Γιάννης Σολδάτος: Ο άνθρωπος που μας έμαθε να διαβάζουμε κινηματογράφο.
Ό,τι και να πούμε για να συστήσουμε τον Γιάννη Σολδάτο στο κοινό θα είναι λίγο, καθώς πρόκειται για μια από τις ιστορικότερες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου και έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων στην εποχή μας. Ιστορικός, καθηγητής, συγγραφέας, σκηνοθέτης, εκδότης, έχει μια ανεκτίμητη προσφορά στην 7η τέχνη αλλά και στο θέατρο κάνοντας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και τα πολύτιμα έργα – συγγράμματα που έχει γράψει ή έχει εκδώσει της νέας γενιάς να εμβαθύνουν, να εκτιμήσουν, αλλά και να αγαπήσουν την τέχνη.

Κύριε Σολδάτο, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;

Είναι μεγάλη ιστορία, στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Αρχή, ένας φίλος, ο Γιώργος Μπαζίνας, αυτός που έκανε, αργότερα, το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Παρά 5» και όλα αυτά τα βιβλία κόμικς, που ως συμμαθητής του εξατάξιου τότε γυμνασίου στην Πρέβεζα, με μύησε στα μυστικά της 7ης τέχνης αλλά και του θεάτρου. Εκείνη την εποχή, προς το τέλος του γυμνασίου, ασχολήθηκα λίγο με το θέατρο σε μερικές τοπικές παραστάσεις και κάπως έτσι πήρα και την απόφαση να ασχοληθώ με τη δραματουργία.

Ως νέος, στα παιδικά σας χρόνια, πριν ο κ. Μπαζίνας σας μυήσει στα μυστικά του κινηματογράφου και του θεάτρου, είχατε καλλιτεχνικές ανησυχίες ή δραστηριότητες;

Φυσικά, από το δημοτικό μου άρεσε να παίζω στο θέατρο και να υποδύομαι ρόλους. Με έβαζαν να παίζω τον Κολοκοτρώνη καθώς ήμουν κοντός και είχα βαριά φωνή. Ήθελα να παίζω σε όλα τα σκετσάκια ως και το γυμνάσιο. Επίσης όταν ήμουν στο δημοτικό φτιάχναμε φιγούρες με χαρτόνι, στήναμε μια τέντα και παίζαμε Καραγκιόζη, μαζευόταν η γειτονιά και μας έφερνε κανένα αυγό, επίσης γυρίζαμε και λέγαμε τα κάλαντα, τον Λάζαρο ή παίζαμε τα πάθη του Χριστού και ήμουν για τέσσερα χρόνια βοηθός παπά στην εκκλησία. Ξέρεις, το έβλεπα σαν παράσταση, σαν θέαμα καθώς έβγαινε ο παπάς με τα άμφια και τα θυμιατήρια· αισθανόμουν πως έπαιζα ένα ρόλο με τον παπά πρωταγωνιστή και εμένα δευτεραγωνιστή.

 

Ο Γιάννης Σολδάτος στο γραφείο του - photo Vasilis Papavasileiou
Ο Γιάννης Σολδάτος στο γραφείο του επί το έργο…

Αργότερα όμως πώς εμπλακείκατε επαγγελματικά με τον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου;

Έφυγα από την Πρέβεζα, μετά το σχολείο, και κατέβηκα στην Αθήνα, θέλησα να πάω στη σχολή Σταυράκου όπου ήταν και ο Γιώργος (Μπαζίνας), ο πατέρας μου δεν με άφησε και έτσι βρέθηκα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να είμαι καθηγητής στη σχολή Σταυράκου. Αυτό μάλιστα το είχα πει και στον μακαρίτη το Γιάννη Τσαρούχη και μου είχε απαντήσει με ένα από αυτά τα όμορφα αποφθέγματα της ιστορίας του πως «Έτσι είναι με τη σχολή Σταυράκου, όσοι δεν κατάφεραν να γίνουν φοιτητές έγιναν καθηγητές».

