GambitΣκηνοθεσία: Μάικλ Χόφμαν
Πρωταγωνιστούν: Κόλιν Φερθ, Κάμερον Ντίαζ, Άλαν Ρίκμαν
Υπόθεση: Ο Χάρι Ντιν, έφορος τέχνης, εργάζεται για λογαριασμό του ‘Αγγλου μεγιστάνα των ΜΜΕ  και συλλέκτη έργων τέχνης Λάιονελ Σάμπαταρ. Απηυδισμένος από το άξεστο, προσβλητικό φέρσιμο του εκκεντρικού Σάμπαταρ αλλά και από την έλλειψη σεβασμού που δείχνει στη δουλειά του, ο Ντιν αποφασίζει να εκδικηθεί  τον «τύραννο», πλασάροντας του για αυθεντικό  το αντίγραφο ενός  πίνακα του Ιμπρεσσιονιοστή Γάλλου ζωγράφου Μονέ. Για να εφαρμόσει το σχέδιό του αναζητά βοήθεια στο πρόσωπο μια Τεξανής βασίλισσας του Ροντέο, της όμορφης Πι Τζέι Πουζνόφσκι. Ωστόσο τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς κατ’ ευχήν αφού ο μεγιστάνας αποδεικνύεται  «σκληρό καρύδι» και, επιπλέον, προσπαθεί να αποπλανήσει την Πουζνόφσκι την οποία και ο ίδιος ο Ντιν αρχίζει να βλέπει διαφορετικά. Τα χρήματα είναι πολλά, ωστόσο δεν είναι το μόνο που διακυβεύεται από μια πιθανή κατάρρευση του  σχεδίου.

 

 

Κριτική


 2.5 αστέρια

Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε…

Πρόκειται για ριμέικ του ομώνυμου φιλμ του Ρόναλντ Νιμ   (1966), με τον Μάικλ Κέιν και την Σίρλει ΜακΛέιν. Η ιστορία έχει αλλάξει ελαφρώς αφού στην ταινία του Νιμ, ο Κέιν είναι κορυφαίος διαρρήκτης και προσλαμβάνει την Μακλέιν να αποπλανήσει τον πλούσιο Σάμπαταρ, προκειμένου να του αποσπάσει ένα αντικείμενο τέχνης. Η κεντρική ιδέα ωστόσο παραμένει, καθώς και η εξέλιξη της πλοκής.

Οι Τζόελ και Ίθαν Κοέν αναλαμβάνουν να ξαναγράψουν το σενάριο, προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εποχής. Ήδη από την αρχή της ταινίας εντοπίζονται τα, κλασσικά πια, στοιχεία της γραφής των Κοέν: το ιδιαίτερο χιούμορ, οι έξυπνοι διάλογοι που προκαλούν αστεία επεισόδια μεταξύ των συνδιαλεγόμενων, οι δουλεμένοι, και εν προκειμένω ίσως στερεοτυπικοί, χαρακτήρες και οι ανατροπές , βασικότατο στοιχείο της ταινίας. Επιπλέον, καταπιάνονται με ένα αγαπημένο τους είδος, αυτό της φάρσας. Ωστόσο  η δημιουργικότητα των συγγραφέων φαίνεται περιορισμένη (σίγουρα όχι εξαιτίας του ριμέικ, τα είχαν καταφέρει άψογα με τους “Ladykillers” (2004) εξάλλου), και ορισμένες φορές μοιάζει να εξαντλείται στα παραπάνω στοιχεία τα οποία  δεν σώζουν μια, σίγουρα,  ευχάριστη  αλλά χωρίς ιδιαίτερο και ουσιαστικό στίγμα ιστορία.

