Η Δίκη, ένα από τα γνωστότερα έργα του γερμανόφωνου Εβραίου λογοτέχνη, Φρανς Κάφκα, γράφτηκε το 1915. Παρόλο που το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σηματοδοτεί ένα κάποιο τέλος για την ιστορία του Γιόζεφ Κ., το βιβλίο στην ουσία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς ο συγγραφέας θεώρησε πως η πλοκή είχε γίνει πολύ περίπλοκη και «μπλεγμένη» για να εκδοθεί. Για το λόγο αυτό, το έργο δεν είδε το φως της δημοσιότητας μέχρι ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κάφκα, το 1925. Τότε ήταν που ο Μαξ Μπροντ, φίλος του συγγραφέα, αγνόησε το αίτημα του Κάφκα να καταστρέψει όλα του τα γραπτά και προχώρησε στην έκδοση των έργων του. Πολλοί θα τολμήσουν να πουν ότι αυτή η ανυπακοή του ήταν ένα σπουδαίο δώρο για την ανθρωπότητα.

Πώς, όμως, είναι εφικτό ένα τόσο «μπλεγμένο» και ημιτελές έργο να μαγνητίζει και να επιδρά πάνω σε τόσους αναγνώστες τον τελευταίο αιώνα και να παραμένει τόσο σύγχρονο όσο και αληθινό; Η απάντηση κρύβεται στη φράση του Κάφκα «Ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που θα σπάσει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Η λογοτεχνία, δηλαδή, έχει σαν απώτερο σκοπό να μας φέρει σε επαφή με συναισθήματα και σκέψεις που κρύβουμε ακόμα κι από τον εαυτό μας, μα οφείλουμε να βγάλουμε στην επιφάνεια. Αυτός είναι ο λόγος που, όταν ο ήρωας της Δίκης ταλαιπωρείται και αισθάνεται χαμένος μέσα στα γραφεία του δικαστηρίου, βιώνουμε κι εμείς, ως αναγνώστες, την κούρασή και την οργή του. Όταν ασφυκτιά σε έναν ζεστό και πνιγηρό χώρο, έχουμε κι εμείς την ανάγκη να απελευθερωθούμε από τον εγκλεισμό. Όταν εκτελείται, νιώθουμε κι εμείς ένα μαχαίρι να διαπερνά την καρδιά μας.

Η ευφυΐα, δηλαδή, του έργου δεν έγκειται τόσο στο τέλος του, αν υποθέσουμε ότι αυτό υπάρχει, όσο στον κόσμο που χτίζει με μαεστρία ο Κάφκα, στο καυστικό χιούμορ του και στα συναισθήματα που προκαλεί καθώς τα περιθώρια γύρω από τον Κ. στενεύουν και ο κλοιός γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός.

Η Δίκη του Φ. Κάφκα

The Thinker του Φ. Κάφκα
The Thinker του Φ. Κάφκα

«Κάποιος πρέπει να έδωσε ψευδείς πληροφορίες εναντίον του Γιόζεφ Κ., διότι συνελήφθη ένα πρωί δίχως να έχει κάνει τίποτα κακό». Η φράση με την οποία ο Κάφκα επιλέγει να ξεκινήσει το έργο του είναι η πλέον χαρακτηριστική του, ένα σήμα κατατεθέν που μας εισάγει στην αδικία, τον παραλογισμό και το αδιέξοδο που βίωνε καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο ήρωας. Επιπλέον, πρόκειται για μια φράση που μπορεί να περιγράψει όλο το έργο, το οποίο, όπως είπε ο Albert Camus, «προσφέρει τόσα πολλά και δεν επιβεβαιώνει τίποτα».

Ολόκληρη «Η Δίκη» του Κάφκα δίνει την αίσθηση πως λαμβάνει χώρα σε ένα όνειρο ή, καλύτερα, σε έναν ατέρμονο εφιάλτη. Διαρκώς νέες σκοτεινές φιγούρες ξεπετάγονται από το πουθενά και υπόσχονται να προσφέρουν βοήθεια, μα ποτέ δεν τηρούν την υπόσχεσή τους και, τις περισσότερες φορές, δεν εμφανίζονται ξανά. Χαρακτήρες των οποίων οι πράξεις φαντάζουν παράλογες και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μα προκαλούν μια αίσθηση τόσο οικεία όσο τρομακτική. Κανόνες που δε βγάζουν παρά ελάχιστο νόημα και τους οποίους κάθε άνθρωπος πέραν του πρωταγωνιστή μοιάζει να ξέρει. Ένα ολόκληρο σύστημα φαίνεται να δρα με έναν συγκεκριμένο τρόπο και στη μέση του ο Κ. καταβάλλει ανέλπιδες προσπάθειες να το καταλάβει, να απενοχοποιηθεί από αυτό και να του ξεφύγει.

