Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, ποιος ο λόγος να επανέλθω σε ένα βιβλίο για το οποίο έχει ήδη συγκεντρωθεί πλήθος κριτικών; Έχοντας εστιάσει οι περισσότερες στην ιστορική διάσταση του έργου και στη σχέση ιστορικής αλήθειας και μυθοπλασίας, κρίνω πως αξίζει ένα—έστω σύντομο—σχόλιο για τις συμβολικές πτυχές του έργου και την αντιπαραβολή του προσωπικού με το συλλογικό.

Το Γκιακ[i] είναι μια συλλογή οκτώ διηγημάτων και μιας παραλογής με τις μαρτυρίες αυτών που πολέμησαν στην Μικρά Ασία πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Είναι σχεδόν όλες ιστορίες αίματος και βίας. Όπως μαθαίνουμε, το “γκιακ“ είναι όρος με νομική υπόσταση: το αίμα, η βεντέτα, η νομική υπόσταση του ατόμου μέσα στην οικογένεια ή φατρία. Μέσα στα σύντομα διηγήματα βλέπουμε συχνά υποθέσεις που άπτονται του γκιακ, καθώς κάθε φόνος πρέπει να πληρωθεί με με το αίμα του θύτη: π.χ. η ο φόνος του υπαίτιου για τον βιασμό και δολοφονία της αδερφής του αφηγητή , ο φόνος των υπεύθυνων για την αναπηρία του πατέρα κτλ.  Είναι γεγονός ότι η βία και η ωμή περιγραφή είναι εμπορικά αφηγηματικά στοιχεία και αυτό ο συγγραφέας το γνωρίζει. Ταυτόχρονα όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να μην αγκιστρωθεί ο αναγνώστης στην τραχιά ρεαλιστική διήγηση, μια προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου αποκαλύπτει τα πλούσια νοήματα και τη σαφή ιδεολογική του στόχευση.

Η μαρτυρία, η λογοτεχνία και το αρχείο

Όπως προανέφερα, η πρώτη ύλη του βιβλίου είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έλαβαν μέρος στον πόλεμο. Η αμεσότητα και η ζωντάνια που κατορθώνει να τους προσδώσει ο Παπαμάρκος είναι αποτέλεσμα της πράξης του αφηγείσθαι, η οποία λαμβάνει κεντρική θέση στα διηγήματα. Τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζουμε τον δέκτη της αφήγησης στο επίπεδο της ιστορίας, πάντως αυτός ποικίλει: από τον παπά της κοινότητας (χωρίς η αφήγηση να ισοδυναμεί με εξομολόγηση ή ένδειξη μετάνοιας για τις βιαιοπραγίες), μέχρι την πόρνη, η οποία μοιράζεται το ίδιο συναίσθημα κοινωνικής περιθωριοποίησης με τον αφηγητή. Μάλιστα, η χρήση του ιδιώματος της επαρχίας (αρβανίτικη διάλεκτος) και η συνακόλουθη προφορικότητα του κειμένου εντείνουν τον αφηγηματικό ρεαλισμό. Εντούτοις, ας μην ξεχνάμε πως παρά την όποια αφηγηματική αμεσότητα και επίφαση ρεαλισμού, η λογοτεχνική αφήγηση παραμένει μια μυθοπλαστική ανακατασκευή της πραγματικότητας, μια διαμεσολαβημένη αναπαράσταση του κόσμου από τον συγγραφέα. Συνεπώς, η  λογοτεχνική (φανταστική) μαρτυρία που προσφέρει το Γκιακ προκύπτει από την απουσία επίσημου αρχείου για την βία, τη ντροπή και τον φόβο των Ελλήνων στρατιωτών πριν και κατά τη Μικρασιατική καταστροφή. Λειτουργεί, λοιπόν, ως μια μορφή εναλλακτικού, μη θεσμικού αρχείου  και παρέχει μια ανατρεπτική εκδοχή της επίσημης ιστορίας, η οποία επιμένει να μιλά για την τραγωδία του εκπατρισμού των Ελλήνων.

