Και από τα αρχαία και πλέον διάσημα έπη, μεταφερόμαστε πιο κοντά στο σήμερα. Ο Μεσαίωνας, η εποχή ανάμεσα στην κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (5ος αιώνας μ.Χ)  και την Αναγέννηση (16ος αιώνας), ήταν ένας δύσκολος καιρός για να ζεις. Νέα και άγρια νομαδικά φύλα όπως οι Ούννοι κατέκλυσαν την Ευρώπη, η τεχνολογία είχε μείνει ουσιαστικά στάσιμη, αρρώστιες και λιμοί πλάκωναν τον πληθυσμό. Παρόλαυτά και παρά την γενική εικόνα της σκοτείνιας που καλύπτει τον Μεσαίωνα η λογοτεχνική παραγωγή δεν τελμάτωσε. Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι έχει να κάνει και με το έπος που μας αφορά, σε αυτή την περίοδο γράφτηκαν ορισμένα από τα πιο διάσημα και ωραία έπη όλων των εποχών. Ποιoς δεν ταξίδεψε στην αρθουρική Βρετανία, ποιος δεν σκότωσε τον δράκο Φάφνιρ μαζί με τον Ζίγκφριντ, ποιος δεν έκλαψε με τον θάνατο του Ρολάνδου και ποιος δεν γνωρίζει για τα δαντικά θανάσιμα αμαρτήματα;
Φυσικά τα αρχαία έπη με τα μεσαιωνικά διαφέρουν. Μπορεί να έχουν ορισμένες επιφανειακές ομοιότητες και να ανήκουν σε μια κοινή παράδοση, αλλά τα μεν εξυπηρετούν άλλους σκοπούς από τα δε. Εξίσου σε άλλες εποχές και με άλλα ήθη εμποτίστηκαν τα αρχαία έπη και σε άλλα τα μεσαιωνικά. Πάντως μια πρώτη κύρια διαφορά έχει να κάνει με την μυθολογία των επών. Ενώ στα αρχαία έπη οι μύθοι και οι θρύλοι δεν ήταν ακόμα μια μακρινή ανάμνηση για τους ανθρώπους και στην ουσία τους προσέφεραν μια εξήγηση για το πώς και γιατί αυτού του κόσμου, στον Μεσαίωνα από εξήγηση και «εκπαίδευση» έγιναν δεισιδαιμονία και απέκτησαν την ανοίκεια αίγλη του τρόμου. Ο μύθος στον Μεσαίωνα αγχώνει τα υποκείμενα, και δεν τα καθοδηγεί. Η εισαγωγή της έννοιας του «Κακού» (μέσω του χριστιανισμού), μετουσιώθηκε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό σε έναν μόνιμο φόβο αποφυγής του, μια εντολή της τάξεως του μην (αρκεί να ΜΗΝ κάνεις αυτό για να είσαι καλός), σε αντίθεση με την αρχαία ηθική του πρέπει (οφείλεις να κάνεις αυτό για είσαι καλός). Έτσι, τα μεσαιωνικά έπη είναι αφηγήσεις της απαγόρευσης, του παράνομου, του κακού και του σφάλματος. Τα αρχαία είναι αφηγήσεις μιας θετικότητας, μιας ιδέας και μιας σχετικής ανομίας. Αυτή η αντίθεση είναι και η αντίθεση του αρχαίου με τον μεσαιωνικό κόσμο.

Χριστιανικό Zeitgeist


Το μεσαιωνικό έπος έχει μια ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τα αρχαία έπη. Μπορεί να διαφέρουν στην φόρμα, μπορεί πια να μην δημιουργούνται με σκοπό να άδονται και να μην είναι «ιερά» κείμενα που ψέλνονται σε τελετές, αλλά αυτές είναι διαφορές ήσσονος σημασίας. Η ανάδυση του χριστιανισμού δημιούργησε μια νέα οντολογία στα μεσαιωνικά έπη, που τα έκανε να διαφέρουν ριζικά σε σχέση με τα αρχαία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν εμφανίζονται παγανιστικά μοτίβα μέσα στις δομές τους. Ο Beowulf, αν και το έπος διαδραματίζεται στην προ – χριστιανική Σκανδιναβία ενσωματώνει κάποια στοιχεία χριστιανισμού. Το τέρας Γκρέντελ και η μητέρα του αναφέρονται ως απόγονοι του Κάιν. Έτσι ακόμα και αν σε κανένα σημείο ο Beowulf, δεν δηλώνει χριστιανός, μοιάζει να ζει σε έναν χριστιανικό κόσμο. Ο πολεμιστής δηλώνει «υποταγή» στον άρχοντα και εκτελεί ηρωικές πράξεις στο όνομά του, κάτι που σίγουρα δεν συνέβαινε στην κοινωνία των βίκινγκ ή των υπόλοιπων παγανιστών σκανδιναβών.  Η επιλογή των συμβόλων είναι εξίσου ενδεικτική. Σκεφτείτε, στα αρχαία «ευρωπαϊκά» έπη, οι άνθρωποι μπορούσαν να πολεμήσουν ενάντια στου θεούς ή και να τα βάλουν μαζί τους, αψηφώντας τους, κάτι που δεν θα μπορούσε για κανένα λόγο να συμβεί σε ένα χριστιανικό ή έστω γεννημένο μέσα στο zeitgeist του χριστιανισμού, έπος. Και μόνο η ιδέα ενός πολεμιστή να κραδαίνει το σπαθί του ενώπιον του αρχαγγέλου Μιχαήλ, ξεπερνάει τα όρια της βλασφημίας.

