Ιδανικοί αυτόχειρες της…τέταρτης τέχνης (Μέρος Δεύτερο-Αλλοεθνείς)

Η άκρατη μελαγχολία και υπαρξιακή αγωνία, η κατάθλιψη, η αίσθηση του ανικανοποίητου και του μάταιου, καθώς και η τάση φυγής από το γήινο κόσμο και τους περιορισμούς, που αυτός αναπόφευκτα θέτει, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά, αντίθετα, είναι χωροχρονικά καθολικό, αφού εντοπίζεται χωρίς καμία εξαίρεση σε κάθε τόπο και εποχή. Έτσι, στο δεύτερο αυτό μέρος του αφιερώματός μας, θα αναφερθούμε στους πιο χαρακτηριστικούς από τους αυτόχειρες του ξένου, αυτή τη φορά, λογοτεχνικού στερεώματος που, αν και το τέλος ήρθε άδοξο στη ζωή τους, δεν έχει έρθει ακόμα-και ούτε αναμένεται να έρθει σύντομα-στη σημασία τους και στην επιρροή που εξακολουθούν να ασκούν παγκοσμίως.

«Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.»

Albert Camus, 1913-1960, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957 

  Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (1899-1961)


Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο σπίτι του
Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο σπίτι του

     Γεννημένος στις 21 Ιουλίου 1899 κοντά στην πόλη του Σικάγο, ο Χέμινγουεϊ έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα, ενώ αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς (LostGeneration) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Όταν ξεκινά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και λόγω της αδυναμίας του να καταταγεί στο στρατό, εξαιτίας ενός προβλήματος που είχε στο αριστερό του μάτι, ο Χέμινγουεϊ αποφασίζει στα 18 του χρόνια να πάρει μέρος στον πόλεμο ως εθελοντής του Ερυθρού Σταυρού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και λόγω της αποστολής του να μαζεύει τα πτώματα, ξεδιπλώθηκε μπροστά του με τον πιο βίαιο τρόπο ένας κόσμος πρωτόγνωρης γι’ αυτόν θηριωδίας και βαναυσότητας που καθόρισε όλη τη μετέπειτα ψυχολογική του κατάσταση. Στον πόλεμο, όμως, εκτός από τη βαρβαρότητα, γνώρισε και τον έρωτα στα μάτια της νοσοκόμας Αgnes von Kurowsky, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε νοσοκομείο του Μιλάνο έπειτα από τραυματισμό που είχε. Ήταν ένας έρωτας που δεν εξελίχθηκε με επιτυχία, σημαδεύοντάς τον έτσι ανεπανόρθωτα ως το τέλος της ζωής του, παρά το γεγονός ότι μετέπειτα παντρεύτηκε τέσσερις φορές.  Η πικρή γεύση του πολέμου είναι πάντως διάχυτη στα έργα του (Αποχαιρετισμός στα όπλα,  Για ποιον χτυπάει η καμπάνα), γεγονός που αποδεικνύει και επιρροή που αυτός άσκησε στη ζωή και το έργο του. Ο Χέμινγουεϊ είναι, επίσης, από τους λίγους λογοτέχνες που έρχεται σε επαφή και με τα ελληνοτουρκικά γεγονότα, αφού καλύπτει ως δημοσιογράφος τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ταξιδεύει ως τη Σμύρνη, ενώ καλύπτει δημοσιογραφικά και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών στη Θράκη.  Το Μάρτιο του 1937 ο Χέμινγουεϊ ταξιδεύει και στην Ισπανία, για να καλύψει τον ισπανικό εμφύλιο. Το 1928 ο πατέρας του αυτοκτονεί. Συνεχίζει να ταξιδεύει ως πολεμικός ανταποκριτής σε διάφορες χώρες εισπράττοντας παραστάσεις και μετουσιώνοντάς τες λογοτεχνικά, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν βιώνει και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. O πόλεμος (με ό,τι αυτός συνεπάγεται) έχει γίνει πλέον για τον Χέμινγουεϊ δεύτερη φύση του, είναι η δική του πραγματικότητα, αυτή που μισεί, αλλά και που αναζητά συνεχώς, αφού αποτελεί ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τα έργα του. Το 1951 γράφει την εμβληματική νουβέλα Ο Γέρος και η Θάλασσα και το 1952 την εκδίδει. Η νουβέλα έτυχε τόσο θετικής αποδοχής που οδήγησε στην βράβευσή του με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953 και με το βραβείο Νόμπελ το 1954. Όσο όμως τελειοποιείται σε καλλιτεχνικό επίπεδο, τόσο πλησιάζει πιο κοντά στη στιγμή του τέλους.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Τα επόμενα χρόνια ο Χέμινγουεϊ επιδίδεται στην κατάχρηση αλκοόλ και ταλανίζεται από κατάθλιψη και παράνοια. Για το λόγο αυτό νοσηλεύεται το 1960 στην κλινική Mayο, όπου και υποβάλλεται σε θεραπείες ηλεκτροσόκ που θα του προκαλέσουν απώλεια μνήμης. Την άνοιξη του 1941 ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης αποπειράται ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, λίγο πριν κλείσει τα 62 του χρόνια, αυτοπυροβολείται στο κεφάλι μιμούμενος τον πατέρα του. Φεύγει από τη ζωή. Ο Χέμινγουεϊ αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπου που θυσίασε την ψυχική και πνευματική του ισορροπία για την τέχνη του, αφήνοντας μια από τις πλουσιότερες λογοτεχνικές παρακαταθήκες παγκοσμίως.

   Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941)


      Γεννημένη το 1882, η Βιρτζίνια Γουλφ αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες μυθιστοριογράφους και δοκιμιογράφους της Ευρώπης του Μεσοπολέμου και όχι μόνο. Το 1895 βιώνει τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της από γρίπη και δύο χρόνια αργότερα το θάνατο της αδερφής της, γεγονός που επέφεραν σ’ αυτήν μια σειρά νευρικών κλονισμών. Το 1904 έρχεται να προστεθεί και ο θάνατος του πατέρας της που την κλόνισε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό και την οδήγησε στη νοσηλεία. Αυτή η τόσο πρόωρη επαφή της με το θάνατο, όπως και η σεξουαλική κακοποίηση που δεχόταν από τους δύο ετεροθαλείς αδερφούς της, την οδήγησαν σε μία σειρά επαναλαμβανόμενων νευρικών κλονισμών και καταθλιπτικών περιόδων. Το 1906 ο αδερφός της πεθαίνει από τύφο και η Βιρτζίνια χάνει έτσι και το τελευταίο μέλος της οικογένειάς της. Παρά τις επιπτώσεις αυτών των διαταραχών στην κοινωνική της ζωή, οι λογοτεχνικές της ικανότητες παραμένουν ανεπηρέαστες και γράφει πειθαρχικά και με συνέπεια κάθε μέρα από 250 λέξεις σε ένα γραφείο ειδικά διαμορφωμένο γι’ αυτήν, αφού γράφει πάντα όρθια. Η κατάθλιψη έχει μπει για τα καλά στη ζωή της, η ίδια όμως όχι μόνο την έχει αποδεχτεί, αλλά προσλαμβάνει την τρέλα της και τις φωνές που ακούει ως μια κινητήρια δύναμη που, βγάζοντάς την από τα όρια της λογικής, τροφοδοτεί το έργο της και το μετατρέπει σε πραγματικό παγκόσμιο μνημείο ψυχολογικού βάθους και συναισθηματικής απογύμνωσης των ηρώων. Το 1912 η Βιρτζίνια παντρεύεται τον συγγραφέα Λέοναρντ Γουλφ, με τον οποίο συνεργάζεται και επαγγελματικά, αφού το 1917  ιδρύει τις εκδόσεις Hogarth Press που δημοσίευσαν στη συνέχεια τα περισσότερα έργα της. Ο γάμος της αποτέλεσε περισσότερο επαγγελματική συνεργασία παρά ψυχικό και σωματικό δεσμό. Το 1922 η Γουλφ συναντά τη Βίτα Σάκβιλ-Ουέστ, με την οποία συνήψε σχέση σχεδόν όλη τη δεκαετία του ’20, ενώ μετά το τέλος της σχέσης τους έμειναν φίλες μέχρι το θάνατο της Γουλφ. Η βαριά κατάθλιψη επανέρχεται στη ζωή της μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου της μυθιστορήματος, ενώ η κατάστασή της επιδεινώθηκε με τον πόλεμο και την καταστροφή των σπιτιών της στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, καθώς επίσης και με την ψυχρή υποδοχή της βιογραφίας της από τον πρώην φίλο της Ρότζερ Φράυ. Το σπίτι της έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς και η ίδια καθίσταται πλέον ανίκανη να γράψει. Η Βιρτζίνια Γουλφ, νευρικά κλονισμένη και έχοντας χάσει οριστικά την ελπίδα της σε έναν κόσμο που πάντοτε ένιωθε ξένο, γεμίζει στις 28 Μαρτίου του 1941 τις τσέπες της ρόμπας της με πέτρες και βουτάει στον ποταμό Ouse, όπου και πνίγεται.  

