϕορά. Σιγά – σιγά, ὁ διαχειριστῆς ξεπέρασε τὸν ϕόβο του και τράβηξε τὸ μαντίλι μέσα ἀπὸ τὸ πλέγμα τοῦ καϕασωτοῦ. Η δεσποινὶς Γκουὶλτ ἐμϕανίστηκε.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: Βγεῖτε ἔξω, καὶ ἀκολουθῆστε με. Ὁδηγήθηκε ὁ κύριος Ἀρμαντέιλ στὸ δωμάτιο Τέσσερα; (Κουνάει το κεφάλι του) Ἀπαντῆστε μου μὲ λόγια. Βγῆκε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ κύριος Ἀρμαντέιλ ἀπὸ τὸ δωμάτιο;

ΜΠΑΣΓΟΥΝΤ: Ὄχι.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: Ἀϕήσατε καθόλου ἀπὸ τὰ μάτια σας τὸ Δωμάτιο Τέσσερα; {Οἱ ἰσχυρότεροι ϕόβοι του καὶ οἱ πολυτιμότερες ἐλπίδες του τὸν ἔσπρωξαν μὲ τὴν ἴδια δύναμη στὸ μοιραῖο ψέμα ποὺ τῆς εἶπε—}

ΜΠΑΣΓΟΥΝΤ: Καθόλου!

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: Φαίνεστε ὑπερβολικὰ ταραγμένος. Πηγαίνετε ἐπάνω νὰ ἀναπαυθεῖτε. Καληνύχτα. (Τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι της. Την κράτησε καθὼς στράϕηκε νὰ ϕύγει)

ΜΠΑΣΓΟΥΝΤ: Μη! Ω, μή, μή, μὴν πᾶτε!

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: (Ελευθερώνει τὸ χέρι της) Θὰ μὲ δεῖτε αὔριο. (Κοίταξε τὴν πόρτα τοῦ Δωματίου Τέσσερα) Σὲ μισὴ ὥρα, θὰ γίνω ἡ χήρα σου! {Ἄνοιξε τὸ περίβλημα τῆς συσκευῆς. Έριξε τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς πέντε Δόσεις στη χοάνη. Η θανάσιμη διαδικασία ἔκανε τὴ δουλειά της ἀθόρυβα σὰν τὸν ἴδιο τὸ θάνατο. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ διαστήματα τῶν πέντε λεπτῶν ἦταν ἀτελείωτο. Ἡ ἀγωνία τὴν τρέλαινε. Τὸ διάστημα πέρασε. Πῆρε τὸ Φλασκὶ καὶ ἔριξε τὴ δεύτερη Δόση στὴ χοάνη. Στὴ διάρκεια τοῦ δεύτερου διαστήματος, περίμενε, χωρὶς καμιὰ συνειδητὴ σκέψη. Κοίταξε τὸ ρολόι. Εἶχαν περάσει ἑπτὰ λεπτὰ. Τάισε τὴ χοάνη γιὰ τρίτη ϕορά. Η ἀγωνία τὴν τρέλαινε. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαναγυρίσει μὲ βίαιο τρόπο στὶς σκέψεις της. Ἂν δὲν εἶχε ἀποκοιμηθεῖ; Ἂν τὴν ἔβρισκε μὲ τὸ Φλασκὶ στὸ χέρι; Πῆγε κλεϕτὰ στὴν πόρτα τοῦ δωματίου Τρία καὶ ἀϕουγκράστηκε.