Ο Κ., ένας ευυπόληπτος και φιλόδοξος υπάλληλος μιας τράπεζας, συνελήφθη το πρωί των τριακοστών γενεθλίων του από δύο φρουρούς. Ούτε ο ίδιος ούτε και εκείνοι μπορούσαν να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα που τον τυραννούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, ένα χρόνο μετά: «Γιατί με συλλαμβάνετε;». Πράγματι, το βράδυ της παραμονής των τριακοστών πρώτων γενεθλίων του, δύο άλλοι μαυροντυμένοι άντρες παρέλαβαν τον Κ. από το δωμάτιό του και τον οδήγησαν, δίχως αυτός να φέρει έντονες αντιρρήσεις, στον τόπο όπου τον σκότωσαν «σαν σκύλο» με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Κατά τα τελευταία λεπτά της ζωής του, λίγο πριν το μαχαίρι διαπεράσει τη σάρκα του, ο Κ. αντίκρισε σε ένα κτίριο απέναντί του μια φιγούρα, η οποία δημιούργησε μέσα του μια τελευταία ελπίδα ότι μπορεί αυτός ο άνθρωπος που κουνούσε τα χέρια του προς την κατεύθυνσή του να ήταν η δικαιοσύνη που τόσο καιρό έψαχνε αδίκως.

Η Δίκη είναι το χρονικό του έτους που μεσολάβησε αυτών των δύο επισκέψεων, κατά το οποίο ο Κ. ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την υπόθεσή του και αγωνίστηκε απέναντι σε άγνωστες κατηγορίες, έναν αόρατο νόμο και ένα αδιαπέραστο δικαστήριο. Πρόκειται για έναν χρόνο κατά τον οποίο ο Κ. βυθίστηκε στην αυτολύπηση, την παραίτηση και την αυτοκαταστροφή. Πάρα πολλοί χαρακτήρες (μεταξύ των οποίων πρόσωπα που είχαν άμεση σχέση με τα δικαστήρια) προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, μα κάθε προσπάθεια απέβη άκαρπη. Στο τέλος, ο Κ. κατάλαβε ότι μπορούσε να στηριχθεί μόνο στον εαυτό του, μα, ακόμα κι έτσι, δεν κατάφερε να ξεφύγει από το άδοξο τέλος του.

Η Δικη: Ο προφητικός χαρακτήρας της και ο ολοκληρωτισμός που ο Κάφκα δεν έζησε να δει

Σκίτσο του Φ. Κάφκα

Σε πρώτο επίπεδο, Η Δίκη μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια σατιρική κριτική της αυστρο-ουγγρικής γραφειοκρατίας της εποχής του Κάφκα. Ο ατελείωτος άθλος του σύγχρονου ανθρώπου να επιβιώσει μέσα σε ένα σύστημα που έχει σαν μοναδικό σκοπό να του ρουφήξει τη ζωή και να τον κατατροπώσει. Ο Κ. δε βρέθηκε ποτέ στη ζωή του πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, παρά τη σύλληψή του. Κι όμως, δεν αισθάνθηκε ποτέ του ελεύθερος, καθώς ζούσε την καθημερινότητα του υπό έναν αόριστο φόβο, χωρίς πραγματικά δικαιώματα. Κάθε στιγμή από τότε που έλαβε το ένταλμα σύλληψης, αισθανόταν πάνω από το κεφάλι του το νόμο και το δικαστήριο να τον κοιτούν αποδοκιμαστικά και να ελέγχουν την κάθε του κίνηση. Κάθε του πράξη θα μπορούσε να θεωρηθεί δείγμα ενοχής, ενώ ο ίδιος αναζητούσε τη δικαιοσύνη μέσα σε έναν πραγματικά άδικο κόσμο όπου οι άνθρωποι «έκαναν απλώς τη δουλειά τους» υπό νόμους που «δε θα μπορούσαν να είναι λάθος».

Ο ασφυκτικός κόσμος που δημιούργησε ο Κάφκα φαντάζει στον αναγνώστη σαν ένας εφιάλτης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ίσως κάτι τέτοιο να μην ήταν επίκαιρο στην εποχή του Κάφκα κι αυτός να ήταν ο λόγος που ο συγγραφέας ζήτησε την καταστροφή της Δίκης. Τα χρόνια, όμως, που ακολούθησαν τον θάνατό του, εκατοντάδες άνθρωποι, εκ των οποίων και οι ίδιοι οι συγγενείς του Κάφκα, όντας Εβραίοι, βίωσαν στο έπακρο τέτοια καθεστώτα και πέθαναν κυριολεκτικά «σαν σκυλιά». Με τον τρόπο αυτό, η Δίκη μπορεί να θεωρηθεί μια μακάβρια προφητεία του επερχόμενου ναζισμού και του φασισμού που σκέπασαν την Ευρώπη τα επερχόμενα χρόνια.

