Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας ποιητής που υπηρέτησε ταυτόχρονα την ιδεολογία και την ποίηση. Ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδέες και έμεινε πιστός σε αυτές μέχρι το τέλος τη ζωής του. Ένας πληθωρικός στην παραγωγή ποιητής που ασχολήθηκε παράλληλα με τη συγγραφή μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Οι παρακάτω στίχοι από τη συλλογή Τα αρνητικά της σιωπής μπορούν να αποτυπώσουν την ίδια του τη ζωή.

«Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη

την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.

Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση»

Η συγγραφή γι’ αυτόν αποτελούσε καθημερινή αναγκαιότητα, σε μια προσπάθεια να κάνει ποίηση την καθημερινότητα, πιστός στο «νόημα της απλότητας». Όλα τα βιώματα του μεταγράφονται σε ποίηση. Μεταγράφει, ακόμη, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος πόλεμος, διώξεις κομμουνιστών, απριλιανή δικτατορία. «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου» αναφέρει η μελετήτρια Χρύσα Προκοπάκη. Ανταποκρίθηκε στα αιτήματα ανανέωσης του μοντερνισμού μαζί με τους σύγχρονούς του Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, συγκροτώντας την ποιητική γενιά του 1930.

Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου «τραγουδούν» τόσο το ισχυρό πολιτικό του όραμα, όσο τον έρωτα και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου. Στη συλλογή Κιγκλίδωμα γράφει «Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο, γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία».

Ο Γιάννης Ρίτσος και τα δύσκολα νεανικά χρόνια

«Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω»[1] όταν γεννήθηκε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος το 1909 στη Μονεμβάσια. Ένα παιδί μεγαλοαστικής οικογένειας, του κτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερία Βουζουναρά, που καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Γυθείου. Η αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου, η απαλλοτρίωση των γαιών και το χαρτοπαικτικό πάθος του πατέρα του οδήγησαν την οικογένεια στην οικονομική κατάρρευση στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920.

Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα, η οικογένεια βίωσε δραματικότερες καταστάσεις. Ό,τι αγάπησε του τα «πήρε ο θάνατος κ’ η τρέλα», θα γράψει ο ίδιος. Ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία πέθαναν το 1921 από φυματίωση. Ο πατέρας του και η αδερφή του Ρούλα έπασχαν από ψυχικά νοσήματα και εισήχθησαν σε ψυχιατρεία. Ο τόπος γέννησης του και το πατρικό σπίτι –αργότερα ως «Νεκρό σπίτι»– επανέρχονται συνεχώς στην ποίηση του.

Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος στο σπίτι του στο κάστρο της Μονεμβασιάς.

Μεγάλο μέρος της ζωής του ο Γιάννης Ρίτσος έζησε μέσα στην ανέχεια. Δούλεψε γραφέας, επιμελητής εκδοτικού οίκου, ηθοποιός και χορευτής. Το 1926 προσβλήθηκε κι’ αυτός από φυματίωση, η οποία τον ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια ενώ παράλληλα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική και ποιητική του σταδιοδρομία.

Το 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και αμέσως μετά στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία συντελέστηκε η επαφή του νεαρού Ρίτσου με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα, μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες άρχισε η μύηση του στις κομμουνιστικές ιδέες. Εκεί, γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Στο διάστημα αυτό, σαράντα νεορομαντικά του ποιήματα, που κινούνταν στο κλίμα μελαγχολίας και νοσταλγίας του μεσοπολέμου, δημοσιεύτηκαν στο Λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1934 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. και άρχισε να συνεργάζεται με το Ριζισπάστη υπογράφοντας ως Σοστίρ, που αποτελεί αναγραμματισμό του ονόματος του.

Η προετοιμασία: Οι πρώτες ποιητικές συλλογές

Η ουσιαστική εμφάνιση του στα νεοελληνικά γράμματα πραγματοποιείται με τις συλλογές Τρακτέρ, 1934, και Πυραμίδες, 1935. Ποιήματα γραμμένα σε αυστηρά έμμετρο στίχο, μαρτυρούν τις επιδράσεις παλαιότερων και σύγχρονων παραδοσιακών ποιητών. Συγκεκριμένα, το καρυωτακικό διακείμενο είναι έντονο και εντοπίζονται στοιχεία από τον Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Κωστή Παλαμά. Οι πρώτες αυτές συλλογές συνεχίζουν το απαισιόδοξο κλίμα του μεσοπολέμου και της ποιητικής γενιάς του 1920. Ωστόσο, η αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης και η ιδεολογική τοποθέτηση του Ρίτσου συνέβαλαν στη διαφοροποίηση του ποιητικού του λόγου από τους νεοσυμβολιστές/νεορομαντικούς.

Το 1936 ο Επιτάφιος κινείται στην ίδια αγωνιστική γραμμή, αγγίζοντας όμως τόνους βαθύτερους. Ο ποιητής εμπνεύστηκε το ποίημα από το τραγικό γεγονός του θανάτου ενός καπνεργάτη στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της βίαιας καταστολής της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών το Μάιο του 1936. Ο Επιτάφιος κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα και τα τελευταία κάηκαν μαζί με άλλα βιβλία από τη δικτατορία του Μεταξά.

