11 Σεπτεμβρίου 1938. Το Εθνικό Θέατρο πραγματοποιεί την πρώτη παράσταση στην Επίδαυρο από την αρχαιότητα. «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο και την Ελένη Παπαδάκη, σε σκηνοθεσία Ροντήρη. Είναι μόνο η αρχή. 

11 Ιουλίου 1954. Η «πρόβα τζενεράλε» του Φεστιβάλ Επιδαύρου, πραγματοποιείται με τον Αλέκο Αλεξανδράκη να ερμηνεύει «Ιππόλυτο» του Ευρυπίδη σε μια εκπληκτική παράσταση. Σκηνοθετεί και πάλι ο Ροντήρης, 16 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση στον χώρο.

19 Ιουνίου 1955. Η πρώτη επίσημη παράσταση στο Φεστιβάλ Επιδαύρου είναι γεγονός. Η Κατίνα Παξινού και ο Αλέκος Αλεξανδράκης  παρουσιάζουν την Εκάβη. Σκηνοθετεί ο Μινωτής.

31 Αυγούστου 2013. Στην «Ελλάδα της κρίσης» το 58ο  Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, φιλοξενεί την τελευταία από τις 8 παραστάσεις που ανέβηκαν στην Επίδαυρο φέτος.

Το Φεστιβάλ Επιδαύρου συμπλήρωσε φέτος 58 χρόνια (59 ανεπίσημα) επιτυχούς πορείας, με πλέον αμέτρητες παραστάσεις και δεκάδες χιλιάδες θεατές κάθε χρόνο. Άλλοτε μνημειώδεις παραστάσεις με ιστορικές ερμηνείες και άλλοτε αμφιλεγόμενες, ακόμα και γιουχαϊσμένες δουλειές, συνθέτουν την ιστορία του ίσως σημαντικότερου θεατρικού φεστιβάλ στον κόσμο.

Η πρώτη απόπειρα για ένα Φεστιβάλ


1938. Στην Αθήνα γίνονται με αργά βήματα απόπειρες ανάπτυξης της θεατρικής τέχνης. Το «Βασιλικό Θέατρο», μετέπειτα «Εθνικό Θέατρο» κερδίζει σιγά σιγά θεατές μέσα από τις επιτυχημένες παραστάσεις της σχολής του Ροντήρη, καθώς και άλλων. Παράλληλα, ένας νέος, καινοτόμος σκηνοθέτης εμφανίζεται στο χώρο: ο Κάρολος Κουν. Μετά από πολύχρονες και επιτυχείς ανασκαφές και αναστυλώσεις στον αρχαίο χώρο της Επιδαύρου «ήνεγκεν η ώρα» για μια ιστορική στιγμή.

«Ανέζησε η Σοφόκλειος Τραγωδία, ανέζησε η Ηλέκτρα εμπρός εις το πολυάριθμον κοινόν που εξεκίνησε όχι μόνον από τας Αθήνας δια να παρακολουθήση την υψηλήν αυτήν μυσταγωγίαν αλλά και από πολλάς γειτονικάς της Επιδαύρου γωνίας της Πελοπονήσσου», θα γράψουν την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου οι Αθηναϊκές εφημερίδες. Με την ήδη επιτυχημένη «Ηλέκτρα» του Εθνικού Θεάτρου, που είχε παρουσιαστεί δύο χρόνια νωρίτερα στο Ηρώδειο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη δίνεται η πρώτη, μετά την αρχαιότητα παράσταση στο «ωραιότερο θέατρο του κόσμου». Η τραγωδία του Σοφοκλή παίζεται στην αρχαία ορχήστρα της Επιδαύρου, χωρίς σκηνικά και φωτισμούς (ελλείψει ηλεκτροδότησης), με το φυσικό φως του απογεύματος. Τη μετάφραση υπογράφει ο Ι.Ν. Γρυπάρης, τις ενδυμασίες ο Αντώνης Φωκάς και την «εκγύμναση του χορού» η Λουκία Σακελλαρίου. Η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός της εποχής, η Ελένη Παπαδάκη υποδύεται την Κλυταιμνήστρα , ενώ στον ομώνυμο ρόλο είναι η νεαρή Κατίνα Παξινού, η οποία θα βραβευόταν τέσσερα χρόνια αργότερα με Όσκαρ για την ερμηνεία της στο «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα» βασισμένο στο έργο του μετέπειτα νομπελίστα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με πρωταγωνίστρια την θρυλική Ίνγκριντ Μπέργκμαν.

