Henri Marie Raymond de Toulouse Lautrec Monfa ή απλώς  (1864-1901)- ο ζωγράφος του οποίου η ζωή ενέπνευσε τον John Huston (1906-1987) ώστε να δημιουργήσει την ταινία Moulin Rouge (1952). Πλούσιες οι προσλαμβάνουσες του Τουλούζ-Λωτρέκ: αφ’ ενός σε προσωπικό επίπεδο, όντας γόνος μιας ξεπεσμένης οικογένειας ευγενών και έχοντας βιώσει τη σωματική δυσμορφία και αφ’ ετέρου σε συλλογικό, ζώντας στη Γαλλία του fin de siècle.

Henri de Toulouse-Lautrec, "Στο Μουλέν Ρουζ" 1892, ελαιογραφία σε μουσαμά, 123x141 εκ.,  Ιστιτούτο Τέχνης Σικάγου
Henri de Toulouse-Lautrec, “Στο Μουλέν Ρουζ” 1892, ελαιογραφία σε μουσαμά, 123×141 εκ., Ιστιτούτο Τέχνης Σικάγου Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, “Στο Μουλέν Ρουζ” 1892, ελαιογραφία σε μουσαμά, 123×141 εκ., Ιστιτούτο Τέχνης Σικάγου

Αυτό το τελευταίο σήμαινε ότι θέλοντας και μη πατούσε στην παράδοση των Ιμπρεσιονιστών του Μονέ, του Σισλέ, του Πισαρό και τόσων άλλων, αλλά και της μπωντλερικής vie moderne των flâneurs και της μυθολογίας των δανδήδων έτσι όπως εκφράστηκαν από λογοτέχνες όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ (του οποίου το πορτραίτο φιλοτέχνησε ο Henri de Toulouse-Lautrec), όπως και της παράδοσης του νατουραλισμού του Εμίλ Ζολά (εκπρόσωπος του νατουραλισμού στον τομέα της ζωγραφικής ήταν και ο Fernand Cormon,
δάσκαλος του Henri de Toulouse-Lautrec) και τέλος, του αμφιλεγόμενου κόσμου των καμπαρέ και των μουσικών καφέ που είχε ήδη φέρει στη μόδα ο Ντεγκά. Ο Toulouse-Lautrec αφομοίωσε τα πάντα, ωστόσο διαχώρισε τη θέση του: ενώ οι ιμπρεσιονιστές είχαν κουβαλήσει το καβαλέτο τους στην ύπαιθρο και απέδιδαν το φως, εκείνος βυθίστηκε στις σκιές της Μοντμάρτρης· ενώ ο δανδισμός και ο αισθητισμός έχουν την τάση να κοιτάζουν αφ’ υψηλού, εκείνος έγινε μέρος -σε ένα βαθμό- του αστικού τοπίου που περιέγραφε· ενώ ο νατουραλισμός καταγγέλει, εκείνος δε έδειξε καμία διάθεση για κοινωνική διαμαρτυρία· και, τέλος, σε αντίθεση με την απογοητευμένη ματιά του Ντεγκά (τον οποίο ο Henri de Toulouse-Lautrec θαύμαζε ιδιαίτερα και ήρθε σε επαφή μαζί του χάρη στα αδέρφια Dihau), εκείνος παρουσίαζε χαρακτήρες με σφρίγος και αμεσότητα.

Το Μουλέν Ρουζ…


Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, "Moulin Rouge: La Goulue", έγχρωμη λιθογραφία, 167,7 εκ.x115 εκ., Αλμπί, μουσείο Τουλούζ-Λωτρέκ
Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, “Moulin Rouge: La Goulue”, έγχρωμη λιθογραφία, 167,7 εκ.x115 εκ., Αλμπί, μουσείο Τουλούζ-Λωτρέκ