Όπως σημείωσα και στην αρχή του άρθρου, οι περισσότεροι κριτικοί έχουν εστιάσει στη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, υπογραμμίζοντας ότι ο Παπαμάρκος αποδομεί τον κυρίαρχη ιστορική αφήγηση. Σύμφωνα με την Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, εκεί που η ιστορία σωπαίνει μιλά η μυθοπλασία: ενώ οι Έλληνες μιλούν για τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Τούρκοι αναφέρονται στον Αγώνα Απελευθέρωσης.[ii] Ο συγγραφέας, αφαιρώντας από την αφήγηση την θριαμβολογία του ελληνικού στρατεύματος, αποδίδει χωρίς περιστροφές την αγριότητα του πολέμου. Παράλληλα, τοποθετεί την “ανθρώπινη αποθηρίωση” σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικο πλαίσιο, του οποίου οι αξίες και οι ρόλοι καθιστούν τη βία και τον φόνο μια καθημερινή, ασήμαντη ασχολία, σχεδόν διασκεδαστική. Με τις φράσεις “Πολύ γούστο το ‘κανα” και “μια με το γέλιο μια το μαχαίρι” περιγράφουν οι χαρακτήρες τη δολοφονία και τον βασανισμό τρίτων. Εν ολίγοις, ο Παπαμάρκος αισθητοποιεί την κανονικοποίηση της φρίκης, το πώς ο σκοτωμός γίνεται μπανάλ.

Τραύμα και μνήμη

Το Γκιακ, όμως, δεν είναι μόνο η αφήγηση του πολέμου αλλά και του τραύματος, καθώς και μια διείσδυση στη μνήμη. Οι εμπειρίες του πολέμου—αντίθετα με τις αναγνωστικές προσδοκίες—παρέχουν ικανοποίηση σε αρκετούς από τους πρώην στρατιώτες. Στο διήγημα  “Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί“ ο γέρος δεν αισχύνεται για τα εγκλήματα του, αλλά διατρανώνοντάς τα αντλεί ικανοποίηση και τα λαχταρά “πιο κι από γυναίκα“. Μια άλλη εκδοχή της οδυνηρής μνήμης, δίνεται στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου, που ξεχωρίζει για τη δύναμή και την ωμότητά του, “Νόκερ“. O μετανάστης στην Αμερική αφηγητής γνωρίζει τον τραχύ και ιδιόρρυθμο Αργύρη, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του πάνω από είκοσι χρόνια πολέμου. Συνεπώς, οι αιματηρές συγκρούσεις, οι αναίτιοι σκοτωμοί κι η ανενδοίαστη βία έχουν καθορίσει την ταυτότητα και τη βιοθεωρία του. Δεν αισθάνεται καμιά νοσταλγία για την πατρίδα του, ιδιαίτερα ύστερα από τον κοινωνικό αποκλεισμό και την οικογενειακή απόρριψη, λόγω της αδυναμίας τους να τον αντιμετωπίσουν ως μέλος της οικογένειας, αφότου τους διηγήθηκε τα “κατορθώματά” του. Γι’ αυτό και καταλήγει πως “αυτοί που πολέμησαν μαζί είναι πιο κι από αδέρφια“. Η ευρύτερη συναισθηματική αναλγησία του ερμηνεύεται από τον επαναπροσδιορισμό του αξιακού του συστήματος κατόπιν του πολέμου. Αναφερόμενος στο ασυνήθιστο—και αποκρουστικό—επάγγελμά του να σκοτώνει ζώα (μοσχάρια) χτυπώντας τα με τη βαρειά, υποστηρίζει πως «το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά» αρκεί να το κάνεις “χωρίς άχτι, χωρίς μίσος“, αφού το αίμα—ανθρώπινο ή ζωικό—είναι “για να χύνεται“. Ο πόλεμος τον σκληραγώγησε και του κληροδότησε την ταυτότητα του κυνικού θύτη, η οποία, όμως, είναι γι’ αυτόν πλούσια παρακαταθήκη, αφού, όπως λέει:  “ο πόνος δίνει αξία σε αυτό που κάνεις”. Είναι, πράγματι, αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Παπαμάρκος σκιαγραφεί τις αντισυμβατικές αυτές ιδιοσυγκρασίες ανθρώπων, οι οποίοι έχουν υποστεί και παραγάγει ακραία βία, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην τους αποστραφεται τόσο, όσο να προσπαθεί να τους κατανοήσει και τους συμπονέσει.[iii]

Φωτίζοντας το προσωπικό

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του διηγήματος, είναι η άρθρωση των διαπροσωπικών—φιλικών, ερωτικών, οικογενειακών—σχέσεων μέσα στην κοινότητα. Ο Παπαμάρκος αποδίδει εύγλωττα την διατάραξή τους με την εκτράχυνση των ηθών, την υποβολή τους στη δοκιμασία του χρόνου και της απόστασης, καθώς και μεταβολή τους με την αποδοχή ή τον αποκλεισμό των στρατιωτών που επιστρέφουν. Η αφήγηση αποκαλύπτει τα όνειρα που αναδύονται μέσα στη δίνη του πολέμου (ο στρατιώτης που μαγεύεται από την ομορφιά της Σμύρνης), τα απροσδόκητα ερωτικά σκιρτήματα, την αλληλογραφία των ερωτευμένων που δεν έχουν τελειώσει το σχολείο και τις ανταλλαγές συναισθηματικά φορτισμένων αντικειμένων (τα τσιγάρα και η τούρκικη μάρκα).