Μόλις ποὺ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὴν ἀργή, κανονικὴ ἀνάσα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ κοιμόταν. Τὸ χέρι της ἄρχισε νὰ τρέμει βίαια καθὼς τάιζε τὴ χοάνη γιὰ τέταρτη ϕορά. Κι ἂν τὸν ἀνησυχοῦσε κάποιος θόρυβος πρὶν τὴν πέμπτη Δόση; Τὸ δωμάτιο! Τὸ δωμάτιο, στὸ ὁποῖο εἶχε κρυϕτεῖ ὁ κύριος Μπάσγουντ, τῆς πρόσϕερε καταϕύγιο. Εἶδε τὸ μαντίλι ριγμένο στὸ πάτωμα. Ήταν τοῦ συζύγου της! (Γύρισε καὶ κοίταξε τὴν πόρτα τοῦ δωματίου Τρία) Ὁ ἄντρας της εἶχε, ἀναμϕίβολα, βγεῖ ἀπὸ τὸ δωμάτιό του —καὶ ὁ κύριος Μπάσγουντ δὲν τῆς τὸ εἶχε πεῖ.

Ἄνοιξε τὴν πόρτα. Μπροστά της εἶδε τὸν ἄντρα ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ δολοϕονήσει γιὰ τρίτη ϕορὰ νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ δωμάτιο ποὺ εἶχε δοθεῖ στὸν σύζυγό της! Πήγε στὴν πόρτα τοῦ δωματίου Τέσσερα. Ήταν κλειδωμένη. Βρῆκε τὸ κουμπὶ που είχε δει να πιέζει ο γιατρός. Μπῆκε στὸ δωμάτιο. Η μοναδικὴ προϕύλαξη ποὺ μποροῦσε νὰ μηχανευτεῖ ὁ Μιντγουίντερ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ϕίλου του ἦταν—}

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: Η ἀνταλλαγὴ δωματίων. {Ο δηλητηριασμένος ἀέρας τὴν ἅρπαξε σὰν ἕνα χέρι ἀπὸ τὸ λαιμό} (Τραβάει τον Μιντγουίντερ έξω. Αυτός αναπνέει, αυτή ηρεμεί και τον φιλάει. Τὸν ξαπλώνει κάτω καὶ βγάζει τὸ σάλι της για μαξιλάρι)

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: Μπορεῖ νὰ ἦταν δύσκολο, ἀγάπη μου. Ἐσὺ τὸ ἔκανες εὔκολο τώρα. {Τάισε τὴ χοάνη γιὰ τελευταία ϕορά. Έβγαλε από το πανωφόρι του ένα κομμάτι χαρτί και έγραψε}

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΓΚΟΥΙΛΤ: «Εἶμαι χειρότερη ἀπ’ ὅσο θὰ μπορέσεις νὰ σκεϕτεῖς γιὰ μένα. Ἀπόψε ἔσωσες τὸν Ἀρμαντέιλ ἀλλάζοντας μαζί του δωμάτιο. Καὶ τὸν ἔσωσες ἀπὸ Ἐμένα. Μπορεῖς νὰ ϕανταστεῖς τώρα ποιανοῦ χήρα θὰ ἰσχυριζόμουν πὼς εἶμαι, ἂν δὲν τοῦ ἔσωζες τὴ ζωή. Καὶ θὰ καταλάβεις τί κάθαρμα παντρεύτηκες ὅταν παντρεύτηκες τὴ γυναίκα ποὺ γράϕει αὐτὲς τὶς γραμμές. Ὡστόσο, εἶχα καὶ κάποιες ἀθῶες στιγμές, καὶ τότε σὲ ἀγάπησα πολύ. Ξέχασέ με, ἀγαπημένε μου, στὴν ἀγάπη μιᾶς γυναίκας καλύτερης ἀπὸ ἐμένα.

Θὰ μποροῦσα, ἴσως, νὰ εἶμαι ἐγὼ αὐτὴ ἡ καλύτερη γυναίκα, ἂν δὲν εἶχα ζήσει μιὰ ἄθλια ζωὴ πρὶν συναντηθοῦμε. Δὲν ἔχει καὶ μεγάλη σημασία πιά. Ὁ μόνος τρόπος νὰ ἐξιλεωθῶ ἀπέναντί σου γιὰ ὅλο τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, εἶναι νὰ πεθάνω. Δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πεθάνω, τώρα ποὺ ξέρω πὼς ἐσὺ θὰ ζήσεις. Ἀκόμα καὶ ἡ κακοήθειά μου ἔχει ἕνα προσόν —δὲν εὐδοκίμησε. Ποτὲ δὲν ἤμουν μιὰ εὐτυχισμένη γυναίκα». (Αναστέναξε και τον άφησε) Θεέ μου, συγχώρεσέ με! Χριστέ μου, ἐσὺ μπορεῖς νὰ μαρτυρήσεις πόσο ἔχω ὑποϕέρει! (Μπαίνει στο δωμάτιο. Σκοτάδι. Ακούγεται ήχος πτώσης)