Προκειμένου λοιπόν να αποτυπώσει τις ιδιαιτερότητες του Henri de Toulouse-Lautrec, ο Χιούστον στο Μουλέν Ρουζ επιλέγει να τοποθετήσει τον ήρωά του κυρίως σε σχέση με το περιβάλλον που τον ενέπνευσε, που σε μεγάλο βαθμό ήταν ο κόσμος των καμπαρέ. Και το πιο ονομαστό καμπαρέ δεν ήταν άλλο από το Moulin Rouge, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. Το Moulin Rouge ιδρύθηκε το 1889 από τους Joseph Oller και Charles Zidler (τον τελευταίο υποδύεται στην ταινία ο Harold Kasket) και έτσι επεκτάθηκε η νυχτερινή ζωή των cafés chantants που ως τότε δεν πήγαινε πιο δυτικά από την Plâce Pigale. Το καμπαρέ είχε ως σήμα κατατεθέν έναν ξύλινο μύλο που στήθηκε στην είσοδο και αποτελούταν από κεντρική πίστα για χορό, μπαρ, αίθριο, φουαγέ και κήπο. Κυρίως παρουσίαζε χορευτικές παραστάσεις, όπως τη «νατουραλιστική καντρίλια» που προερχόταν από το καν-καν και είχε μεγάλη επιτυχία χάρη στην απόδοσή της από την La Goulue (=η αχόρταγη) και τον Valentin le Dessossé (=ο άνθρωπος χωρίς κόκαλα). Δεν είναι τυχαίο ότι στην αφίσα της ταινίας που φιλοτέχνησε το 1891 ο Henri de Toulouse-Lautrec για το Μουλέν Ρουζ παριστάνονται με τρόπο αφαιρετικό ακριβώς αυτό οι δύο.  Τον κωμικό Dessossé υποδύεται στην ταινία ο Walter Crisham, ενώ την πληθωρική La Goulue (το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Louise Weber) η Katherine Kath -στην ταινία μάλιστα είναι ενδιαφέρον ότι παρακολουθούμε την άνοδο, αλλά και την πτώση της. Άλλες χορεύτριες ήταν οι Môme Fromage, Grille d’ Égout, Rayon d’ Or και βέβαια η Jane Avril, την οποία στην ταινία του Χιούστον υποδύεται η ξακουστή Zsa Zsa Gabor. Για λόγους διαφήμισης προβλήθηκε ως δεύτερο όνομα μετά τον πρωταγωνιστή José Ferrer, αλλά ο ρόλος της είναι μάλλον περιορισμένος. Παρουσιάζεται (και ερμηνεύεται) σαν μία ελαφρόμυαλη και φιλόδοξη γυναίκα, κάτι που ίσχυε βέβαια ως ένα βαθμό και στην πραγματικότητα. Αν και να σημειώσουμε ότι ήταν ένας άνθρωπος που στιγματίστηκε από δύσκολα παιδικά χρόνια και αποσιωπάται το γεγονός ότι ο Toulouse-Lautrec ήταν ερωτευμένος μαζί της δεχόμενος περιορισμένη ανταπόκριση. Ο Λωτρέκ την ακολουθούσε για τρία ολόκληρα χρόνια από το Moulin Rouge στο Jardin de Paris και από τους Décadents στο Divan Japonais ώσπου την άφησε για την τραγουδίστρια Yvette Guillbert. Για να επιστρέψουμε όμως στο Μουλέν Ρουζ, ήταν το μέρος όπου ο Toulouse-Lautrec περνούσε ατέλειωτες ώρες σκιτσάροντας και πίνοντας, ενώ όλοι τον σέβονταν, αλλά και τον άφηναν στην ησυχία του, κάτι που αποδίδεται πιστά στην ταινία, ιδίως στην εναρκτήρια σεκάνς της. Κλείνοντας την ενότητα αυτή, να πούμε ότι ο πίνακας του Toulouse-Lautrec Τσίρκο «Φερνάντο»: η Αμαζόνα κοσμούσε το φουαγέ του καμπαρέ, ενώ ο Oller αγόρασε τον χορό στο Μουλέν Ρουζ για να τον τοποθετήσει πίσω από το μπαρ πριν καλά-καλά στεγνώσει η μπογιά του! Και βέβαια, εκτός από αυτούς που αναφέραμε, είναι πάμπολλοι οι πίνακες του Toulouse-Lautrec που αντλούσαν το θέμα τους από τον κόσμο των καμπαρέ -και ιδίως του περιβόητου καμπαρέ Μουλέν Ρουζ.

