Η Λογοτεχνία και γενικότερα η τέχνη κωδικοποιεί με τον δικό της τρόπο τα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και πνευματικά γεγονότα της ανθρώπινης εξέλιξης στη μακραίωνη πορεία του είδους μας. Γι’ αυτό, η ερμηνευτική προσέγγιση της λογοτεχνίας απασχόλησε εκπροσώπους συχνά διαφορετικών κλάδων της γνώσης, προτείνοντας ο καθένας τη δική του οπτική γωνία στην κατανόηση του λογοτεχνικού κειμένου (βλ. Φρόυντ). Σε κάθε περίπτωση, λογοτεχνική παραγωγή και επιστήμη ή κοινωνική αλλαγή δεν λειτούργησαν ανεξάρτητα, καθώς η ιστορία των πολιτισμών αποδεικνύει με ποικίλους τρόπους ότι αλληλοεπιδρούν με σημαντικές συνέπειες για την πορεία τόσο της λογοτεχνικής γραφής, όσο και της διαμόρφωσης των ιδεών στον χώρο της επιστήμης ή της κοινωνικής οργάνωσης.
Το παρόν άρθρο θα παρουσιάσει συνοπτικά ένα από τα πιο έκδηλα παραδείγματα συνάντησης επιστήμης και λογοτεχνικής έκφρασης, την ψυχαναλυτική θεωρία. Θα εστιάσει, μάλιστα, στη συσχέτιση της λογοτεχνικής πράξης με τις βασικές αρχές της, τις οποίες διατύπωσε ο Αυστριακός ψυχίατρος, Σ. Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856-1939). (Culler, 2013· Abrams, 2005)
Φρόυντ, ψυχανάλυση και πολιτισμική ιστορία
Ο ιδρυτής της ψυχαναλυτικής μεθόδου ανέπτυξε την εν λόγω θεραπευτική προσέγγιση ως μέσο κλινικής αντιμετώπισης των νευρώσεων, αλλά σύντομα διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της. Έτσι, συμπεριέλαβε στη θεωρία του αναλύσεις που επηρέασαν σημαντικά την πολιτισμική ιστορία, τη λογοτεχνική παραγωγή και τη θρησκεία. Τα σχόλια του Φρόυντ σε διαλέξεις που δημοσίευσε στη μελέτη του με τίτλο Εισαγωγή στην ψυχανάλυση (1917), συγκρότησαν το θεωρητικό πλαίσιο της σχολής που ονομάζεται ψυχαναλυτική ερμηνεία της τέχνης και της λογοτεχνίας. (Abrams, 2005· Μυλωνάς, 2012)
Αυτή η προέκταση της ψυχανάλυσης σε νέα πεδία έρευνας αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη της διάδρασης μεταξύ πεδίων της πολιτισμικής και κοινωνικής πραγματικότητας, εφόσον η μελέτη της λογοτεχνίας επέτρεψε στον Φρόυντ τη διατύπωση των αρχών της θεωρίας του (βλ. Οιδιπόδειο σύμπλεγμα με βάση τη τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος). Την ίδια στιγμή, η θεωρία του επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της λογοτεχνικής γραφής. (Χαρτοκόλλης, 1999· Freud, 2008· Robinson, 1993)
Κατ’ επέκταση, ο αντίκτυπος της ψυχαναλυτικής θεωρίας στην αποτίμηση της λογοτεχνικής γραφής είναι διττός, καθώς λειτουργεί τόσο ως τρόπος ερμηνείας της ψυχικής κατάστασης, όσο και ως εργαλείο μελέτης της συσχέτισης ανθρώπου και γλώσσας. Έτσι, προσφέρει μια ολοκληρωμένη εκδοχή κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού, οργανώνοντας εννοιολογικά εργαλεία ικανά να εφαρμοστούν αυτούσια στην ερμηνεία του μυθοπλαστικού κόσμου. Υπό αυτό το πρίσμα, η φροϋδική θεωρία και η ψυχαναλυτική μέθοδος μπορεί να λειτουργήσει ως τρόπος κατανόησης και εμβάθυνσης: α) στον ψυχισμό του συγγραφέα β) στην αποκωδικοποίηση της σκέψης και δράσης των μυθοπλαστικών προσώπων και γ) στους μηχανισμούς αλληλεπίδρασης μεταξύ αναγνώστη και λογοτεχνικού κειμένου, πάντα με βάση τις αρχές της ψυχανάλυσης. (Abrams, 2005· Culler, 2013· Ήγκλετον, 1989)
