Η στήλη των εικαστικών του artic, εκτός από συνεχή ενημέρωση και προβληματισμό, ευελπιστεί να σας βγάλει από τη δύσκολη θέση της επιλογής δώρου την περίοδο των εορτών. Η πληθώρα των επιλογών σήμερα οδηγεί σε μία  ευνόητη ανασφάλεια και διστακτικότητα. Είναι όμως παρήγορο πως το ευρύ κοινό ξαναγυρνάει, έστω λόγω ανάγκης, στη συμβολική διάσταση του δώρου, την απλότητα και την ουσία. Με την ευδαιμονία των 2 περασμένων δεκαετιών άνθισαν τα ηλεκτρονικά gadgets που αποδείχθηκαν τόσο εφήμερα στη χρήση τους και απλά προσέδιδαν λίγες πήχες εικονικού κύρους. Η στήλη θα εστιάσει και θα επιμείνει στο βιβλίο τέχνης ως διαχρονικό μέσο μύησης σε αυτή, γέφυρα γνωριμίας με το έργο και τη ζωή κάποιου καλλιτέχνη αλλά και κριτικής θεώρησης της σύγχρονης και παλαιότερης ιστορίας του πολιτισμού. Με την αφορμή αυτή, θα γίνει και μία περιληπτική προσέγγιση των εγχώριων εικαστικών εκδόσεων.

Αν έμπαινε κάποιος 20 χρόνια πριν σε ένα μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο, θα διαπίστωνε ότι στον τομέα τέχνη η διαθεσιμότητα τίτλων ήταν περιορισμένη. Η πλειοψηφία αφορούσε μεταφρασμένη βιβλιογραφία και λευκώματα εκδόσεων μεγάλων ιδρυμάτων που είχαν την οικονομική δυνατότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι επενδύουν στη μελέτη της τέχνης, εμπλουτίζοντας το εγχώριο εύρος επιλογών. Είναι ενδεικτικό ότι η πληρέστερη βιβλιοθήκη τέχνης στην Ελλάδα, η Βιβλιοθήκη της ΑΣΚΤ, το 1977 αριθμούσε 10.000 τόμους βιβλίων, το 1997, 22.000 και το 2007, 42.000 (αρκετοί από αυτούς και σε μη έντυπη μορφή). Είναι προφανές ότι βασικό ρόλο στον εμπλουτισμό αυτό έπαιξαν τα αναπτυξιακά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας ωστόσο εύκολα θα διαπίστωνε κάποιος ότι η παραγωγή βιβλίων τέχνης από Ελληνικούς εκδοτικούς οίκους ήταν έτσι κι αλλιώς εκθετικά αυξανόμενη.

 Ιστορικοί Εκδοτικοί Οίκοι – Συλλεκτικές Εκδόσεις


 Τα πορτραίτα του ΦαγιούμΙστορικά, ιδιαίτερη τιμή πρέπει να αποδοθεί σε 3 ανεξάρτητους οίκους που αφιέρωσαν τη δυναμική τους στο θέμα τέχνη όταν αυτό ήταν ακόμα απρόσιτο από πολλούς. Είναι οι εκδόσεις Μέλισσα, η Εκδοτική Αθηνών και μεταγενέστερα οι εκδόσεις Αδάμ. Η Μέλισσα ιδρύθηκε το 1954 και από τη δεκαετία του 1970 εστιάζει στις εκδόσεις βιβλίων που αφορούν την Ελληνική ιστορία και τέχνη. Έργο ορόσημο, «Οι Έλληνες Ζωγράφοι» όπου γινόταν εκτενής μελέτη κάθε καλλιτέχνη με σχόλια από κορυφαίους ερευνητές και κριτικούς τέχνης,παρουσιάζονταν σπάνιες φωτογραφίες και ανάλυση έργων. Στο σημείο αυτό ξεκινάει και η τεχνική βελτίωση της εκτύπωσης με πολύ μεγάλη πιστότητα στις εικόνες των έργων και στην όλη παρουσίαση των τόμων. Η Εκδοτική Αθηνών ιδρύθηκε το 1962 από τον Γ. Χριστόπουλο και καλύπτει όλο το φάσμα της Ελληνικής τέχνης (γλυπτική, Βυζαντινή τέχνη, Λαϊκή τέχνη κλπ) από την προϊστορία έως σήμερα. Αφιερώνει στη ζωγραφική του 19ου και 20ου αιώνα δύο υπερπολίτιμους τόμους με την υπογραφή του μεγάλου Χρύσανθου Χρήστου. Μεταγενέστερα, το 1987, ιδρύθηκαν από τον Κώστα Αδάμ οι ομώνυμες εκδόσεις που με μεγάλη συνέπεια ανέδειξαν στο ευρύ κοινό τη συνολική εικόνα πολλών ζωγράφων μέσω μονογραφιών. Όλες οι εκδόσεις χαρακτηρίζονται από την γραφιστική και φιλολογική αρτιότητά τους. Ξεχώριζα πάντα «Τα πορτραίτα του Φαγιούμ» της Ευφροσύνης Δοξιάδη που έκανε γνωστό στο Ελληνικό (και όχι μόνο) κοινό αυτό το ανεπανάληπτης εικαστικής αξίας γεγονός στις όχθες του Νείλου που παραπέμπει και σε Αρχαιοελληνική και Βυζαντινή ζωγραφική. Στα μνημειώδη έργα των παραπάνω εκδοτικών οίκων δεν θα πρέπει να παραλείψω και το Λεξικό των Ελλήνων Καλλιτεχνών (Μέλισσα,2000), πολύτιμο εγχειρίδιο ακόμα και σήμερα, την «Αρχαία Ελληνική Ζωγραφική» (Εκδοτική) του Στ. Λυδάκη και το «Έλληνες Ναϊφ Ζωγράφοι» (2002) του ιδίου.