 Ύβρις και Βλασφημία


Milton
Milton

Η έννοια της ύβρεως δεν έχει καμία σχέση με την έννοια της αμαρτίας ή της βλασφημίας. Όταν ο Οδυσσέας προσβάλλει τον Ποσειδώνα, ο τελευταίος δεν «εκνευρίζεται» επειδή ένας θνητός θεωρεί πως υπερτερεί του θείου. Το θέμα είναι προσωπικό, δεν είναι μια σχέση θεού – πιστού που υπάρχει, αλλά μια σχέση δυνατού – ακόμα δυνατότερου. Σπάνια η ύβρις αφορά όλο το ολύμπιο πάνθεον, μερικές φορές είναι σαν να ακούς τους άλλους Θεούς να γελάνε κρυφά που ένας θνητός προσέβαλε έναν άλλον Θεό. Έτσι η ύβρις δεν έχει άμεση εκτελεστότητα όσον αφορά την ποινή, ακόμα μπορείς και να διαφύγεις αυτής. Από την άλλη στην περίπτωση της αμαρτίας υπάρχει ένα ηθικό και θεϊκό «αυτόματο» που σε καταδικάζει. Εδώ δεν είναι θέμα σύγκρουσης δυνάμεων, αλλά η θέληση ενός θνητού ενάντια στο Απόλυτο. Δεν είναι το ζήτημα πως θίγεται η προσωπική τιμή του Θεού, ούτε είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Είμαστε αμαρτωλοί έως ότου να συγχωρεθούμε. Έπειτα στα αρχαία έπη βρίσκουμε συχνά το φαινόμενο της θεομαχίας. Στα αρχαία έπη οι Θεοί παλεύουν μεταξύ τους, στα ύστερα ποτέ. Ο Θεός δεν πέταξε βροντές στους αιγύπτιους Θεούς, ούτε καταπλάκωσε τον Δία κάτω από ένα μεγάλο βουνό. Ήταν εκεί ανέκαθεν, δεν ήρθε ως κατακτητής αλλά ως «ελέω Θεού Θεός». Ακόμα και στον Απολεσθέντα Παράδεισο του Μίλτον, εξεγείρεται ο Σατανάς, αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με θεομαχία. Ο Σατανάς δεν είναι Θεός – η θέση του Θεού δεν μπορεί να απειληθεί από κανέναν.

Αυτά τα δυο στοιχεία, λοιπόν δεν μπορούν να υπάρξουν στην χριστιανική παράδοση και αυτό αντικατοπτρίζεται σε όλα τα έπη, ακόμα και σε αυτά που δεν αναφέρεται ο χριστιανισμός, όπως είδαμε παραπάνω ο Beowulf. Τα θέματα, οι ιδέες, οι αλληγορίες των μεσαιωνικών επών, παράγονται από μια ιδεολογική μήτρα από την οποία κατά την περίοδο της κύησής τους, τρέφονται με το αμνιακό υγρό της χριστιανικής ηθικής. Έτσι παρατηρούμε πως την Νεώτερη Έντα (Prose Edda) ή στην Ιστορία του Βασιλιάδων της Αγγλίας – όπου μέσα της βρίσκουμε την ιστορία του Αρθούρου- από την αρχή κιόλας παρατηρούμε μια προσπάθεια των συγγραφέων να υποβιβάσουν το παγανιστικό στοιχείο, προτείνοντας ευημεριστικές αναγνώσεις της ιστορίας. Αρχαίοι Τρώες που γλίτωσαν από την σφαγή της Τροίας και ταξιδεύοντας οι ίδιοι ή κάποιο απόγονοί τους έφτασαν στις βρετανικές νήσους ή στις σκανδιναβικές ακτές και εκεί οι ντόπιοι βάρβαροι, αναγνωρίζοντας την πολιτιστική τους υπεροχή τους «θεοποίησαν».

