“Στις κοινωνίες που εξουσιάζονται από τις σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, η ζωή παρουσιάζεται ως μια απέραντη συσσώρευση θεαμάτων. Όλα τα άμεσα βιώματα έχουν μετατραπεί σε αναπαραστάσεις.” 
Guy Debord 1967, τμήμα I 

Κάθε τεχνολογικός χρωματισμός έρχεται να επισκιάσει τον άνθρωπο και τη φύση του. Μέσα από κάθε ηλεκτρική πηγή, σε κάθε κάμερα, σε κάθε θέαμα εκτίθεται η δύναμη του ανθρώπου. Όμως όσο περνάει ο χρόνος, οι -εκ των πραγμάτων- ευαίσθητες ισορροπίες χάνονται. Tο θέαμα γίνεται παραίσθηση και η μεταφυσική ροή των πραγμάτων μας παρασύρει σε μία δίνη, όπου άνθρωπος και φύση απέχουν πολύ μεταξύ τους. Τα αστικά κέντρα, με την υλιστική κοινωνία που αντιπροσωπεύουν, αποδεικνύουν την τεράστια αυτή απόσταση.

Ένας από τους μεγαλύτερους αιρετικούς του περασμένου αιώνα, ο Guy Debord (1931-1994), υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Internationale Situationniste (Καταστασιακή Διεθνής). Μέσα από τα κείμενα του, τα πιο ελεύθερα προτάγματα του κομουνισμού συνδυάστηκαν με το αντιαυταρχικό πνεύμα του αναρχισμού, συντάσσοντας μανιφέστα για μία ριζική αλλαγή της σύγχρονης αντίληψης και της καθημερινής ζωής. Επέκρινε τόσο τον καπιταλισμό της Δύσης, όσο και τον δικτατορικό κομουνισμό του ανατολικού μπλοκ. Ορισμένες από τις ιδέες που πραγματεύεται ο Guy Debord στο πιο γνωστό του έργο Η Κοινωνία του Θεάματος (δημοσιεύτηκε το 1967 στη Γαλλία), είναι η υποβάθμιση της ανθρώπινης ζωής σε μια κοινωνία όπου η αυθεντική εμπειρία έχει αντικατασταθεί από την εκπροσώπηση της. Με τον όρο “θέαμα” ο Debord μιλά για ένα σύστημα που το καθορίζουν τα προηγμένα καπιταλιστικά κέντρα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις. Στόχος του ήταν, όπως είπε ο ίδιος, να “ξυπνήσει ο θεατής που έχει ναρκωθεί από εντυπωσιακές εικόνες μέσω ριζικών μέτρων, υπό τη μορφή κατασκευής καταστάσεων. Καταστάσεις που φέρνουν μια επαναστατική αναδιάταξη της ζωής, της πολιτικής, και της τέχνης”.

Τη δεκαετία του 1950 ο Debord επιλέγει να επιτεθεί στην κοινωνία του θεάματος με όπλο την ίδια την εμπορική κουλτούρα, μέσω της πιο αντιπροσωπευτικής της τέχνης, τον κινηματογράφο. Στα κινηματογραφικά του έργα συνδυάζει την πειραματική εικόνα με τον γραπτό λόγο, τις λέξεις με τις λήψεις, το κατηγορώ του θεάματος με το ίδιο το θέαμα. Γραμμένο το 1978, το In girum imus nocte et consumimur igni αποτελεί την τελευταία ταινία του Debord. Οι εικόνες λειτουργούν συμπληρωματικά προς το κείμενο, ένα κείμενο σπάνιας πολιτικής και συγχρόνως ποιητικής δύναμης. Ο τίτλος της ταινίας αποτελεί μία γνωστή παλινδρομική (διαβάζετε το ίδιο και ανάποδα) λατινική έκφραση και σημαίνει “κάνουμε κύκλους τη νύχτα και η φωτιά μας κατασπαράσσει”, αναφερόμενη σε έντομα που σκοτώνονται πάνω στις αναμμένες λάμπες. Ο Debord μέσω αυτής της αμφισημίας αφιερώνει τον τίτλο του έργου στις ομάδες των νέων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων, τον Μάη του ’68. “Τι είναι γραφή; – Ο φύλακας της ιστορίας…” θα γράψει στο έργο αυτό ο Debord, δηλώνοντας και τον σκοπό μίας τέτοιας δημιουργίας. Η άτυπη πολιτική και κοινωνική ιστορία είναι σίγουρα πιο ειλικρινής από τις επίσημες καταγραφές.

Η ταινία γυρίστηκε με σκηνοθέτη τον Guy Debord και παραγωγό τον Gérard Lebovici. Μέσα από ασπρόμαυρα πλάνα ή σταθερές εικόνες δημιουργείται ένα κολλάζ που παρουσιάζει τον κόσμο μας σαν ένα στατικό βιότοπο μίας κενής και μάταιης ρουτίνας όπου η κατανάλωση και το θέαμα έχουν αντικαταστήσει την επικοινωνία και τη χαρά. Στριμωγμένοι πολίτες σε γύψινα κουτιά χαμογελούν καθισμένοι σε μοντέρνα έπιπλα “ανίκανοι να διατηρήσουν επαφή με οτιδήποτε δεν είναι εμπόρευμα”. Προσόψεις πολυκαταστημάτων, λιμάνια, εργατικές συνοικίες, πύργοι βασιλιάδων, πολεμικά πλοία και στρατεύματα συγκεντρώνονται στην ταινία μαρτυρώντας τη βία, ψυχολογική και πολεμική, που το σύστημα μας έχει αναγκάσει -και πλέον συνηθίσει- να ζούμε. Ο κόσμος της διαφήμισης, του αυτοκινήτου και των εργοστασίων εκφυλίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο κινηματογράφος μέσω του εμπορικού του ρόλου δείχνει την πραγματικότητα σαν να συμβαίνει “κάπου μακριά, βεντέτες που βιώθηκαν αντί για το κοινό, το οποίο θα τις παρακολουθήσει από την κλειδαρότρυπα μίας χυδαίας οικειότητας”, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Debord.