Δημήτρης Ροντήρης
Δημήτρης Ροντήρης, ο σπουδαίος θεατρικός σκηνοθέτης

Τη διοργάνωση της ιστορικής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη με στόχο την καθιέρωση, στη συνέχεια, της «σεζόν Επιδαύρου». Όμως, το ναζιστικό- φασιστικό φάντασμα που στοίχειωνε την Ευρώπη, οδηγεί στην κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί με τον Εμφύλιο Πόλεμο που θα ακολουθήσει θα αναστείλουν τα φιλόδοξα σχέδια. Παρόλα αυτά, το πρώτο βήμα είχε ήδη συντελεστεί, καθώς η προσπάθεια του Ροντήρη ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχής. «Όλη η βορειοανατολική Πελοπόννησος βρισκόταν προχθές σε συναγερμό. Εξόν από τους Αθηναίους και τους ξένους φίλους του θεάτρου που ήρθανε στην Επίδαυρο(…) το ασυνήθιστο για τα μέρη εκείνα πνευματικό γεγονός τράβηξε πολλούς θεατές από το Ναύπλιο, την Κόρινθο, το Λουτράκι και την Πάτρα… Η κ. Παξινού υπέροχη. Δεν έπαιξε μονάχα με τέχνη παρά και με αληθινή έμπνευση… Ο Ροντήρης και η χορογράφος Σακελλαρίου ζωντάνεψαν τον χορό της “Ηλέκτρας” όσο μπορούσαν καλύτερα… Αποδείχτηκαν άξιοι των πρωτείων», γράφει ο Κώστας Βάρναλης στην εφημερίδα «Πρωία» τον Σεπτέμβρη του 1938. Θα χρειαστεί όμως να περιμένει 16 χρόνια το θεατρόφιλο κοινό για να ξαναδεί παράσταση στην Επίδαυρο.

Το ανεπίσημο ντεμπούτο του Φεστιβάλ της Επιδαύρου έγινε το 1954 υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Ροντήρη, που είχε επιμεληθεί και την παράσταση της Ηλέκτρας το 1938, ενώ το επίσημο που γίνεται έναν χρόνο αργότερα φέρει την υπογραφή του Αλέξη Μινωτή και σηματοδοτεί την επιστροφή της Κατίνας Παξινού στο αρχαίο αργολικό θέατρο με την ”Εκάβη” του Ευριπίδη.