Αρμαντέιλ του Wilkie Collins, μετάφραση Σάντυς Παπαϊωάννου

Γιατί: Στο παγκόσμιο ρεπερτόριο υπάρχουν σπουδαία έργα. Κλασικά και σύγχρονα. Από τις τραγωδίες του Αισχύλου στον «Ματωμένο γάμο» και από τον «Ριχάρδο τον Γ» στο “Bedtime stories” του Γιώργου Ηλιόπουλου. Αρκεί να είσαι τυχερός να βρεθούν στο δρόμο σου. Διαλέγω το συγκλονιστικό φινάλε από μια παράσταση που συμμετείχα πριν 3 χρόνια. Το «Αρμαντέιλ» του Wilkie Collins σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και διασκευή Μαρίας Κίτσου – Κωνσταντίνου Ασπιώτη – Λάζαρου Βαρτάνη.

Άρης Μπαλής

Μακρύ ταξίδι μιας μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ (Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, ΘΟΚ)
«Αλλά επειδή όλοι οι ηθοποιοί υποκρίνονται αδιάκοπα

κάτι που δεν μπορούν να είναι

και επειδή αυτό είναι μια ανορθογραφία

έτσι όλα στο θέατρο είναι ανορθογραφίες κύριέ μου

Επειδή οι ηθοποιοί είναι τα πλέον ηλίθια όντα

είναι μια ανορθογραφία

το να παρασταίνουν παραδείγματος χάριν τον Σοπενάουερ ή τον Καντ (…)

Ό,τι παρασταίνουν οι ηθοποιοί

παρασταίνεται πάντα λανθασμένα

άρα ψεύτικα κύριέ μου

και γι’ αυτό ακριβώς είναι θέατρο

Ό,τι παρασταίνεται είναι ψευδές

το ψεύδος επί σκηνής το αγαπάμε (…)

Ο συγγραφέας είναι ψεύτης

οι ηθοποιοί είναι ψεύτες

και οι θεατές είναι επίσης ψεύτες

και όλα μαζί είναι ένας μοναδικός παραλογισμός

Για να μην αναφέρουμε διόλου

ότι πρόκειται για μια διαστροφή

που διαρκεί ήδη χιλιετίες

Το θέατρο είναι μια διαστροφή χιλιετιών

που η ανθρωπότητα έχει ξετρελαθεί μαζί του

και έχει ξετρελαθεί τόσο πολύ

γιατί είναι ξετρελαμένη τόσο πολύ με το ψεύδος του

Πουθενά αλλού σ’ αυτόν τον κόσμο το ψεύδος δεν είναι πιο μεγάλο και πιο συναρπαστικό

απ’ ότι στο θέατρο»

Ο θεατροποιός του Τόμας Μπέρνχαρντ, μτφρ.: Πέτρος Μάρκαρης

Μάσκες θεάτρου
Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2017
Ιάσονας Νικητέας

Θουκυδίδης Δραματικός: Το Θέατρο του Πολέμου (Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης – Γιάννης Παναγόπουλος, περιοδεία σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) & Ο γύρος του Κόμπου του Δημήτρη Δημητριάδη στο Tempus Verum-Εν Αθήναις (Σκηνοθεσία: Γιώργος Δούλος)

