Ψυχές ταξιδιάρες, πνεύματα ανήσυχα, άνθρωποι που το μέσα τους δεν κατάφερε να χωρέσει στο περιτύλιγμα του σώματος και αποφάσισαν οικειοθελώς να το αφήσουν να δραπετεύσει, να ελευθερωθεί και να βρει επιτέλους-αν τα καταφέρει-γαλήνη και αρμονία. Λογοτέχνες ασυμβίβαστοι, καλλιτέχνες παθιασμένοι που δεν μπόρεσαν τελικά να εναρμονιστούν με τον καλοκουρδισμένο(;) τροχό του κόσμου, έναν τροχό που σε κάθε κοινωνία και εποχή δυσκολεύεται πολύ να αφουγκραστεί και να αγκαλιάσει τις ευαισθησίες και τις ιδιαιτερότητες αυτών των εξεχόντων μορφών που υπάρχουν για να πάνε με όχημα ακριβώς αυτές τους τις ευαισθησίες  και τα πάθη τους την τέχνη και τον πολιτισμό ένα βήμα παραπέρα. Υπάρχουν αναμφισβήτητα καλλιτέχνες, και λογοτέχνες εν προκειμένω, που κατάφεραν να δημιουργήσουν και να αναδειχτούν χωρίς να νιώσουν ότι καταρτοπώνονται από την κοινωνία και τον περίγυρό τους. Το παρόν αφιέρωμα, όμως, αποτελεί φόρο τιμής σε εκείνους τους άλλους που νιώθωντας ασφυκτικά περιορισμένοι στα γήινα αποφάσισαν νωρίς να στερήσουν τον κόσμο από την παρουσία τους, αφήνοντάς του όμως πλούσια παρακαταθήκη τα πνευματικά τους παιδιά.

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Κώστας Καρυωτάκης
Κώστας Καρυωτάκης

Αποτελώντας ίσως την πιο κλασική περίπτωση εγχώριου λογοτέχνη που έδωσε τέλος στη ζωή του, ο Κώστας Καρυωτάκης  γεννήθηκε το 1896, είχε μία σύντομη ζωή και το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν την έζησε όπως ο ίδιος θα ήθελε. Αλλάζοντας από μικρός συνεχώς πόλεις λόγω των μεταθέσεων αρχικά του πατέρα του και ύστερα των δικών του, έζησε μια ζωή περιπλανώμενος δίχως να μπορέσει να βρει πουθενά, ούτε σε τόπο ούτε σε άνθρωπο, το «σπίτι» του, το καταφύγιο που κάθε άνθρωπος αναζητά. Ακόμα και από την οικογένειά του, και κυρίως από τον πατέρα του, δεχόταν μόνιμη καταπίεση και κριτική για κάθε δράση και απόφασή του. Τα ποιήματά του, ξέχειλα από μελαγχολία, φανερώνουν αυτήν την καταπίεση που οποιοσδήποτε συμβιβασμός με το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του προκαλούσε στο είναι του.

Η αρχική μη αποδοχή των έργων του σίγουρα υπήρξε παράγοντας αυτής της διάχυτης μελαγχολίας του, όπως και το γεγονός ότι για βιοποριστικούς λόγους αναγκάστηκε να γίνει δημόσιος υπάλληλος, ασκώντας έτσι ένα επάγγελμα που απεχθανόταν. «Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν/σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία»γράφει ο ίδιος στο ποίημα του Δημόσιοι Υπάλληλοι. Ως αποκορύφωμα στο αδιέξοδό του ήρθε η σύφιλη, η αρρώστια που αφαίρεσε από πάνω του κάθε ίχνος ελπίδας και τον καταπίεσε ακόμη περισσότερο, αφού ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε την ασθένεια αυτήν προσβολή για την οικογένειά τους.

Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα, γεγονός που εντείνει την απελπισία του, ενώ λίγο αργότερα μετατίθεται στην Πρέβεζα, μετάθεση που ήρθε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στη ήδη άσχημη ψυχολογία του.  «Πάντα όμως θα περνούσε με τη χίμαιρα μιας ονειρευτικής ζωής, που ποτέ του δεν του ήταν γραφτό να ζήση. Κι ύστερα, ενώ μ’ όλη την ψυχική του κόπωση ήταν υπόδειγμα εργατικότητας και ευσυνειδησίας, στάθηκε ο στόχος μιας σκληρής και συστηματικής καταδρομής, από την οποία μόνο με την τραγική του χειρονομία απαλλάχτηκε οριστικά. Πρόστιμα, αδικαιολόγητη μετάθεση από την Αθήνα στην Πάτρα, ώσπου του ‘ρθε τέλος κι η χαριστική βολή: αποσπάστηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα» λέει ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, ενώ ο ίδιος ο ποιητής σε γράμμα του στην Πολυδούρη γράφει μεταξύ άλλων: «Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες».

Φωτογραφία του νεκρού Καρυωτάκη
Φωτογραφία του νεκρού Καρυωτάκη

Στις 20 Ιουλίου του ίδιου έτους ο Καρυωτάκης αποπειράται χωρίς αποτέλεσμα να πνιγεί, ενώ η τελευταία του πνοή έμελλε να αγγίξει τον πρεβεζιάνικο αέρα την επόμενη μέρα, 21 Ιουλίου 1928, οπότε και ο ποιητής έδωσε το οριστικό τέλος στη σύντομη ζωή του πυροβολώντας στο κεφάλι του με περίστροφο.

  Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Ναπολέων Λαπαθιώτης
Ναπολέων Λαπαθιώτης

    Ποιητής με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και αυτός, ο Λαπαθιώτης έζησε μια ζωή άκρως ανατρεπτική πηγαίνοντας κόντρα σε όλες τις επιταγές, τα καθιερωμένα και τα «καθωσπρέπει» της εποχής του. Γεννημένος το 1888 μεγάλωσε με όλες τις ανέσεις χάρη στους πλούσιους γονείς του και εμφανίστηκε νωρίς στο λογοτεχνικό στερέωμα δημοσιεύοντας ποιήματά του σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά. Παρά τις σπουδές του στη Νομική, δε θέλησε να ασκήσει ένα επάγγελμα που δεν τον εξέφραζε απλά και μόνο για να κερδίσει τα προς το ζην. Γνήσιο πνεύμα αντιλογίας, ο Λαπαθιώτης διακήρυξε νωρίς την ομοφυλοφιλία του, φλέρταρε με τον κομμουνισμό και τον ασπάστηκε, απαρνήθηκε τη χριστιανική θρησκεία, έγινε παιδί της νύχτας, λαμβάνοντας έτσι και το παρατσούκλι «νυχτερίδα». Τυπικό δείγμα παθιασμένου καλλιτέχνη, ο Λαπαθιώτης ακροβατεί συνεχώς μεταξύ πάθους και πειθαρχίας, μία ακροβασία που σταδιακά τον τσακίζει.

Η άκρατη ωραιοπάθειά του αποτέλεσε επίσης δίκοπο μαχαίρι στη ζωή του, αφού τον «ανέβαζε» όσο ήταν νέος και ωραίος, αλλά με το πέρασμα των χρόνων το θέαμά του στον καθρέφτη αποτελούσε πληγή που δεν έπαψε να τον πονάει. Το 1914 δημοσιεύει ένα «Μανιφέστο» για τους στενόμυαλους της τέχνης, ρίχνοντας αυτή τη φορά τα βέλη του και στο λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής του. Γράφει διαρκώς σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1937 πεθαίνει η μητέρα του, γεγονός που του στοίχισε πολύ. Το συμβάν αυτό αποτελεί και το ενακτήριο λάκτισμα της παρακμής του, η οποία εντείνεται με την οικονομική εξαθλίωση που θα του φέρει ο πόλεμος και η κατοχή, καθώς και με την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. «Λυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,/Χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,/- χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,/ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!» γράφει στο ποίημα του Εκ Βαθέων.

