Γεννημένος την ίδια χρονιά με τον Picasso και σχεδόν συνομήλικος με τον Braque και τον Gris, ο γάλλος Fernand Léger (1881-1955) αν και δεν θεωρείται θεμελιωτής του κυβισμού όπως οι υπόλοιποι, υπήρξε σίγουρα ένας σπουδαίος εξερευνητής των νέων στόχων του κινήματος. Ο Léger ασχολήθηκε κυρίως με τη ζωγραφική κι ελάχιστα με τη γλυπτική, ενώ τη δεκαετία του 1920 επιδόθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην κινηματογραφία.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ενίσχυσε την πεποίθηση των κυβιστών πως ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν κόσμο που αναπνέει μέσα από το δολοφονικό κυνήγι της νίκης κι από τους υπολογισμούς των μηχανών και των βλημάτων. Η προβληματική της μηχανής και του νέου μηχανοκρατικού κόσμου αποτέλεσε το βασικό πυλώνα των καλλιτεχνικών αναζητήσεων του Léger. 
Η ενασχόληση του Léger με την κινηματογραφική πράξη άφησε πίσω της ένα από τα σπουδαιότερα πρώιμα έργα του πειραματικού κινηματογράφου.

Το Ballet Mécanique (“Μηχανικό Μπαλέτο”), που δημιουργήθηκε το 1924 από τον ίδιο σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Dudley Murphy, περιγράφει έναν κόσμο που έχει μπει σε τροχιά μιας απάνθρωπης προόδου.  Όπως παρατηρεί και ο κριτικός τέχνης Giulio Carlo Argan (1909-1992), “τα εμβλήματα της σύγχρονης πόλης για εκείνον ήταν οι οδοντωτοί τροχοί, οι σωλήνες και οι μηχανές εργοστασίου. Στόχος ήταν να χαρακτηρίσει μέσω της εικόνας το περιβάλλον της ζωής με τα σύμβολα του μόχθου”.

Στο Ballet Mécanique, η κίνηση παρουσιάζεται μέσα από μία αντίθεση. Η συνεχής και ατέρμονη κίνηση των μηχανών περνά μέσα από ένα μοντάζ που εκφράζει ασυνέχεια και διακεκομμένη ταχύτητα. Το εφέ του “καλειδοσκοπίου” τεμαχίζει πολλές φορές τα αντικείμενα λήψης, κάνοντας τα να μοιάζουν σαν κάτι το υπερφυσικό και συγχρόνως ανοίκειο για τον άνθρωπο-παρατηρητή. Άψυχα και έμψυχα θέματα –με φυσική ή μη κίνηση- κινηματογραφήθηκαν με τρόπο τέτοιο ώστε να μοιάζουν με μία οπτική υπερκινητική παραίσθηση που συνοδεύει το ζωηρό πιανιστικό κομμάτι του George Antheil.

 Η έντονη αντίθεση άσπρου-μαύρου εξαφανίζει την πραγματική φύση των αντικειμένων, προδίδοντας μόνο τον έντονο μηχανικό χορό τους. Η εναλλαγή κοντινών και γενικών πλάνων, το fast forward, η αλλαγή προσανατολισμού και η επανάληψη της λήψης είναι τα μέσα με τα οποία μας παρουσιάζεται ο “μηχανικός κόσμος”, προκαλώντας στο θεατή υπερένταση και σύγχυση. Άλλες φορές μονοδιάστατος και συγκεκριμένος (γεωμετρικά σχήματα), άλλες φορές με γυάλινη υφή (ακόμα και το γυναικείο πρόσωπο πιο πολύ με γυάλινη κούκλα μοιάζει) και τις περισσότερες φορές οπτικά παραμορφωμένος, ο δυνητικός κόσμος του Ballet Mécanique μοιάζει απειλητικός. Η γαλήνια φύση της ανθρώπινης κίνησης, όπως περιγράφεται και στην τελευταία σκηνή, απειλείται μέσω μιας ισοπέδωσης της ανθρώπινης ταχύτητας και της μηχανικής λειτουργικότητας.

Το οπτικοακουστικό αυτό έργο μας μιλά από το 1924 κιόλας, για μία ταραγμένη μηχανοκίνητη πραγματικότητα.  Πρόκειται για μία δημιουργία που ολοκληρώνει την ζωγραφική “μηχανική περίοδο” του Léger (1918-1924), στην οποία ανήκουν σημαντικά έργα όπως Η πόλη (1919), Δίσκοι στην πόλη (1920), Μηχανικό στοιχείο (1924). Το Ballet Mécanique αποτελεί την πρώτη ταινία που γυρίστηκε χωρίς σενάριο και μία από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν την τεχνική επανάληψης σκηνών, που αργότερα θα ονομαστεί looping. Ο Léger πειραματίστηκε με τις δυνατότητες των νέων μέσων, και συγκεκριμένα του βίντεο, για να αποδώσει μέσα από την ίδια την τεχνολογία το μάλλον δυσοίωνο επέκεινα του μεταλλικού κόσμου.

Για πολλούς το Ballet Mécanique θεωρείται άμεσα επηρεασμένο από το ιταλικό κίνημα του Φουτουρισμού. Σε αντίθεση όμως με την βροντερή δοξολογία των φουτουριστών απέναντι στη μηχανή και τις ολοκληρωτικές απόψεις τους για την δύναμη και την καταστροφή, ο Léger μίλησε για έναν άσχημο κόσμο της βιομηχανίας και μία επικίνδυνη ταύτιση της φυσικής με την τεχνολογική ζωή. Το Ballet Mécanique ακροβατεί ανάμεσα στη δόνηση της κίνησης και την παθητικότητα του ανθρώπου απέναντι στην εκποίηση της φύσης.

Χωρίς την ευκολία των φορτισμένων εικόνων και των άμεσων μηνυμάτων, ο Léger κατάφερε στην καλλιτεχνική του πορεία να μοιραστεί τις αναζητήσεις του μέσα από ποιητικές μεταφορές και μεταμορφώσεις της πραγματικότητας, διδάσκοντας πως ο κινηματογράφος αποτελεί ένα πειραματικό εργαστήρι τέχνης και σκέψης, και όχι ένα εμπορικό προϊόν του θεάματος.

 


 

 


 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα: Yann Tiersen
Επόμενο άρθροΈρχονται οι ”Μεγαλύτερες”….Προσδοκίες