Το 1997 ο Μίκαελ Χάνεκε γυρίζει στην Αυστρία το Funny Games. Αφού προκάλεσε ρίγη ανατριχίλας στην επίσημη πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, η ταινία έμελλε να συγκλονίσει και να στοιχειώσει κοινό και κριτικούς, καταξιώνοντας ταυρόχρονα τον δημιουργό της και ωθώντας τους μελετητές του σινεμά σε μια ολιστική προσέγγιση πάνω στο κινηματογραφικό σύμπαν του Χάνεκε. 21 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, το Funny Games παραμένει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και γνήσια τρομακτικές κινηματογραφικές απόπειρες ενδοσκόπησης πάνω στην βία ως κομμάτι της κοινωνίας του θεάματος.

Με μια ματιά…

Η Άννα, ο Γκεόργκ και ο γιος τους καταφτάνουν στην  εξοχική τους κατοικία για να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ενώ απολαμβάνουν την θερινή ραστώνη και την ευχάριστη ρουτίνα της καθημερινότητας τους, εισβάλλουν στο σπίτι δύο ευκατάστατοι, ασπροντυμένοι νεαροί. Κάπου εκεί θα ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι από βίαια και σαδιστικά παιχνίδια σε βάρος της οικογένειας. Οι όροι των δύο νέων είναι απλοί: άνδρας, γυναίκα και γιος θα έχουν δολοφονηθεί μέσα στις επόμενες 24 ώρες.

Το ξέσπασμα της βίας

Ανατρέχοντας στην φιλμογραφία του Χάνεκε θα διαπιστώσει κανείς ότι στο επίκεντρο των κινηματογραφικών του θεματικών βρίσκεται η ανάλυση της βίας. Από την πιο πρόσφατη «Λευκή Κορδέλα» μέχρι τα παλαιότερα «Κρυμμένος» και «Benny’s Video», ο αυστριακός auteur καταπιάνεται με τις αιτίες που γεννούν το έγκλημα, καθώς και με την ηθική και κοινωνική του διάσταση. Στο Funny Games η μελέτη του Χάνεκε αφορά στον ρόλο της βίας ως κομμάτι της pop κουλτούρας και της δυτικής αντίληψης που καθιστά την αναπαράσταση της, μέσο ψυχαγωγίας του κοινού.

Διαβάζοντας κανείς την πλοκή πιθανόν να του έρθει στο μυαλό μια κλασσική χολιγουντιανή horror movie. Στην πραγματικότητα, όμως, το Funny Games αποτελεί ένα αιχμηρό σχόλιο κι ένας τρομακτικός σαρκασμός του Χάνεκε πάνω σε αυτό ακριβώς το κινηματογραφικό είδος.

Ο Χάνεκε καυτηριάζει τα αμερικάνικα θρίλερ στα οποία η βία αποτελεί απλώς ένα ευφάνταστο μέσο έτσι ώστε να περάσει καλά το κοινό, αντιπαραβάλλοντας την δική του οπτική πάνω στην βία και στο έγκλημα. Στο Funny Games η βία και το έγκλημα δεν απεικονίζονται ποτέ, αλλά υπονοούνται. Οι σκηνές, άλλωστε, με την μεγαλύτερη ένταση είναι αυτές ακριβώς πριν και μετά την τέλεση του εγκλήματος. Όπως, έχει δηλώσει μάλιστα ο ίδιος ο Χάνεκε «είναι πολύ πιο τρομακτικό να βάλεις το κοινό να φανταστεί κάτι, παρά να του το παρουσιάσεις αυτούσιο». Αυτό το οποίο, όμως,  απεικονίζεται με τρόπο ωμό και σχεδόν κυνικό είναι η επίδραση και η διάσταση της βίας. Μακριά από την αφελή χολιγουντιανή αντίληψη, στο Funny Games η βία αντιμετωπίζεται ως μια απάνθρωπη, σκληρή και βαθιά ψυχοφθόρα εμπειρία. Ο Χάνεκε κατορθώνει με χειρουργική ακρίβεια να αναδείξει αυτή την κομβική διαφορά, όμως δεν μένει εκεί!