Τα περιουσιακά του στοιχεία σκορπίζουν σταδιακά στους πέντε ανέμους, αφού αναγκάζεται να τα πουλήσει για να ζήσει, ενώ φτάνει να πουλήσει μέχρι και την αγαπημένη του μεγάλη  βιβλιοθήκη. Ως κερασάκι στην τούρτα της κατάπτωσής του ήρθε να προστεθεί ο θάνατος τού πατέρα του το 1941. Η στιγμή του δικού του τέλους πλησιάζει. Έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ο Λαπαθιώτης, νικημένος από τα πάθη και τις αδυναμίες του, δίνει τέλος στη ζωή του στις 8 Ιανουαρίου 1944, σε ηλικία 56 ετών.

 Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941)

Πηνελόπη Δέλτα και Ίων Δραγούμης
Πηνελόπη Δέλτα και Ίων Δραγούμης

    Η Πηνελόπη Δέλτα, παρόλο που έχει γεμίσει τις παιδικές βιβλιοθήκες με τα παραμύθια της, δεν έζησε η ίδια και τόσο παραμυθένια ζωή. Γεννημένη το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αναθρεμμένη σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, παντρεύεται το 1895 τον επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα, μπαίνοντας έτσι σε έναν γάμο που της επέβαλε ο πατέρας της για επιχειρηματικούς λόγους.  Η σχέση της με το Στέφανο Δέλτα άνοιξε διάπλατα τους πνευματικούς της ορίζοντες προσφέροντάς της μόρφωση, πνευματική ανάπτυξη και ωρίμανση, αποτέλεσε όμως και το δεσμό που τη φυλάκιζε καθημερινά για μεγάλο μέρος της ζωής της. Το 1905 η Δέλτα γνωρίζει τον Ίωνα Δραγούμη στην Αλεξάνδρια, μία γνωριμία που οδήγησε σε μία αστραπιαία αμοιβαία έλξη που έμελλε να σημαδέψει όλη την υπόλοιπη ζωή της. Όντας παντρεμένη με τρία παιδιά και διαπνεόμενη από έντονη αίσθηση καθήκοντος δεν μπορούσε να δημιουργήσει σχέση μαζί του πριν πάρει διαζύγιο.

Παρ’ ό,τι υπήρξε απόλυτα ειλικρινής απέναντι στο σύζυγό της και του ομολόγησε τον έρωτά της για το Δραγούμη, δεν κατάφερε να πάρει διαζύγιο και εγκλωβίστηκε έτσι σε ένα αδιέξοδο που δεν τελείωσε παρά με το θάνατό της. «[…]τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ίων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε![…]» και «[…]Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει…» γράφει μεταξύ άλλων στον Δραγούμη σε ένα γράμμα-έκρηξη ερωτικού παραληρήματος στις 27 Ιουλίου 1906.

Η Δέλτα δεν κατάφερε ποτέ να είναι ουσιαστικά και ολοκληρωτικά μαζί με τον άντρα που με τόση δύναμη αγάπησε. Η αδυναμία της αυτή να ενωθεί με αυτόν τον άνθρωπο, τον μοναδικό που της προκάλεσε ποτέ τέτοια συναισθήματα, την έκανε πολλές φορές να σκεφτεί και να αποπειραθεί την αυτοκτονία. Όταν πια ο Δραγούμης συνδέθηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη, η Δέλτα φόρεσε τα μαύρα και δεν τα έβγαλε έκτοτε ποτέ, πενθώντας έτσι μια ζωή που κάποιος άλλος σκηνοθέτησε γι’ αυτήν. Την αυλαία της ζωής αυτής αποφάσισε να ρίξει οριστικά στις 27 Απριλίου 1941,  τη μέρα δηλαδή της εισβολής των Γερμανών στην Αθήνα.

Η μεγάλη της αγάπη για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την απώλεια νοήματος από τη ζωή της, όπλισε τη μέρα εκείνη το χέρι της με δηλητήριο, το οποίο και ήπιε στο σπίτι της στην Κηφισιά. Η Δέλτα πέθανε τελικά πέντε μέρες αργότερα, αφήνοντας πίσω της χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες που περιγράφουν τον έρωτά της για το Δραγούμη και τη σχέση τους, αλλά και το μεγάλο της λογοτεχνικό έργο.

 Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1919)

Περικλής Γιαννόπουλος
Περικλής Γιαννόπουλος

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869 και αποτέλεσε έναν από τους πιο κλασικούς ελληνοκεντρικούς διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας. Εκτός από τις μεταφράσεις ξένων ποιητικών έργων, με τις οποίες καταπιάνεται, δημοσιεύει άρθρα στις εφημερίδες τής εποχής χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα και εκφράζοντας με το χαρακτηριστικό προσωπικό του ύφος και πάθος τις πρωτότυπες ιδέες του που πάντοτε είχαν ως κέντρο την Ελλάδα, τα κακώς κείμενα, από τα οποία δονείται, και την πορεία που θα έπρεπε να πάρει.

Παράλληλα, όμως, ο Γιαννόπουλος ήταν ένας μποέμ καλλιτέχνης που ακολουθούσε έναν εντυπωσιακά φιλελεύθερο για τα δεδομένα της εποχής τρόπο ζωής, ένας ωραίος άντρας που τον τρόμαζε η φθορά του χρόνου και η αλλαγή που αυτή θα έφερνε στη μορφή του και ένας παθιασμένος φυσιολάτρης. Το 1895 γνωρίζει τη Σοφία Λασκαρίδου, τη γυναίκα, με την οποία ερωτεύτηκαν από την πρώτη στιγμή που κοιτάχτηκαν και που σημάδεψε έκτοτε τη ζωή του. Τη βλέπει τυχαία στο δρόμο, οι ματιές τους μαγνητίζονται και ύστερα πάει απρόσκλητος στο σπίτι της να τη συναντήσει. Οι δύο όμορφοι νέοι συνήψαν σταδιακά μια σχέση τόσο όμορφη όσο και οι ίδιοι. Σε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους που έκαναν μαζί στην αττική γη, ο Περικλής λέει προφητικά στη Σοφία: «Η ηδονή του έρωτα μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται».

Ο Γιαννόπουλος διεκδικεί να την παντρευτεί, ο πατέρας της όμως αρνείται, ενώ και η ίδια δε φαίνεται να βιάζεται να μπλεχτεί στα δεσμά του γάμου, αλλά προτιμά να αφοσιωθεί στην τέχνη της ζωγραφικής. Έπειτα από τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών (υπήρξε η πρώτη γυναίκα που φοίτησε εκεί!), η Σοφία παίρνει υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Μόναχο. Παρακαλεί τον αγαπημένο της να πάει μαζί της, αλλά αυτός αρνείται να αφήσει τα ελληνικά χώματα που τόσο αγαπάει.  Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει η Σοφία για το Μόναχο, το ζευγάρι καθόταν κάτω από ένα πεύκο του Σκαραμαγκά, όταν ο Γιαννόπουλος τής λέει για ακόμα μια φορά προφητικά: «Αν σε χάσω ποτέ, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό».

Η Σοφία φεύγει για το Μόναχο αφήνοντας τον αγαπημένο της πιο μόνο από ποτέ. Αυτός, χάνοντας με το πέρασμα του χρόνου την ελπίδα πως η Σοφία θα γυρνούσε κοντά του, βλέποντας παράλληλα ότι οι ιδέες του δεν έβρισκαν απήχηση στην ελληνική κοινωνία και μη θέλοντας να δει την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου να έρχεται πάνω του ορμητικά, παίρνει τη μοιραία απόφαση να εκπληρώσει αυτό που είχε υποσχεθεί στη Σοφία σ’ εκείνη τη βόλτα τους στο Σκαραμαγκά.