Είχα ασχοληθεί από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ’70 με το θέατρο μέσα από τη θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εκεί κάναμε κάποιες παραστάσεις. Κάπου μετά τη μεταπολίτευση ήρθαν εκεί που βρισκόμασταν, πάνω από το κινηματοθέατρο Ίριδα, να μας παρακολουθήσουν μια παρέα ανθρώπων του κινηματογράφου, ο Θανάσης Ρεντζής, ο Τάκης Αντωνόπουλος, ο Χρήστος Μάγκος, ο σπουδαίος αυτός οπερατέρ και ο Σωτήρης Δημητρίου, ο πολύ μεγάλος θεωρητικός του κινηματογράφου και τότε έμπλεξα μαζί τους και μπήκα στην παρέα τους. Μου είπε ο Θανάσης ότι κάποιοι Εγγλέζοι θέλουν να εκδώσουν μια Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και με ρώτησε: «Μπορείς να τη γράψεις εσύ;» Εκείνη την εποχή έγραφα στο περιοδικό «Θεατρικά» που έβγαζε ο Γιώργος Χατζηδάκης, όπου ήμουν και βοηθός του. Με ρώτησε μια μέρα ο Γιώργος (Χατζηδάκης): «Εσύ τι ξέρεις από τον ελληνικό κινηματογράφο; Ξέρεις να διακρίνεις τον κινηματογράφο του Φέρρη από του Δαλιανίδη;» και του απάντησα: «Όχι δεν ξέρω, αλλά θα μάθω». Πήγα πρώτα στον Κώστα (Φέρρη) και του είπα: «Κώστα, απόψε εσύ θα μου πεις για τον δικό σου κινηματογράφο και μετά θα πάω στον Δαλιανίδη». Παιδεύτηκα δύο με τρία χρόνια, αλλά τελείωσα την «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» που εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το περιοδικό «ΦΙΛΜ» που έβγαζαν ο Καστανιώτης με τον Ρεντζή εκείνη την εποχή, σ’ ένα τεύχος τριακοσίων σελίδων. Αυτή ήταν και η πρώτη του μορφή. Μαζί με το θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών φτιάξαμε και το κινηματογραφικό τμήμα το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, όπου κάναμε μαθήματα κινηματογράφου και μια μικρή ταινιούλα που ευτυχώς χάθηκε (γέλιο).

Κύριε Σολδάτο, πώς μπήκατε στο χώρο των εκδόσεων;

Στον εκδοτικό χώρο μπήκα, θα έλεγα, από την πίσω πόρτα. Ο Γιάννης Δουβίτσας που είχε τις εκδόσεις «Νεφέλη» με κάλεσε να τον βοηθήσω. Αυτός είχε και μια τοπική εφημερίδα της Λευκαδας που έγραφα και εκεί, είναι και πατριώτης μου. Πήγα λοιπόν και ξεκινήσαμε μια κινηματογραφική σειρά. Εκδώσαμε τους «Μεγάλους Κωμικούς του Κινηματογράφου», τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», το σενάριο του Παναγιωτόπουλου και τότε λέω στον Γιάννη: «Δεν βγάζουμε την ‘‘Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου’’;» και μου απαντά: «Σώπα, είσαι τρελός; Δεν πρόκειται να το αγοράσει κανείς αυτό». Πήγα στη συνέχεια στον Καστανιώτη όπου το είχε εκδώσει σε μορφή περιοδικού, όπως είπα, και μου απάντησε και εκείνος το ίδιο. Έτσι το έβγαλα το βιβλίο μέσα από τις εκδόσεις «Νεφέλη» αλλά με δικά μου χρήματα, με βοήθησε και ο Τρικεριώτης, που έχει τις εκδόσεις «Πρωτοπορία», και εντέλει το βιβλίο πούλησε με το παραπάνω. Είχα προσχεδιάσει εν τω μεταξύ και ένα βιβλίο για τον Αϊζενστάιν. Ο Δουβίτσας δεν τα ήθελε πια τα κινηματογραφικά και έτσι αναγκάστηκα να ανοίξω δικό μου εκδοτικό οίκο. Πήρα τα βιβλία της «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου», τους άλλαξα εξώφυλλο, δηλαδή έγραφαν «Αιγόκερως» και από μέσα «Νεφέλη» και έτσι ξεκίνησα με την προοπτική να βγάζω κινηματογραφικά βιβλία. Εκεί βρέθηκε ένας φίλος που με βοήθησε πάρα πολύ, ο Βασίλης Ραφαηλίδης και βγάλαμε τα «Λεξικά ταινιών» του, τα οποία πήγαν πάρα πολύ καλά. Μετά εμφανίσθηκε ο ποιητής Γιώργος Καραβασίλης όπου με βοήθησε στη λογοτεχνία και εκδώσαμε την «Ανθολογία μαύρου χιούμορ», αργότερα συλλογές του Έντγκαρ Άλαν Πόε και έτσι ειδικεύτηκε ο «Αιγόκερως» στο φανταστικό, στον υπερρεαλισμό και στον κινηματογράφο. Στη συνέχεια μπήκαν στην παρέα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ποιητές, θεωρητικοί του κινηματογράφου, ιστορικοί και άλλοι. Έτσι λοιπόν ξεκίνη σε μια σειρά για τον κινηματογράφο που αυτή τη στιγμή ξεπερνά τα 300 βιβλία.