Μια εισαγωγή στις αρχές της ψυχοκριτικής
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ο ανθρώπινος ψυχισμός διακρίνεται στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο/ασυνείδητο, με το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του να είναι αθέατο και μη προσβάσιμο από τη συνείδηση. Ο Φρόυντ επεσήμανε ότι στη διάρκεια της ζωής οι επιθυμίες και φόβοι που απωθούνται στο ανθρώπινο υποσυνείδητο, συνεχίζουν με λανθάνοντα τρόπο να επηρεάζουν το άτομο, χωρίς να το γνωρίζει. (Freud, 2008) Πάντως, το περιεχόμενο του υποσυνείδητου φανερώνεται στα όνειρα, στους συνειρμούς και στις φαντασιώσεις. Ο Φρόυντ σταδιακά εκλέπτυνε περισσότερο τη θεωρία του και προχώρησε σε μια τριπλή διάκριση των ψυχικών φαινομένων. Τα όψιμα συμπεράσματά του συνόψισε στο έργο του Νέα σειρά των παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση (1932).
Ειδικότερα, διέκρινε τις εξής σφαίρες στις ψυχικές διεργασίες: α) το «Αυτό» με το οποίο αναφέρεται στο υποσυνείδητο. Εκεί εγγράφονται οι βασικές ορμές της ζωής και απωθούνται οι εμπειρίες ή οι επιθυμίες που θεωρούνται ως επιβλαβείς από τη συνείδηση. β) Στο «Υπερεγώ», το οποίο συνιστά τον ηθικό κώδικα του ατόμου, λειτουργώντας ως η προβολή της κοινωνικής νόρμας και ως κληρονομιά του γονικού ελέγχου και γ) το «Εγώ» που αναλαμβάνει να ισορροπήσει ανάμεσα στα ορμέμφυτα του «Αυτό» και τις απαιτήσεις του «Υπερεγώ». Για να καταφέρει η συνείδηση αυτή την εξισορρόπηση, ο κάθε άνθρωπος επιστρατεύει μια σειρά αμυντικών μηχανισμών, όπως η απώθηση, η συμπύκνωση, συμβολισμός κ.α. (Abrams, 2005 · Χαρτοκόλλης, 1999)
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρατήρησε ότι η καλλιτεχνική πράξη λειτουργεί ως ένα είδος φαντασίωσης που επιτρέπει στον δημιουργό να εκφράσει όψεις του υποσυνειδήτου του, άλυτες συγκρούσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στα όνειρα. Η αισθητική μορφοποίηση οδηγεί σε μια εκ νέου διευθέτηση ισορροπιών ανάμεσα στο «Εγώ» στο «Αυτό» και το «Υπερεγώ» του συγγραφέα, αλλά και του αναγνώστη. (Abrams, 2005· Freud, 1994)
Δημιουργικότητα και παιδική φαντασία
Τις παρατηρήσεις αυτές για τη σύνδεση λογοτεχνικού έργου και ανθρώπινου ψυχισμού, ωστόσο, δεν τις διατυπώνει πρώτος ο Φρόυντ. Τις συναντάμε ήδη στην κοσμοθεωρία του ρομαντισμού στις αρχές του 19ου αιώνα, κίνημα που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία του δημιουργού. Οι συγγραφείς και κριτικοί του ρομαντισμού θα τονίσουν από νωρίς ότι το λογοτεχνικό έργο βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με τον πνευματικό και συναισθηματικό κόσμο του δημιουργού. Από τη δεκαετία του 1920, όμως, η ψυχολογική κριτική αποτίμηση της λογοτεχνικής γραφής θα λάβει νέες διαστάσεις μέσα από την σκέψη του Φρόυντ. Ο Αυστριακός γιατρός θα επισημάνει ότι η έρευνα των λογοτεχνικών κειμένων μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην προσπάθεια κατανόησης των ευεργετικών συνεπειών της δημιουργικότητας στον ανθρώπινο ψυχισμό. (Abrams, 2005)