Εντούτοις, το διήγημα που ξεχωρίζει για την ψυχογραφική του δύναμη και την αντίστροφη μεταβολή του χαρακτήρα—όχι προς την αποθηρίωση αλλά προς την συναισθηματική ευαισθητοποίηση και την αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας—είναι το “Γυάλινο μάτι“. Πρόκειται για ένα gay love story, το οποίο εκπλήσσει για τον αυθορμητισμό του και την αφηγηματική ειλικρίνεια. Μολαταύτα, δεν αποδίδει για μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ομοφυλοφυλικού έρωτα, καθώς ο χαρακτήρας που μυεί τον αφηγητή στην ομοφυλοφιλία είναι αυτός που ενεργοποιεί τις σχέσεις εξουσίας εξ αρχής, λέγοντας: “τέτοια ζωή θα κάνεις άμα με ακολουθάς“. Ταυτόχρονα, η κοινωνική επιβολή της ετεροκανονικότητας οδηγεί τους δύο ήρωες στον χωρισμό και μια σχέση νοσηρή: ο μεν “εξουσιαστής“ παντρεύεται κατοχυρώνοντας την κοινωνική αποδοχή, ο δε “εξουσιαζόμενος“ υποτάσσεται τόσο στην σεξουαλική ισχύ του πρώτου (προσμένοντας το κάλεσμά του για τη σεξουαλική ένωση) όσο και στις κοινωνικές επιταγές (προσφεύγει συχνά σε πορνείο ώστε να μην κινήσει υποψίες στην κοινότητα).

Καθίσταται, λοιπόν, φανερό πως η τεράστια επιτυχία του Γκιακ μέσα στον προηγούμενο χρόνο δεν οφείλεται μόνο στη λειτουργία του ως λόγου ανατρεπτικού της θεσμικής ιστορικής αφήγησης—παρ’ ότι αυτή συνέβαλε σημαντικά στην θετική υποδοχή του. Πρωτίστως, θεωρώ πως διαβάστηκε τόσο πολύ και αναζωπύρωσε το δημόσιο λόγο περί μικρασιατικής καταστροφής, διότι παρουσιάζει μια αμφίρροπη— και όχι αρμονική—κίνηση ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, το συναίσθημα και την τραυματική μνήμη και τη θηριωδία του πολέμου. Είναι ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό και ταυτόχρονα τραχύ ενώ προκαλεί την αποστροφή του αναγνώστη με την ωμότητά του, επανέρχεται με απροσδόκητα ψήγματα ευαισθησίας. Εν τέλει, ο συγκερασμός  του προσωπικού με το συλλογικό είναι αυτός που καθιστά την ανάγνωσή του μια προκλητική εμπειρία.

 

[i] Ο Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η αδελφότητα του πυριτίου (1998), Ο τέταρτος ιππότης (2001) και τις συλλογές διηγημάτων ΜεταΠοίηση (2012) και Γκιακ (2014). Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

[ii] Δρουμπούκη A. M. (2015, 12 Νοεμβρίου). Ιστορία και λογοτεχνική αναπαράσταση. Βοοksjournal (59). Ανακτήθηκε 18 Δεκεμβρίου, 2015 από

http://booksjournal.gr/κριτικες/λογοτεχνία/item/1569-ιστορία-και-λογοτεχνική-αναπαράσταση

[iii] Η καταλληλότερη λέξη για να περιγράψω τα συναισθήματα που εγείρονται στον αναγνώστη είναι η αγγλική λέξη “empathy” που δηλώνει την εμπειρία του να κατανοεί κανείς την κατάσταση του άλλου από τη δική του οπτική γωνία.

Προηγούμενο άρθροThe Leftovers – Η Σειρά που Ξεχώρισε
Επόμενο άρθροΡάια Τσακηρίδη: «Η όπερα είναι μία γλώσσα πεντακάθαρη, γεμάτη εικόνες»
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com