Στις 8 Απριλίου 1919 ο Γιαννόπουλος καβαλά στεφανωμένος ένα λευκό άλογο, πέφτει στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, πυροβολεί με ένα όπλο στον κρόταφό του και αφήνει την τελευταία του πνοή στην ελληνική φύση που τόσο λάτρεψε. Λίγο αργότερα θα φτάσει στο Μόναχο και στη Σοφία ένα σύντομο γράμμα: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».

Κατερίνα Γώγου (1940-1993)

Κατερίνα Γώγου
Κατερίνα Γώγου

 H Kατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940 και κατά τη διάρκεια τής ζωής της τίμησε όσο λίγοι το χαρακτηρισμό της ως καλλιτέχνιδος, αφού υπήρξε πράγματι μια γνήσια ευαίσθητη καλλιτεχνική ψυχή που δε θέλησε να μπει στο “σύστημα”, αλλά πορεύτηκε μοναχικά και αυθεντικά στο καλλιτεχνικό και προσωπικό μονοπάτι που η ίδια χάραξε για τον εαυτό της.

Η Γώγου ξεκίνησε ως ηθοποιός παίζοντας από μικρή σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους, αλλά και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμ, γρήγορα όμως εγκαταλείπει την ηθοποιία και στρέφεται στην ποίηση, την οποία προσέγγισε με το μοναδικά ανήσυχο και ευαίσθητο πνεύμα της. Ως ποιήτρια, η Γώγου απορρίπτει το ρεαλισμό, αλλά και το λυρισμό, και γράφει συνειρμικά, αποτυπώνοντας στο χαρτί με χαρακτηριστική αισθαντικότητα τους πολιτικούς και κοινωνικούς της προβληματισμούς. Λόγω της μεγάλης της ευαισθησίας, η απογοήτευση που ένιωθε συνειδητοποιώντας πως τα όνειρά της για τον κόσμο και την κοινωνία δεν είναι πραγματοποιήσιμα την οδηγούσε σταδιακά στην απομόνωση και την κατάθλιψη.

Μένει μόνη, αβοήθητη, άπελπις.«Η μοναξιά/η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω/είναι τσεκούρι στα χέρια μας/που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.» γράφει στο ποίημα της Μοναξιά. Η Κατερίνα Γώγου, νιώθοντας ασφυκτικά δεμένη σε έναν κόσμο, από τον οποίο θέλει να ξεφύγει αλλά δεν μπορεί, και βλέποντας πως δεν έχει πια κάτι άλλο να δώσει, αυτοκτονεί με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου 1993.

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε

μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
 
Κατερίνα Γώγου, Πάει, αυτό ήταν
 
Αλέξης Τραϊανός (1944-1980)

Αλέξης Τραϊανός
Αλέξης Τραϊανός

    Ο Αλέξης Τραϊανός γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες. Παράλληλα, ο Τραϊανός ασχολήθηκε με την ποίηση. Tο 1967 μεταφράζει νέγρικη ποίηση, ενώ γίνεται και ο πρώτος που μεταφράζει beat ποίηση στα ελληνικά, όπως και έργα του Τσέζαρε Παβέζε και του Τσαρλς Μπουκόφσκι. H γραφή του Τραϊανού είναι καταγγελτική και θυμίζει κάτι από το υπερρεαλιστικό κίνημα. Σημαντικό ρόλο στην ποίησή του παίζει και η φόρμα, ενώ η γλώσσα του χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και αέρα ανανέωσης. Ο ποιητής παντρεύεται το 1969, παίρνει όμως διαζύγιο έξι χρόνια αργότερα. Γνήσια απαισιόδοξη φύση, ο Τραϊανός δε σταμάτησε να φοβάται την αποτυχία και την απόρριψη. Στις 7 Μαΐου 1980 αυτοκτονεί στο Καπανδρίτι της Αττικής από ασφυξία, αφού πρώτα είχε συνδέσει μία εξάτμιση με το εσωτερικό του αυτοκινήτου του. Ήταν μόλις 36 ετών.

Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873)

Ο Ιωάννης Καρασούτσας γεννήθηκε το 1824 στη Σμύρνη, μεγάλωσε όμως στη Σύρο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, με εξαίρεση τα χρόνια 1850-1853, οπότε μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο ως νεοδιορισμένος καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ναύπλιο. Άρχισε να γράφει ποίηση από μικρός, ήδη από τα 15 του χρόνια, η περίοδος όμως της ποιητικής του ακμής ξεκίνησε γύρω στο 1855 με συμμετοχές σε ποιητικούς διαγωνισμούς και βραβεύσεις. Ξεχωρίζει ιδιαίτερα για τα δημοκρατικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη που προσπαθεί να κοινωνήσει μέσα από τα γραπτά του και που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη. Η απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση είχε ως αποτέλεσμα να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με πολλές στερήσεις. Το γεγονός αυτό υπήρξε χτύπημα για την ψυχολογία του, κάτι που, σε συνδυασμό με την αγωνία του για την απήχηση των έργων του και για το  πώς αυτά αναγνωρίζονται και ξεχωρίζουν ανάμεσα στα άλλα των συγχρόνων του, είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση της ψυχικής του φθοράς, η οποία οδήγησε στην αυτοκτονία του το 1873 στην Αθήνα.

Κοραλία Ανδρειάδη (1935-1976)

Κοραλία Ανδρειάδη
Κοραλία Ανδρειάδη

Η Κοραλία Ανδρειάδη, γνωστότερη ως Κοραλία Θεοτοκά, λόγω του γάμου της με το Γιώργο Θεοτοκά, γεννήθηκε το 1935 και ασχολήθηκε τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, ενώ ασχολήθηκε, λόγω της εργασίας τού πατέρα της, και με την εισαγωγή ταινιών ινδικού κινηματογράφου, ταξιδεύοντας έτσι και στην Ινδία. Επιπλέον, τελείωσε τη Σχολή Ξεναγών και δούλεψε για ένα διάστημα ως ξεναγός, ώσπου στα 1963 δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Απόπειρες. 

Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει και ερωτεύεται τον άντρα που σημάδεψε τη ζωή της, το Γιώργο Θεοτοκά. Τα 30 χρόνια που τους χώριζαν δεν εμπόδισαν το ζευγάρι να παντρευτεί το 1966, αλλά ούτε και το θάνατο να τους χωρίσει οριστικά τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, οπότε ο Θεοτοκάς πεθαίνει. Στις ποιητικές συλλογές της Κοραλίας που ακολούθησαν (Σε άλλο φως-1967, Η ταυτότητα-1971 και Το ποίημα:Οι μεγάλες διαδικασίες-1975) είναι παραπάνω από φανερός ο πόνος του αποχωρισμού της από έναν άνθρωπο που αγάπησε απόλυτα και παράφορα και που στερήθηκε νωρίς. «Ο κόσμος είναι τραγικός, μια πληγή είναι, καλύτερα που είσαι μακριά κι αναπαμένος, Αν θέλεις πάρε με, να ‘ρθω, όχι, δεν φοβούμαι, ούτε λυπούμαι, ξέρω πως θα φροντίζεις για μένα, Άντρα μου, Αγιέ μου.» και «Αγαπιόμαστε. Μακάρι ν’ αληθεύει ή Δευτέρα Παρουσία. Θα ξανασμίξουμε. Τούτα τα δύο “εγώ”, που ‘γιναν ένα “Εσύ”, δεν μπορεί να διαλυθούν, κάπου θα πλανιούνται, κάπου θα συναντηθούν.

Θέλω να ελπίζω, για να μην αυτοκτονήσω (μην κι ανατραπεί ή τάξη και δεν τον ξαναβρώ ποτέ)» γράφει η ίδια στο ημερολόγιό της. Η Κοραλία όμως δεν άντεξε να μην ανατρέψει την τάξη, η απώλεια τη σημάδεψε και καθόρισε την πορεία της. Η “Κοραλία των τάφων”, όπως αυτοπροσδιοριζόταν, πήγε να βρει τον αγαπημένο της στις 18 Δεκεμβρίου 1976 στις 12:45, πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της στη Βασιλίσσης Σοφίας, όντας μόλις 41 ετών. Πίσω της άφησε το μικρό αλλά σπουδαίο λογοτεχνικό της έργο.