Η σειρά βιβλίων που εκδίδατε με το γενικό τίτλο «Κινηματογραφικό αρχείο», μια σειρά που σημάδεψε τη θεωρητική ενασχόληση πολλών σινεφίλ και συνάμα υπήρξε ορόσημο στον χώρο του κινηματογραφικού βιβλίου στην Ελλάδα, γιατί σταμάτησε να επανεκδίδεται;

Τα συγκεκριμένα βιβλία όταν τα εξέδωσα πωλούνταν στους κινηματογράφους και είχαν την τιμή είτε ενός εισιτηρίου είτε πολλές φορές και φθηνότερα του εισιτήριου. Τα πρώτα δέκα πήγαν πάρα πολύ καλά, τα επόμενα δέκα λιγότερο καλά, μετά μέτρια κτλ. Αφού εκδόθηκαν τα πρώτα πενήντα τεύχη, είχε κάνει πλέον τον κύκλο του, έγιναν κάποιες επανεκδόσεις, αλλά αργότερα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 βγήκαν μερικά από αυτά έγχρωμα πλέον και σε μεγάλο τετράγωνο σχήμα, όπου αντικατέστησαν τα παλιά βιβλιαράκια τσέπης. Το παράδοξο σε αυτή τη σειρά, είναι πως δεν πούλησαν τα βιβλία των δημοφιλών προσωπικοτήτων που έκοβαν πολλά εισιτήρια όπως π.χ. του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του Χάουαρντ Χοκς, του Τζον Φορντ, του Σαμ Πέκινπα, αλλά αυτών που δεν έκοβαν πολλά εισιτήρια όπως του Ζαν Λικ Γκοντάρ, του Λουίς Μπουνιουέλ, του Φρανσουά Τριφό, του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Οπότε συμπεραίνουμε ότι είναι τελείως διαφορετικό το αναγνωστικό κοινό των κινηματογραφόφιλων από την πλειοψηφία του κόσμου που πηγαίνει να δει μια ταινία.

Η μόνη σας ενασχόληση από τότε είναι οι εκδόσεις και η συγγραφή βιβλίων;

Όχι, παράλληλα με τη συγγραφή και την έκδοση βιβλίων, ξεκίνησα και την πρακτική μου ενασχόληση με τον κινηματογράφο, όπως επίσης και τη διδασκαλία. Έτσι λοιπόν βρέθηκα να διδάσκω σε σχολές όπως τη σχολή Σταυράκου όπου δίδασκα ιστορία του κινηματογράφου και κατά καιρούς σενάριο, τελευταία σε δραματικές σχολές διδάσκω το μάθημα του κινηματογράφου και παράλληλα ξεκίνησα την πρακτική μου ενασχόληση αρχικά με την τηλεόραση, με τον Λάκη Παπαστάθη, στην εκπομπή «Παρασκήνιο», στη συνέχεια με μια μικρού μήκους προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και δύο τηλεταινίες για την ΕΡΤ. Παράλληλα και στη συνέχεια έκανα 6 ταινίες, η πρώτη μου μεγάλου μήκους ήταν «Το Αίνιγμα», ένα δικό μου βιβλίο που μετέφερα στον κινηματογράφο, όπως έκανα και σε όλες μου τις ταινίες, αφού και στις υπόλοιπες μετέφερα δικά μου μυθιστορήματα στον κινηματογράφο. Η ταινία «Το Αίνιγμα», αν μη τι άλλο αξίζει για τη συνεύρεση ιερών τεράτων του κινηματογράφου όπως ο Θ. Βέγγος, ο Α. Δαμιανός, ο Γ. Βελέντζας, ο Η. Λογοθέτης, ο Δ. Αβδελιώδης. Στη συνέχεια άρχισα να συμμαζεύομαι, δεν ήθελα, δεν μπόρεσα, δεν με ενδιέφερε να μπω σε μεγάλες παραγωγές παρά μόνο να κάνω αυτό που θέλω και έτσι τα τελευταία 2-3 χρόνια κάνω μια ταινία κάθε χρόνο, με μαθητές και φίλους στο γραφείο σχεδόν μηδενικού κόστους, αλλά είναι αυτό που θέλω και με ικανοποιεί.