Funny Games
Ο Arno Frisch μας κλείνει περιπαικτικά το μάτι κάνοντας μας συνένοχους στο έγκλημα.
Σπάζοντας όλα τα κλισέ

Η ιδέα ενός διδύμου εγκληματιών με εμφανώς διαταραγμένη ψυχοπαθολογία δεν είναι κάτι καινούργιο. Επίσης δεν είναι η πρώτη ταινία στην οποία ο θεατής γίνεται μάρτυρας μιας εισβολής και μιας σειράς βασανιστηρίων. Τα παραπάνω αποτελούν συχνά κλισέ στο είδος των ταινιών τρόμου.  Ο Χάνεκε χτίζει ευφυώς την πλοκή της ταινίας του πάνω σε αυτά τα αμερικάνικα κλισέ, έτσι ώστε στη συνέχεια να τα απομυθοποιήσει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο.

Όσον αφορά τους κακοποιούς πολύ γρήγορα θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχουν ούτε προσωπικά, ούτε οικονομικά κίνητρα, ενώ η ψύχωση τους δεν αποδίδεται σε κάποιο τραύμα από το παρελθόν, όπως συμβαίνει συνήθως στα θρίλερ. Ο Χάνεκε αδιαφορεί πλήρως για την ανεύρεση των κινήτρων τους. Η ουσία βρίσκεται στην πηγαία δίψα τους και στην σχεδόν σεξουαλική ηδονή που αντλούν από τα βίαια, σαδιστικά παιχνίδια τους. Από την στιγμή που δεν υπάρχουν ούτε κίνητρα, ούτε βαθύτερες αιτίες, στην θέση των δύο νέων θα μπορούσε να βρίσκεται ο οποιοσδήποτε. Άρα και ο καθένας από εμάς.

Ο Χάνεκε συνεχίζει τα «παράξενα παιχνίδια» του με το κοινό όταν ακυρώνει κάθε προσπάθεια των θυμάτων να απελευθερωθούν. Όταν ο εννιάχρονος γιος δραπετεύει, ο Χάνεκε καλλιεργεί ελπίδες στους θεατές, όμως πολύ γρήγορα θα τις γκρεμίσει. Το αποκορύφωμα αυτού του παιχνιδιού με το κοινό συντελείται στην σκηνή, όπου λίγο πριν το φινάλε η γυναίκα σκοτώνει τον έναν εγκληματία. Κι ενώ ο Χάνεκε ζεσταίνει εκ νέου τις προσδοκίες του κοινού γίνεται το εξής απίστευτο: ο άλλος νεαρός χρησιμοποιεί το remote control του βίντεο για να γυρίσει πίσω την σκηνή και να αποτρέψει την γυναίκα από την δολοφονία του παρτενέρ του. Μετά από αυτό καθίσταται σαφές ότι στον τίτλο της ταινίας δεν υπονοούνται μόνο τα «παιχνίδια» των εισβολέων με τα θύματα τους, αλλά και τα παιχνίδια του δημιουργού με το κοινό του.

Είμαστε όλοι συνένοχοι!

Στο Funny Games από την μια συμπάσχουμε τα θύματα, από την άλλη άθελα μας γινόμαστε συμμέτοχοι στο ίδιο το έγκλημα. Ο Χάνεκε φροντίζει για αυτό βάζοντας συχνά τον κορυφαίο από τους δύο εγκληματίες (τον εξαιρετικό Arno Frisch) να απευθύνεται άμεσα στο κοινό κοιτώντας την κάμερα και θέτοντας μας ερωτήματα.

Όταν οι δύο εισβολείς βάζουν το στοίχημα με τα θύματα τους, ο Frisch γυρνάει στην κάμερα και μας ρωτάει «ποιος πιστεύουμε ότι θα το κερδίσει». Λίγο αργότερα όταν ο σύζυγος παρακαλεί τους εγκληματίες να δώσουν τέλος σε αυτό το βασανιστήριο, ο Frisch ξαναζητάει την συμβουλή μας υποστηρίζοντας ότι «δεν νομίζει ότι μας αξίζει ένα τέτοιο κινηματογραφικό φινάλε». Χαρακτηριστικότερη, όμως, σκηνή της ταινίας είναι αυτή στην οποία ο Frisch μας κλείνει το μάτι περιπαικτικά. Κάπου εκεί καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ηδονοβλεψίες και αόρατοι μάρτυρες της κτηνωδίας που εκτυλίσσεται στην οθόνη.