 Toulouse-Lautrec, Zidler, Valentin le Dessossé, Jane Avril
Toulouse-Lautrec, Zidler, Valentin le Dessossé, Jane Avril

…και οι άλλοι


Εκτός από τον κόσμο του Μουλέν Ρουζ, στην ταινία του Χιούστον παρουσιάζονται κι άλλα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Toulouse-Lautrec: η αριστοκράτισσα μητέρα του (στον ρόλο της η Claude Nollier) με την δεσποτική της παρουσία περιθάλπει με την ενίοτε καταθλιπτική και γεμάτη με ενοχές στοργή της τον γιο της, ο κόμης πατέρας του (τον υποδύεται ο José Ferrer ο οποίος κρατά διπλό ρόλο), που αρνείται να καταλάβει τον τρόπο ζωής και την τέχνη του γιου του, ο παιδικός του φίλος και συλλέκτης των έργων του Maurice Joyant (στον ρόλο του ο Lee Montague), οι άλλοι ζωγράφοι του κύκλου των «Ανεξάρτητων» (στο σαλόνι των Ανεξαρτήτων εξέθετε ο Toulouse-Lautrec από το 1889 έως το 1894) στην συντροφιά των οποίων δεν εντάχθηκε ποτέ πλήρως ο Toulouse-Lautrec (στον ρόλο του Σερά, ο Christopher Lee και στον ρόλο του Ανκετέν, που ήταν φίλος του Toulouse-Lautrec ήδη από την εποχή της μαθητείας τους στον Κορμόν, ο Jean Landier) και βέβαια, οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του: ο νεανικός του έρωτας Denise de Frontenac η οποία τον απέρριψε (γεγονός που έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα, μόνο που πρόκειται για την εξαδέλφη του ζωγράφου Jeannne d’ Armagnac) και αυτό στάθηκε η αφορμή για να ριζώσει στο μυαλό του νεαρού Ανρί η σκέψη ότι οι γυναίκες λόγω της δυσμορφίας του δύσκολα θα αφοσιωθούν σε αυτόν και κυρίως δύο γυναίκες, η Marie Charlet και η Myriamme Hayam. Η πρώτη, που την υποδύεται η Colette Marchand, παρουσιάζεται σα μια πόρνη της Μοντμάρτρης την οποία ο Toulouse-Lautrec γλιτώνει από σύλληψη και έκτοτε την ερωτεύεται. Ο σύντομος, αλλά παθιασμένος δεσμός τους τερματίζεται όταν εκείνος αντιλαμβάνεται πως τον κοροϊδεύει και ζει με τον εραστή της. Να αναφέρουμε ότι πράγματι υπήρξε μια νεαρή πόρνη με αυτό το όνομα και τον ίδιο εκρηκτικό χαρακτήρα που σύναψε έναν βραχύβιο δεσμό με τον ζωγράφο, αλλά ο ρόλος της «Marie Charlet» είναι κυρίως εμπνευσμένος από την Red Rosa, μια άλλη πόρνη με κοκκινόξανθα μαλλιά, που έγινε η μούσα του Toulouse-Lautrec καθώς την ζωγράφισε αρκετές φορές και ο δεσμός του μαζί της είχε μεγάλο συναισθηματικό βάρος για εκείνον. Μάλιστα, θεωρείται ότι εκείνη του μετέδωσε τη σύφιλη η οποία απέβη τελικώς μοιραία για την ήδη εύθραυστη υγεία του. Όσο για τη Myriamme Hayam (Suzanne Flon), είναι ο αντίποδας της Marie, μια όμορφη, καλλιεργημένη και ανεξάρτητη γυναίκα που ερωτεύεται τον Toulouse-Lautrec, αλλά καθώς δεν βρίσκει ανταπόκριση στο αίσθημά της, τελικά τον εγκαταλείπει για τον Marcel (Peter Cushing), έναν άντρα που της προσφέρει οικονομική και συναισθηματική ασφάλεια. Συνεπώς, ο ζωγράφος αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων πόσο κυνικός και κοντόφθαλμος υπήρξε και να στραφεί ακόμα περισσότερο στο αλκοόλ. Ο ρόλος της είναι καθαρά προϊόν μυθοπλασίας και έχει δημιουργηθεί για να αναδειχθεί αντιστικτικά ο κυνισμός του Toulouse-Lautrec.

