Ιερή Πορνή 2 στο Θέατρο ΠυξίδαΠρωταγωνιστούν: Γιάννης Μακρόπουλος, Σωτηρία Μαράθου
Σκηνοθεσία: Έφη Βενιανάκη
Υπόθεση: Η ιστορία δύο ανθρώπων, δύο ηρώων που κατέληξαν ο καθένας για τον δικό του λόγο να ασκούν ένα επάγγελμα που αντικατοπτρίζει τα τραύματα τους, και προδιαγράφει την πορεία της ζωής τους. Το επάγγελμα του Ιερόδουλου αποτελεί για τον καθένα από τα δραματικά πρόσωπα ένα τρόπο διαφυγής από το κανονικό.

 

 

 

Κριτική


 

 Ιερές εξομολογήσεις…

 

Σε ένα από τα πιο γραφικά στέκια της Αθήνας, «στου Ψυρρή» εδρεύει και το θέατρο «Πυξίδα», ένας χώρος που θυμίζει παλιά βιομηχανία και εντάσσεται αισθητικά στην πολυπολιτισμική και μποέμ ατμόσφαιρα της περιοχής. Στη σκηνή του θεάτρου, παρουσιάζεται το έργο «Ιερή πόρνη», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί δύο παρεμφερείς μεταξύ τους, μονολόγους που μεταφέρονται παραστασιακά κάτω από τον ίδιο τίτλο. Οι μονόλογοι Μαρόν γλασέ, της Ειρήνης Σταματοπούλου και Lucy, του Γιάννη Μακρόπουλου, αφορούν όπως μας προϊδεάζει και ο κοινός τίτλος που δόθηκε στην παράσταση, σε δύο χαρακτήρες που ασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα, αυτό του ιερόδουλου.

Η θεατρική αίθουσα, τόσο η πλατεία όσο και η σκηνή, μικρή σε έκταση δημιουργεί την αίσθηση του οικείου, αφού ακόμη και τα σκηνικά, τα οποία είναι έτοιμα προς θέαση προπαραστασιακά,  έχουν την άποψη ενός δωματίου στημένου με επιμέλεια. Η επιμελής σκηνική διαρρύθμιση όμως, δεν σε προκαταβάλει σε κανένα βαθμό για τον χαρακτήρα του μονολόγου, αφού το επάγγελμα που ασκεί και τον κυριεύει όπως καταλαβαίνει κανείς σε όλη του την ζωή, δεν συνάδει με την ατμόσφαιρα του γλυκού δωματίου που τον περιβάλλει. Το σκηνικό αποτελείται τόσο από ρεαλιστικά σκηνικά αντικείμενα που δεν επιδέχονται συμβολοποίησης, όπως ένας καναπές κι ένα τραπέζι τοποθετημένα στις δύο γωνίες της σκηνής όσο και από αντικείμενα που έχουν ιδιαίτερη συμβολική αξία για τον χαρακτήρα του έργου. Ακόμη και τα σκηνικά αντικείμενα που είναι συμβολικά όμως, κυριαρχούνται από τον αστικό ρεαλισμό από τον οποίο άλλωστε κυριαρχείται και ολόκληρη η παράσταση. Προς παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε έναν καθρέπτη που κοσμούσε την σκηνή και αποτελούσε ίσως την άλλη όψη του ήρωα, ίσως και τον αντικατοπτρισμό της παιδικής του ηλικίας και των αναμνήσεων του από αυτή. Ένα νυφικό και μία κούκλα βιτρίνας υπήρχαν επίσης στον σκηνικό διάκοσμο, με την κούκλα να δηλώνει την γυναικεία ύπαρξη και το νυφικό μία ανάμνηση από την μητέρα του ήρωα, αφού αποτελεί ενεργό αντικείμενο όταν το αναφέρει ο ήρωας στο λόγο του. Με το πέρας του πρώτου μονολόγου, με την αυλαία και τα φώτα ανοιχτά, η σκηνοθεσία αποφασίζει, λίγο άκομψα, να σπάσει τον ρεαλισμό του έργου , καθιστώντας προς θέαση την αλλαγή σκηνικών για τον δεύτερο μονόλογο. Η σκηνική δόμηση του δεύτερου μέρους δεν είχε ιδιαίτερες διαφορές στο κλίμα που δημιουργούσε από την πρώτη, ήταν ένα εξίσου οικείο σκηνικό, λίγο πιο «φορτωμένο», αφού ο δεύτερος «σχεδόν μονόλογος» ήταν δια στόματος γυναίκας.