Στον τομέα των ακριβών εκδόσεων και λευκωμάτων ήταν λογικό να δραστηριοποιηθούν ιδρύματα μεγάλων τραπεζών και πανεπιστημιακοί φορείς. Τα ιδρύματα των τραπεζών είχαν αρχικά αφετηρία την διανομή επαγγελματικών δώρων και τη συνοδεία μεγάλων εκθέσεων σε ιδρύματα και μουσεία ενώ στη συνέχεια καθιέρωσαν ανεξάρτητες μελέτες πάνω σε συγκεκριμένους τομείς. Η αφετηρία βέβαια μας είναι εντελώς αδιάφορη όταν εκδίδονται τέτοιας αρτιότητας έργα. Σημαντική, διαχρονικά, προσφορά είχαν  το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), η Εμπορική Τράπεζα και οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Οι τελευταίες έχουν αρκετές αναφορές στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (μελετητής Ν. Χατζηνικολάου) αλλά και στη Βυζαντινή Τέχνη. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τη μετάφραση του βιβλίου «Η Μοντέρνα Τέχνη» του Giulio Carlo Argan. Στον τομέα των μεγάλων έργων θα σημείωνα και το μνημειώδες «Ελληνομουσείον» (Μίλητος, 2001) του Μ. Στεφανίδη και το «Μικρή Πινακοθήκη» (2004) του ιδίου από τον Καστανιώτη. Το μεν πρώτο κάνει μία πλήρη ανασκόπηση της Ελληνικής ζωγραφικής τα τελευταία 600 χρόνια ενώ το δεύτερο διεισδύει στη Νεοελληνική τέχνη με πιο στοχαστική τάση. Θα αναρωτηθεί κάποιος αν είναι εποχή κατάλληλη για αγορές τόσο ακριβών εκδόσεων. Σίγουρα όχι, ωστόσο, σε κάποιες από αυτές υπάρχει συμπυκνωμένη η εικαστική πραγματικότητα μιας ολόκληρης εποχής είτε αφορά κάποια μορφή τέχνης είτε πρόσωπα. Είναι μία διαχρονική αξία που οφείλει να διαθέτει ένας αναγνώστης ανεξάρτητα αν είναι φιλότεχνος ή όχι.

 Η αυξανόμενη εγχώρια παραγωγή


 Το σώμαΌπως αναφέρθηκε και πριν, δεκάδες εκδοτικοί οίκοι που δεν είχαν τη δυνατότητα παραγωγής τόσο ακριβών εκδόσεων, ανέπτυξαν μια αξιόλογη δυναμική τόσο στη μετάφραση ξένων έργων όσο και στην εγχώρια προώθηση πολλών κριτικών μελετών, δοκιμίων και σχολίων Ελλήνων θεωρητικών και καλλιτεχνών. Θα ήταν άδικο να μη ξεκινήσω την αναφορά μου από τις εκδόσεις Νεφέλη που ασχολήθηκε αρκετά χρόνια πριν με αυτό το τομέα και  τίτλοι της οποίας είναι σημεία αναφοράς για όλες τις βιβλιοθήκες.
Επικεντρώνομαι στα κλασσικά πλέον «Τέχνη και Πολιτισμός» (C. Greenberg, 2007), «Τέχνη και ψευδαίσθηση» (H. Gombrich, 1995), «Για το πνευματικό στη Τέχνη» (W. Kandinsky, 1981), «Ο Υπερρεαλισμός στη Νεοελληνική Τέχνη» (Ν. Λοϊζίδη, 1984) και «Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών» (M. Beardsley) και το μεταφρασμένο «Η αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα» (M. Merleau – Ponty, 1991).
Αντίστοιχα, η αγαπημένη όλων Άγρα, εκτός από υπέροχα λευκώματα, έχει τουλάχιστον 30 τίτλους με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για τη ζωγραφική και γενικά τη τέχνη.