Πίνακας της Βιρτζία Γουλφ
Πίνακας της Βιρτζία Γουλφ
Βιρτζίνια Γουλφ
Βιρτζίνια Γουλφ

Στο τελευταίο σημείωμα προς το σύζυγό της έγραφε: «Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλεψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ‘σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς.». 

 

Σύλβια Πλαθ (1932-1963)


Σύλβια Πλαθ
Σύλβια Πλαθ

Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε το 1932 στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης και από πολύ μικρή έδειξε την κλίση της στη λογοτεχνία, αλλά και τη χαρισματική εξυπνάδα της, αφού εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία μόλις 8 χρόνων και τελειώνοντας το σχολείο πήρε υποτροφία για το Κολέγιο Σμιθ της Μασαχουσέτης. Μέχρι τα 20 της δημοσιεύει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά, ενώ στην ενήλικη ζωή της αρχίζει να πάσχει από σοβαρή διπολική διαταραχή και στο τελευταίο έτος των σπουδών της αποπειράται να αυτοκτονήσει με χάπια. Ύστερα από αυτήν την απόπειρα νοσηλεύεται και στη συνέχεια κλείνεται σε ψυχιατρική πτέρυγα. Αυτή η κατάρρευση σκιαγραφείται από την ίδια τη συγγραφέα στο ημι-αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (ΤheBellJar), στο οποίο αναφέρεται στην απόπειρά της, στη διαμονή της στο ψυχιατρείο, στα ηλεκτροσόκ που υποβλήθηκε και σε άλλες σχετικές εμπειρίες που τη σημάδεψαν. Λες, όμως, κι η διαταραχή της προκαλεί στα όριά τους την οξυδέρκεια και την πνευματική της διαύγεια, η Πλαθ αποφοιτά το 1955 από το Σμιθ και μάλιστα με διακρίσεις. Στη συνέχεια κερδίζει κι άλλη υποτροφία, αυτή τη φορά για το Πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου γνωρίζει και τον πετυχημένο και αναγνωρισμένο Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ, με τον οποίο και παντρεύεται. Ο Χιουζ, διαπνεόμενος από μία ισορροπία και λογική που έλειπαν στη γυναίκα του, σύντομα δημιουργεί παράλληλη σχέση με την επίσης ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ και εγκαταλείπει την Πλαθ με τα δύο παιδιά που είχαν μαζί.  Η φυγή του συζύγου της, καθώς και η αιτία της φυγής αυτής, την πληγώνουν πολύ και με πλήρη συναίσθηση της κατάστασής της γράφει: «Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει. Ξαφνικά οι απλές τελετουργίες της ημέρας αρνούνται να προχωρήσουν, σαν πεισματάρικο άλογο. Γίνεται αδύνατο να κοιτάξω ανθρώπους στα μάτια: μπορεί να ξεχειλίσει και πάλι η σαπίλα; Ποιος ξέρει. Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων γίνονται ανυπόφορες.Η εχθρότητα αυξάνεται, επίσης. Αυτό το επικίνδυνο, θανάσιμο δηλητήριο που προέρχεται από μια άρρωστη καρδιά. Αρρωστο μυαλό επίσης. Η εικόνα της ταυτότητας, την οποία παλεύουμε κάθε μέρα να αποτυπώσουμε στον ουδέτερο ή εχθρικό κόσμο, καταρρέει εκ των έσω.». Η Πλαθ αφιερώνεται στα παιδιά της και στην ποίηση εκδίδοντας συλλογές. Ο χειμώνας 1962/1963 πέρασε πολύ δύσκολα για την συγγραφέα. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 μόνη, φτωχή και άρρωστη, καθαρίζει όλο το σπίτι, βάζει τα παιδιά για ύπνο, τους ετοιμάζει πρωινό για την επόμενη μέρα, κλείνει την πόρτα και απομονώνει το παιδικό δωμάτιο από την κουζίνα με πανιά και μονωτικές ταινίες. Κάθεται μπροστά από την κουζίνα, ανοίγει το γκάζι και αποχαιρετά, μ’ αυτόν τον τρόπο, ιεροτελεστικά σε ηλικία 31 μόλις ετών τη σύντομη πλην όμως δημιουργική ζωή της.