Η  «επίσημη» και η «ανεπίσημη» έναρξη 


Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Φεστιβάλ Επιδαύρου την δεκαετία του 1950. «Ως το 1953 ο τουρισμός υπαγόταν στο υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας και ο τότε υπουργός Παναγής Παπαληγούρας αποφάσισε να κάνει ένα δοκιμαστικό στην Επίδαυρο. Πίστευα όμως ότι η Γενική Γραμματεία Τουρισμού έπρεπε να υπάγεται στο υπουργείο Προεδρίας και, όταν το ανέλαβα, πήρα και τη Γραμματεία. Σκέφθηκα λοιπόν να μονιμοποιήσω το φεστιβάλ, και έναν χρόνο μετά έβαλα μπρος το Φεστιβάλ Αθηνών, καλώντας τον Ντίνο Γιαννόπουλο να το αναλάβει. Ομολογώ ότι με την Επίδαυρο συνέχισα να ασχολούμαι και όταν έγινα υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, γιατί η πρόσβαση στην περιοχή και στο αρχαίο θέατρο ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση». Πρόκειται για μία εποχή που στην αρχαία Επίδαυρο δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό, ούτε νερό και η πρώτη παράσταση έγινε με γεννήτρια. Παρά όμως τις πολλές δυσκολίες η επιμονή είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη επιτυχία για το όλο εγχείρημα.  «Θυμάμαι τις παραμονές της πρεμιέρας του “Ιππόλυτου”» συνεχίζει ο Γεώργιος Ράλλης, «μου τηλεφώνησε ο νομάρχης για να μοιραστεί μαζί μου ένα πρόβλημά του: τους 10.000 γαϊδάρους που υπήρχαν στην περιοχή και την αγωνία του μήπως αρχίσουν να… γκαρίζουν την ώρα της παράστασης. Μου ζήτησε να του βρω λύση. Ήταν δυνατόν να κλείσουμε τα στόματα 10.000 όνων; Οπότε, του είπα να παρακαλάει να μη συμβεί αυτό». Τα πρώτα φεστιβάλ στήθηκαν σε συνεργασία με τον Ροντήρη, τον Κωστή Μπαστιά και το ζεύγος Μινωτή – Παξινού, αλλά χωρίς χρήματα! Διότι, όπως εξηγεί ο κ. Ράλλης, «πήγα τότε στον Παπάγο και του είπα ότι χρειαζόμουν οικονομική ενίσχυση για το Φεστιβάλ. Με παρέπεμψε στον αρμόδιο υπουργό, τον Κώστα Παπαγιάννη. Εκείνος μου απέκλεισε το ενδεχόμενο να το χρηματοδοτήσει.  Μου επέτρεψε ωστόσο να χρησιμοποιήσω το 5% του προϋπολογισμού το οποίο δεν αναλώναμε. Και έτσι με αυτό το ποσοστό ξεκινήσαμε. Στη συνέχεια όλο και κάτι καλύτερο γινόταν, αλλά πάντα με το χαρτί και το μολύβι, να τα υπολογίζουμε όλα».

Θάνος Κωτσόπουλος- Αλέκος Αλεξανδράκης
Θάνος Κωτσόπουλος- Αλέκος Αλεξανδράκης

Παρά τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες που υπήρχαν, το Φεστιβάλ στέφθηκε με επιτυχία και οι λόγοι ήταν αρκετοί. Όσον αφορά το καλλιτεχνικό κομμάτι, μια παράσταση την οποία επιμελείτο ο Ροντήρης, δεν ήταν εύκολο να αποτύχει. Ο μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου δεν ήταν απλά ένας άριστος γνώστης του αντικειμένου, αλλά είχε δημιουργήσει δική του σχολή, γύρω από το αρχαίο δράμα. Πρωταγωνιστής ήταν ο νεαρός, μόλις τελειόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού, Αλέκος Αλεξανδράκης. Ο μετέπειτα δημοφιλέστατος ηθοποιός έπαιξε μόλις δυο φορές στην Επίδαυρο. Η δεύτερη και τελευταία ήταν μόλις ένα χρόνο μετά στην Εκάβη. Πάντως, οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και στις δυο περιπτώσεις. Άλλα μεγάλα ονόματα που συμμετείχαν σε εκείνη την πρώτη παράσταση του Φεστιβάλ Επιδαύρου ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος που υπέγραφε τη μουσική, η Αλέκα Κατσέλη, ο Θάνος Κωτσόπουλος, η Έλσα Βεργή και η Κάκια Παναγιώτου που ερμήνευαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στο χορό βρίσκονταν οι επίσης νεαροί τότε και πρωτοεμφανιζόμενοι Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάρω Κοντού και Μαίρη Χρονοπούλου.