Ο Guy Debord δεν δίστασε ποτέ να απευθυνθεί επιθετικά προς στο κοινό και δεν φοβήθηκε να τους καταλογίσει ως δική τους ευθύνη την δυστοπία που οι ίδιοι βιώνουν και καταγγέλλουν. Κάποιος που θα διαβάσει τα κείμενα του και κάποιος θεατής των ταινιών του θα νιώσει να προσβάλλεται, καθώς μπορεί να ανήκει στο σύνολο των πολιτών που ο Debord αυστηρά επικρίνει. Δεν θα αργήσει όμως να καταλάβει πως το κατηγορώ της σύγχρονης κανονικοποιημένης ζωής, κυκλωμένη από ψεύτικα σύμβολα, μάταιους σκοπούς και ανακριβείς ιστορίες είναι κάτι που θα έφερνε, έτσι κι αλλιώς, ο χρόνος, αν το σύνολο της κοινωνίας δεν αντιδρούσε στις ρυπαρές ρυθμίσεις του κερδοσκοπικού μας κόσμου.

Τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα του Debord δεν έχουν ανάγκη ούτε από ερμηνευτικές αναλύσεις ούτε από επαινετικές προσεγγίσεις. Η παρουσίαση τους δεν πρέπει να γίνεται σαν να πρόκειται για προϊόν, καθώς κάτι τέτοιο θα αναιρούσε το ίδιο το περιεχόμενό τους.

“Εάν θέλουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο η καταστασιακή θεωρία, από εκρηκτικός μηχανισμός στον καιρό της, να υποβιβαστεί σήμερα πλήρως και αμαχητί σε μουσειοποιημένο “πολιτιστικό αγαθό”, οφείλουμε να προσπαθήσουμε, πέρα από ανεπιτυχείς και μάταιες χειρονομίες αναβίωσης, να κάνουμε αυτό που οι καταστασιακοί επιχειρούσαν στην εποχή τους: να μην θεωρούμε τίποτε αυτονόητο και να αναζητάμε συνεχώς νέες προσεγγίσεις της κριτικής της κοινωνίας”, γράφει ο Anselm Jappe. Καμία έννοια δεν μπορεί να εμπνεύσει τα πλήθη, δεν μπορεί να σώσει κάποια συνείδηση. Τα έργα του Guy Debord είχαν σκοπό να “ξεσκεπάσουν” με τον πιο απλό και καθαρό λόγο την έμφυτη φύση της εξουσίας για εκμετάλλευση και την υπνοβασία του δυτικού κόσμου προς την κατανάλωση.

“Για τις πρωτοπορίες, ο βίος είναι βραχύς. Και το ευτυχέστερο που μπορεί να τους συμβεί είναι να μην έχουν πια λόγο ύπαρξης. Κατόπιν αρχίζουν επιχειρήσεις σε ευρύτερο μέτωπο. Έχουμε χορτάσει από τέτοια επίλεκτα σώματα, που αφού κάποτε πέτυχαν κάποιο γενναίο κατόρθωμα, βρίσκονται ακόμη εδώ και παρελαύνουν με τα παράσημά τους, κι ύστερα στρέφονται εναντίον της υπόθεσης που είχαν υπερασπιστεί. Τίποτε τέτοιο δεν έχει κανείς να φοβηθεί από αυτούς που οδήγησαν την επίθεση τους ως το όριο της διάλυσης”
Guy Debord, In girum imus nocte et consumimur igni, σελ. 90

Με βάση τα λόγια αυτά του Debord, το κίνημα που στην εποχή του κινηματογραφικού αυτού έργου είχε φτάσει στην ολοκλήρωση της επιθετικής του πρότασης ήταν ο ντανταϊσμός, το μεγαλύτερο μηδενιστικό καλλιτεχνικό κίνημα του 19ου αιώνα. Η ταινία αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της εννοιολογικής τέχνης σε συνδυασμό με τη σουρεαλιστική ματιά που γεννήθηκε μέσα από το ντανταϊσμό. Τα πολιτικά του προτάγματα μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν διαχρονικά, όσο οι μέρες της ανθρώπινης κοινωνίας είναι βουτηγμένες στο σκοτάδι της συνήθειας, της εκμετάλλευσης και της υποταγής.

 

Το βιβλίο In girum imus nocte et consumimur igni με το κείμενο της ταινίας και την περιγραφή των σκηνών κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, σε μετάφραση Ανδρέα Βαρίκα.

Προηγούμενο άρθροΚαμεράτα σε όργανα εποχής
Επόμενο άρθροH διαχρονική Anna Karenina …