 

Βλαντιμίρ Μαγιακόφκσι (1893-1930)


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφκσι, ποιητής, συγγραφέας και ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, γεννήθηκε το 1893 στη Γεωργία, μετακόμισε όμως το 1906 στη Μόσχα, όπου γεννήθηκε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία και αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Με τα ποιήματά του (βλ. Ωδή στην Επανάσταση, Αριστερή Πορεία κ.ά.) στήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ φυλακίστηκε τρεις φορές λόγω της ανατρεπτικής δράσης που ανέπτυσσε. Η επανάσταση, βέβαια, δεν μονοπωλεί τη ζωή και την τέχνη του, αφού εξίσου σημαντικός είναι για τον Μαγιακόφσκι και ο έρωτας. Η ερωτική του σχέση με τη Λίλια Μπρικ, μια παντρεμένη γυναίκα που ερωτεύτηκε το καλοκαίρι του 1915, καθώς και οι εμπειρίες του από τον πόλεμο και την επανάσταση, καθόρισαν το περιεχόμενο των έργων του. Ο Μαγιακόφσκι γνωρίζει κι άλλες γυναίκες που τον εμπνέουν και τροφοδοτούν την τέχνη του και αποκτά μάλιστα παιδί με μία εξ αυτών. Παρά την ξεκάθαρη σοβιετική κατεύθυνση πολλών έργων του, από τα τέλη του 1920 ο Μαγιακόφκσι απομυθοποιεί σε μεγάλο βαθμό το σοβιετικό σύστημα και την πορεία του, η οποία καθορίζεται πλέον από τον Ιωσήφ Στάλιν. Η αλλαγή αυτή αντίληψης του συγγραφέα αισθητοποιείται στα έργα του Ο κοριός και Το μπάνιο, στα οποία σατιρίζει τη γραφειοκρατεία και την απέχθεια του σοβιετικού συστήματος για την τέχνη. Η αποτυχία του έργου του Λουτρό, έργου που σατίριζε επίσης το σύστημα, οι ερωτικές του απογοητεύσεις και η ιδεολογική σύγκρουση με τον Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα για την ψυχολογία του και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία του με αυτοπυροβολισμό το απόγευμα της 14ης Απριλίου 1930. Στο ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του γράφει μεταξύ άλλων: «Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών», ενώ στο σημείωμα που άφησε λίγο πριν το θάνατό του έγραφε:
«Σε όλους.
Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο.
Λιλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλή Μπρίκ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ΄ ευχαριστώ.
Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρίκ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν
Όπως λένε
“Το επεισόδιο έληξε”
η βάρκα του Έρωτα
συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα
Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή
Πρός τι λοιπόν η απαρίθμηση
των αμοιβαίων πόνων
των συμφορών
και των προσβολών.
Νάστε ευτυχισμένοι».

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μία άλλη -αναπόδεικτη όμως-εκδοχή,  ο Μαγιακόφκσι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε με εντολή του Στάλιν.