«Δεν υπάρχει ντροπή στο να ξεχνάμε το βράδυ εκείνο που θα θυμηθούμε το πρωί· το βράδυ είναι η στιγμή της λήθης, της καταισχύνης, του πόθου που έχει θερμανθεί τόσο πολύ ώστε εξατμίζεται. Παρ’όλ’ αυτά το πρωί τον συσσωρεύει σαν ένα βαρύ σύννεφο πάνω απ’ το κρεβάτι, και θα ήταν κουτό να μην προβλέπει κανείς το βράδυ την πρωινή βροχή. Εάν λοιπόν υποθετικώς μου λέγατε ότι προς το παρόν δεν έχετε πόθο να εκφράσετε, από κούραση ή από λήθη ή από έξαρση πόθου η οποία οδηγεί στη λήθη, επιστρέφοντάς σας την υπόθεση θα σας έλεγα να μην κουραστείτε επιπλέον καθόλου και να δανεισθείτε τον πόθο κάποιου άλλου. Ένας πόθος κλέβεται αλλά δεν επινοείται· το σακάκι όμως ενός ανθρώπου κρατά την ίδια ζέστη όταν το φορά ένας άλλος, κι ένας πόθος δανείζεται πιό εύκολα από ένα ρούχο.

Εφόσον πρέπει πάση θυσία να πουλήσω κι εσείς θα πρέπει πάση θυσία να αγοράσετε, ε, λοιπόν αγοράστε για άλλους, όχι για σας -οποιοσδήποτε πόθος που σέρνεται και που θα τον μαζέψετε θα κάνει τη δουλειά-, για να ευφράνετε παραδείγματος χάριν και να ικανοποιήσετε αυτό που ξυπνά δίπλα σας το πρωί μες στα σεντόνια σας…»

Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι του Bernard – Marie Koltes, Μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης

Γιατί: Αν υποθέσουμε πώς οι θεατρικοί ήρωες είναι χαρακτήρες που ζούνε σε ιστορίες γραμμένες με μελάνι, ένας ηθοποιός όταν τις φέρνει στη ζωή τί κάνει; Επίσης αναφέρεται και στη δοσοληψία και το θέατρο είναι μια συναισθηματικού είδους. Λες μια ιστορία, ενίοτε τη βιώνεις και ενίοτε τη βιώνει και το κοινό, αν όλα πάνε καλά.

Δημήτρης Δημητριάδης
Δημήτρης Δημητριάδης
Γιάννης Παναγόπουλος

Ευτυχισμένος Πρίγκιπας του Όσκαρ Ουάιλντ (Σκηνοθεσία: Άρης Τρουπάκης, Εθνικό Θέατρο)

«Προχωρούσαμε συγχρόνως με τα μάτια του ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, απορροφημένοι ο καθένας από το βλέμμα του άλλου. Όταν φτάσαμε πολύ κοντά με τα πρόσωπά μας σχεδόν κολλημένα, αγκαλιαστήκαμε, μετά φιληθήκαμε. Πως φιλιόμασταν. Ατελείωτο φιλί. Ο ένας ρούφηξε τα χείλια του άλλου με τον ίδιο τρόπο που το βλέμμα του ρουφούσε το βλέμμα του άλλου. Φιλιόμασταν. Σα να μην υπήρχε στον κόσμο παρά μόνον εκείνο το φιλί, σα να μην υπήρχαν στον κόσμο παρά μόνον τα χείλια μας που ρουφούσαν χείλια. Ατελείωτα. Ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Βυθισμένοι στο φιλί μας.

Γύρω μας δεν ξέραμε, δεν βλέπαμε, δεν ακούγαμε, δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν. Γινόταν κάτι αλλά δεν ξέραμε τι. Δεν θέλαμε να ξέρουμε. Ούτε καν δεν θέλαμε. Ό,τι κι αν γινόταν δεν υπήρχε. Ό,τι κι αν υπήρχε δεν υπήρχε. Ξαφνικά τραβηχτήκαμε, κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον, και με γρήγορες κινήσεις, όλο και πιο ανυπόμονες, αρχίσαμε να βγάζουμε τα ρούχα μας, ο καθένας τα δικά του και τα ρούχα του άλλου, γδύναμε ο ένας τον άλλον με κινήσεις όλο και πιο γρήγορες όλο και πιο ανυπόμονες, ώσπου μείναμε γυμνοί. Γυμνοί. Γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο.