Βασίλης Λιάσκας (1913-1982)

Βασίλης Λιάσκας
Βασίλης Λιάσκας

Ο Βασίλης Λιάσκας γεννήθηκε στη Λαμία το 1913 και ανήκει στους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. To 1931 δημοσιεύει για πρώτη φορά ποίημα του στο περιοδικό «Κυκλάδες» κάνοντας έτσι την εμφάνισή του στα γράμματα. Στην ποίησή του υμνεί την ομορφιά της φύσης και αποκηρύσσει τον αστικό τρόπο ζωής. Το 1971 βραβεύεται για τη συλλογή του Φωτοσύνθεση, ενώ παράλληλα αναπτύσσει σημαντικό μεταφραστικό έργο. Για τη συλλογή του Αιωνιότητα γράφει ο Αντρέας Καραντώνης στη Νέα Εστία: «Ο Λιάσκας δεν έχει παραδοθεί παθητικά ή μιμητικά στην ποίηση του “άγχους της εποχής μας”. Αυτό το “άγχος” έχει δύναμη στερητική. Δεν αφήνει την ποίηση να συγκινηθεί από ό,τι προσφέρει η ζωή: ομορφιές, δυνάμεις, εικόνες, κίνητρα για δημιουργία … Ζει με τις συγκινήσεις του, με τις παρορμήσεις του, με τους παλμούς του που παίρνουν λυρικούς τόνους». Οι παλμοί αυτοί έπαψαν να χτυπούν στο ρυθμικό τόνο της ζωής το 1982, όταν ο Λιάσκας έπεσε στο κενό από το παράθυρο του νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν. Ο θάνατος της μητέρας του αποτέλεσε καθοριστικό πλήγμα στην ψυχολογία τού ποιητή που δεν κατάφερε να βγει νικητής στην αναμέτρηση με τη μοναξιά του. 

Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (1850-1889)

Κλεάνθης Τριαντάφυλλος
Κλεάνθης Τριαντάφυλλος

Ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος γεννήθηκε το 1850 στη Σίφνο και σε νεαρή ηλικία πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος στα περιοδικά Νεολόγος, Κουδουνάτος, Σάλπιγξ και Διογένης. Η καυστική του γραφή είχε ως αποτέλεσμα να διωχθεί από τις τουρκικές αρχές και να πάει στην Αθήνα, όπου μαζί με το Βλάση Γαβριηλίδη ίδρυσε το 1878 το περιοδικό Ραμπαγάς, όνομα που αποτέλεσε και το μελλοντικό ψευδώνυμο τού ίδιου. Λόγω του σατιρικού του χαρακτήρα και των προοδευτικών για την εποχή πολιτικών κειμένων που δημοσιεύονταν σ’ αυτό, το περιοδικό προκάλεσε αντιδράσεις και οι εκδότες του φυλακίστηκαν.

Ο Τριαντάφυλλος, όμως, συνέχισε την έκδοση του περιοδικού και μετά την αποχώρηση του Γαβριηλίδη το 1880. Ένα χρόνο αργότερα πέφτει θύμα δολοφονικής απόπειρας. Αφού σταμάτησε για κάποιους μήνες την έκδοση του περιοδικού λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, το 1887 αρχίζει να εκδίδει και πάλι το περιοδικό, σε συνεργασία αυτή τη φορά με τον Ρόκκο Χοϊδά. Ο τελευταίος δημοσίευσε στο περιοδικό δύο άρθρα που θεωρήθηκαν υβριστικά για το βασιλιά, γεγονός που οδήγησε και τους δύο σε φυλάκιση.

Αποφυλακίστηκαν μετά από έξι μήνες, η σοβαρή ψυχική διαταραχή όμως που ταλάνιζε τον Τριαντάφυλλο τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης που βίωνε και της εγκατάλειψής του από όλους του τους φίλους, τον οδήγησε σε αδιέξοδο. Στις 25 Μαΐου 1889 τα κλονισμένα νεύρα του και η απογοήτευσή του από όλους και από όλα εκτονώθηκαν με μια σφαίρα που ο ίδιος έριξε στο κεφάλι του σε ηλικία 39 ετών.