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, η καλλιτεχνική έκφραση συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο την ενασχόληση των παιδιών με το παιχνίδι. Ο δημιουργός πλάθει, όπως και το παιδί, έναν δικό του σύμπαν. Συνεπώς, το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα, αφού τόσο ο δημιουργός, όσο και το παιδί, αξιοποιούν αντικείμενα της πραγματικότητας ως μέσο διαμεσολάβησης μεταξύ φαντασίας και υλικού κόσμου. Αυτά τα αντικείμενα λειτουργούν δηλαδή ως διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο παιχνίδι και την ονειροπόληση. (Tadié, 2001· Culler, 2013· Μίντζηρα, 2015) Γενικά, ο Φρόυντ θεωρούσε ότι πολλές απόψεις της ψυχανάλυσης προϋπήρχαν σε λανθάνουσα ή σπερματική μορφή στο έργο διορατικών συγγραφέων. Κατ’ επέκταση, εφάρμοσε τη μέθοδό του, για να πραγματευθεί συνοπτικά το λανθάνον περιεχόμενο των έκδηλων χαρακτήρων ή γεγονότων σε λογοτεχνικά έργα του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι και του μυθιστορήματος Gradiva, του Δανού W. Jensen (1907) (Abrams, 2005· Φρόυντ, 1994)
Η δημιουργική έκφραση ως λύση των ψυχικών συγκρούσεων
Σε κάθε λογοτεχνική δημιουργία, ο Φρόιντ τόνιζε ότι αναγνωρίζει την ικανότητα των δημιουργικών συγγραφέων να εμβαθύνουν στην ψυχολογία του ανθρώπου. (Χαρτοκόλλης, 1999) Στα δημιουργικά άτομα το υποσυνείδητο καταφέρνει να μετουσιωθεί σε μια υψηλότερης μορφής πνευματική έκφραση και να αποτυπωθεί αισθητικά. (Abrams, 2005· Tadié, 2001· Φρομ, 1975) Η διαπίστωση αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον του Φρόιντ για τους δημιουργούς και την τέχνη/λογοτεχνία ως ψυχική αποτύπωση. Θεωρούσε ότι αυτή η ικανότητα αυτοθεραπείας του δημιουργού και δέκτη του έργου δια της αισθητικής μετουσίωσης των ψυχικών καταστάσεων είναι μυστηριώδης. Γι’ αυτό, παραμένει εν πολλοίς ένα αίνιγμα, αφού δεν μπορούσε να εξηγηθεί από την ψυχανάλυση. (Freud, 2008, 1994)
Γράφει σχετικά: «Αναρωτιόμαστε από τι πηγές αντλεί το υλικό του το παράξενο αυτό όν, ο δημιουργικός συγγραφέας και πώς καταφέρνει να μας εντυπωσιάσει, έτσι ώστε να διεγείρει μέσα μας συναισθήματα τέτοια που ίσως να μην είχαμε ποτέ φανταστεί πώς ήταν δυνατόν να έχουμε. […] Ακόμα και η πιο διορατική κατανόηση για το τι επιτρέπει στον συγγραφέα να επιλέγει το υλικό του και να το μεταμορφώνει σε δημιουργική φαντασία δεν θα μας βοηθούσε ποτέ να γίνουμε κι εμείς δημιουργικοί συγγραφείς». (Freud, 1959, σ. 143 στο Χαρτοκόλλης, 1999, σ. 9).