Τέτοια ολοκληρωτικά καθεστώτα, χτισμένα με βάση τη διαφθορά, έχουν σαν σκοπό να διαλύσουν το πνεύμα των ανθρώπων. Καμιά φορά το πραγματικό κακό δεν είναι ορατό εκ πρώτης όψεως, μα προσπαθεί να «σπάσει» τον άνθρωπο μέρα με τη μέρα, θυμίζοντας του διαρκώς ότι έχει τον έλεγχο και τη δύναμη να τον καταστρέψει. Και τελικά το καταφέρνει αφήνοντας αυτή την αόριστη και ακατανόητη απειλή να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια όλων επ’ αόριστον, χωρίς αυτοί να έχουν καμιά δύναμη, αφού δε γνωρίζουν καν ενάντια σε τι αγωνίζονται.

Ο Φρανς Κάφκα και η ντροπή που διαπερνούσε την ύπαρξή του

Ο γερμανόφωνος εβραϊκής καταγωγής Φρανς Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα της σημερινής Τσεχίας και πέθανε το 1924. Έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, «Η Δίκη», ανάμεσα στα έτη 1914 και 1915, ενώ το έργο εκδόθηκε το 1925.. Βαθιά του επιθυμία ήταν ανέκαθεν να γίνει συγγραφέας, κάτι που δεν επέτρεψε ο αυταρχικός και σκληρός πατέρας του. Αυτή η απαγόρευση είχε ως αποτέλεσμα για τον Φρανς να ασχολείται με εργασίες κατώτερες των ικανοτήτων του. Όταν συνέγραψε τη Δίκη, εργαζόταν ως υπάλληλος στο Ασφαλιστικό Ινστιτούτο Εργατικών Ατυχημάτων του βασιλείου της Βοημίας. Οι λίγες ώρες εργασίας του, τού επέτρεπαν να ασχολείται με το λογοτεχνικό του έργο και να γράφει σε ένα προσωπικό ημερολόγιο, κάτι για το οποίο δε του άφηνε περιθώρια η προηγούμενη δουλειά του.

Υπέφερε από φυματίωση, από την οποία και πέθανε πριν κλείσει τα 41 του χρόνια. Βασική, όμως, πηγή των βασάνων του ήταν μάλλον η διαταραγμένη ψυχική του υγεία, παρά η σωματική. «Ο ύπνος είναι το πιο αθώο πλάσμα και ο άυπνος το πιο ένοχο», έγραφε ο Κάφκα στο ημερολόγιό του, αναφερόμενος στην αϋπνία από την οποία υπέφερε. Γνώριζε, όμως, πως η πνευματική του κατάσταση ήταν αυτή που έδωσε μορφή στη ζωή του και στο έργο του. Αντιμετώπιζε την αϋπνία του τόσο ως επίθεση κατά της υγείας του όσο και ως αγωγό της ευφυΐας του.

Μετά τον θάνατό του Κάφκα, η φήμη του ξεκίνησε την πορεία της και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ήδη αρχίσει να θεωρείται ευρέως ως μια από τις σπουδαιότερες φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα έργα του αποτελούν μνημεία της γερμανικής λογοτεχνικής ιστορίας, ενώ δύο αγάλματα αφιερωμένα σε αυτόν υπάρχουν στην Πράγα και θαυμάζονται καθημερινά από εκατοντάδες επισκέπτες. Παρά την αίγλη που έχει αποκτήσει σήμερα, ολόκληρη την ύπαρξή του Κάφκα είχαν καλύψει συναισθήματα θλίψης, ντροπής και τρόμου, τα οποία αποτέλεσαν κινητήρια δύναμή για το σπουδαίο, αν και περιορισμένο σε έκταση, έργο του.

Μνημείο του Κάφκα στην Πράγα
Μνημείο του Κάφκα στην Πράγα
Διαβάστε εδώ περισσότερα λογοτεχνικά αφιερώματα
Προηγούμενο άρθρο«Πρώτες απόπειρες»: ένα διήμερο αφιερωμένο στο σύγχρονο ισπανικό κινηματογράφο
Επόμενο άρθροΠαρουσίαση βιβλίου: «Κάπου ν΄ ακουμπήσεις» της Δώρας Κασκάλη