Θα θέλατε να μας πείτε και μερικά λόγια και για τις άλλες πέντε ταινίες όπως μας είπατε και για «Το Αίνιγμα»;

Υπάρχουν δύο τηλεταινίες σε παραγωγή της ΕΡΤ, η πρώτη είναι «Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου», πάνω σε μια νουβέλα του Νίκου Κούνδουρου που μαζί με τον Νίκο κάναμε το σενάριο. Η δεύτερη είναι πάνω σε ένα διήγημα του Ευγένιου Αρανίτση «Τα βήματα» με πρωταγωνιστή τον Θ. Βέγγο και ανάμεσα σε αυτές τις δύο έκανα «Το Αίνιγμα». Η επόμενη ταινία μεγάλου μήκους είναι «Ο υποβρύχιος έρωτας» βασισμένη σε ένα δικό μου βιβλίο. Έπειτα ξεκίνησα την «τριλογία των Εξαρχείων» όπου η πρώτη ονομάζεται «Βίοι Αγίων», γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο γραφείο μου και στην αποθήκη του εκδοτικού οίκου, όπου σε ένα περίεργο αλαλούμ, με διάφορους παράλογους τρόπους επικοινωνίας των μέσα με τους έξω που έχουν ξεσηκωθεί όλοι και επικρατεί αναβρασμός, δημιουργείται μια θεότρελη σπονδυλωτή κωμωδία. Η δεύτερη ταινία λέγεται «Φιοντόρ», έχει σχέση με το κλασικό αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι «Ο παίχτης». Πραγματεύεται τις υπαρξιακές αναζητήσεις, τα όνειρα, τους φόβους, και τις αγωνίες ενός συγγραφέα, ο οποίος κάτω από την πίεση της εκδότριας του καλείται να γράψει σε ένα μήνα ολόκληρο βιβλίο. Η τρίτη είναι στα σκαριά, δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, θα είναι μια περίεργη μεταφορά της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» στα καθ’ ημάς, όπου σε ένα πορνείο ή ένα μπαρ μαζεύονται οι ήρωες της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας». Ενδεχομένως να μην την κάνω αμέσως αυτήν την ταινία καθώς υπάρχει μια ακόμη σκέψη στα σκαριά για μια ταινία, η οποία θα ονομάζεται «Η επέλαση των Απάτσι» όπου σαν θέμα της έχει την είσοδο σε ένα μικρομεγάλο αστικό σπίτι μιας παρέας εξαθλιωμένων όπου η κατάσταση θυμίζει το «Χοιροστάσιο» του Παζολίνι. Μια από τις δύο πάντως ήταν στο πρόγραμμα να ξεκινήσει μέσα στον Μάιο, αλλά εντέλει λόγω μιας άλλης συγκυρίας δεν θα ξεκινήσει ακόμη, μάλλον από το καλοκαίρι και μετά.

Ποια είναι αυτή η συγκυρία που σας σταματά;

