Chelsea Girls (1966)

 “Tomorrow, the artist will go underground” δήλωσε το 1961 ο Marchel Duchamp, όταν στις αρχές εκείνης της δεκαετίας το underground κίνημα σημείωνε ιδιαίτερη άνθιση στους αμερικανικούς καλλιτεχνικούς κύκλους. Την ίδια εποχή που ο W.Burroughs, o J.Kerouac και o A.Ginsberg μέσα από τη beat γενιά περιέγραφαν την Αμερική ως τον αλκοολικό τόπο της παρανομίας και της περιπλάνησης, ο κινηματογραφικός κόσμος τον απέδωσε με τα χρώματα μίας υπόγειας καθημερινότητας.

 Η ταινία underground μέσα από ένα γενικότερο κλίμα άρνησης και αμφισβήτησης του κατεστημένου και του κοινώς αποδεκτού, επιτέθηκε στην συντηρητική κινηματογραφική πράξη. Όπως παραδέχεται και ο θεωρητικός της τέχνης Θανάσης Μουτσόπουλος, το underground κίνημα είναι ένα μεγάλο θέμα γιατί διεθνώς υπάρχουν πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Η ερμηνεία του όρου έχει να κάνει με όλες αυτές τις καλλιτεχνικές προσπάθειες που εμφανίζουν κάποια χαρακτηριστικά αντι-εξουσιαστικά (έντονος σαρκασμός για το κατεστημένο, ελευθεριάζουσα σεξουαλικότητα) και δηλώνουν μια άρνηση να ενταχθούν σε οτιδήποτε θεσμοθετημένο.

Ο όρος underground δεν ήταν πάντοτε μία ξεκάθαρη έννοια. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Stan Brakhage , ο Harry Smith Everett , η Maya Deren , ο Andy Warhol , Jonas Mekas , ο Ken Jacobs κ.α αποστασιοποιούνται από την χροιά της “υποκουλτούρας” που τη συνοδεύει, προτιμώντας όρους όπως πρωτοποριακή ή πειραματική ταινία για να εκφράσουν τις δημιουργίες τους. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η underground ταινία θέλει να δηλώσει την σκοτεινή πλευρά του ανεξάρτητου σινεμά, ενώ στις μέρες μας η έννοια εξακολουθεί να είναι θολή, άλλες φορές χαρακτηρίζοντας έργα πειραματικά και υπερβατικά και άλλες έργα χαμηλού προϋπολογισμού, μη ευρείας αποδοχής και σύμβολα αντιεμπορικού χαρακτήρα.

Τα κινηματογραφικά έργα της underground σκηνής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν από κοινές πρακτικές ή κοινά αισθητικά πρότυπα. Παρ’ όλα αυτά, η παραμόρφωση των εικόνων, το αντισυμβατικό μοντάζ, η πλαστικότητα των μορφών και οι παραλλαγές της ταχύτητας είναι μερικά από τα μέσα που εκμεταλλεύτηκαν οι καλλιτέχνες του είδους. Στην δημιουργική ομάδα του είδους προστίθενται και καλλιτέχνες της cult κουλτούρας, όπως ο Kenneth Anger.

Chelsea Girls (1966) Το 1966 ο πρωτοπόρος της Pop Art Andy Warhol(1928-1987) με τη βοήθεια του σκηνοθέτη  Paul Morrissey(1938) σκηνοθετούν την ταινία Chelsea Girls (Τα κορίτσια του Τσέλσι) που είναι άκρως αντιπροσωπευτική του underground κινήματος εκείνης της δεκαετίας. Η ταινία προβάλλεται σε δύο οθόνες τοποθετημένες παράλληλα και είναι διάρκειας 215 λεπτών. Η κινηματογράφηση της ταινίας έγινε στο ξενοδοχείο Chelsea και σε άλλες τοποθεσίες της Νέας Υόρκης, με τις κάμερες να καταγράφουν την καθημερινή δραστηριότητα των νεαρών κοριτσιών που ζούσαν στο ξενοδοχείο, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ήδη διάσημα αστέρια. Η ταινία γυρίστηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966 σε διάφορες αίθουσες του ξενοδοχείου, και σε αντίθεση με τον τίτλο του έργου, μόνο λίγες από τις προσωπικότητες που εμφανίζονται στις σκηνές όντως ζούσαν εκείνη τη περίοδο στο Chelsea Hotel. Στην ταινία εμφανίζονται πολλοί καλλιτέχνες που συνεργάζονταν συχνά με τον Warhol κι αποτελούσαν και χαρακτήρες πολλών ζωγραφικών του έργων, όπως η Nico, η Brigid Berlin, ο Ondine, η Ingrid Superstar, η Angela ‘Pepper’ Davis και πολλές άλλες προσωπικότητες.