Ο δημιουργός μετατρέπει τις φαντασιακές εκπληρώσεις της επιθυμίας σε έργο τέχνης, καταφέρνοντας να αποκρύψει τα προσωπικά στοιχεία. Δίνει, ταυτόχρονα, στο αισθητικό όλον του κειμένου την απαραίτητη γενίκευση και ανταποκρισιμότητα του βιώματος ως ψυχικό γεγονός στη συνείδηση και άλλων ανθρώπων. Το αισθητικό, επομένως, αποτέλεσμα είναι μια φαντασιακή εκπλήρωση μιας απωθημένης επιθυμίας με ένα σύνθετο τρόπο. Η μετουσίωση επιτρέπει στον καλλιτέχνη να ξεπεράσει –έστω προσωρινά- τις προσωπικές του συγκρούσεις, αλλά και προσφέρει στον αναγνώστη ανακούφιση από τις δικές του νευρώσεις. (Abrams, 2005· Freud, 1994)
Λογοτέχνες και ψυχαναλυτές: η διερεύνηση μιας ψυχικής συγγένειας
Ο Φρόυντ αισθανόταν μια ψυχολογική συγγένεια με τους συγγραφείς, καθώς πρέσβευε ότι αντλούν τις δημιουργίες τους από ένα είδος αυτό-αναλυτικής μεθόδου, όπως και ο ίδιος. Πίστευε, επίσης, ότι ο συγγραφέας προβάλλει όψεις του «Εγώ» του στους ήρωες των μυθιστορημάτων του, γι’ αυτό ανέλυε τα φανταστικά πρόσωπα του κειμένου σαν να επρόκειτο για κλινικές περιπτώσεις. Μάλιστα, είχε παρατηρήσει, ότι τα δικά του κείμενα στα οποία ανέλυε τους ασθενείς του, οι αναγνώστες του τα διάβαζαν σαν να ήταν μυθιστορήματα. (Χαρτοκόλλης, 1999)
Έτσι, η αποστολή ενός ψυχαναλυτικού κριτικού, στα πρότυπα ακριβώς της θεραπευτικής προσέγγισης ενός ψυχαναλυτή, είναι να αποκαλύψει το αληθινό περιεχόμενο του λογοτεχνικού έργου, για να φανερώσει πώς αυτό επιδρά στον αναγνώστη. Αυτή η διαδικασία επιτυγχάνεται δια της αποκωδικοποίησης των έκδηλων στοιχείων της μορφής και του περιεχομένου στις λανθάνουσες/ασυνείδητες δομές τους που αποτελούν και το απωθημένο τους νόημα. (Abrams, 2005)
Η στροφή της ψυχαναλυτικής κριτικής προς την αναγνωστική πρόσληψη
Σε όλο τον δυτικό κόσμο, η ψυχανάλυση συνδέθηκε εξαρχής με ανθρώπους του πνεύματος και την πολιτισμική ιστορία. Μάλιστα, όπως συνέβη και στην Ελλάδα, η ψυχαναλυτική θεωρία δεν αναγνωρίστηκε, ούτε διαδόθηκε αρχικά από την επίσημη ιατρική κοινότητα, αλλά από συγγραφείς και εκπροσώπους των Ανθρωπιστικών Επιστημών. Έτσι, όχι τυχαία, στο ελληνικό κοινό τη φροϋδική θεωρία παρουσίασε πρώτος το 1915 ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Παράλληλα, εξέχουσα μορφή για την καθιέρωση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα θα αναδειχθεί ένας λογοτέχνης και ψυχαναλυτής, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. (Χαρτοκόλλης, 1999· Abrams, 2005)
Πολλοί μελετητές, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1930, συνέχιζαν να δημοσιεύουν μελέτες για τη ζωή των συγγραφέων και το περιεχόμενο των έργων τους με βάση τη φροϋδική θεωρία, όπως το βιβλίο Άμλετ και Οιδίποδας (1949) του E. Jones. Σύγχρονοι αναλυτές της λογοτεχνίας, όπως ο Ν. Holland, ανέδειξαν τις δυνατότητες της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, εστιάζοντας στη σύνδεση του αναγνώστη με το κείμενο. (Abrams, 2005· Tadié, 2001) Συγκεκριμένα, ο αναγνώστης μέσω της ανάγνωσης προσδίδει στο μυθιστόρημα τα δικά του νοήματα και αναδεικνύεται ως ένας δεύτερος δημιουργός του κειμένου. Αυτό το επιτυγχάνει δίνοντας με τον δικό του ψυχισμό νέες διαστάσεις στην ερμηνευτική προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου. (Μίντζηρα, 2015· Χαρτοκόλλης, 1999)