Μετά από 25 χρόνια απουσίας, το 2000 γύρισα στο θέατρο, αρχικά γράφοντας και αργότερα στη συνέχεια σκηνοθετώντας. Το πρώτο θεατρικό που έγραψα ονομάζεται «Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνάντησε τον Γεώργιο Βιζυηνό» που αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες του Βιζυηνού στο ψυχιατρείο και τη φανταστική επίσκεψη που δέχτηκε από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αυτό το έργο το έκανε παράσταση ο Γιώργος Αρμένης και μάλιστα ήταν πάρα πολύ καλή. Στη συνέχεια έγραψα το «Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Χαλκίδας» που το σκηνοθέτησε και επίσης ανέβασε με εξαιρετική επιτυχία ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Μετά έγραψα ένα έργο «Πόε», στηριγμένο στον Ε. Α. Πόε που ανέβασε ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ και ήταν και αυτή καλή. Έπειτα ανέβασα ένα έργο μου, σε δική μου σκηνοθεσία με το όνομα «Ιερή πόρνη» που και με αυτό πήγαμε επίσης αρκετά καλά και φέτος ξεκινήσαμε ένα άλλο θεατρικό μου. Το θέμα είναι δύο πίνακες του Θεόφιλου που συνομιλούν μεταξύ τους και ονομάζεται «Η ερωτευμένη απελπισθείσα». Την παράσταση αυτή ξεκίνησε να τη σκηνοθετεί μια φίλη που στην πορεία κάτι συνέβη και την ανέλαβα και αυτήν εγώ. Τέλος έχω ξεκινήσει ένα νέο project με το όνομα «Το σημείο του σταυρού», μαζί με φίλους οι οποίοι ποζάρουν ως εσταυρωμένοι. Φτιάχνεται ένα βιβλίο και θα γίνουν και κάποιες εκθέσεις φωτογραφίας.

Ο Γιάννης Σολδάτος
Ο Γιάννης Σολδάτος

Για ποιο λόγο κ. Σολδάτο δεν ασχοληθήκατε περισσότερο ενεργά ως δημιουργός του κινηματογράφου;

Όταν με ρωτούν: «ποιο είναι το πρότυπό σου» απαντώ πως είναι ο Κοκτό που έκανε τα πάντα ταυτόχρονα. Ήταν ποιητής, ζωγράφος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σκηνοθέτης κ.ά. Με ρωτούν πολλές φορές γιατί ασχολούμαι με τόσα πράγματα. Από πανικό θα έλεγα, αν κάνω μονάχα ένα πράγμα και δεν μου πάει καλά, θα πηδήξω από το μπαλκόνι. Αν έκανα μόνο ταινίες, ξεκινούσα να κάνω μια και στη συνέχεια μου έλεγαν: «δεν σου δίνουμε λεφτά», θα τρελαινόμουν! Ενώ τώρα αν δεν μου πάει η ταινία, θα πω δεν πειράζει, θα γράψω το βιβλίο μου, αν δεν μου πάει ούτε το βιβλίο, θα ανεβάσω μια παράσταση στο θέατρο, αν ούτε αυτό μου πάει, θα ασχοληθώ με τις εκδόσεις και εν πάση περιπτώσει κάτι θα έχω να κάνω. Το συγκεκριμένο ήταν και το σημείο διαφωνίας μου με τον μακαρίτη τον Αγγελόπουλο που μου έλεγε: «Ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς» και του έλεγα: «Δεν μπορώ να κάνω αυτό που κάνεις εσύ, Θεόδωρε», δηλαδή να περιμένω τέσσερα και πέντε χρόνια για να κάνω μια ταινία. Ο Αγγελόπουλος αυτό έκανε, για πέντε και έξι χρόνια σκεφτόταν την επόμενη ταινία του, πώς θα είναι, πώς θα είναι τα πλάνα του, πώς θα στήσει τους ηθοποιούς του, πού θα κάνει τα γυρίσματα κτλ. Ήταν μοναδικός στο να κάνει ένα πράγμα με μοναδικό τρόπο.

Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο δημιουργό του χώρου μετά τόσα χρόνια εμπειρίας για το ξεκίνημα του;

Να κάνει αυτό που του αρέσει, να έχει ανοιχτό μυαλό και να δουλεύει πολύ. Μόνο αυτά, δεν μπορεί στο κάτω-κάτω να του πεις και τίποτα άλλο, θα είναι λάθος, ο καθένας είναι ξεχωριστός και έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει και ό,τι του αρέσει.

Πολύ ωραία, θα ήθελα τώρα να μου σχολιάσετε, ως ιστορικός του κινηματογράφου που είστε, δώδεκα γνωστούς σκηνοθέτες από τον σύγχρονο και τον κλασικό κινηματογράφο. Θα σας λέω εγώ τα ονόματα και θα μου κάνετε ένα πολύ σύντομο σχόλιο για τον καθένα, πάμε;

Ναι ξεκινάμε!

