Η σκάλα είχε τη δική της ιστορία. Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο, Ιστορία μιας σκάλας: Η Ιστορία μιας σκάλας είναι ένα από τα πρώτα έργα του, παραγωγικού αν μη τι άλλο, θεατρικού συγγραφέα Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο (1916-2000· Βραβείο Θερβάντες 1986). Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ανέβηκε πρώτη φορά το 1949 και γνώρισε, επί σειρά δεκαετιών, μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία και όχι μόνο. Στο βιβλίο, που σημειώνω εκ προοιμίου πως αξίζει να διαβαστεί, παρακολουθούμε τη ζωή των ενοίκων του πέμπτου ορόφου μιας πολυκατοικίας, δίχως να μεταφερθούμε ούτε στιγμή έξω από αυτήν. Στο φόντο αισθανόμαστε περισσότερο παρά βλέπουμε την Ισπανία του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Ένα όμορφο, ρεαλιστικό βιβλίο που αφορά όσα εκτυλίσσονται γύρω από μια σκάλα, και καθίστανται εν τέλει η ιστορία της.

Το στήσιμο του βιβλίου και του έργου

Το βιβλίο ανοίγει με μια, καλογραμμένη, χρήσιμη και κατατοπιστική, εισαγωγή των μεταφραστών (απλώς τους κατονομάζω προς το παρόν: Κ. Παλαιολόγος, Χρ. Κλήμη, Μ. Σιμχά), που φέρει τον τίτλο «Ο Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο και το ισπανικό μετεμφυλιακό θέατρο» και καλύπτει τις σ. 7-15. Σε αυτή δίνεται το στίγμα της εποχής του συγγραφέα, κάποια βιογραφικά του, και αρκετά στοιχεία για το συγκεκριμένο έργο του. Κατόπιν, η Ιστορία μιας σκάλας εκτυλίσσεται σε τρεις, σχεδόν ισομεγέθεις, πράξεις (σ. 19-44, 45-65, 67-89). Η τρίτη διαδραματίζεται την εποχή που γράφει ο Βαγέχο (τέλη της δεκαετίας του ’40, μετά τον ισπανικό εμφύλιο): «Βρισκόμαστε πια στην εποχή μας». Οι προηγούμενες αποτελούν «προσωρινή αναβίωση μιας εποχής που έχει πλέον παρέλθει». Συγκεκριμένα, η δεύτερη τοποθετείται είκοσι χρόνια νωρίτερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, και η πρώτη μας μεταφέρει άλλα δέκα χρόνια πριν, στα τέλη της δεκαετίας του ’10. Μολονότι τα χρόνια περνάνε κατά δεκάδες, οι αλλαγές που επέρχονται στο σκηνικό κάθε άλλο παρά ριζικές είναι. Στη δεύτερη πράξη το σχόλιο του συγγραφέα είναι σαφέστατο: «Έχουν περάσει δέκα χρόνια, αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει», ενώ στην τρίτη οι όποιες μικρές μεταβολές θυμίζουν περισσότερο καμουφλάζ παρά εκσυγχρονισμό ή εξέλιξη:  «Η σκάλα εξακολουθεί να είναι η σκάλα μιας ταπεινής πολυκατοικίας».

Τα πρόσωπα

Τα πρόσωπα του έργου, που ελπίζω να το δούμε σύντομα και σε θεατρικές σκηνές, είναι συνολικά δεκαοχτώ. Στην πρώτη πράξη εμφανίζονται τα δώδεκα από αυτά. Στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι οι ένοικοι τεσσάρων γειτονικών διαμερισμάτων, τέσσερις οικογένειες. Άνθρωποι (και κυριολεκτικά) της διπλανής πόρτας που, κατά πάσα πιθανότητα, βάζουν τον αναγνώστη στη διαδικασία να τους συσχετίσει/ταυτίσει με οικεία του πρόσωπα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πράγματα σχηματικά ονομάζοντας τις πόρτες (που αντιστοιχούν στα διαμερίσματα) Α, Β, Γ και Δ. Εν συντομία, στο Α μένουν η κυρία Χενερόσα, που πεθαίνει πριν την τρίτη πράξη, ο σύζυγός της κύριος Γκρεγκόριο, η κηδεία του οποίου ανοίγει τη δεύτερη πράξη και τα παιδιά τους: η, «πανέμορφη» και «απλή», Καρμίνα και ο, «υπερφίαλος αλητάμπουρας», Πέπε. Στο Β ο εύπορος δον Μανουέλ και η, όμορφη και καλομαθημένη κόρη του, Ελβίρα. Στο Γ η «αεράτη» κυρία Πάκα με τον σύζυγό της κύριο Χουάν, που «θυμίζει τον Δον Κιχώτη», και τα τρία παιδιά τους: την, «όμορφη και προκλητική» Ρόσα, την Τρίνι με το «συμπαθητικό πρόσωπο» και τον Ουρμπάνο, που είναι «ένας γεροδεμένος, μελαχρινός νεαρός, με αγροίκα αλλά εκφραστική φυσιογνωμία: ένας προλετάριος» (είναι σαφές πως σε αυτόν αφιερώνει ο Βαγέχο την πιο αναλυτική περιγραφή του). Στο Δ, τέλος, μένει η «ταλαιπωρημένη» Δόνια Ασουνθιόν με τον «πολύ όμορφο» γιο της Φερνάντο, έναν μάλλον αργόσχολο νέο που (λέει πως) πιστεύει πολύ στις δυνάμεις του. Οι ένοικοι κουτσομπολεύουν και κρίνουν ο ένας τον άλλο, συγκρούονται, ερωτεύονται, φτιάχνουν καινούργιες οικογένειες και συνεχίζουν να ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα.

Η σκάλα

Στο έργο, η σκάλα έρχεται στη συζήτηση με ποικίλες αφορμές. Στο άνοιγμα της πρώτης πράξης η Πάκα απειλεί ευθέως να πετάξει έναν εισπράκτορα από αυτήν. Στη συνέχεια αποδεικνύεται πως αυτή ακριβώς είναι η αγαπημένη απειλή του γιου της, Ουρμπάνο· την εξαπολύει με την πρώτη ευκαιρία, αλλά δεν την πραγματοποιεί ποτέ. Στην τρίτη σκηνή παρακολουθούμε τους γερασμένους πλέον ενοίκους να ταλαιπωρούνται ανεβαίνοντας με τα πόδια, αφού ποτέ δεν μπαίνει ασανσέρ στην πολυκατοικία μολονότι υπάρχει ο χώρος. Ο αναγνώστης μπορεί ασυναίσθητα να διερωτηθεί τι θα συνέβαινε αν έμπαινε τελικά το ασανσέρ: Τι θα γινόταν με τη σκάλα; Θα την εγκατέλειπαν οι ένοικοι; Θα έχανε την πλήρη εποπτεία της; Τι είναι εν τέλει η σκάλα; Συμβολίζει τα πάνω και τα κάτω της ζωής ή αποτελεί «απλώς» το μέσο που μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την ανθρώπινη πορεία; Είναι το σταθερό σημείο της καθημερινότητας των προσώπων του έργου· αυτή που ξέρει όλα τα μυστικά και δεν μπορεί να τα προδώσει σε κανέναν. Οι ήρωες μεγαλώνουν χωρίς να το αντιληφθούν ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας «μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά». Στο τέλος, σχολιάζουν τα παιδιά για τους γονείς τους: «Αυτοί άφησαν τη ζωή να τους νικήσει. Πέρασαν τριάντα χρόνια ανεβοκατεβαίνοντας αυτή τη σκάλα…» Μόνο που τα παιδιά φέρουν τα ίδια ονόματα με τους γονείς (Φερνάντο και Καρμίνα) και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο η ιστορία να επαναληφθεί, να μην αλλάξει ποτέ το αποτέλεσμα του αγώνα, να μας νικάει πάντα η ζωή.

Η μετάφραση

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν χρειάζεται συστάσεις στον χώρο της μετάφρασης από τα ισπανικά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο συνεργάζεται με τη Χρυσούλα Κλήμη και τη Ματθίλδη Σιμχά. Το αποτέλεσμα, πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι ένα μετάφρασμα υψηλού επιπέδου. Ο λόγος ρέει καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου και ο αναγνώστης γρήγορα ξεχνάει πως πρόκειται για μετάφραση και όχι για έργο γραμμένο εξαρχής στα ελληνικά. Θα επισημάνω ένα μόνο, μάλλον, περίεργο (ας μην πω ατυχές) σημείο που οφείλεται, υποθέτω, σε απροσεξία και δεν επηρεάζει διόλου την ποιότητα της δουλειάς. Κάποια στιγμή ο Φερνάντο αποκαλεί την Ελβίρα «κακομαθημένη και ιδιότροπη» και εκείνη απαντά: «Καπριτσιόζα; Ένα μόνο καπρίτσιο είχα!» Τόσο το «ιδιότροπη» όσο και το «καπριτσιόζα», αν καταλαβαίνω σωστά, αποδίδουν το ισπανικό “caprichosa”. Γιατί όμως χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικές λέξεις εδώ, προκαλώντας αναπόφευκτα ασυνέχεια στον διάλογο;

Επιμέρους σχόλια

Η Ιστορία μιας σκάλας είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, δίχως να είναι «ανάλαφρο». Ο μικρόκοσμος του έργου καθρεφτίζει την κοινωνική πραγματικότητα μιας ταραγμένης εποχής της Ισπανίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις αλληλεπιδράσεις ανθρώπων που μεγαλώνουν, γερνούν και φθείρονται –αγαπούν, πληγώνονται και συμβιβάζονται. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο αφορά και μπορεί να αγγίξει τον καθένα μας. Οι οικονομικές δυσκολίες των ηρώων τώρα, το άγχος τους για τα χρήματα, τις δουλειές και τις συντάξεις, τους φέρνουν ίσως ακόμα κοντύτερα στον σύγχρονο άνθρωπο, Ισπανό ή Έλληνα. Ενδιαφέρον έχει η έμφαση που δίνεται στη διαφορά του (αισιόδοξου ή ονειροπόλου;) Φερνάντο και του Ουρμπάνο, του υπαλλήλου και του εργάτη, που μιλάει με κάθε ευκαιρία για το συνδικάτο. Η αναφώνηση του Φερνάντο «Φοβάμαι το χρόνο!», μολονότι δεν παίρνει άλλες προεκτάσεις (ή μήπως παίρνει;) θίγει, στο βάθος, ένα ζήτημα φιλοσοφικό: Τι είναι ο χρόνος και πώς επηρεάζει τον άνθρωπο, τις ιδέες και τη ζωή του; Τέλος, δεν είναι βέβαια τυχαίο το αόριστο άρθρο του τίτλου (μιας σκάλας). Μπορεί το έργο να μας καθιστά κοινωνούς της ιστορίας μιας συγκεκριμένης σκάλας, ευνόητο όμως είναι πως κάθε σκάλα έχει τη δική της ιστορία.

Η έκδοση

Τίτλος: Ιστορία μιας σκάλας (Historia de una escalera)
Συγγραφέας: Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο (Antonio Buero Vallejo)
Μεταφραστές: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χρυσούλα Κλήμη, Ματθίλδη Σιμχά
Επιμελήτρια: Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις: Μιχάλη Σιδέρη
Τόπος και ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα, Μάρτιος 2014
Σελίδες: 89
ISBN: 978-960-468-091-7

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΒλέποντας με τις Αισθήσεις. Μηνιαίο πρόγραμμα για επισκέπτες με χαμηλή όραση ή τυφλότητα
Επόμενο άρθρο“Latin Inspirations – Μελίνα Μερκούρη” από την Julia Guerrero στην Αθηναΐδα