Henri de Toulouse-Tautrec και Marie Charlet
Henri de Toulouse-Tautrec και Marie Charlet

Γενικά, σεναριακά η ταινία πάσχει ίσως από κάποιες χολιγουντιανές στρογγυλεύσεις, όπως και από μια τάση “πολιτικής ορθότητας” . Για παράδειγμα, στην ταινία αναφέρεται  υπαινικτικά μέσα από έναν πίνακα  ότι οι οίκοι ανοχής αποτέλεσαν  πηγή έμπνευσης για τον ζωγράφο. Βέβαια, στην πραγματικότητα, όχι απλώς ίσχυε αυτό σε μεγάλο βαθμό, αλλά ο Toulouse-Lautrec έζησε στην κυριολεξία για καιρό μέσα σε τέτοια σπίτια, κάτι που αποκρύπτεται στην ταινία. Επιπλέον ,το ιδιο συμβαίνει όταν αποδίδεται ο αλκοολισμός του σε μία ερωτική απογοήτευση, ωστόσο κερδίζει κατά πολύ το στοίχημα του να καταδείξει τον κόσμο του καλλιτέχνη και τις πολλαπλές και σύνθετες καταβολές του. Ο Χιούστον σκύβει με πραγματική στοργή πάνω στον ήρωά του. Άλλωστε το θέμα ενός μοναχικού ήρωα και της προσπάθειάς του να ενταχθεί σε ένα περιβάλλον απασχολούσε πολύ τον σκηνοθέτη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε ταινίες όπως Το γεράκι της Μάλτας, Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς, Key Largo, Fat City κ.α., ίσως γιατί και ο ίδιος (του οποίου την εικόνα οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας από τη μορφή του διεφθαρμένου Noah Cross στην Chinatown  του Πολάνσκι) στη μακρόχρονη πορεία του, παρά την πληθωρική του παρουσία, ένοιωθε κατά βάθος παρίας -ας μην ξεχνάμε ότι πάλεψε σκληρά για να καταξιωθεί και ότι γνώρισε τη δόξα, αλλά και την αποτυχία.

Άλλα στοιχεία της ταινίας


Μεγάλη συμβολή στην καλλιτεχνική επιτυχία της ταινίας έχει φυσικά το αρτ κομμάτι και πρώτα απ’ όλα η φωτογραφία του σπουδαίου Oswald Morris -εφεξής στενού συνεργάτη του Τζον Χιούστον, καθώς θα συνεργαστούν επίσης στις ταινίες Beat the devil (1953), Moby Dick (1956), Heaven knows, Mr Allison (1957), A farewell to arms (1957, συνσκηνοθεσία με τον Charles Vidor), The roots of heaven (1958), Reflections in a golden eye (1967) και The man who would be a king (1975). Ο  Χιούστον ζήτησε από τον Μόρις να χρωματίσει την ταινία «σα να την είχε σκηνοθετήσει ο Toulouse-Lautrec»
και, πράγματι, τα χρώματα είναι έντονα, αλλά σε καμιά περίπτωση κραυγαλέα όπως συνηθιζόταν τότε και ο Χιούστον χρειάστηκε να παλέψει με την Technicolor για να υπερασπιστεί την επιλογή του. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, βραβευμένα με Όσκαρ αμφότερα, επίσης συμβάλλουν στην αναβίωση του κόσμου του Toulouse-Lautrec. Ειδική μνεία χρειάζεται επίσης μια μικρή εμβόλιμη σκηνή με εναλλαγές πινάκων και αφισών του ζωγράφου, με ένα πολύ έξυπνο μοντάζ πάνω στη μουσική του Georges Auric, όπως και η τελική σκηνή όπου εμφανίζονται σε διπλοτυπία το δωμάτιο του ζωγράφου λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του μαζί με τον θίασο του Μουλέν Ρουζ να τον αποχαιρετάει. Και πάνω απ’ όλα είναι αξιοθαύμαστη η ερμηνεία του σημαντικού Πορτορικανού ηθοποιού Χοσέ Φερέρ, όχι μόνο λόγω του ότι σε κάποιες σκηνές, προκειμένου να αποδώσει τη μορφή του Toulouse-Lautrec, περπατούσε με τα γόνατα έχοντας δέσει τις κνήμες του πάνω στο σώμα του, αλλά κυρίως χάρη στην εσωτερικότητά της,  που αποδίδει με ακρίβεια τις αντιφάσεις και την εσωτερική πάλη του ήρωα κάτω από ένα παρουσιαστικό φαινομενικά ατάραχο και ειρωνικό.