Jung και Lacan
Σημαντικό εκτόπισμα στην ψυχαναλυτική σχολή ως μέσο αποτίμησης της λογοτεχνίας, έδωσε και η «ψυχολογία του βάθους», θεωρία που καθιέρωσε ο Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung (1875-1961). Ο Jung εστίασε την προσοχή του, όχι τόσο στο ατομικό ασυνείδητο, αλλά σε αυτό που ονόμασε «συλλογικό ασυνείδητο», το οποίο είναι κοινό σε όλα τα άτομα της ίδιας πολιτισμικής ταυτότητας. Αυτά τα σχήματα εμπειρίας, τις πρωταρχικές εικόνες και τις μυθικές προβολές τις ονομάζει αρχέτυπα. Για τον Jung, τα σημαντικά έργα τέχνης εκφράζουν τα αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου, ψυχικές δηλαδή δομές, που ο δημιουργός καταφέρνει δια της γραφής του να αναζωογονήσει. (Γιούνγκ, 2010· Abrams, 2005)
Γενικά, οι δομιστικές και μεταδομιστικές λογοτεχνικές θεωρίες αξιοποίησαν τα φροϋδικά πορίσματα και με διάφορους τρόπους αναδιατύπωσαν το κλασικό φροϋδικό σχήμα. Ο Φουκώ, ο Ντεριντά και ο Bloom υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες της πολιτισμικής ιστορίας του 20ου αιώνα, που επηρεάστηκαν από την ψυχανάλυση. Ωστόσο, η μορφή που θα ξεχωρίσει ως προς τη σχέση της με τη φροϋδική θεωρία είναι ο μεταδομιστής Γάλλος θεωρητικός Jacques Lacan (1901-1981), ο οποίος ανέπτυξε μια σημειωτική εκδοχή της θεωρίας του Φρόυντ. Συγκεκριμένα, κατάφερε να συνθέσει σε ένα νέο σχήμα τις βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης με τη γλωσσολογική θεωρία του F. De Saussure. Ο Lacan υποστήριξε ότι το ασυνείδητο είναι δομημένο όπως μια γλώσσα, γι’ αυτό ανέπλασε γλωσσολογικά τους όρους και μηχανισμούς της φροϋδικής θεωρίας. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν προϋπάρχει, αλλά αποτελείται ουσιαστικά από τη γλώσσα που μεταχειριζόμαστε. (Abrams, 2005)
Συμπεράσματα
Σε τελική ανάλυση, Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση συνδέθηκαν εξαρχής με ποικίλους τρόπους προσφέροντας ένα πρότυπο αλληλεπίδρασης μεταξύ λογοτεχνικής γραφής και επιστήμης. Άλλωστε, η ψυχαναλυτική μέθοδος, όπως και η δημιουργική έκφραση, αποτελεί μια διαδικασία εμβάθυνσης στον ανθρώπινο ψυχισμό, η οποία μαρτυρά μια σχέση συγγένειας. Ταυτόχρονα, αυτή η κοινή η στόχευση εξηγεί τον βαθμό αλληλοεκχώρησης εννοιολογικών εργαλείων που παρατηρήθηκε στην πολιτισμική ιστορία. (Χαρτοκόλλης, 1999)
Ακόμα και σήμερα, αναλυτές της λογοτεχνίας και ψυχαναλυτές συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για την εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου ως ερμηνεία της λογοτεχνικής γραφής. Παράλληλα, λογοτέχνες συνεχίζουν να αντλούν θεματολογικά και μορφολογικά μοτίβα από τα πορίσματα της ψυχανάλυσης. Με λίγα λόγια, παράγουν έργα που αξιοποιούν τις επιστημολογικές θεωρίες της φροϋδικής θεωρίας για τον άνθρωπο και τη σχέση του με την πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα. Επίδραση, αναμφίβολα, που αποδεικνύει τη σημαντική κληρονομιά που άφησε ο Φρόυντ και στον χώρο των Ανθρωπιστικών Επιστημών.