 

Τσέζαρε Παβέζε (1908-1950)


Τσέζαρε Παβέζε
Τσέζαρε Παβέζε

  Ο Τσέζαρε Παβέζε, γεννημένος το 1908, ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής και αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Φανατικός αντιφασίστας στην φασιστική Ιταλία, το 1935 ο Παβέζε συνελήφθη και καταδικάστηκε για κατοχή πολιτικών επιστολών. Αφού πέρασε λίγους μήνες στη φυλακή, εξορίστηκε στο Confino της Νότιας Ιταλίας-μαζί με άλλους σύγχρονούς του σημαντικούς λογοτέχνες και πολέμησε το φασιστικό καθεστώς με κάθε τρόπο. Για καλή του τύχη, χάρις στο άσθμα που είχε, δεν εντάχθηκε στο φασιστικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά, αντίθετα, πέρασε έξι μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Όταν επέστρεψε, όμως, στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τους δρόμους, με αποτέλεσμα ο μάταιος αυτός πόλεμος να εισχωρήσει βαθιά μέσα του και να του δημιουργήσει μέσα του αθεράπευτο ψυχικό τραύμα, παρόλο που ο ίδιος δεν έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Οι χαρακτήρες των έργων του είναι μοναχικοί-κατ’ ανάγκην ή κατ’ επιλογήν-άνδρες, πληγωμένοι και προδομένοι από τα ιδανικά τους και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ερωτική του απογοήτευση από την Constance Dowling και η πολιτική απομυθοποίηση τού στέρησαν τη ζωογόνο ελπίδα, τον αποξένωσαν από τον κόσμο και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ο Παβέζε αφαίρεσε τη ζωή του στις 27 Αυγούστου 1950 σ’ ένα ξενοδοχείο του Τορίνο από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.

«Ο θάνατος θά ‘ρθει και θά ‘χει τα μάτια σου-
ο θάνατος που ‘ναι μαζί μας
απ’ το πρωί ως το βράδι, άγρυπνος,
άφωνος σαν παλιά τύψη
ή κάποιο ανόητο πάθος. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια μάταιη λέξη,
μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή.
Σαν κι αυτή που κάθε πρωί
βλέπεις, όταν σκύβεις μόνη σου
πάνω απ’ τον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
εκείνη τη μέρα που κι οι δυο θα μάθουμε
πως είσαι ζωή και τίποτα.
Ο θάνατος έχει ένα βλέμμα για όλους.
Ο θάνατος θά ‘ρθεί, και θά ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σα να παρατάς ένα πάθος,
σα να βλέπεις ένα πεθαμένο πρόσωπο
ν’ αναδύεται απ’ τον καθρέφτη,
σα ν’ ακούς χείλια κλειστά να μιλούν.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.»

Θα’ρθει ο θάνατος και θα’χει τα μάτια σου
(μετάφραση: Α. Τραϊανός)

 

Ανν Σέξτον (1928-1974)


Άνν Σέξτον
Άνν Σέξτον

Η Ανν Σέξτον, Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1928 στο Νιούτον της Μασσαχουσέτης και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κοντά στη Βοστώνη. Kαλλονή, αλλά ταυτόχρονα γνήσια καταθλιπτική φύση, η Ανν παντρεύεται το 1948 τον Άλφρεντ Μούλλερ Σέξτον και ζει μαζί του στα αμερικανικά προάστια, όπου εγκλωβίζεται στις υποχρεώσεις μιας μικροαστής νοικοκυράς και βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην κατάθλιψη, η οποία δεν την εγκατέλειψε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συγγραφή ποίησης τής προτάθηκε από το γιατρό της ως πιθανό μέσο θεραπείας για την κατάστασή της, με αποτέλεσμα η Σέξτον να γραφτεί στο πρώτο της εργαστήρι ποίησης με δάσκαλο τον Τζον Χολμς. Σύντομα γίνεται πολύ πετυχημένη ποιήτρια και τα ποιήματά της δημοσιεύονται στα περιοδικά TheNewYorker, HarpersΜagazineκαι SaturdayReview. Παρακολουθεί κι άλλο ένα ποιητικό εργαστήριο μαζί με τη Σύλβια Πλαθ, ενώ στη συνέχεια διδάσκει η ίδια σε εργαστήρια σε διάφορα κολέγια. Η ποίηση αποτελεί τη μοναδική διέξοδο γι’ αυτήν τη μεγάλη ποιήτρια, αφού η κατάθλιψη την οδηγεί σε παραισθήσεις και σε κατά καιρούς εγκλεισμούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν υποσκάπτει το ποιητικό της ταλέντο ούτε και την ποιητική της παραγωγή, αλλά, αντίθετα, την τροφοδοτεί, την εξελίσσει και αναδεικνύει την ίδια τη Σέξτον σε πρωτοπόρο ποιήτρια που προώθησε όχι μόνο τη γυναικεία πένα, αλλά και την πραγμάτευση-μέσω της ποίησης-θεμάτων που απασχολούσαν ανέκαθεν τη γυναικεία φύση, αλλά παρέμεναν ταμπού. Αποτελώντας το σύγχρονο μοντέλο του εξομολογητικού ποιητή, η Σέξτον δε δίστασε να αγγίξει-και μάλιστα με αξιοπρόσεχτη αριστοτεχνία!-τέτοιου είδους θέματα-ταμπού της γυναικείας φύσης και εμπειρίας, όπως η εμμηνόρροια, η έκτρωση, ο αυνανισμός, η μοιχεία, η μείωση ερωτικής επιθυμίας μέσα στο γάμο, η επιθυμία για θάνατο, η αυτοκτονία…  Εκεί ακριβώς βασίζεται εν μέρει και το ταλέντο αυτής της ποιήτριας, στο θάρρος της δηλαδή να εκφράζεται ωμά, ψυχρά και χωρίς τη σκιά του φόβου της κοινωνικής επίκρισης για όσα βασανίζουν την ίδια και την ανθρώπινη φύση εν γένει.  Το 1967 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της Live or Die, βιώνοντας έτσι την επιτυχία ενόσω ακόμα ζούσε, μια ικανοποίηση που δεν έχουν την τύχη να γευτούν όλοι οι καλλιτέχνες. Ούτε αυτό υπήρξε ικανό να την κρατήσει στη ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, εξαντλημένη από τις νοσηλείες της, η Σέξτον ζητάει διαζύγιο από τον άντρα της (με τον οποίο είχε αποκτήσει και δύο κόρες), απομονώνεται κοινωνικά και αυτοκτονεί μέσα στο αυτοκίνητό της σε ηλικία 46 ετών. Το 1986 ο Βρετανός μουσικός Πίτερ Γκάμπριελ έγραψε το τραγούδι Mercy Street και το αφιέρωσε στην Ανν Σέξτον.

 

Γιασουνάρι Καουαμπάτα (1899-1972)


Γιασουνάρι Καουαμάτα
Γιασουνάρι Καουαμάτα

Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα γεννήθηκε το 1899 στην Οσάκα και, όντας πρωτοπόρος ενός τρόπου γραφής που συνδυάζει την μυθιστορηματική φόρμα με τα σύντομα ποιήματα haiku, αποτέλεσε έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας. Σπούδασε Αγγλική και Ιαπωνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1923, οπότε άρχισε να συμμετέχει και στο περιοδικό Εποχή της Τέχνης. Υπήρξε πρόεδρος της Ιαπωνικής Ένωσης Συγγραφέων για πολλά χρόνια και συνέβαλε στο να ξεκινήσει η μετάφραση ιαπωνικής λογοτεχνίας τόσο στα αγγλικά όσο και σε άλλες γλώσσες. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από έντονη ποιητική πνοή και μέσα από την περιγραφή τοπίων και φυτών αναδύεται μία έντονη ευαισθησία και λεπτότητα αισθημάτων. Ο Καουαμπάτα θα γίνει ο πρώτος Ιάπωνας που θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση της Σουηδικής Ακαδημίας, λαμβάνοντας το 1968 το βραβείο Νόμπελ. Η βράβευσή του αυτή σηματοδοτεί την παγκόσμια αναγνώρισή του, με συνεχείς εκδόσεις και επανεκδόσεις των έργων του, μεταφράσεις, βραβεία, διακρίσεις, προσκλήσεις και άλλες παρόμοιες τιμές. Παράλληλα, σηματοδοτεί το τέλος τής συγγραφικής του περιόδου, αφού ο Καουαμπάτα δεν έγραψε έκτοτε άλλο μυθιστόρημα, γεγονός που σταδιακά πλήττει την ψυχολογία του. Ο ίδιος πάντως κατόρθωσε να υπερβεί τα λογοτεχνικά καθιερωμένα της πατρίδας του και στα έργα του είναι έντονα επηρεασμένος από τα μεσοπολεμικά λογοτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας. Στα-ως επί το πλείστον-σύντομα έργα του κυριαρχούν οι θλιμμένες αγάπες και έρωτες, ενώ το τέλος τους δεν περιγράφεται με ακρίβεια, γεγονός που δείχνει και την επιρροή του ποιητή από την ποίηση haiku (ο ποιητής περιγράφει αχνά μια ιδέα και αφήνεται ο αναγνώστης να την συμπληρώσει).Το 1972, μόλις πληροφορήθηκε ότι έπασχε από Πάρκινσον, ο συγγραφέας αυτοκτονεί με υγραέριο, όντας βαθιά σοκαρισμένος και επηρεασμένος από την αυτοκτονία του πολύ καλού του φίλου και μαθητή Γιούκιο Μισίμα.