Όσον αφορά το κομμάτι της προβολής αυτού του φιλόδοξου Φεστιβάλ, η επιτυχία οφειλόταν στο ότι αγκαλιάστηκε κυριολεκτικά από τους πάντες. Δεν ήταν μόνο οι χιλιάδες θεατές από την Αθήνα, αλλά και την επαρχία, που έσπευσαν να παρακολουθήσουν το γεγονός. Οι εφημερίδες ενθουσιασμένες έγραφαν για ένα φεστιβάλ που θα γινόταν από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, με πολλαπλά τουριστικά και οικονομικά οφέλη, πέραν των πολιτιστικών. Έγραφε η Ελένη Ουράνη (υπογράφοντας ως Άλκης Θρύλος) «Είναι ασφαλώς καιρός να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε για παραστάσεις και συναυλίες τα αρχαία μας θέατρα. Την τουριστική σημασία των Φεστιβάλ η Γαλλία την έχει από χρόνια καταλάβει και τώρα τα διοργανώνει σε κάθε της πόλη που προσφέρεται γι’ αυτά, παντού όπου υπάρχει ένα αρχαίο θέατρο(…) Εμείς που διαθέτουμε το ιδανικότερο κλίμα, τα θαυμαστότερα θέατρα, ακόμα αδρανούμε(…) Αργήσαμε πολύ να καταλάβουμε ότι ο ξένος θα προσελκυθεί βέβαια από τη φύση και τις αρχαιότητες, αλλά πολύ περισσότερο αν μέσα στο πλαίσιο του παρουσιασθεί και κάτι ζωντανό.» Η συγκεκριμένη αναφορά στον πολιτιστικό τουρισμό δεν είναι τυχαία. Σήμερα, παρόλο που ακόμα υπάρχουν εκατοντάδες ξένοι τουρίστες που παρακολουθούν παραστάσεις στην Επίδαυρο, η προς τα έξω προβολή του Φεστιβάλ και των δρώμενων του είναι μικρή. Σε εκείνη την παράσταση του Ιππόλυτου, όμως, η βασιλική οικογένεια είχε πάνω από 100 «γαλαζοαίματους» προσκεκλημένους, πρίγκιπες και βασιλείς από όλες τις χώρες, οι οποίοι καταχειροκρότησαν την παράσταση και τους διοργανωτές. Επιπροσθέτως, ο ξένος τύπος είχε εκτενείς αναφορές και θετικές κριτικές για την παράσταση και το Φεστιβάλ.

Η επιτυχία αυτής της «πρόβας τζενεράλε», αποδείχτηκε με ακόμα πιο περίτρανο τρόπο ένα χρόνο αργότερα. Γνωρίζοντας πια, ο ξένος τύπος μίλησε με ακόμα πιο εγκωμιαστικά λόγια, τόσο για την Εκάβη που σκηνοθετούσε ο Αλέξης Μινωτής με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού όσο και για την εμπειρία της θέασης μιας παράστασης σε έναν τέτοιο χώρο. «Είδα την «Έκάβην» παιζόμενην από τους ίδιους καλλιτέχνας, οι οποίοι μετ’ ολίγον θα έλθουν εις το Παρίσι. Αλλοίμονον όμως! Αυτό που δεν θα ιδήτε εσείς είναι το τεράστιον και υπέροχον αμφιθέατρον της Επιδαύρου, που κατασκευάσθη δια να χωρή 14 χιλιάδας ανθρώπους και το οποίον το Κυριακάτικο αυτό βράδυ εκαλύφθη δια μιαν φοράν ακόμη από το παχύ στρώμα 20 χιλιάδων θεατών που ήλθαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από πιο μακριά ακόμη.» έγραφε ο Jan- Jaques Gautier στην «Figaro».