Ο Επιτάφιος γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα αξιοποιεί τη παράδοση των δημοτικών μοιρολογιών για να εκφράσει το πόνο της μάνας για το χαμένο γιό της. Το ποίημα απηχεί τον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο, ενώ παράλληλα αφομοιώνει στοιχεία από τα έργα της Κρητικής Αναγέννησης. Στο τέλος του ποιήματος η μάνα εγκαταλείπει το θρήνο για να ενωθεί με τους συντρόφους του γιού της και να αγωνισθεί μαζί τους για την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι ο μόνος δρόμος για να «αναστηθεί» ο γιό της.

[… Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου. ]

Επιτάφιος, ΧΧ, 1936

«Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις»

Το 1937 με το πολύστιχο Το τραγούδι της Αδερφής μου ο Γιάννης Ρίτσος απέσπασε την αναγνώριση του τότε πατέρα των ελληνικών γραμμάτων Κωστή Παλαμά, ο οποίος, τον χαιρέτισε έμμετρα: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Το ποίημα αποτελεί μια ελεγεία για την αδερφή του Λούλα, που η ψυχική της ασθένεια την είχε οδηγήσει στο Δημόσιο Ψυχιατρείο.

Ο Γιάννης Ρίτσος, εγκαταλείπει την παραδοσιακή ποίηση και αναζητεί νέους τρόπους έκφρασης, που κινούνται προς την ανανέωση του ποιητικού λόγου. Από το 1935 και εξής υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και φανερώνονται τα πρώτα υπερρεαλιστικά στοιχεία στο έργο του. Ο ελεύθερος στίχος έχει αρχίσει ήδη να καλλιεργείται στην Ελλάδα και αναδύονται τα πρώτα δείγματα του μοντερνισμού. Είναι η εποχή της νεωτερικότητας, η εποχή του Μυθιστορήματος του Γιώργου Σεφέρη και της Υψικαμίνου του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Η κατοχή, η αντίσταση, οι εξορίες

Λόγω της αγωνιστικής δράσης του ο Γιάννης Ρίτσος τον Ιούλιο του 1948 φυλακίζεται και εξορίζεται στη Λήμνο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και το 1950 στον Άη-Σρτάτη. Στους τόπους εξορίας έρχεται σε επαφή με τους νέους τότε ποιητές Τάσο Λειβαδίτη και Τίτο Πατρίκιο. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και προσχώρησε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου, με την οποία απέκτησε αργότερα την κόρη του Έρη.

Από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα της εποχής είναι το Καπνισμένο τσουκάλι, η Κυρά των Αμπελιών και η Ρωμιοσύνη, που εντάσσονται στη συλλογή Αγρυπνία. Ο θάνατος, η τραγωδία, οι αρρώστιες και το «σκοτάδι» είναι τα θέματα της συλλογής, ως απότοκο των εμπειριών της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Παρ’ όλα αυτά οι θυσίες των αγωνιστών δεν εμφανίζονται μάταιες, υπάρχει το όραμα ενός καλύτερου κόσμου και της δικαίωσης των αγώνων. «Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».

Επιπλέον, ο Γιάννης Ρίτσος στρέφεται προς στο ελληνικό τοπίο. Το ελληνικό τοπίο είναι περήφανο, ελεύθερο και ταυτίζεται με την αντίσταση. Ο ελληνικός χώρος συμμετέχει και αυτός στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα.

[ Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. …]

Ρωμιοσύνη, I, 1954

Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.
Η Τέταρτη Διάσταση

Η δεκαετία 1956-1966 είναι η περίοδος της υψηλής σύλληψης της Τέταρτης Διάστασης, όπου ο Γιάννης Ρίτσος κινείται σε πιο εσωτερικές αναζητήσεις. Ο ίδιος θεωρούσε την Τέταρτη Διάσταση ως «μια σύνοψη όλων των άλλων βιβλίων» του. Η μοναξιά, η στέρηση του έρωτα, η αίσθηση της φθοράς και το γήρας του σώματος κατοικούν στα πολύστιχα έργα της Τέταρτης Διάστασης, τα περισσότερα των οποίων είναι δραματικοί μονόλογοι. Ακόμη, αναδεικνύεται η αξία της απλής ζωή.