 

Γιούκιο Μισίμα (1925-1970)


Γιούκιο Μισίμα
Γιούκιο Μισίμα

    Ο Γιούκιο Μισίμα (το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα) γεννήθηκε το 1925 στo Tόκιο και υπήρξε σκηνοθέτης και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς παγκοσμίως. Με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια, ο Μισίμα μεγάλωσε με αυστηρή πειθαρχία και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ευρωπαϊκή και κλασική ιαπωνική λογοτεχνία στο σχολείο, όπου φοιτούσε. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ανθισμένο δάσος εκδόθηκε όσο ήταν ακόμα μαθητής και υπήρξε αρκετά επιτυχημένη. Η συμμετοχή και η ήττα της χώρας του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό και «γέννησαν» τη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε το 1946 με τίτλο Τσιγάρο και Ιστορία στο ακρωτήρι. Αργότερα ταξιδεύει στην Αμερική και την Ευρώπη και επηρεάζεται από τη γαλλική λογοτεχνία, ενώ παράλληλα με το γράψιμο αρχίζει να ασχολείται επίσης με τον κινηματογράφο και το θέατρο ως σκηνοθέτης. H πληγή από την ταπεινωτική ήττα της πατρίδας του στον πόλεμο μένει, ωστόσο, βαθιά χαραγμένη μέσα του και έτσι ο Μισίμα αποφασίζει να εκπαιδευτεί στρατιωτικά στην εθνοφυλακή και να δημιουργήσει ένα προσωπικό στρατό αποτελούμενο από φοιτητές με το όνομα «Εταρεία της Ασπίδας». Υπό το φόβο του εξαμερικανισμού, ο μεγάλος αυτός συγγραφέας με τα εθνικιστικά ιδεώδη ονειρεύεται να προστατέψει με κάθε τρόπο την Ιαπωνία απέναντι σ’ αυτό το ολοένα ορμητικότερο ρεύμα που την απειλεί σε όλα τα επίπεδα. Στις 25 Νοεμβρίου 1975, ύστερα από μία αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, ο Μισίμα αυτοκτόνησε στο Ιαπωνικό Γενικό Επιτελείο Αυτοάμυνας με τη μέθοδο του σεπούκου (ή αλλιώς χαρακίρι), δηλαδή του ιαπωνικού τελετουργικού τρόπου αυτοκτονίας, ο οποίος καθιερώθηκε από τους Σαμουράι ως μοναδική επιτρεπτή διέξοδος σε περίπτωση ήττας ή ατίμωσής τους. Ο Μισίμα είχε υπάρξει αρκετές φορές υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 

Βιβλιογραφία

  • Mπέρτζες  Άντονι, Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Μια ζωή σαν μυθοπλασία, μετάφραση Κωστής Καλογρούλης
  • Ανν Σέξτον, Ερωτικά ποιήματα: Ανθολόγηση από το ποιητικό της έργο
  • el.wikipedia.org
  • http://klasikilogotexnia.blogspot.gr/
  • http://culture.thessaloniki-portal.gr/
  • www.critique.gr
  • http://www.tovima.gr/
  • www.greecejapan.com
  • www.enet.gr

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο«The Equalizer» σύντομα στις αίθουσες…
Επόμενο άρθροΠαρουσίαση του βιβλίου ”Βαλκανεύοντας” του Γιώργου Χατζελένη