Βιβλιογραφία
- Abrams, M. H. (2005). Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Θεωρία, ιστορία, κριτική της λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Δεληβοριά- Σ. Χατζηιωαννίδου). Αθήνα: Πατάκης. [1η έκδοση στα αγγλικά 1957].
- Culler, J. (2013). Λογοτεχνική Θεωρία. Μια συνοπτική εισαγωγή, μτφ. Καίτη Διαμαντάκου, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Freud, S. (1959). Creative Writers and Day-Dreaming, London: Hogarth Press. [1η έκδοση στα γερμανικά 1908].
- Freud, S. (1961). Νέα σειρά των παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση, μτφρ. Κ. Τρικελιώτη. Αθήνα: Επίκουρος. [1η έκδοση στα γερμανικά 1932]
- Freud, S. (2005). Εισαγωγή στην ψυχανάλυση, μτφρ. Α. Πάγκαλος. Αθήνα: Γκοβόστης. [1η έκδοση στα γερμανικά 1917]
- Freud, S. (2008). Το εγώ και το αυτό, εισαγωγή Θ. Χατζόπουλος, μτφρ. Δ. Παναγιωτοπούλου. Αθήνα: Πλέθρον.
- Jones, E. (1949). Hamlet and Oedipus. Norton: New York.
- Robinson, P. (1993). Freud and his Critics. Berkeley, Los Angeles: University of California Press.
- Tadié, J.-Y. (2001). Η Κριτική της Λογοτεχνίας στον 20ο αιώνα, μτφ. Ι.Ν.Βασιλαράκης. Αθήνα: Τυπωθήτω.
- Γιουνγκ, K. Γ. (2010). Η Ψυχολογία του Ασυνείδητου, μτφρ. Ε. Ματθιοπούλου. Αθήνα: Ιάμβλιχος. [1η έκδοση στα γερμανικά 1912].
- Ήγκλετον, Τ. (1989). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας, μτφρ. Μιχάλης Μαυρωνάς. Αθήνα: Οδυσσέας.
- Μίντζηρα, Κ. (2015). Λογοτεχνία και ενσυναίσθηση, Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, Αθήνα.
- Μυλωνάς, Ν. (2010). «Η επίδραση των εξελικτικών θεωριών στη σκέψη και το έργο του Freud», Ελεύθερνα 5, 65-90.
- Φρομ, Ε. (1975). Η Ξεχασμένη Γλώσσα, Αθήνα: Μπουκουμάνη Αθήνα. [1η έκδοση στα αγγλικά 1951].
- Φρόυντ, Σ. (1994). Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, μτφρ. Λ. Αναγνώστου. Αθήνα: Επίκουρος.
- Χαρτοκόλλης, Π. (1999). Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση. Αθήνα: Θεμέλιο.