José Ferrer
Ο José Ferrer σε σκηνή από την ταινία.

Henri de Toulouse Lautrec: Ζωή και τέχνη μαζί 


Απολύτως θεμιτό πάντως να επιμένει ο Χιούστον στην απεικόνιση της ζωής του ζωγράφου, μια και ο Toulouse-Lautrec είναι από τους καλλιτέχνες που δύσκολα προσεγγίζει κανείς αν δεν ρίξει μια ματιά στον κόσμο τους. Όπως αναφέρει ο Jean Bouret στο βιβλίο του Henri de Toulouse Lautrec (εκδόσεις Aimery Somegy, Παρίσι 1963 και σε αγγλική μετάφραση, εκδόσεις Thames and Hudson, Λονδίνο 1964): «Η ζωή και η τέχνη του Toulouse-Lautrec ήταν αλληλένδετες και διείσδυαν η μία στην άλλη μέσα από μια διαδικασία ώσμωσης. Ζούσε την τέχνη του. Για εκείνον, η τέχνη δεν ήταν ιερό τοτέμ, αλλά η φυσική συνέπεια της κλίσης του. Όταν άραζε στο Μουλέν Ρουζ, αυτό σήμαινε ότι παρατηρούσε γύρω του και εργαζόταν. Εκεί έμαθε τόσα πολλά όσα δουλεύοντας και στο εργαστήριό του. Κανείς δε μπορεί να τον φανταστεί να ζει μια διαφορετική ζωή ή να ζωγραφίζει με διαφορετικό τρόπο. Δεν υπάρχει καμιά ανακολουθία μεταξύ της ζωής και του έργου του, καμία παύση στον συγχρονισμό τους, κανένα πρόσκομμα στην παράλληλη ανάπτυξή τους…»

Henri de Toulouse-Lautrec, "Χορός στο Μουλέν Ρουζ" 1890, ελαιογραφία σε μουσαμά, 115x150 εκ., μουσείο Καλών Τεχνών Φιλαδέλφειας
Henri de Toulouse-Lautrec, “Χορός στο Μουλέν Ρουζ” 1890, ελαιογραφία σε μουσαμά, 115×150 εκ., μουσείο Καλών Τεχνών Φιλαδέλφειας

*Μια ακόμη βιογραφική ταινία για τον Toulouse-Lautrec είναι η ταινία Lautec (1998) του Roger Planchon, ενώ ως χαρακτήρας εμφανίζεται στα Lustforlife (1956) του Vincente Minelli, ως φίλος του Βαν Γκωκγ, MoulinRouge! (2001) του Baz Luhramnn, όπου παρουσιάζεται ως καρικατούρα, στο πλαίσιο βέβαια της όλης λογικής της ταινίας, Μεσάνυχτα στο Παρίσι (2011) του Woody Allen και αλλού.

Το Μουλέν Ρούζ (1952) στο IMDB

Προηγούμενο άρθροΕταιρεία Θεάτρου Συν- Επί- Πρόγραμμα παραστάσεων για τη Θεατρική περίοδο 2012- 2013
Επόμενο άρθροΟ Κυνηγημένος (The Expatriate)