Χαρούκι Μουρακάμι, Τις Mικρές Ώρες: Με όχημα αυτό το μικρού μεγέθους (229 σελίδων), συμπυκνωμένου ωστόσο νοήματος, βιβλίο του, ο Χαρούκι Μουρακάμι κάνει ένα ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης με τον πιο απλό, αληθινό και άμεσο τρόπο και παρασύρει μαζί του τον αναγνώστη σε μία εκ βαθέων ανακάλυψη της ανθρώπινης υπόστασης και ουσίας. Το «ταξίδι» αυτό, που διαρκεί μόλις μία νύχτα, ο συγγραφέας το στήνει σε ένα αφηγηματικό σκηνικό που ακροβατεί μεταξύ συνείδησης και ονείρου, συγκεκριμένου και αφηρημένου, ωμής πραγματικότητας και φαντασίας και οδηγεί τον αναγνώστη στον προορισμό του προκαλώντας τον να αναστοχαστεί  πάνω σε ουσιώδη ζητήματα της ανθρώπινης φύσης.

 Τα πρόσωπα και η ιστορία


Η ιστορία ξεκινά μια ανάσα πριν τα μεσάνυχτα, στις 11:56 μ.μ., με τη 19χρoνη Μάρι να βρίσκεται στο εστιατόριο Denny’s στο κέντρο της πόλης του Τόκιο διαβάζοντας απορροφημένη το χοντρό της βιβλίο. Το τραπέζι αυτό που κάθεται η Μάρι κοντά στο παράθυρο θα γίνει το κέντρο αφόρμησης της κεντρικής ιστορίας και κατά συνέπεια των επιμέρους επίσης ιστοριών. Σ’ εκείνο το τραπέζι η ηρωίδα θα συναντήσει το νεαρό τρομπονίστα Τακαχάσι, με τον οποίο θα πουν πολλά για τις ζωές τους κατά τη διάρκεια της νύχτας και θα ξεδιπλώσουν μερικές από τις πιο μύχιες σκέψεις τους, ενώ εκεί θα αναφερθεί επίσης για πρώτη φορά στην αδερφή της, την Έρι, η οποία έχει βυθιστεί σε λήθαργο χωρίς κανείς να γνωρίζει το λόγο ούτε να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Στο ίδιο τραπέζι θα έρθει να τη βρει και η ιδιοκτήτρια ενός ροζ ξενοδοχείου και να τη φέρει σε επαφή με μια Κινέζα πόρνη που κακοποιήθηκε από-φαινομενικά καθ’ όλα «καθωσπρέπει»-στέλεχος εταιρείας. Η Μάρι επιλέγει να περάσει μία νύχτα μακριά από την ασφαλή αγκαλιά του σπιτιού της, δοκιμάζοντας τα προσωπικά της όρια. Μπλέκεται έτσι σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο γι’ αυτήν, τον κόσμο της νύχτας, των «μικρών ωρών», έρχεται σε επαφή με ανθρώπους του περιθωρίου, συνδέεται μαζί τους και αποκαλύπτει-αλλά και ανακαλύπτει!- κομμάτια του εαυτού της, γνωρίζοντας έτσι καλύτερα και το δικό της εσωτερικό κόσμο και συνειδητοποιώντας τα συναισθήματα και τις σκέψεις της. Τις πρώτες πρωινές ώρες η Μάρι θα επιστρέψει στο σπίτι της, στην ασφάλεια που αυτό της προσφέρει, κρατώντας όμως σαν παρακαταθήκη μέσα της όσα κέρδισε κατά τις «μικρές ώρες». Οι ιστορίες ξετυλίγονται σταδιακά και η αφήγηση μεταφέρεται από τη μία στην άλλη, κάνοντας τον αναγνώστη να συνειδητοποιεί πως πίσω από κάθε μικρή, μεγάλη ή αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, στο τέλος αυτό που μετράει είναι η ανθρώπινη ουσία που δε γνωρίζει από περιτυλίγματα προέλευσης, ηλικίας, φύλου, ιδιότητας.

Ο χρόνος της ιστορίας και η αφήγηση


Ο χρόνος της ιστορίας είναι μόλις μία νύχτα, η οποία μυθιστορηματικά απλώνεται και μετουσιώνεται σε 229 σελίδες καλύπτοντας έτσι το σύνολο του βιβλίου. Η ιστορία ξεκινάει στις 11:56 πριν τα μεσάνυχτα και ολοκληρώνεται στις 6:52 το πρωί, ενώ η αλλαγή κεφαλαίων σηματοδοτείται από την αλλαγή της ώρας που αναφέρεται στην αρχή κάθε κεφαλαίου, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη πλήρη εποπτεία της χρονικής τοποθέτησης των γεγονότων. Όσον αφορά στην αφήγηση, ο Μουρακάμι επιλέγει στο βιβλίο του αυτό τον κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης, αφού η αφήγηση λειτουργεί ως ματιά εκ των άνω, που περιδιαβαίνοντας πάνω από το Τόκιο κάνει ζουμ στην νεαρή Μαρί και ως εκ τούτου στις ιστορίες που ξετυλίγονται γύρω από την ίδια και τις αφηγείται σε χρόνο ενεστώτα, ταυτίζοντας έτσι σκηνοθετικά ιστορία και αφήγηση. Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται στις 6:52 π.μ. ακριβώς όπως ξεκίνησε: Αφηγητής και αναγνώστης μετατρέπονται σε μια πανοραμική ματιά που αιωρούμενη πάνω από την πόλη, εστιάζει τελικά στην ηρωίδα Μάρι, η οποία βρίσκεται πλέον στο σπίτι της.

