Βίος και Πολιτεία της Λόλας και του Γιώργου

Νέα Ορλεάνη, Περού, Βραζιλία, Καναδάς, Ρουμανίហλίγα από τα λιμάνια στα οποία προσάραξαν τα πλοία που δούλεψε ο  Γιώργος. Αθήνα, Κρήτη, Πύργος, Ναύπλιο, Παρίσιž κάποιες από τις πόλεις που ταξίδεψε στα νιάτα της η Λόλα. Στην τελευταία νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη—το λογοτεχνικό είδος στο οποίο έχει κατασταλάξει από το 2010—παρακολουθούμε την αμοιβαία κατάθεση ψυχής ενός ναυτικού και μίας πόρνης, οι οποίοι, μολονότι μεταξύ τους άγνωστοι, χάραξαν κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους βίου τους μια εν πολλοίς παράλληλη πορεία. Με την Πρώτη φλέβα, ο ‘εναλλακτικός’ συγγραφέας, που με έδρα τη Χίο δραστηριοποιείται πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά, μας δίνει ένα άρτιο θεματικά και υφολογικά έργο, που διαβάζεται αβίαστα, προβληματίζει και συγκινεί.

‘Ας πούμε, η ζωή είναι σαν ένα μεγάλο τραπέζι που τα ‘χει όλα επάνω.

Αν δεν τα δοκιμάσεις όλα, πεθαίνεις πεινασμένος, όχι χορτάτος.’

Η Λόλα από το 1960 ως το 1990 εργάζεται ως πόρνη στη Ντάπια των Χανίων, ενώ ο Γιώργος την ίδια περίοδο ταξιδεύει ως ναυτικός ανά την υφήλιο. Παρακολουθούμε εναλλάξ δύο ξεχωριστές ιστορίες ζωής, των οποίων τη διασύνδεση διαπιστώνουμε μόλις στο τέλος της νουβέλας. Μυθοπλαστικά, οι δύο ήρωες ‘ενώνονται’ με θρησκευτικούς δεσμούς, καθότι η Λόλα, ‘η πρώτη φλέβα’, βαφτίζει σε μικρή ηλικία τον Γιώργο και άθελά της προδιαγράφει το μέλλον του. Κατά συνέπεια, οι δυο τους φέρουν πολλά κοινά στοιχεία, όπως τη διαρκή κινητικότητά (πραγματική ή νοερή) και ‘κοινωνικότητα’, γνωρίζοντας ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων και συνάπτοντας εφήμερους ερωτικούς δεσμούς με τους περισσότερους από αυτούς. Οι πολλαπλοί αρραβώνες της Λόλας δεν στεριώνουν καθώς ‘τον γάμο δεν τον είχ[ε] σε πολλή υπόληψη’ και αντίστοιχα οι σχέσεις του Γιώργου με τις πόρνες των λιμανιών έχουν ως ημερομηνία λήξης την αναχώρηση του εκάστοτε καραβιού. Άλλωστε, στόχος του είναι να κάνει ‘μια ζωή τουριστική’ συλλέγοντας (σεξουαλικές κυρίως) εμπειρίες. Η Λόλα υιοθετεί μια συναφή βιοθεωρία, μετακινούμενη από πόλη σε πόλη, αποζητώντας την αλλαγή και την αίσθηση νομαδικής ελευθερίας. Ταυτόχρονα, δεν επιτρέπει το επάγγελμά της να απομυζήσει τις δημιουργικές τις δυνάμεις αλλά επιβεβαιώνει πως τα ομορφότερα ταξίδια γίνονται από ανοιχτά παράθυρα, εξομολογούμενη πως ‘εγώ ταξίδευα στην Αφρική, ταξίδευα στην Αυστραλία […] το σώμα μου ήταν εκεί αλλά το μυαλό και η ψυχή μου ήταν αλλού. […] Σε άλλα μέρη ταξίδευα, όχι σε ανθρώπους. Ναι ναι τους έλεγα και μέτραγα από μέσα μου αστέρια και φεγγάρια’.

Γιάννης Μακριδάκης

Ένας ακόμη κοινός παρονομαστής των δύο χαρακτήρων είναι η διεκδίκηση της αυτονομίας και ο φόβος της δέσμευσης, ο οποίος τροχοπεδεί κάθε συναισθηματική επένδυση. ‘Ήμουνα κυρία του εαυτού μου’ δηλώνει η Λόλα η οποία δεν ανέχεται κανενός είδους καταπίεση, οικογενειακή, συναισθηματική ή επαγγελματική, αλλά ούτε και την παραμικρή εξάρτηση (π.χ. στον καφέ ή το τσιγάρο), και αντιδρά βίαια όταν απειλείται η ανεξαρτησία της. Αντίστοιχα, ο Γιώργος, όσο εργάζεται, έχει μόνο περιστασιακές σχέσεις με πόρνες, η στενότερη επαφή με τις οποίες του προκαλεί αισθήματα δυσφορίας—‘ένιωθα ότι πνιγόμουνα ότι χάνω τη ζωή μου μαζί της’. Ο γάμος του αποδεικνύεται επίσης με ημερομηνία λήξης. Έτσι, τα γηρατειά βρίσκουν τους δύο ήρωες απομονωμένους, έχοντας αποσυρθεί σε ένα απροσδιόριστο, επαρχιακό περιβάλλον. Η σταθερή στη έργο του Μακριδάκη θεματική της μοναχικότητας (βλ. Στη δεξιά τσέπη του ράσου, Λαγού μαλλί, Του θεού το μάτι) επανέρχεται στη Πρώτη φλέβα, αν και βιώνεται διαφορετικά από τον κάθε χαρακτήρα. Η μεν Λόλα πρεσβεύει τη μοναξιά ως στάση ζωήςž ‘όχι δεν με πειράζει καθόλου που είμαι μόνη μου εδώ, εγώ το επέλεξα’ υποστηρίζει με πάθος και ‘δε νοσταλγ[εί] τίποτα’ στη δύση της ζωής της. Ο δε Γιώργος, μολονότι έχει επίσης πλούσια βιώματα και δεν μετανιώνει για τις επιλογές του παρελθόντος, αντιμετωπίζει τη μοναξιά με κάποια μελαγχολία ως αναγκαίο συμβιβασμό. ‘Ύστερα από τόσες γυναίκες κατάληξα εδώ άρρωστος, μόνος κι έρημος. Τι να πεις. Όλα κείνα φέραν τούτα’, θα παραδεχτεί με πικρία στο τέλος της νουβέλας.