1. Όρσον Γουέλς: Η ιδιοφυία

2. Σ. Μ. Αϊζενστάιν: Ο αρχιμάστορας

3. Εμίρ Κοστουρίτσα: Ο ευφάνταστος τσιγγάνος

4. Ζαν Λυκ Γκοντάρ: Ο αναρχικός πάπας

5. Στήβεν Σπήλμπεργκ: Η ιλουστρασιόν βιτρίνα

6. Μικελάντζελο Αντονιόνι: Ο διανοούμενος

7. Λουίς Μπουνιουέλ: Ο μάγος

8. Κένζι Μιζογκούτσι:Τα απόκρυφα ευαγγέλια

9. Πιερ Πάολο Παζολίνι: Το πάντρεμα της θεωρίας με την ποίηση

10. Ίνγκμαρ Μπέρκμαν: Ο άνθρωπος που αναμετρήθηκε με τον θεό

11. Ζακ Τατί: Εκείνος που έδωσε στο ασήμαντο σημαντικότερες διαστάσεις από το σημαντικό

12. Μπράιαν Ντε Πάλμα: Η χολιγουντιανή επιτομή

 

INFO

Ο Γιάννης Σολδάτος γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1952. Είναι συγγραφέας της Iστορίας του Ελληνικού Kινηματογράφου και διευθυντής του εκδοτικού οίκου «Αιγόκερως», που έχει στο ενεργητικό του την κυκλοφορία εκατοντάδων κινηματογραφικών και λογοτεχνικών βιβλίων. Έχει διατελέσει καθηγητής Iστορίας του Kινηματογράφου στις σχολές Σταυράκου και Χατζίκου. Έχει γράψει τα βιβλία: Στον αστερισμό του Κριού (μυθιστόρημα), Τρομαχτικές ιστορίες (διηγήματα), Πολεμικές ιστορίες (διηγήματα), Tο Αίνιγμα (μυθιστόρημα), Eύα, η αγαπημένη των βρικολάκων (νουβέλα), Η πλάνη (νουβέλα), Υποβρύχιος έρωτας (μυθιστόρημα), Ελένη: Λιοσίων 5Α (διηγήματα), Αλέξης Δαμιανός (κριτική βιογραφία), Ζαν-Λικ Γκοντάρ (κριτική βιογραφία), Συνοπτική Iστορία του Ελληνικού Kινηματογράφου, Ελληνικός Κινηματογράφος, ένας αιώνας (πολυτελές πανόραμα), Ένας άνθρωπος παντός καιρού (κριτική βιογραφία του Θανάση Βέγγου). Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες: Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου (παραγωγή «Aιγόκερως»-ET2), Bήματα (παραγωγή «Aιγόκερως»-ET2), Υποβρύχιος έρωτας (παραγωγή «Aιγόκερως»-EΡT-NEW STAR), Tο Aίνιγμα (παραγωγή «Aιγόκερως»-EΡT-EKK-ΦAΣMA), Ένα Σάββατο βράδυ (μικρού μήκους, παραγωγή «Aιγόκερως»-EKK). Έχει επίσης σκηνοθετήσει σαράντα επεισόδια της σειράς Η περιπέτεια ενός ποιήματος (παραγωγή «Aιγόκερως»-ET2), τέσσερα δραματοποιημένα επεισόδια της σειράς Σελίδες με θέα (ET1), τo ντοκιμαντέρ Ένας άνθρωπος παντός καιρού (παραγωγή «Aιγόκερως»-EPT-EKK), πέντε ντοκιμαντέρ με το γενικό τίτλο Καστρολόγος (αναφορά στον Φώτη Κόντογλου – παραγωγή ET1) και δέκα επεισόδια της εκπομπής Παρασκήνιο (ΕΤ1). Τέλος, έχει κάνει την παραγωγή πολλών ραδιοφωνικών εκπομπών, κυρίως με θέμα τον κινηματογράφο.

Δείτε την εισαγωγή από το βραβευμένο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σολδάτου: “ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ: Άνθρωπος παντός καιρού”.

 

Προηγούμενο άρθροΗ Φθινοπωρινή σονάτα του Bergman… στο Artic.gr Festival
Επόμενο άρθροΝίκος Παναγιωτόπουλος: Ένας σκηνοθέτης παντός εποχής.