     Στις Μικρές Ώρες ο αφηγητής είναι εξωδιηγητικός, ετεροδιηγητικός και η εστίαση εξωτερική,αφού αυτός όχι μόνο είναι αμέτοχος στα γεγονότα, αλλά, επιπλέον, δε γνωρίζει-και ως εκ τούτου δε μας δίνει-καμία πληροφορία για τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, απλά παραθέτει γεγονότα και διαλόγους και φτιάχνει μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο παρόν δίνοντάς μας την εντύπωση πως την παρακολουθούμε σε «ζωντανή μετάδοση». Αναχρονίες και προλήψεις στην αφήγηση δεν υπάρχουν, παρά μόνο στους διαλόγους, γεγονός που εντείνει τη ζωντάνια και τη ρεαλιστικότητα του έργου και μετατρέπει τον αναγνώστη σε αυτόπτη μάρτυρα σκηνών που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του. Ο αφηγητής δεν κάνει παρατηρήσεις πάνω στα τεκταινόμενα ούτε σχολιάζει, ούτε χαρακτηρίζει τους ήρωες, αλλά τους αφήνει να αποκαλυφθούν μέσα από τη δράση τους, όπως γίνεται σε ένα θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο.

Ο Μουρακάμι εμπλέκει στο βιβλίο του αυτό τους ήρωες αλλά και τους αναγνώστες σε ένα παιχνίδι με το χρόνο, ο οποίος αναπροσδιορίζεται συνεχώς, αποκτά νέες διαστάσεις, σταματά και ρέει ξανά. Άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα. Την ώρα που η νύχτα κυλάει στο φυσιολογικό της ρυθμό στην πόλη του Τόκιο, πιο πέρα σε ένα προάστιο, άκρως αντιθετικά, η Έρι, η αδερφή της κεντρικής ηρωίδας, έχει βυθιστεί σε έναν ύπνο διαρκείας απροσδιόριστης αιτίας και σύστασης, στον οποίο η έννοια του χρόνου έχει αλλάξει, η παλιά διάστασή του παύει να ισχύει και η πραγματικότητα που ξέρουμε δεν υπάρχει πια. Ο αφηγητής παρέα με τον αναγνώστη λειτουργούν στο πλαίσιο αυτό ως σκηνοθέτες  που παρακολουθούν μέσα από την κάμερα όσα εξελίσσονται στο χώρο, όπου βρίσκεται η Έρι, και αλλάζουν την οπτική γωνία ανάλογα με το πού θέλουν κάθε φορά να εστιάσουν.

Ο ύπνος ως σύμβολο


Ο ύπνος λειτουργεί εδώ συμβολιστικά, καθώς προβάλλει στον αντίποδα της φρενίτιδας και των νοσηρών καταστάσεων που συνθέτουν το τοπίο της πόλης, αντιπροσωπεύοντας την ασυνειδησία και την αποχή από τα γήινα, τα καθημερινά, τα εξαντλητικά. Η Έρι κοιμάται βαθιά, αποκτώντας έτσι την ευκαιρία να εγκαταλείψει ή να αναπροσδιορίσει την ανθρώπινη υπόστασή της και να «κοιτάξει» την πραγματικότητα, αλλά και τον εαυτό της , με μια καινούργια, πιο «καθαρή» ματιά, πιο αποστασιοποιημένη και σίγουρα λιγότερο επηρεασμένη από όσα θεωρούσε ως δεδομένα για τον κόσμο και για την ίδια. Παρουσιάζοντας παράλληλα μια κοινωνία που μέχρι και τη νύχτα τρέχει με ιλλιγιώδη ταχύτητα και «φιλοξενεί» ανθρώπους που έχουν χάσει τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτήν, ο Μουρακάμι χτυπάει έντεχνα το κουδουνάκι στο σύγχρονο αστό να επιχειρήσει μία ενδοσκόπηση που, όσο κι αν πρόκειται να τον ταράξει και να τον κάνει να νιώσει αμηχανία και αβεβαιότητα, θα του επιτρέψει να αναθεωρήσει πολλά, να αναστοχαστεί πάνω στα δεδομένα του και να γεννηθεί από την αρχή με αυξημένη την αυτοσυνείδησή του.

