Στο πρώτο του μυθιστόρημα, Ιάκωβος, ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου δείχνει αξιοπρόσεκτη συγγραφική ωριμότητα, δομώντας έναν αλλόκοτο, δυστοπικό μικρόκοσμο, στον όποιο λανθάνει ένας ρεαλισμός που αποδίδει σύγχρονα κοινωνικά φαινόμεναž: το οικοδόμημα της πατριαρχίαςž και τις προϋποθέσεις της φιλοξενίας. Η όλη αφήγηση χτίζεται πάνω στην εναρκτήρια φράση «Κάποιο πρωινό ένας άντρας ξύπνησε μέσα στο αυτοκίνητό του δίχως να ξέρει πώς είχε βρεθεί εκεί». Στη συνέχεια, παρακολουθούμε τον άντρα να βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Ιάκωβου σε έναν χωροχρονικά απροσδιόριστο επαρχιακό οικισμό, όπου οι κάτοικοι δεν έχουν ονόματα αλλά μόνο ιδιότητες (ψηλός, κοντός, γενειοφόρος). Οι μεταξύ τους σχέσεις διοχετεύονται σε αντικείμενα, καθημερινές τελετουργίες και ζώα σε ένα επίπεδο συμβολικό και συχνά κρυπτικό, που αφήνει, εσκεμμένα νομίζω, πολλές πτυχές του έργου σκοτεινές.

Η αφηγηματική περιγραφή θυμίζει κινηματογραφική λήψη. Η κάμερα καταγράφει την τοπογραφία της κοινότητας με αργά, υποβλητικά πλάνα που θυμίζουν λίγο από Αγγελόπουλο ενώ στις εσωτερικές λήψεις έχουν κάτι από τον παράλογο σκοτεινό κόσμο του David Lynch (βλ. Island Empire). Έτσι, ο Χατζηνικολάου επιτυγχάνει δύο αξιομνημόνευτες εξεικονίσεις: το μονοπλάνο που ξεκινά από ψηλά απεικονίζοντας όλο το χωριό, για να περάσει στη Σοφία (τη μοναχοκόρη του Ιάκωβου) και να αποδώσει τις σωματικές λεπτομέρειες και αδυναμίες και τέλος να κλείσει εστιάζοντας στα σμπαραλιασμένα σώματα των νεαρών ναρκομανών. Έπειτα, στο προτελευταίο κεφάλαιο, όταν ο άντρας δίνει την ψευδαίσθηση ότι θα εγκαταλείψει επιτέλους την κοινότητα, η κάμερα μπαίνει στην ψυχή του, και αυτός με όχημα το κλειδί του αμαξιού, ξεκινά ένα sci-fi ταξίδι στο χρόνο, ανασύροντας μυστηριώδεις και αποσπασματικές εικόνες/μνήμες. Η κινηματογραφική σκευή του συγγραφέα αισθητοποιείται ακόμη με τις αναγνωστικές οδηγίες (λέξεις-κλειδιά) που δίνονται ως υπότιτλοι των κεφαλαίων και τις φράσεις «τέλος κεφαλαίου Ι, ΙΙ κ.ο.κ» που ακολουθούν το τέλος τους, όπου αντί για «κεφάλαιο» καμιά φορά αναμένουμε τη λέξη «σκηνή». Εν γένει, η περιγραφική δεινότητα το Χατζηνικολάου κατοπτρίζεται στη λεπτομέρεια και απτικότητα με την οποία αποδίδει, με γλώσσα γυμνή και σκληρή, τις κινήσεις και χαρακτηριστικά των πραγμάτων και λιγοστών έμβιων όντων. Η εναλλαγή φωτός-σκοταδιού και τα μέλη του σώματος (με έμφαση στο βλέμμα, ως διεισδυτικό, φλογισμένο, άγριο κ.α.) κλέβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των προσώπων, ενώ οι σωματικές ανάγκες (βλ. τις πυκνές αναφορές στο φαγητό, τη δίψα, και ιδιαίτερα στο κρύο) και οι καθημερινές συνθήκες στέρησης ή επισφάλειας ανάγονται σε βασικό θεματικό πυρήνα του έργου.

Είναι περισσότερο αυτό που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Χατζηνικολάου δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον αγροτικό βίο ή έστω την παθογένεια της ελληνικής επαρχίας,[i] αλλά χτίζει μια αλληγορία ενός νοσηρού αστικού πλαισίου. Πρόκειται για μια παράδοξα πολυπολιτισμική και βαθιά ανδροκρατική κοινωνία, στην οποία το γυναικείο σώμα αντικειμενικοποιείται (μέσω του υπονοούμενου βιασμού ή της πορνείας), ενώ κάθε τύπου παθογένειες και βία νομιμοποιούνται από τη σιωπή θυτών και θυμάτων. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη σχέση Ιάκωβου και φιλοξενούμενου άντρα για να αποδώσει ακριβώς τις σχέσεις εξουσίας, όπως αναπτύσσονται σε κοινωνικό επίπεδο, ειδικά όταν ένα ξένος εισβάλλει στην κοινότητα, διεκδικώντας το δικαίωμα στη φιλοξενία.