Μηνάς Δημάκης (1913-1980)

Μηνάς Δημάκης
Μηνάς Δημάκης

    Γεννημένος το 1913 στην Κρήτη, ο Μηνάς Δημάκης εμφανίστηκε στα γράμματα το 1935 με το περιοδικό Φύλλα Τέχνης  και τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η χαμένη γη. Ταυτόχρονα, δούλευε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος στο Ηράκλειο της Κρήτης, το 1943 όμως μετατίθεται στην Αθήνα και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1959 αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του στην τράπεζα, για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Παράλληλα με το ποιητικό του έργο, συνεργάζεται με πολλά περιοδικά, μεταφράζει ξένη λογοτεχνία, δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες και κάνει διαλέξεις για άλλους λογοτέχνες. Η ζωή του Δημάκη χαρακτηρίζεται από μία έντονη μεταφυσική και φιλοσοφική αγωνία, αφού ο ίδιος θεωρεί τον γήινο κόσμο εχθρικό και αδιέξοδο. Αυτή του η αντίληψη γίνεται φανερή στα τελευταία κυρίως έργα του και στη συλλογή Κάψαμε τα καράβια μας, την οποία εκδίδει το 1946. Γίνεται όμως πιο φανερή από ποτέ και στη ζωή του, όταν στις 13 Ιουλίου 1980, σε ηλικία 67 ετών, πηδάει από την ταράτσα της πολυκατοικίας του στην οδό Αναγνωστοπούλου και αυτοκτονεί.

[…]Κι ας πεθάνω θα μ’ ανακαλύψεις

γιατί θα ζει η παρουσία μου
σε μια σταγόνα δρόσου που λάμπει στον όρθρο
στο χώμα που θα βαραίνει το πέλμα σου
στον άνεμο που αγκαλιάζεις
-όταν θα ξαναγυρίζω στους αιώνιους αδερφούς μου
όνειρο όνειρο ονείρου σκιά.[…]

Απόσπασμα από το ποίημα του Μηνά Δημάκη Noli me tanger

 Βιβλιογραφία 

  • Βογάσαρης Άγγελος Γ., Ένας άνθρωπος, μια ζωή, ένας θάνατος: Κώστας Καρυωτάκης, Βάκων, Αθήνα 1969
  •  Δικταίος Άρης, Ναπολέων Λαπαθιώτης: Η ζωή και το έργο του, Γνώση, Αθήνα 1984
  • Καρυωτάκης, Κώστας, Άπαντα Καρυωτάκη, Εκδοτική, Θεσσαλονίκη 1993
  • Λαπαθιώτης Ναπολέων, Ποιήματα, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1977
  • Λευκοπαρίδης Ξενοφών, Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα 1906-1940, χ.έ., Αθήνα 1956
  • Πέτρος Χάρης, Κ. Γ. Καρυωτάκης: (Ο ποιητής τής μεταπολεμικής αγωνίας), Παρθενών, Αθήνα 1943
  • Σακελλαρίου Χάρης Ν., Πηνελόπη Δέλτα: Η ζωή και το έργο της, Κίνητρο, Αθήνα 1990
  • Τσελίκα Βαλεντίνη, Πηνελόπη Δέλτα: Αφήγηση ζωής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004
  • el.wikipedia.org
  • www.ithaque.gr
  • http://www.youtube.com/watch?v=4ggu3UoB4gk#t=1333
  • http://www.ekebi.gr/

 

  

Προηγούμενο άρθροΌρντινε Νούτσιο: «Η χρησιμότητα του άχρηστου. Μανιφέστο, ένα δοκίμιο του Abraham Flexner»
Επόμενο άρθροΕπιπλέον παραστάσεις για τη “Νεράιδα” στη Λίμνη Βουλιαγμένης