Αγκαλιαστήκαμε ξανά. Φιληθήκαμε ξανά. Ξανά. Ξανά και ξανά και ξανά. Τα σώματα μας τυλίχτηκαν το ένα στο άλλο με χάδια. Τα χέρια μας χάιδευαν παντού. Παντού. Ξανά και ξανά. Και γείραμε στο πεζοδρόμιο. Γείραμε αγκαλιασμένοι στο πεζοδρόμιο, τα σώματά μας τυλιγμένα το ένα στο άλλο. Αγκαλιασμένοι και φιλιόμασταν. Πως φιλιόμασταν. Ξανά και ξανά. Χαϊδεύοντας. Ο ένας τον άλλον. Εκεί. Στο πεζοδρόμιο. Τα σώματά μας, αγκαλιασμένα, τυλιγμένα, χαϊδεμένα, τόσο πολύ φιλημένα, ξανά και ξανά, ενώθηκαν, βυθίστηκαν όπως τα βλέμματα μας το ένα μέσα στο άλλο, ενώθηκαν, βυθίστηκαν, χάθηκαν το ένα μέσα στο άλλο, ρουφηγμένα το ένα μέσα στο άλλο, όπως τα χείλια μας, όπως τα μάτια μας. Εκεί. Μπροστά σε όλους. Και δεν υπήρχε κανείς.»

Λήθη του Δημήτρη Δημητριάδη

Ο Χένρικ Ίψεν, δημιουργός του Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί
Ο Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, Χένρικ Ίψεν
Πάνος Παπαδόπουλος

Έξυπνο Πουλί του Georges Feydeau  (Σκηνοθεσία: Μάνος Βαβαδάκης και Γιώργος Κατσής, Tempus Verum-Εν Αθήναις)

«Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε πως θα είναι η ζωή μετά από μας – ας πούμε σε διακόσια, τριακόσια χρόνια. Οι άνθρωποι που θα ‘ρθουν ύστερ’ από μας θα πετούν με αερόστατα, θα φορούν διαφορετικά σακάκια, θ’ ανακαλύψουν ίσως μια έκτη αίσθηση και θα την αναπτύξουν, όμως η ζωή θα παραμείνει η ίδια: κοπιαστική, μυστηριώδης κι ευτυχισμένη. Μετά από χίλια χρόνια, οι άνθρωποι θ’ αναστενάζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, καθώς θα λένε: «Αχ, τι δύσκολη που είναι η ζωή!», μα θα φοβούνται ακριβώς όπως και σήμερα τον θάνατο και δεν θα θέλουν να πεθάνουν. […]

Όχι μόνο ύστερα από διακόσια ή τριακόσια αλλά και έπειτα από εκατομμύρια χρόνια, η ζωή θα είναι όπως ακριβώς ήταν πάντα. Η ζωή δεν αλλάζει, παραμένει η ίδια, ακολουθώντας τους δικούς της νόμους, που εμάς δεν μας αφορούν και που ούτε θα μπορέσουμε ποτέ να ανιχνεύσουμε. Τα αποδημητικά πουλιά, για παράδειγμα, οι γερανοί, πετούν και πετούν, αδιάφορο αν περνούν από το κεφάλι τους υψηλές ή ασήμαντες σκέψεις, πετούν και θα συνεχίσουν να πετούν δίχως να ξέρουν για ποιο λόγο και για πού. Πετούν και θα πετούν, ακόμα κι αν υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι ανάμεσά τους. Εγώ δεν έχω αντίρρηση: Ας φιλοσοφούν όσο θέλουν! Αρκεί να πετούν… Ποιο το νόημα σε όλα αυτά; Το νόημα… Έξω χιονίζει. Τι νόημα υπάρχει σε αυτό;»