Τα δύο κείμενα είχαν παρόμοια οπτική, καθώς και παρόμοια χρήση του λόγου, όχι ότι δεν μπορεί να βρει κάποιος τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να υπάρχουν στην λυρικότητα και στην αλληγορική φύση τους, αλλά σίγουρα δεν είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κάποιος με ευκολία ότι είναι έργα διαφορετικών συγγραφέων. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε θετικό στοιχείο, αφού δεν άλλαξε η ταυτότητα του έργου, και δεν διαχωρίστηκαν έτσι τα νοήματα του. Ο πρώτος μονόλογος, το Μαρόν Γλασέ αποτέλεσε την ιστορία ενός άνδρα ιερόδουλου, ο οποίος αφηγείται την έλξη του προς τις γυναίκες και τις ιδιόρρυθμες συμπεριφορές τους, καθώς και την σχέση με την μητέρα του. Η σχέση του ήρωα με την μητέρα του είναι ένα σημείο που ίσως επιδέχεται αποκωδικοποίησης, αφού το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ήταν εμφανές, όπως και η έννοια της εγκατάλειψης από τον πατέρα. Η αυτοεικόνα που έχει ο ήρωας, αλλά και η εικόνα που έχει για τον κόσμο επηρεάζεται από την σχέση του με το μητρικό πρότυπο, αφού σε γενικές γραμμές μπορεί κάποιος να πει πως η αδυναμία για την «μάνα» δημιουργεί και την αδυναμία του για όλες τις γυναίκες. Η αδυναμία αυτή όμως, δεν αποτελεί κάτι γλυκό και συναισθηματικό, αλλά ένα προϊόν λύπησης γι’ αυτές που τον επισκέπτονται. Η χρήση του λόγου στο κείμενο, θυμίζει ένα είδος μελοδράματος τόσο στις υφολογικές διακυμάνσεις όσο και στις λεξιλογικές προτιμήσεις, αφού προσπάθησε να επιφέρει ένα συγκινησιακό αποτέλεσμα προερχόμενο κυρίως από  το λόγο, καθώς  η κίνηση δεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Αν λάβουμε, λοιπόν υπ’ όψιν την συνθήκη, η οποία επιβάλλεται τελικά από την συγγραφέα στον μεγαλύτερο βαθμό, αφού η σκηνοθεσία επέλεξε να αποτελεί κύριο μέσο της παράστασης ο λόγος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κάποια σημεία έπρεπε να εισαχθούν πιο ομαλά στην ροή του έργου.

Ιερή Πόρνη 2Ο δεύτερος «σχεδόν μονόλογος» όπως προαναφέρθηκε, ήταν δια στόματος δύο ηθοποιών, κάτι που ουσιαστικά δεν τον καθιστά μονόλογο, αλλά μία σκηνή διαλόγου, που το μεγαλύτερο μέρος του λόγου αποδίδεται σε έναν χαρακτήρα. Το κείμενο ήταν σε αρκετά πρωτόλεια μορφή, αφού και ο συγγραφέας του και ηθοποιός στην παράσταση είναι αρκετά νεαρός σε ηλικία. Κάποια γραμματολογικά  λάθη που μπορεί να υπήρξαν στην παράσταση, θα μπορούσαμε να τα καταλογίσουμε στον συγγραφέα, αλλά  αν υποθέσουμε ότι το κείμενο έχει υποστεί δραματουργική επιμέλεια, θα μπορούσαν να είναι απλά λάθη που προέκυψαν στην ροή του λόγου κατά την ερμηνεία των ηθοποιών. Αυτό το κείμενο πάντως, συγκριτικά με το πρώτο, ίσως λόγω των σαιξπηρικών του αναφορών είχε πολύ μεγαλύτερη λυρικότητα στη σύνθεση. Ο χαρακτήρας λοιπόν, της Lucy  όπως είναι και ο τίτλος του, είναι μια γυναίκα, ή μάλλον ένα κορίτσι, πιασμένο στα δίχτυα της πορνείας. Σε αντιπαραβολή με τον ήρωα του πρώτου έργου, αυτή μισεί την δουλειά της, αλλά και τους επισκέπτες της, το οποίο αποτελεί και κύριο χαρακτηριστικό που διέπει την θεατρική της περσόνα. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που έρχεται να αντιπαρατεθεί στον «Σπύρο», όπως είναι το όνομα του προαναφερθέντος ήρωα είναι η έλλειψη αναμνήσεων κατά ένα ηθελημένο τρόπο. Η ηρωίδα, παρουσιάζεται μέσω του κειμένου σαν ένα αφελές πλάσμα, που δεν λέει το όνομά του ίσως από ντροπή ίσως κι από άρνηση, καθώς δεν θέλει να ξέρει και  τα ονόματα των επισκεπτών της. Το γεγονός του ότι αρνείται να μάθει, αποτελεί ένα μηχανισμό μη παραδοχής της κατάστασης, αν δεν τους ξέρει μπορεί να σκέφτεται ότι δεν υπήρξαν ποτέ, να θολώσει τις αναμνήσεις της και να ξεγελάσει τον εαυτό της. Τους επισκέπτες τους αποκαλεί «φίλους», κάτι που ενώ μπορεί να αποκωδικοποιηθεί και να ενταχθεί στο παιδικό πνεύμα που προσπάθησε να αποδώσει το κείμενο μέσω αυτού του χαρακτήρα, είναι ασύμβατο με την ίδια την φύση της δουλειάς της, καθώς και κάπως ειρωνικό, κάτι που πιστεύω δεν αποτέλεσε συγγραφική πρόθεση.