Οι διάλογοι


Οι διάλογοι είναι αφοπλιστικά αληθινοί και ρεαλιστικοί, χωρίς ίχνος υπερβολής ή εξεζητημένων στοιχείων και λειτουργούν αποκαλυπτικά για τους χαρακτήρες των ηρώων. Καθώς κανείς τούς διαβάζει, έχει την αίσθηση ότι παρευρίσκεται σε συνομιλίες απλών καθημερινών ανθρώπων, με όλες τις αμήχανες, δυσάρεστες, ευχάριστες, αποκαλυπτικές στιγμές που αυτές μπορεί να περιέχουν. Ο Μουρακάμι δεν προσπαθεί να κρύψει τίποτα από την ανθρώπινη φύση, αλλά και διεπίδραση. Κατασκευάζει έτσι ήρωες άκρως ρεαλιστικούς, παράλληλα όμως αινιγματικούς και μυστηριώδεις, προκαλώντας τον αναγνώστη να θέλει να μπει στην ψυχή τους και να καταλάβει τι τελικά σκέφτονται.  Οι σχέσεις μεταξύ τους παρουσιάζονται μέσα από τους διαλόγους χωρίς εξωραϊσμούς, με ό,τι χαρακτηρίζει μία πραγματική ανθρώπινη σχέση, όπως είναι τα προβλήματα, οι παρεξηγήσεις, οι όμορφες και άσχημες στιγμές, η έλλειψη επικοινωνίας ή αντίστοιχα οι ευτυχείς επικοινωνιακές αναλαμπές και ψυχικές συνδέσεις μεταξύ των επικοινωνούντων.

Η μουσική


Το στοιχείο της μουσικής διαδραματίζει αξιοσημείωτο ρόλο στις Μικρές Ώρες, όπως συμβαίνει γενικά στα έργα του Μουρακάμι, γεγονός που εντείνει την ατμοσφαιρικότητα.  Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου είναι τρομπονίστας και αγαπάει τη τζαζ, ενώ γίνονται αναφορές σε διάφορα τραγούδια και μουσικούς, όπως το Go Away Little Girl του Πέρσι Φέιθ και το Five Spot After Dark από το δίσκο Bluesette. O ίδιος ο Μουρακάμι σε συνέντευξή του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η μουσική αποτελεί απαραίτητο κομμάτι της ζωής μου. Όποτε γράφω ένα μυθιστόρημα, η μουσική κατά κάποιον τρόπο γλιστράει στο κείμενο. Στις Μικρές Ώρες, το τραγούδι “Five Spot After Dark” του Curtis Fuller «έπαιζε» συνεχώς στο μυαλό μου. Η μουσική δίνει φτερά στη φαντασία μου. Συνήθως μου αρέσει να ακούω σε χαμηλή ένταση Μπαχ, Τέλεμαν και παρόμοιους.»

Να το διαβάσω;


Δε θα συγκατέλεγα τις  Μικρές Ώρες στα αριστουργήματα του Μουρακάμι. Σίγουρα δεν αποτελεί ένα βιβλίο-σταθμό, ούτε ανήκει στην κατηγορία βιβλίων που θα παραμείνουν στη μνήμη σου για πάντα και θα σε κάνουν να επιστρέφεις σ’ αυτά ξανά και ξανά. Παρ΄όλα αυτά, είναι ένα βιβλίο που σε αφοπλίζει με την ειλικρίνειά του, που σε κάνει να στοχαστείς πάνω στην κοινωνία και στον εαυτό σου και να φτάσεις παρέα με τους ήρωες λίγο πιο κοντά στην αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία σου. Ένα βιβλίο που μπορείς να «κρατήσεις αγκαλιά» τις μικρές ώρες και να νιώσεις πως σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είσαι μόνος και δεν είσαι ο μόνος που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, που αιωρείται κάπου στο άγνωστο κατά τη διάρκεια αυτού του ψαξίματος, που αναζητά τα όριά του, που βρίσκει την αληθινή επικοινωνία και επαφή ξαφνικά εκεί που δεν περίμενε να τη βρει και που έχει ανάγκη να ανακαλύψει από την αρχή τον κόσμο, κοιτάζοντάς τον από την άλλη πλευρά-αυτήν που η καθημερινότητα δε μας επιτρέπει να επισκεφτούμε.

Η έκδοση


Τίτλος: Τις Μικρές Ώρες (τίτλος πρωτοτύπου στα αγγλικά: After Dark, 2008)

Συγγραφέας: Χαρούκι Μουρακάμι (Haruki Murakami)

Μετάφραση από τα ιαπωνικά: Μαρία Αργυράκη

Εκδόσεις: Ψυχογιός

Τόπος και ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 2013

Σελίδες: 229

ISBN: 978-960-496-817-6

 

Προηγούμενο άρθροΕκδήλωση για το σύνολο του ποιητικού έργου του Montale
Επόμενο άρθρο«Τα πορτρέτα του Φαγιούμ»