Στην Τέταρτη Διάσταση αρχίζει ουσιαστικά η εμπλοκή του Γιάννη  Ρίτσου με την αρχαιότητα σε 12 μείζονες συνθέσεις αρχαιογνωστικού τύπου. Είναι παράλληλα τα ποιήματα στα οποία αναπτύσσεται η μυθολογική μέθοδος και η αντικειμενική συστοιχία, όπως την είχαν εφαρμόσει προηγουμένως ο T. S. Eliot, ο Γιώργος Σεφέρης, αλλά και ο Κ. Π. Καβάφης –με την έλλειψη, όμως, του θεωρητικού πλαισίου των άλλων δύο– . Ο Ορέστης, ο Φιλοκτήτης, η Περσεφόνη, η Ισμήνη, ο Αγαμέμνων και η Ελένη είναι μερικά από τα πρόσωπα με τα οποία συντελείται η αναδρομή του Γιάννη Ρίτσου στον ελληνικό μύθο. Αξιοποιώντας την τεχνική του αναχρονισμού, μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή το μύθο για να μιλήσει για το τραγικό παρόν. «Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος» υπογραμμίζει ο Γιάννης Ρίτσος στη συλλογή Μονόχορδα. Έτσι, το παλιό και το νέο συμπλέκονται διαμορφώνοντας ένα διαχρονικό πλαίσιο.

Η Τέταρτη Διάσταση εγκαινιάζεται με την υποβλητική σύνθεση Σονάτα του σεληνόφωτος το 1956, η οποία κέρδισε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ΄ένα νέο μέσα σε μελαγχολική ατμόσφαιρα.

[… η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου. …]

Σονάτα του σεληνόφωτος, 1956

Ο ποιητής νιώθει επιτακτική την ανάγκη να επανατοποθετηθεί απέναντι στον κόσμο, γιατί του είναι αδύνατο να μη σκέφτεται το αύριο·. Έτσι, καταφεύγει στη διαλεκτική της υποκριτικής, σε προσωπεία μυθικά ή σε στερεότυπα. Ο Louis Aragon προλογίζοντας τη στο περιοδικό Les Lettres françaises θα γράψει γι΄αυτήν: «Από πού έρχεται αυτή η ποίηση; Από πού έρχεται αυτό το ρίγος, όπου τα πράγματα, έτσι όπως είναι, παίζουν ρόλο φαντασμάτων, όπου ο Έλληνας Άμλετ έρχεται αντιμέτωπος όχι πια με τους νεκρούς βασιλιάδες, κι ο καινούργιος Οιδίποδας έρχεται αντιμέτωπος όχι πια με τη Σφίγγα, αλλά με τα ύπουλα οικεία πράγματα και με το καπέλο του πεθαμένου, που πέφτει απ’ την κρεμάστρα στον σκοτεινό διάδρομο.»

Γιάννης Ρίτσος
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος
Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος

Το 1967 ο Γιάννης Ρίτσος συνελήφθη από την απριλιανή δικτατορία και εξορίστηκε στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Με την κινητοποίηση Ευρωπαίων διανοουμένων, μεταξύ των οποίων ο Pablo Picasso, ο Louis Aragon και ο Pablo Neruda, αλλά και εξαιτίας της ασθένειάς του, αφού χειρουργήθηκε στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, παρέμεινε στη Σάμο σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970.

Η ποίηση αυτής της περιόδου σημαδεύεται από τις αρνητικές πολιτικές εξελίξεις της δικτατορίας. Ο σαρκασμός, το μάταιο, το παράλογο, η παραβίαση της λογικής συνοχής και της χρονικής αλληλουχίας είναι τα μέσα που συγκροτούν τη ποιητική φωνή αυτών των χρόνων.

Μετά τη Μεταπολίτευση η αναγνώριση του Γιάννη Ρίτσου συνοδεύτηκε από πλήθος τιμητικών εκδηλώσεων προς το πρόσωπό του στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1975 προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ. Η διεθνής αναγνώριση του κορυφώθηκε το 1977 με την απονομή του Βραβείου Λένιν. Τιμή που ο ποιητής δέχθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση, καθώς το βραβείο αποτελούσε την ύψιστη διάκριση για ένα καλλιτέχνη που είχε αφιερώσει τη ζωή του στο σοσιαλιστικό όραμα. Αργότερα, το 1986 ανακηρύχθηκε Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης από τον ΟΗΕ. Αυτές αποτελούν λίγες από τις διακρίσεις που απέσπασε ο ποιητής.

Παρά τα προβλήματα υγείας του, παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του δημιουργικός, δραστήριος και πιστός στους κοινωνικούς αγώνες. Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Άφησε πίσω του πενήντα ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος στον ελεύθερο χρόνο του ασχολούνταν με τις εικαστικές τέχνες. Ήταν ένας άλλος τρόπος άσκησης της ποίησης.
Αντί επιλόγου

Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι
Το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι
Είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
Ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
Που αδιάκοπα θα λέει “ναι” και πάλι “ναι”
Σε όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

Ο ποιητής, Τα αρνητικά της σιωπής, 1987


[1]  Στίχος από το ποίημα Πρωτομαγιά του 1944 του Κώστα Βάρναλη.

Πηγές:


  • Διαλησμάς Στέφανος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1981
  • Προκοπάκη Χρύσα, Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος, Αθήνα, 1981
  • Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, Κέδρος, Αθήνα, 2008

http://yannisritsos.gr/

Προηγούμενο άρθροΜήδεια, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Πορεία
Επόμενο άρθροΗ Αλεξάνδρα Χασάνη και οι «Ελιγμοί» της εξουσίας