Φυσικά το κοινό δεν εξισώνεται με τους δύο εγκληματίες. Τα παραπάνω κινηματογραφικά ευρήματα, όμως, αναδεικνύουν την πρόθεση του Χάνεκε να αναδείξει την εξάρτηση του σύγχρονου κοινού από την αναπαράσταση της βίας σε κάθε της έκφανση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο θύτες, ενόσω βασανίζουν τα θύματα τους, παρακολουθούν τηλεόραση. Ο ρόλος των ΜΜΕ λειτουργεί καθοριστικά στην υιοθέτηση της βίας από τις μάζες. Όπως μας θυμίζουν και οι δύο εγκληματίες κάθε φορά που τα θύματα τους ικετεύουν να τερματίσουν την κτηνωδία: «να μην ξεχνάμε ποτέ την αξία της ψυχαγωγίας».

Funny Games
Η Naomi Watts στο remake του 2007.
Funny Games U.S

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2007, ο Χάνεκε θα ξαναγυρίσει στις Η.Π.Α. το Funny Games και θα γίνει ο δεύτερος σκηνοθέτης στην ιστορία του σινεμά που κάνει remake δικής του ταινίας σε άλλη χώρα. Πρώτος υπήρξε ο Hitchcock με τον «Άνθρωπο που ήξερε πολλά». Παρακολουθώντας, βέβαια, την ταινία καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με remake, αλλά με μια αντιγραφή της πρώτης ταινίας. Για αυτό τον λόγο, ίσως, η ταινία δεν έλαβε καλές κριτικές.

Η επιλογή του Χάνεκε, όμως, να γυρίσει την ταινία του στην Αμερική και μάλιστα χωρίς να αλλάξει σχεδόν τίποτα από την αρχική version δεν είναι καθόλου τυχαία. Θα έλεγε κανείς πως αποτελεί μια προέκταση του δικού του παιχνιδιού με το κοινό. Άλλωστε, το αυστριακό Funny Games λειτουργεί σαν μια σαδιστική ειρωνεία στις αμερικάνικες ταινίες τρόμου. Φανταστείτε πόσο ειρωνικό είναι να γυρίζεις το remake αυτής της ταινίας στις ΗΠΑ με πρωταγωνιστές κορυφαία χολιγουντιανά ονόματα, όπως η Ναόμι Γουότς και ο Τιμ Ροθ.

Εν κατακλείδι…

20 χρόνια μετά, το Funny Games αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σπουδές πάνω στον ρόλο της βίας ως κομμάτι της κινηματογραφικής δημιουργίας. Το έργο του Μίκαελ Χάνεκε εξακολουθεί να απασχολεί το σινεφίλ κοινό με τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς τους οποίους θέτει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το Funny Games έχει εντυπωθεί στην πρόσφατη ιστορία του σινεμά, ως μια από τις πιο σοκαρίστηκες και τρομακτικές κινηματογραφικές εμπειρίες.

Trailer

Συντελεστές/Χαρακτηριστικά

  • Funny Games / Παράξενα Παιχνίδια
  • Έτος Παραγωγής: 1997.
  • Σκηνοθεσία: Michael Haneke.
  • Σενάριο: Michael Haneke.
  • Πρωταγωνιστούν: Susanne Lothar, Ulrich Mühe, Arno Frisch, Frank Giering
  • Φωτογραφία: Jürgen Jürges.
  • Παραγωγός: Veit Heiduschka.
  • Γλώσσα: Αυστριακά
  • Διάρκεια: 108 min.

Πηγές


 

Προηγούμενο άρθροΑπό την Αντιγόνη στη Μήδεια του Κώστα Γάκη στο Θέατρο Άλφα.Ιδέα
Επόμενο άρθρο«Ο Χορός Των Νεράιδων» της Ηλιάνας Βολονάκη από τις εκδόσεις Bookstars
Θοδωρής Λέννας
Σπουδάζει στην Νομική του ΑΠΘ, αλλά κρυφό πάθος του είναι το σινεμά από όταν παρακολούθησε στα 5 του το "Duck Soup" των αδερφών Μαρξ σε ένα θερινό της Αθήνας. Αρθρογραφεί για θέματα κινηματογράφου από τα μικράτα του σε έντυπα και ιστοσελίδες. Συμμετέχει στο Artic.gr από τον χειμώνα του 2017.