Γιατί: Διάλεξα το συγκεκριμένο απόσπασμα από τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ, καθαρά ενστικτωδώς. Ίσως επειδή στα λόγια αυτά βρίσκω μια ματαιότητα για τη ζωή και μια λαχτάρα ταυτοχρόνως. Μια γλυκιά μελαγχολία για την αδυναμία μας να ελέγξουμε το μέλλον και μια ανακούφιση που τελικά δεν είμαστε υπεύθυνοι για όλα. Μα κυρίως, διαισθάνομαι μια παράξενη ελπίδα για κάτι καλύτερο που έρχεται από μακριά και φαίνεται να ‘ναι λυτρωτικό. Λες και για μια μοναδική στιγμή θα μας δοθεί επιτέλους η ευκαιρία να δούμε το πρόσωπο του Θεού…

Εύα Σιμάτου

Έπαιζε στην παράσταση Ο Εξηνταβελόνης του Κωνσταντίνου Οικονόμου (Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ, Εθνικό Θέατρο)

ΕΝΤΑ: (κοιτάζει κάτω στον κήπο και φωνάζει) Ακόμα μια φορά καλημέρα, κύριε σύμβουλε!

ΜΠΡΑΚ: (σε σχετική απόσταση από κάτω) Επίσης, κυρία Τέσμαν.

ΕΝΤΑ: (σηκώνει το πιστόλι και σημαδεύει) Τώρα σας πυροβολώ, κύριε σύμβουλε!

ΜΠΡΑΚ: (φωνάζοντας από κάτω) Όχι, όχι δα! Μη σημαδεύετε κατ’ επάνω μου.

ΕΝΤΑ: (πυροβολεί) Αυτά παθαίνει κανείς, σαν πηγαίνει από κρυφούς δρόμους.

ΜΠΡΑΚ: (κοντήτερα) Μα είσθε έξω φρενών-!

ΕΝΤΑ: Θε μου, μήπως σας πέτυχα;

ΜΠΡΑΚ: (απ’ έξω πάντα) Αφήσετε λοιπόν τώρα τις ανοησίες!

ΕΝΤΑ: Περάσετε, περάσετε μέσα, κύριε σύμβουλε!

ΜΠΡΑΚ: (ντυμένος όπως σε μια συναναστροφή en garcons, κρατώντας στο χέρι ένα ελαφρό πανωφόρι, μπαίνει από την τζαμένια πόρτα) Να πάρη η οργή, να πάρη – επιδίδεσθε πάντα σ’ αυτό το σπόρτ; Και τί σημαδέψατε λοιπόν;

ΕΝΤΑ: Αχ, έτσι, πυροβόλησα στον αέρα.

ΜΠΡΑΚ: (της παίρνει το πιστόλι με προσοχή από τα χέρια της) Επιστρέψετέ μου, ευγενεστάτη κυρία. (Κοιτάζει το ρεβόλβερ) Αχ, αυτό εδώ το ξέρω πολύ καλά. (Κοιτάζει τριγύρω) Πού έχομε την κασίτσα; Α, να, εδώ! (Πλησιάζει το μικρό τραπέζι αριστερά, βάζει μέσα στο κουτί το ρεβόλβερ κ’ ύστερα το κλείνει) Αρκετά παίξατε για σήμερα.

ΕΝΤΑ: Μα για τόνομα του Θεού, με τί θέλετε λοιπόν ν’ απασχοληθώ;

ΜΠΡΑΚ: Επισκέψεις δεν είχατε σήμερα;

ΕΝΤΑ: (κλείνει την τζαμένια πόρτα) Ούτε μία. Όλοι οι ιδιαίτεροι φίλοι μας βρίσκονται ακόμα στην εξοχή.

Έντα Γκάμπλερ του Ερρίκου Ίψεν

Μιχαήλ Ταμπακάκης

Καθώς Ψυχορραγώ του Ουίλλιαμ Φώκνερ (Σκηνοθεσία: Σοφία Φιλιππίδου, Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής)
Οφηλία: Μά εσύ, κύριέ μου, είσαι από μόνος σου ο Χορός. Όλα τα ερμηνεύεις.