Ο έρωτας είναι γένους μεσαιωνικού


Lancelot
Lancelot

Τα μεσαιωνικά έπη βρίθουν ιστοριών όπου ο αγλαός έρωτας σελαγίζει πάνω από τις ασημένιες πανοπλίες των ιπποτών και τα πυρόξανθα μαλλιά των αρχοντισσών. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως και σε αρχαιότερη έπη ό έρωτας δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας ιστορίας, η αλήθεια είναι πως βρέθηκε στο προσκήνιο και αποτέλεσε όχι μόνο τον θεματικό  – όπως η Ωραία Ελένη – αλλά και τον ουσιαστικό πυρήνα αρκετών μεσαιωνικών επών. Όμως από εδώ και πέρα φαίνεται να εκκινεί μια διάσταση ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, που κατατρύχει τον δυτικό πολιτισμό μέχρι της ημέρες μας.

Το ασύμπτωτο σώματος και πνεύματος δεν ήταν βέβαια κάτι νέο για τους μεσαιωνικούς συγγραφείς. Αυτό όμως που ήταν νέο είναι η έννοια της αναβολής και της χρονικότητας ανάμεσα στις δυο τάξεις. Στο ηρωικό αρχαίο έπος υπήρχε ταυτόχρονη αφύπνιση σώματος και πνεύματος. Ο Ηρακλής, ο Ιάσονας, ο Πάρις, ο Θησέας κτλ, δεν περίμεναν να «χωνέψουν» τα αισθήματά τους, ούτε καν προσπαθούσαν να κερδίσουν την καρδιά της καλής τους. Αν χρειαζόταν την έκλεβαν ή και την βίαζαν.  Αντιθέτως στο μεσαιωνικό έπος γεννιέται μια μορφή πιο «εξευγενισμένης» ή «ρομαντικής» αγάπης, όπου ο ήρωας και η αρχόντισσα ναι μεν ερωτεύονται αλλά έως ότου ευοδωθεί (εάν ευοδωθεί) το αίσθημά τους μπορεί να περάσουν χρόνια. Το στοιχείο αυτής της αναβολής υπάρχει ώστε να «προλάβουν» οι εραστές να νιώσουν ένοχοι. Ο μεσαιωνικός ήρωας είναι σαφέστατα πιο τραγικός από τον αρχαίο. Είναι ένοχος απέναντι στο σώμα του, απέναντι στον Θεό, απέναντι στον άρχοντά του, απέναντι στην γυναίκα του. Για την ακρίβεια –και σύμφωνα με τον χριστιανισμό- γεννιόμαστε καταστατικά ένοχοι εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος.

Στο ευρωπαϊκό μεσαιωνικό έπος αυτός ο έρωτας συνδεόταν έμμεσα με την αμαρτία και την ενοχή. Με αυτό τον τρόπο η ίδια η αμαρτία ριζώνεται και τοποθετείται στην ίδια την θέληση. Δεν είναι μόνο το σώμα αμαρτωλό, αλλά και το ίδιο το πνεύμα που επιθυμεί και ποθεί. Στο ηρωικό έπος η «ενοχή» και η «κακία» ήταν έξωθεν, ενώ στο μεσαιωνικό ένθεν των υποκειμένων. Εξίσου υπάρχει μια παράλληλη πορεία ανάμεσα στην τρέλα, την μανία και τον έρωτα. Από εκεί που ο Έρωτας ήταν μια θεοποιημένη «θετική» μορφή, στο μεσαιωνικό έπος παρουσιάζεται ως μια άτρακτος για την καταβύθιση στα σκοτεινά και πηχτά βάθη της ύπαρξης. Όποιος ερωτεύεται γίνεται τόσο φαύλος που προδίδει τον άρχοντά του, όπως ο Τριστάνος και ο Λανσελότος. Από την άλλη ο έρωτας για τον νεκρό (από προδοσία) άντρα της, Ζίγκφριντ, η αγνή Κρίμχιλντ μετατρέπεται σε άρπυια και εκδικείται τους υπαίτιους του θανάτου του Ζίγκφριντ, στο Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν. Από την άλλη στον Ορλάνδο Μαινόμενο, ο τρομερός ομώνυμος ήρωας «χάνει τα λογικά» του από τον πολύ έρωτα για την αλλόθρησκη Αντζέλικα έως ότου ο ιππότης Αστόλφο τα επαναφέρει από το φεγγάρι εκεί « … όπου βρίσκεται ό,τι χάνεται από την γη». Το παράλογο, το υπερβολικό και το ακραίο αρχίζει στην μεσαιωνική εποποιία να συνταιριάζει με την τάξη του έρωτα και υπάρχει μια μετάβαση του τελευταίου από το να είναι μια κατηγορία ολοκλήρωσης και ευτυχίας σε μια κατηγορία αποδόμησης του υποκειμένου και «υστερικοποίησής» του.
 

Προηγούμενο άρθροΑπόκριες στο Ιδρύμα Γιάννη Τσαρούχη
Επόμενο άρθρο“Αργός χορός”, της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου