Η ζωή και το έργο του κορυφαίου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά έχουν λάβει μετά το θάνατό του διαστάσεις συμβόλου, εμπνέοντας πλήθος δημιουργών, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την ομώνυμη θεατρική παράσταση του Γιώργου Χριστοδούλου. Για τον πολυτάραχο βίο του καλλιτέχνη, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ο σπουδαιότερος γλύπτης του νεότερου ελληνισμού έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Η ασκητική μορφή του συνειρμικά παραπέμπει στον Κρητικό Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, ο οποίος μαζί με τον Τήνιο γλύπτη συμπυκνώνουν ό,τι πιο κλασικό και φρέσκο συνάμα έχει να δώσει η μεταβυζαντινή ελληνική τέχνη. Ο Χαλεπάς είναι ο άνθρωπος που στα 87 χρόνια του πέρασε από τις διακρίσεις στο ψυχιατρείο και απ’ την αφάνεια και τη λοιδορία στην καθολική αναγνώριση. Ένα έργο του όμως έμελλε να ξεπεράσει ακόμα και το μύθο του δημιουργού του. Πρόκειται φυσικά για την “Κοιμωμένη” του…

Η "κοιμωμένη" του Γιαννούλη ΧαλεπάΟ Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στην Τήνο στα 1851. Γόνος οικογενείας φημισμένων μαρμαρογλυπτών σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση και αργότερα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1876 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου μαζί με άλλα νεοκλασικά έργα του αρχίζει να δουλεύει και το αριστούργημα του, την “κοιμωμένη”, ενώ έχουν ήδη αρχίσει και τα πρώτα σημάδια ψυχασθένειας. Ο ιδιοφυής και πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης γυρίζει στην Τήνο, ενώ αργότερα καταλήγει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και από εκεί πάλι στην Τήνο, ως ο τρελός του χωριού που βόσκει πρόβατα και κουβαλά νερό. Η διάγνωση του φρενοκομείου είναι αποκαλυπτική: Ο Χαλεπάς πάσχει από κατάθλιψη, φοβίες, ονειρώξεις, και επιθετικότητα. Πολλοί θεωρούν ότι τον Γιαννούλη  τον τρέλανε η αυταρχική και καταπιεστική μητέρα του. Ίσως όμως να ετίθεντο και θέματα κληρονομικότητας μιας και ένας αδελφός του επέδειξε παρόμοια συμπτώματα “τρέλας”. Και ενώ όλα δείχνουν πως έχουν τελειώσει, συμβαίνει το απίστευτο. Το 1916 πεθαίνει η μητέρα του, ενώ ο ίδιος δεν παρίσταται ούτε στην κηδεία της. Αντιθέτως, αρχίζει την ίδια μέρα να δημιουργεί. Αυτό που του ήταν απαγορευμένο είναι τελικά αυτό που θα τον οδηγήσει στην αποθέωση. Δουλεύει ασταμάτητα και με εντελώς νέες τεχνοτροπίες. Αυτό ήταν. Τα όψιμα έργα του είναι εκφραστικά, πρωταρχικά, αρχαϊκά, κυβιστικά. Ο Γιαννούλης πρωτοπορεί και πεθαίνει πλήρης ημερών, έχοντας στο πλευρό ολόκληρο τον αθηναϊκό καλλιτεχνικό κόσμο.

Η κοιμωμένη του


Λεπτομέρεια από την "Κοιμωμένη"Ο Γιαννούλης Χαλεπάς αναλαμβάνει το ταφικό μνημείο της Σοφίας Αφεντάκη για το Α’ νεκροταφείο, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Η μητέρα τής πρόωρα χαμένης κοπέλας επισκέπτεται το εργαστήριο του γλύπτη και σχολιάζει αρνητικά το πήλινο πρόπλασμα της “Kοιμωμένης”. Τότε ο Χαλεπάς χτυπάει με ένα λοστό το έργο του και το αποκεφαλίζει. Η κυρία Αφεντάκη αλλάζει στάση και παρακαλεί το νεαρό καλλιτέχνη να το ξαναφτιάξει όπως ήταν. Η αναγνώριση της “Κοιμωμένης” υπήρξε άμεση και αναμφισβήτητη. Η παρθενική μορφή της κοπέλας στο αρχαιοπρεπές ανάκλιντρο μοιάζει να κοιμάται γαλήνια, καθώς τι είναι ο θάνατος για τους κλασικιστές και τους ρομαντικούς, αν όχι ο δίχως όνειρα ύπνος; Τα χείλη της είναι μισάνοιχτα και το δέρμα της στιλπνό.  Το έργο είναι γήινο και ταυτοχρόνως απόκοσμο. Κλασικό και συνάμα πρωτότυπο και ζωντανό, αποτυπώνει ελεγειακά τη θλίψη, τη γαλήνη και την ανάπαυση.

Πολλά έχουν επίσης λεχθεί και για τη σχέση του σπουδαίου γλύπτη με το εν λόγω έργο του, καθώς και με το πρόσωπο που αναπαριστά. Οι φήμες που θέλουν το Χαλεπά να παρανοεί γιατί τάχα το άγαλμα τεντωμένο περισσεύει απ’ το κρεβάτι κρίνονται ως ανυπόστατες. Όπως ανυπόστατες είναι και οι θεωρίες που θέλουν το νεαρό γλύπτη εραστή της 18χρονης Σοφίας Αφεντάκη, ο θάνατος της οποίας λεγόταν ότι τρέλανε το Χαλεπά, αφού πρόλαβε να βάλει στο γλυπτό του όλη την ερωτική φλόγα της ψυχής του. Η αλήθεια είναι ότι ο Γιαννούλης πέρασε κάποια ερωτική απογοήτευση στη νεότητά του, με κάποια συντοπίτισσά του όμως και όχι με τη Σοφία. Τέλος, ιστορικοί της Τέχνης έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι την “Κοιμωμένη” δεν την απέδωσε στο μάρμαρο ο Χαλεπάς, αλλά ο επιστήθιος φίλος του και καταξιωμένος μαρμαροτεχνίτης Αλεξάκης Λάβδας. Σε μια συνάντηση των δύο στην Αθήνα το 1930, λέγεται ότι ο Χαλεπάς είπε στο Λάβδα: «Α ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες».

Προηγούμενο άρθροI have a dream, έκθεση στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Επόμενο άρθροΣαββίνα Γιαννάτου – Πλανόδιες ιστορίες