O Andy Warhol είχε αναφέρει ότι το Chelsea Girls ήταν μία προσπάθεια να παρουσιάσει τις αντίθετες πλευρές του καθημερινού βίου διασημοτήτων ή και μη, με το να προβάλλει παράλληλα φωτεινές εικόνες δίπλα σε σκοτεινές λήψεις και ασπρόμαυρα πλάνα δίπλα σε έγχρωμα. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε “θέλω να κάνω μια ταινία που είναι μια μεγάλη ταινία, με όλα τα μαύρα να είναι στη μία πλευρά και όλα τα λευκά στην άλλη”. Αφού ο Andy Warhol και ο Paul Morrissey επέλεξαν τις δώδεκα πιο εντυπωσιακές λήψεις, τις τοποθέτησαν στον κινηματογραφικό καμβά ως μία οπτική αντιπαράθεση δύο αντικρουόμενων εικόνων με αποκλίνον περιεχόμενο.

Ο θεατής παρακολουθεί τη Nico να κουρεύεται σε μία κουζίνα μ’ ένα παιδί γύρω της να τρέχει παράλληλα με τη σκοτεινή προβολή της συνέντευξης του Warhol στην Ingrid Superstar. Γυναίκες παραληρούν παίρνοντας ναρκωτικά, μία τραβεστί τραγουδά θλιμμένες μελωδίες, έναν άντρας μονολογεί μπροστά στην κάμερα. Το Chelsea Hotel της 23th street μοιάζει να κατοικείται από ανθρώπους που είναι εγκλωβισμένοι σε κάποια δωμάτια, οι οποίοι άλλες φορές χαίρονται τη θολή καθημερινότητά τους , χωρίς να συνειδητοποιούν τη ματαιότητα των στιγμών τους, ενώ άλλες φορές τσιρίζουν, φωνάζουν, θυμώνουν ή μελαγχολούν σε μία προσπάθεια άλλοι να δείξουν τον τρόπο που βιώνουν το διάσημο βίο τους και άλλοι την ανθρώπινη ματαιοδοξία τους.

Chelsea Girls (1966) Με παντελή έλλειψη μοντάζ, το κοινό γνωρίζει μέσα από αυτές τις σεκάνς το ιστορικό Chelsea Hotel (222 W. 23rd Street, New York City), όπου γράφτηκε ένα μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας. Από πολυτελή διαμερίσματα το 1905 μετατράπηκε σε ξενοδοχείο που κατά καιρούς φιλοξένησε τον Mark Twain, τον William Burroughs, τον Leonard Cohen, τον Arthur Miller, τον Charles Bukowski, τη Simone de Beauvoir, τον Jonas Mekas, τον Stanley Kubrich, τον Tom Waits και πολλούς άλλους. Εκεί γράφτηκε το On the road (1951) από τον Jack Kerouac, και σε αυτό το μέρος ο συγγραφέας Charles R. Jackson αυτοκτόνησε το 1968. Στο Chelsea Girls η καλλιτεχνική ιστορία της εποχής συναντιέται μέσα σε αυτά τα δωμάτια, τα οποία ακόμα δεν είχαν γνωρίσει το απόγειο της δόξας τους. Ο βασιλιάς της pop Andy Warhol υπήρξε ένα σπάνιο μίγμα σπουδαίου δημοσιογράφου, ζωγράφου, γλύπτη και κινηματογραφιστή. Είναι γνωστό ότι τα έργα του γεννήθηκαν μέσα από το προσωπικό του ενδιαφέρον για τους τίτλους και τις φωτογραφίες των εφημερίδων, καθώς και τη γενικότερη συμβολή των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην καθημερινή ζωή των κατοίκων μίας μεγαλούπολης. Η ανία τον γοήτευε και συνήθιζε να επαναλαμβάνει το ίδιο και το ίδιο θέμα μέχρι να δημιουργηθεί ένας καινούργιος ρυθμός. Αυτό φανερώνουν όχι μόνο οι πίνακες του, αλλά και οι πειραματικές του ταινίες, μέσα από τις οποίες δοκίμασε την ικανότητα του θεατή να μένει προσηλωμένος σε μία σκηνή για πολύ ώρα. Το ανιαρό δημιουργεί αισθητική για τον Warhol. Η τέχνη μοιάζει με την καθημερινή ζωή, αφού μπορεί να είναι ιδιαιτέρως βαρετή ή ευχάριστα ενδιαφέρουσα.

Ο John Cage παρατήρησε πως “με όλα τα μέσα επανάληψης ο Warhol αγωνίστηκε να δείξει σε όλους μας ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία επανάληψη, αλλά όλα τα πράγματα που πέφτει πάνω τους το βλέμμα μας αξίζουν την προσοχή μας”.

 

Πληροφορίες του κειμένου αντλήθηκαν από τα βιβλία Τέχνη του 20ου αιώνα (τόμος III), Άλκης Χαραλαμπίδης και Σχολές, Κινήματα και Είδη στον κινηματογράφο, Vincent Pinel.

 

 

Προηγούμενο άρθροΚάνοντας θέατρο με παιδιά στο σχολείο
Επόμενο άρθροΈως πότε η εξουσία θα είναι το καλύτερο άλλοθι;