Καθώς στοχάζονται πάνω στη ζωή τους και εξιστορούν τα πάθη, τα λάθη, και τα κατορθώματά τους, η Λόλα και ο Γιώργος εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις για το επάγγελμα της πόρνης. Ενώ και οι δύο το φυσικοποιούν, η Λόλα  δεν κατατάσσει τον εαυτό της στους ‘κανονικούς’ ανθρώπους’ αλλά υιοθετεί μια διπλή ζωή εντός και εκτός εργασίας και αφήνει να διαφανεί το τραυματικό οικογενειακό της παρελθόν Ασκεί το επάγγελμά της από επιλογή με αξιοπρέπεια και κάποια τρυφερότητα, προκρίνοντας τη δυνατότητα που της δίνει να είναι αυτεξούσια. Από την άλλη, ο Γιώργος, ως ναυτικός που, όπως δηλώνει, ωρίμασε και ανδρώθηκε μες στα μπουρδέλα, το σήμα κατατεθέν του κάθε λιμανιού, αποδέχεται την κανονικότητα της εκπόρνευσης, διατηρώντας, ωστόσο, μια στάση σεβασμού ‘δεν μ’ άρεσε να πληρώνω τις γυναίκες, χάλαγα λεφτά… αλλά όχι να τις πληρώνω’. Παράλληλα με τις μικρο-ιστορίες των χαρακτήρων ο Μακριδάκης σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο το πνεύμα ενός κόσμου οριστικά χαμένου: τις κακουχίες της ζωής στα βαπόρια, τον παλμό της κοινότητας των απανταχού Ελλήνων ναυτικών, τον κοινωνικό συντηρητισμό και πολιτικό αυταρχισμό επί δικτατορίας, και σε ένα μικρότερο βαθμό τις έμφυλες σχέσεις και διακρίσεις.

Γιάννης Μακριδάκης
Γιάννης Μακριδάκης

Για άλλη μια φορά ο Μακριδάκης σχεδιάζει και αναπτύσσει επιμελώς ζωντανούς χαρακτήρες. Ο λόγος του ταυτίζεται με τη φυσική, ρέουσα γλώσσα των άσημων ανθρώπων της επαρχίας και ενσωματώνει λέξεις από την επαγγελματική αργκό των χαρακτήρων, μαζί με τη χαλαρή (και συχνά επαναληπτική) δομή της προφορικής αφήγησης. Όπως και σε άλλα βιβλία του Μακριδάκη, η αφήγηση χρωματίζεται ή/και διαμορφώνεται από μαρτυρίες ανθρώπων της περιφέρειας. Αυτό αιτιολογεί και τη δομή της νουβέλας, δηλαδή τους παράλληλους μονολόγους/εξομολογήσεις των χαρακτήρων σε έναν ανώνυμο ακροατή/ερευνητή. Η συγγραφική αυτή τεχνική—που μας θυμίζει της αναπαράστασης της πράξης του αφηγείσθαι στη συλλογή διηγημάτων Γκιακ του Δημοςθένη Παπαμάρκου—αναμειγνύει το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία και ενεργοποιεί την προσοχή του αναγνώστη, ο οποίος ως δέκτης μιας δήθεν ‘ανεπεξέργαστης’ πρωτοπρόσωπης αφήγησης προσηλώνεται στη σταδιακή μνημονική ανασυγκρότηση του παρελθόντος.

 ‘Τίποτα δε μου λείπει, ούτε και με στενοχωρεί.

 Τα χρόνια που φύγανε, περάσανε

 Η ζωή συνεχίζει δεν μένει στάσιμη.’

Εν τέλει, οι αναστοχαστικοί μονόλογοι της Λόλας και του Γιώργου τέμνονται στην θετική αποτίμηση του πολυτάραχου παρελθόντος και τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς ως στάση ζωής απέναντι στις κοινωνικά επιλήψιμες πράξεις τους. Από τη βοή των λιμανιών μέχρι τα ‘σπίτια’ εργασίας της Ντάπιας, οι ήρωες ζουν με πάθος (σ)το παρόν, θέτοντας σε προτεραιότητα την αυτονομία τους. Τις συνέπειες αυτών των επιλογών—ως αίσθημα της πληρότητας για τη Λόλα και αναπόφευκτος συμβιβασμός για το Γιώργο—καλούνται να αντιμετωπίσουν στον μοναχικό επίλογο του βίου τους.

Πληροφορίες Βιβλίου: Γιάννης Μακριδάκης, Η πρώτη φλέβα
  • Τίτλος: Η πρώτη φλέβα
  • Συγγραφέας: Γιάννης Μακριδάκης
  • Εκδόσεις:  Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • ISBN: 978-960-051-665-4
  • Σελίδες: 132
Προηγούμενο άρθροΘα σε Περιμένω, Πάντα – La Corrispondenza
Επόμενο άρθροΟιδίποδας Τύραννος: Το Θέατρο Βαχτάνγκοφ συναντά το Εθνικό Θέατρο
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com