Αναφέρω τα πλέον γνωστά : «Λιμναία Οδύσσεια» (συνεντεύξεις και κείμενα του Γ. Κουνέλλη, 1991 ), «Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής» (Πλήνιος ο Πρεσβύτερος), «Η ωμότητα των πραγμάτων» (συζητήσεις με τον Francis Bacon, D. Sylvester, 2009) και το μικρό, διαχρονικό διαμαντάκι μύησης σε μία άλλη αισθητική «Το Εγκώμιο της Σκιάς» (Τανιζάκι, 1995).
Μέσα στις τόσες αξιόλογες προτάσεις άλλων οίκων θα σημείωνα τις μελέτες του Θανάση Μουτσόπουλου από τις εκδόσεις futura, «Το πορτραίτο του Καλλιτέχνη στο Βυζάντιο» (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, επιμέλεια Μαρία Βασιλάκη) και τα 2 καταπληκτικά βιβλία της Πέπης Ρηγοπούλου από τις εκδόσεις Πλέθρον, «Το Σώμα» και «Ο Νάρκισσος». Από τις ίδιες εκδόσεις, ένα βιβλίο που προσδιορίζει την έννοια τέχνη και τη σχέση της με τη κοινωνία είναι το «Μα είναι αυτό τέχνη;» της Cynthia Freeland. Για όσους ενδιαφέρονται να μυηθούν πρακτικά στη τεχνική της ζωγραφικής χωρίς εξεζητημένο τρόπο, οι ανάλογες σειρές των Εκδόσεων Ντουντούμη είναι ιδανικές. Συμπερασματικά, συγκρίνοντας τις ακριβές Ελληνικές καλλιτεχνικές εκδόσεις τα τελευταία χρόνια με αυτές του εξωτερικού  δεν διαπιστώνουμε καμία υστέρηση στην ποιότητα. Ο «κολοσσός» Taschen, υπόδειγμα αρτιότητας και ποικιλομορφίας για πολλά χρόνια, δεν φαντάζει πλέον ως κυρίαρχος. Η μόνη παρατήρηση θα μπορούσε να αφορά τα μέτρια αντανακλαστικά των Ελλήνων συγγραφέων απέναντι στα νέα ρεύματα τέχνης που κινούνται ταχύτατα στο παγκόσμιο χώρο.

         Το εγκώμιο της σκιάςΘα μπορούσα σε σελίδες αμέτρητες να προτείνω βιβλία και εκδόσεις. Τα ράφια πλέον είναι γεμάτα, τα βιβλία τέχνης καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο χώρο στα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Η έρευνα ενός τίτλου είχε πάντα μία γοητεία. Περπάτημα στα Εξάρχεια, ξεφύλλισμα, διάλογος με τους πωλητές και τους εκδότες. Οι σύγχρονες διαδικτυακές μηχανές έρευνας και πώλησης βιβλίων αυτοματοποίησαν τη διαδικασία αλλά αναίρεσαν τις παραπάνω παράπλευρες χάρες της αναζήτησης. Όπως και να έχει, είναι ενθαρρυντικό ότι σε αντίθεση με τον τομέα του μυθιστορήματος, η υπερπληθώρα εκδόσεων δεν έχει αλλοιώσει τη ποιότητα των έργων. Από τη φύση της, η ανάλυση των εικαστικών προδίδει τους ημιμαθείς, τους νάρκισσους συγγραφείς και όσους δεν έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό.  Το σίγουρο είναι ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου τέχνης μπορεί να προκαλέσει την διεύρυνση του οπτικού μας πεδίου απέναντι στην αντίληψη της ζωής, την αναθεώρηση της αισθητικής μας και γιατί όχι, μπορεί να είναι το ερέθισμα για την έκφραση μιας κρυμμένης δημιουργικότητας.

Προηγούμενο άρθροΕν μέσω κρίσης της Μαρίας Μουρζά
Επόμενο άρθρο«Μην ταλαιπωρείς τον Αϊ-Βασίλη» του Μάκη Τσίτα