Η απόδοση των δραματικών προσώπων από τους ηθοποιούς αποδίδεται κυρίως στην σκηνοθεσία του έργου, αφού η αυξομείωση του τόνου της φωνής τους, καθώς και η αποστασιοποιημένη ερμηνεία όταν το πρόσταζε η σκηνοθέτις, δεν μπορεί να είναι μέλημα των ηθοποιών. Στον πρώτο μονόλογο, ο πολύ νεαρός  ηθοποιός έκανε μια σημαντική προσπάθεια να αποδώσει το κείμενο, αλλά ίσως έπρεπε να προσέξει λίγο περισσότερο την τονικότητα και την ορθοφωνία του λόγου του. Κατά τ’ άλλα όμως ήταν εμφανές ότι έμεινε πιστός στην σκηνοθετική γραμμή που του δόθηκε. Η ηθοποιός του δεύτερου μέρους, έκανε επίσης καλή προσπάθεια να αποδώσει εισάγοντας μέσα στις δυσκολίες που αντιμετώπισε και την αμηχανία του γυμνού σώματος. Στην αρχή του δεύτερου μέρους της παράστασης, η ηθοποιός παρουσιάστηκε μισόγυμνη επί σκηνής για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, κάτι που δημιούργησε μια εμφανή αμηχανία στην ίδια, καθώς και την εντύπωση του αχρείαστου παραστασιακού σημείου στους θεατές. Στο δεύτερο μέρος επίσης, εντοπίστηκε ένα πρόβλημα στην εκφώνηση του λόγου και στην τονικότητα, αλλά όχι σε έντονο βαθμό. Ο ηθοποιός του πρώτου μονολόγου, υποδύθηκε στον δεύτερο «μονόλογο» τον επισκέπτη, και ήταν ομολογουμένως πολύ πιο σωστός στην υποστήριξη του δεύτερου ρόλου του.

Η παράσταση τελειώνει με έναν σαιξπηρικό θάνατο, καθώς και ολόκληρο το δεύτερο μέρος ήταν βασισμένο στον Σαίξπηρ και την Ιουλιέτα του. Ο θάνατος αυτός προβλήθηκε ως θάνατος για το κοινό καλό, ένας θάνατος που θύμιζε θυσία. Η θυσία των ηρώων αποτέλεσε μια σκηνή, η οποία στην αυτονομία της είχε ένα όμορφο αισθητικό αποτέλεσμα, δεν συμβάδισε όμως σε μεγάλο ποσοστό με τις έννοιες που προέβαλε το έργο ως εκείνη την στιγμή. Εν συντομία, παρόλο που μπορεί να δημιουργήθηκε ένας θάνατος λύτρωσης, ο οποίος θα απάλλασσε τους ήρωες από τη σκληρή πραγματικότητα , το υπόλοιπο έργο δεν πρόδιδε αυτή την αντιμετώπιση, δηλαδή δεν είχε στοιχεία μέσα του που να μπορούσαν να συνδεθούν με μια σκηνή σαιξπηρικής κάθαρσης. Το φάντασμα της Ιουλιέτας, καθώς και οι μνήμες των έργων του Σαίξπηρ δημιουργούσε λίγο την εντύπωση του «θέατρου εν θεάτρω», αλλά επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε σε εκτεταμένο βαθμό δεν μπορεί να θεωρηθεί τεχνική που επελέγη για το έργο.

Εν τέλει, παρόλα τα προβλήματα που μπορούν να εντοπιστούν, αποτέλεσε μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια. Οι συντελεστές της, νεαροί στην πλειοψηφία τους, έχουν τα προσόντα να εισάγουν κάποια πιο μοντερνικά χαρακτηριστικά στις θεατρικές τους απόπειρες, καθώς και την ικανότητα να εξάγουν ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό προϊόν. 

 

Πληροφορίες Παράστασης


Συντελεστές

  • Σκηνοθεσία: Έφη Βενιανάκη

Ερμηνεύουν

  • Σωτηρία Μαράθου
  • Γιάννης Μακρόπουλος

Προγραμματισμένη πρεμιέρα

  • 12 Απριλίου 2013

Παραστάσεις

  • Δευτέρα, Τρίτη 9.15 μ.μ.

Διάρκεια παράστασης

  • 65 λεπτά

Τιμές Εισιτηρίων

  • 10 Ευρώ
  • 5 Ευρώ 

Πληροφορίες θεάτρου

  • Πυξίδα
  • Σαρρή και Ρήγα Παλαμήδου 3, Ψυρρή
  • Τηλ.: 210-3225526
  • Κρατήσεις: 6945497778

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠαρουσίαση του βιβλίου «Τα ερωτικά», του Σφυρίδη Περικλή στον Ιανό Θεσσαλονίκης
Επόμενο άρθρο«Στο τούνελ» του Βασίλη Ασλανίδη