Η Κατίνα Παξινού στον ρόλο της Εκάβης
Η Κατίνα Παξινού στον ρόλο της Εκάβης

Στην παράσταση, το άστρο της Παξινού ξεχώρισε για ακόμα μια φορά «ήταν φοβερά τόσον εις την αγωνίαν, όσον και εις τον θρήνον και εις άκαμπτον αποφασιστικότητα της εκδικήσεως». Η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή, ο οποίος ήταν ήδη γνωστός διεθνώς, ειδικά μετά την σκηνοθεσία και ερμηνεία του στον «Άμλετ» το 1939 στο Λονδίνο. Την μεγάλη τραγωδό πλαισίωναν στη σκηνή, ο Αλέκος Αλεξανδράκης στην δεύτερη και τελευταία του εμφάνιση στο αργολικό θέατρο, η ανερχόμενη Άννα Συνοδινού, ο Αλέξης Μινωτής και ο Θάνος Κωτσόπουλος. Στον χορό που απέσπασε τις καλύτερες κριτικές συμμετείχαν η Δέσπω Διαμαντίδου, η Κάκια Παναγιώτου, η Ελένη Ζαφειρίου καθώς και όπως και στον «Ιππόλυτο» της προηγούμενης χρονιάς, η Μάρω Κοντού και η Μαίρη Χρονοπούλου. «Αλλά εκείνο που με συνεκίνησε πιο πολύ από όλα, που μας συνήρπασε και μας καταγοήτευσε τους συναδέλφους μου και εμένα, είναι ο τρόπος χειρισμού του χορού. Δια πρώτην φοράν στην ζωή μου, είδα και άκουσα να ζή ένας τραγικός χορός. Εδώ εκατάλαβα την παρουσία του και τον προορισμό του. Με εμάγευσεν η συμμετοχή του χορού στην δράσιν. Το δίχως άλλο έπρεπε να πάη κανείς στην Επίδαυρο και να ιδή τους Έλληνας να παίζουν μιαν τραγωδίαν της αρχαίας Ελλάδας.» Ο τίτλος του Henry Magnan στην «Le Monde», είναι αρκετός για να αποδώσει την γενική εντύπωση. «Paris-Rome-Athènes et …deux heures d’éternite. “Hécube” à Épidaure quand bondissent les collines sacrées» δηλαδή, «Παρίσι- Ρώμη- Αθήνα και… δύο ώρες αιωνιότητας. Η «Εκάβη» στην Επίδαυρο, όταν επέστεψε στα Ιερά άλση».

Εικοσαετές μονοπώλιο από το Εθνικό


Το κοινό, ως το 1974 γνώριζε την Επιδαύρια εμπειρία μόνο μέσα από παραστάσεις του Εθνικού  Θεάτρου, στο οποίο άνηκε αποκλειστικά ο χώρος. Τα περισσότερα από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη δεν είχαν ποτέ ως τότε παιχθεί. Στους πρώτους διδάξαντες Ροντήρη και Μινωτή προστέθηκαν οι υπογραφές των Τάκη Μουζενίδη, Κωστή Μιχαηλίδη και Αλέξη Σολομού – ο τελευταίος για τις αριστοφανικές κωμωδίες. Ιστορικές παραστάσεις, οι δυο «Οιδίποδες» του Μινωτή, η «Αντιγόνη» με την Άννα Συνοδινού και πολλές άλλες. Ο ανοιχτός χώρος υποχρέωσε τους σκηνοθέτες να σχεδιάσουν τις παραστάσεις τους λαμβάνοντας υπόψη άλλες τεχνικές προδιαγραφές και να απαιτήσουν από τους ηθοποιούς τους άλλου είδους ερμηνεία. Ο χορός, με τον οποίο δούλευε επισταμένως ο Ροντήρης, από το 1938, έγινε αντικείμενο σπουδής και μελέτης.  Λέει σχετικά ο μαθητής του και βοηθός του, μετέπειτα κριτικός θεάτρου και μεταφραστής Κώστας Γεωργουσόπουλος ««Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι χρειάστηκε 30 χρόνια για να ολοκληρώσει τη δουλειά του με τον Χορό, με την “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, που ανέβασε το 1968 στο Ηρώδειο. Εκεί είχαμε έναν Χορό αδόμενο». Από την άλλη πλευρά, το ύφος των παραστάσεων της αττικής κωμωδίας θα διαμορφωθεί από τον Σολομό και τον σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Νεοκλασικίζουσα κομψότητα, ζωγραφικό σκηνικό σε αισθητική ενότητα με τα κοστούμια, στοιχεία από τα αγγεία, τα ειδώλια και την αθηναϊκή αποκριά, ζωηρό αλλά εναρμονισμένο με το χώρο, χρώμα. Χαρακτηριστική παράσταση η «Λυσιστράτη» το 1957, που ήταν και η πρώτη εμφάνιση του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, με την Μαίρη Αρώνη στον ρόλο της πανούργας Αθηναίας.