 

Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου

Ο Ιάκωβος δεν έχει καμία από τις αποστολικού τύπου αρετές που προδιαθέτει το όνομα του. Απελπιστικά σιωπηλός και σκληρός pater familias, οριακά alpha male όχι μόνο του οίκου αλλά και της κοινότητας, ιδιοποιείται και επιβάλλεται τόσο στα γυναικεία υποκείμενα όσο και στον ξένο άντρα, για τον οποίο δρα ως ευεργέτης/προστάτης και τιμωρός. Ο άντρας αποκτά το status ενός ιδιαίτερου πρόσφυγα, του οποίου η φιλοξενία δεν είναι βέβαια «απροϋπόθετη», όπως θα έλεγε ο Ντεριντά, αλλά του επιβάλλει σκληρούς όρους, υποχρεώσεις και κυρώσεις, εγκλωβίζοντάς τον εν τέλει σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιτήρησης από το οποίο αδυνατεί να αποδράσει. Ο άντρας ξεπληρώνει τη φιλοξενία με εξαντλητική δουλεία (σκάβοντας καθημερινά ένα άγονο χωράφι), ενώ το άγρυπνο βλέμμα του Ιάκωβου τον κρατάει δέσμιο άλλοτε με απειλές κι άλλοτε με μειλίχιες υποσχέσεις ελευθερίας. Σε μια από τις λίγες στιγμές που ο άντρας διεκδικεί τη χειραφέτηση ο Ιάκωβος τον αφοπλίζει με την αινιγματική απόκριση: ‘ναι θα δούμε… πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα πρώτα εδώ’ (129).

Το ενδιαφέρον είναι πως, ειδικά προς το τέλος του βιβλίου, η απαραβίαστη εξουσία της πατρικής (πλέον) φιγούρας σταματά να εμπνέει φόβο και οι σχέσεις εξουσίας παραμορφώνονται. Μετά τον θάνατο της κόρης του Ιάκωβου, ο άντρας κατοχυρώνει την υιική ιδιότητα, αισθανόμενος ικανοποίηση και θαλπωρή στο σπίτι του αυταρχικού-πατέρα. Έτσι η «προσωρινή φιλοξενία» γίνεται μόνιμη και ο εγκλεισμός εθελούσιος, προκαλώντας ένα είδος λιβιδινικής ευχαρίστησης. Μπορεί στο τελευταίο κεφάλαιο η επαφή με τα νομαδικά υποκείμενα του καραβανιού που επισκέπτεται τον οικισμό να υπογραμμίζει την ανάγκη του άντρα για φυγή, «γιατί δεν ζήτησε να τον πάρουν μαζί τους;»—όμως , ο ίδιος γνωρίζει πως  «πλέον είναι αργά» (200).

Η δύναμη του μυθιστορήματος έγκειται στο ότι ο Χατζηνικολάου κατορθώνει να καταστήσει τον αφηγητή φαινομενικά απόντα (δεν μιλά, αλλά δείχνει). Βέβαια, η τεχνική αυτή έχει λίγες ασυνέπειες (βλ. τις σκέψεις του άντρα για τις διαστάσεις της αμνησίας (28), τη φευγαλέα ελευθερία (123), τον περιορισμό), με αποτέλεσμα ως ένα βαθμό να υποσκάπτεται η ελευθερία νοηματοδότησης. Πέραν αυτού, ο Ιάκωβος πιστεύω διαβάζεται ως ανεστραμμένη παραβολή, που μέσα από τον μανδύα του παράλογου, θίγει ηγεμονικές πρακτικές του σήμερα αλλά και τις ρωγμές τουςž. Γιατί ο Ιάκωβος δεν είναι ισχυρός, γράφει ο άντρας στο προτελευταίο κεφάλαιο, απλώς κανείς δεν ανθίσταται στην ισχύ του: ‘Καμιά φορά σκεφτόμουν πως αν δεν ήμουν δειλός θα τον είχα χτυπήσει με το κοντάρι της τσάπας μου … Δεν νομίζω πως θα τον έψαχνε κανείς» (186).

Πληροφορίες για το βιβλίο «Ιάκωβος»

  • Τίτλος: Ιάκωβος
  • Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
  • Εκδόσεις: Αντίποδες
  • ISBN: 978-618-82242-8-5
  • Σελίδες: 208
  • Τιμή: 12,00

 


[i] Η θεματική αυτή εντούτοις—σε συνδυασμό συχνά με τη μικρή φόρμα—φαίνεται να απασχολεί αρκετούς σύγχρονους συγγραφείς. Πρβλ. ενδεικτικά τις συλλογές διηγημάτων Το αστείο (2012) του Γιάννη Παλαβού, Ελενίτ (2014) της Βίκυς Τσελεπίδου, Γκιακ (2014) του Δημοσθένη Παπαμάρκου, Μόνο το Αρνί (2015) της Βασιλικής Πέτσα.

Προηγούμενο άρθροΤο Κοράκι του Έντγκαρ Άλλαν Πόε: εικονογράφηση δύο «σκοτεινών» ποιημάτων από τον Τάσο Μαντζαβίνο
Επόμενο άρθροΑντιφώνηση – Ο Δημήτρης Δημητριάδης επί σκηνής, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com