Άμλετ: Θα μπορούσα να κάνω τον διερμηνέα ανάμεσα σ’ εσένα και τον έρωτά σου αν μου τον έπαιζες στο κουκλοθέατρο.

Οφηλία: Είσαι σκληρός, κύριέ μου, πολύ σκληρός.

Άμλετ: Θα σου στοίχιζε ένα μόλις βογκητό για να με μαλακώσεις.

Οφηλία: Όλο και το χειροτερεύεις.

Άμλετ: Γι’ αυτό μας παίρνετε. Για τα χειρότερα.

Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μετάφραση Διονύση Καψάλη

O Ουίλιαμ Σαίξπηρ - William Shakespeare portrait
O Ουίλιαμ Σαίξπηρ – William Shakespeare portrait
Χρήστος Χριστόπουλος

Παραλήπτης Άγνωστος της Κάθριν Κρέσμαν Τέιλορ  (Σκηνοθεσία: Νάντια Φώσκολου, περιοδεία)

– Διευθυντής: Εσείς οι δύο που μου παρασταθήκατε συχνά

στις στενοχώριες και στις αγωνίες

πέστε, τι περιμένει τώρα το κοινό από μας,

πως θα κερδίσουμε νέες επιτυχίες;

Θα επιθυμούσα το λαό να σαγηνεύσουμε

και να στριμώχνετε σε ουρές

πριν καν να ξέρει αν θα του αρέσουμε,

για μία θέση να χτυπιέται με γροθιές.

Αυτό το θαύμα μόνο ο ποιητής μπορεί να το πετύχει,

αν καθηλώνει όλες τις τάξεις του κοινού.

Φίλε μου, μην τα παρατάς όλα στην ΄τυχη,

για το συμφέρον επιστράτευε το νου.

-Ποιητής: Μη μου μιλάς γι’ αυτό το παρδαλό άθλιο πλήθος,

που μόνο να το δει η έμπνευση δραπέτευσε

νιώθεις να σε τραβά απ’ το λαιμό δεμένο λίθος

και κάθε υποψία ποίησης κατέρρευσε.

Οδήγησέ με στα σιωπηλά μονοπάτια

που ξεκινούν από τον Ουρανό

ανάμεσα από την αιωνιότητα και το κενό,

με φουσκωμένα τα πανιά στα ξάρτια.

Αυτό που λάμπει θα ζήσει μόνο μια στιγμή,

μα η Αλήθεια για τους επερχόμενους δε θα χαθεί.

-Κωμικός: Ε, χόρτασα ν’ ακούω για τα μελλοντικά,

αλλά αν αρχίσω να μιλώ γι’ αυτά κι εγώ,

και για τους μέλλοντες αιώνες φλυαρώ,

ποιος θα μιλήσει για τα τωρινά;

Λοιπόν έργο δικό σου, Ποιητή,

να διασκεδάσει ο κόσμος με οδηγό τη φαντασία,

που συνοδεύουν πάθος, αίσθημα, κρίση και λογική,

μα και της τρέλας η ευαισθησία.

Φάουστ του Γκαίτε, σε μετάφραση Σπύρου Ευαγγελάτου

 

Προηγούμενο άρθροTEDxUniversityoftheAegean 2017- Η Ημέρα του Συνεδρίου
Επόμενο άρθροΑλλόκοτος Ελληνισμός του Νικήτα Σινιόσογλου στο Βιβλιοπωλείο-Καφέ Booktalks
Αναστάσιος Πινακουλάκης
Απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών -Erasmus στο Limburg Katholieke University College. Είναι τελειόφοιτος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια και εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, ποιημάτων και παραμυθιών. Το μεγαλύτερό του όνειρο είναι να συνθέσει μία νέα δραματουργία και να συστήνει έργα στο κοινό.