H Κατίνα Παξινού αρχικά και στη συνέχεια, η Άννα Συνοδινού, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Αλέκα Κατσέλη,  έδωσαν αξέχαστες ερμηνείες. Εκτός από τον Μινωτή, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Στέλιος Βόκοβιτς άφησαν τα υποκριτικά τους σημάδια στην ορχήστρα της Επιδαύρου . Ο Κλεόβουλος Κλώνης και ο Αντώνης Φωκάς (σκηνικά και κοστούμια, αντιστοίχως) απετέλεσαν ένα ξεχωριστό δίδυμο στη σκηνογραφία, όπου διέπρεψαν, μεταξύ άλλων οι Βακαλό, Βασιλειάδης, Βασιλείου. Στη μουσική, αρχής γενομένης από τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ουκ ολίγες φορές αντήχησαν οι νότες του Παλάντιου, του Χατζιδάκι, του Χρήστου. Ήταν η εποχή που 12.000 θεατές παρακολουθούσαν τις παραστάσεις. Ανάμεσα στις μεγάλες στιγμές και η εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας, που δεν θα απουσιάσει από το αργολικό θέατρο. Η κορυφαία του λυρικού θεάτρου ερμήνευσε την Νόρμα του Μπελλίνι (1960) και τη Μήδεια του Κερουμπίνι (1961). Μετά το 1967 και την χούντα των συνταγματαρχών, η λογοκρισία και οι δύσκολες συνθήκες της εποχής οδηγούν σε παρακμή. Εντούτοις, δίνεται τουλάχιστον μια ευκαιρία για ένα «άνοιγμα» των Επιδαυρίων. Ως το 1972 οι παραστάσεις στην Επίδαυρο είχαν τις υπογραφές των πέντε προαναφερθέντων σκηνοθετών (καθώς και του Λάμπρου Κωστόπουλου) Το 1972 ο Σπύρος Ευαγγελάτος, είναι ο πρώτος σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς που κατεβαίνει στο αρχαίο θέατρο για να σκηνοθετήσει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, υπό τη σκέπη όμως του Εθνικού Θεάτρου. Μαζί του παίρνουν το «βάπτισμα» στον χώρο και στην τραγωδία η Αντιγόνη Βαλάκου, ο K. X. Μύρης στη μετάφραση και ο Γιώργος Πάτσας στη σκηνογραφία.  Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν 20 χρόνια στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Αθήνα, 1975. «Το 1975 το μήνυμα κατέβηκε τα σκαλιά στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το παρέλαβε ο δάσκαλος μας, ο Κάρολος Κουν. Εμείς όλοι ιδρωμένοι και ξεθεωμένοι από την σχολαστική διδασκαλία της Ζουζούς Νικολούδη για να αγγίξουμε την τελειότητα, να υπερβούμε τους εαυτούς μας και να μετουσιωθούμε σε πουλιά, είδαμε τον δάσκαλο να μπαίνει στην αίθουσα με ένα πλατύ χαμόγελο. Η Ζουζού κοίταγε εμάς και εμείς όλοι τον Κουν και μέσα από τα μάτια μας διάβασε το μήνυμα και ρώτησε: ‘‘ Τι είναι Κάρολε;’’ Και εκείνος μας ανακοίνωσε: ‘‘Μπήκαμε στην Επίδαυρο… θα παίξουμε 16 και 17 Αυγούστου’’ Το τι έγινε δεν περιγράφεται, η Ζουζού χτύπησε τα χέρια της. ‘‘Παιδιά, παιδιά, πάμε… πάμε στην επίθεση, ελάτε, συγκεντρωθείτε’’. Και τα πουλιά, άρχισαν στην κυριολεξία να πετάνε με τέτοια μαεστρία και πάθος, που βρεθήκαμε στην ορχήστρα της Επιδαύρου», διηγείται χρόνια αργότερα ο Γιώργος Αρμένης. Και ήταν αλήθεια. Το «Θέατρο Τέχνης», ο μεγάλος του δημιουργός, ο Κάρολος Κουν και οι «Όρνιθες» που «προσκύνησε» το θεατρόφιλο κοινό στο Λονδίνο και στην Μόσχα, θα συναντιόνταν επιτέλους με την ιστορία και με το πεπρωμένο τους. Με την Επίδαυρο.

 

Το Φεστιβάλ της Επιδαύρου

Προηγούμενο άρθροΜια μοιραία εξωγήινη κατασπαράζει τη Biennale…
Επόμενο άρθροΔευτέρη ημέρα συναυλίας για τον Γιάννη Χαρούλη στο Λυκαβηττό