GambitΟι ανατροπές ξεκινούν από τα πρώτα κιόλας λεπτά, όταν παρακολουθούμε μια, περιέργως γρήγορη, εξέλιξη του σχεδίου που μας έχει ήδη γίνει γνωστό. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για την εξέλιξη που επιθυμεί ο Ντιν και που, κατά συνέπεια, φαντάζεται. Γρήγορα φαίνεται ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καθόλου έτσι. Εκεί είναι και το ευχάριστο ξάφνιασμα της ταινίας, το οποίο βέβαια αντιλαμβάνεται κανείς σε όλη του την έκταση στο τέλος. Είναι βιαστικό να θεωρηθεί ότι τα πράγματα  παίρνουν απρόβλεπτη τροπή για τους ήρωες, και μόνο γι’ αυτούς. Στο τέλος η φάρσα λαμβάνει χώρα και για τους ίδιους τους θεατές οι οποίοι, τελικά,  δεν είναι οι κύριοι γνώστες της κατάστασης. Δεν ξέρουν όσα νομίζουν ότι ξέρουν, ίσως τελικά ξέρουν μόνο όσα χρειάζεται να ξέρουν. Όπως ο Ντιν λέει στο συνεργό του και αφηγητή της ιστορίας, ότι θα πει στην Πουζνόφσκι μόνο όσα χρειάζεται να ξέρει, έτσι κάνουν και οι συγγραφείς για τους θεατές.

Πρόκειται για ένα φιλμ  με κλασσική αφήγηση, με το μοντάζ να εξυπηρετεί  τη διατήρηση της ενότητας του χώρου και του χρόνου μέσα από απλή σύνθεση πλάνων.  Η κινηματογράφηση είναι επίσης κλασσική με το σκηνοθέτη να δίνει άφθονα κοντινά στους ηθοποιούς του (ίσως όχι και τόσο απαραίτητο εν προκειμένω) και να είναι συνεπής αφιερώνοντας πλονζέ πλάνα στον χαρακτήρα του Χάρι Ντιν, τον ήρωα που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, ειδικά όταν  συνομιλεί με το αφεντικό του. Υπάρχουν επίσης αρκετά εξωτερικά πλάνα, κάτω από το φως (έστω, το μουντό) του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της μέρας,  και πλήθος εσωτερικών στις κατοικίες και στα σπίτια των ηρώων.

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι στην αχαλίνωτη φαντασία του Ντιν, που χαρακτηρίζεται από την εμμονή να βλέπει τα πράγματα όπως επιθυμεί, στην αρχή της ταινίας, το σχέδιο ολοκληρώνεται σε άπλετο φως (και μάλιστα σε ένα ηλιόλουστο Λονδίνο!). Ωστόσο όταν η πραγματικότητα παίρνει τα ηνία παύει  το συνεχές ,φυσικό  ή μη, φως και αντικαθίσταται σε αρκετές σκηνές με αυτό των  ημιφωτισμένων δωματίων ξενοδοχείου, των τυπικών λονδρέζικων διαμερισμάτων καθώς και με αυτό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η φωτογραφία παραμένει επίσης συμβατική και η μουσική είναι ανύπαρκτη έως αδιάφορη (δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο, στην προκειμένη περίπτωση).

Ο Κόλιν Φέρθ κρατά την ερμηνεία του σε ένα πολύ καλό επίπεδο βγάζοντας εις πέρας το ρόλο του εκλεπτυσμένου, και πολύ…  Άγγλου, έφορου τέχνης, άτυχου ωστόσο και ενίοτε λίγο αφελή, εκπλήσσοντας ευχάριστα στην ανατροπή του τέλους. Η Κάμερον Ντίαζ, ενδεδυμένη με τα υπερβολικά καουμπόικα κοστούμια που τονίζουν την εκκεντρικότητα του χαρακτήρα της, είναι συμπαθητική στο ρόλο της ξύπνιας Τεξανής, με κάθε υπερβολή, και ίσως και λίγη παραπάνω, που ο ρόλος αυτός συνεπάγεται. Όσον αφορά τον Άλαν Ρίκμαν, που σαφώς  έχουμε δει σε πιο περίπλοκους ρόλους, διεκπεραιώνει απλά το χαρακτήρα του στριφνού, ξερόλα πλούσιου  ‘Αγγλου, με μια ωμή αντίληψη για τα πράγματα και τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. Στις εκφράσεις του της αποστροφής και ειρωνείας που αιχμαλωτίζουν τα κοντινά πλάνα του σκηνοθέτη Μάικλ Χόφμαν, βασίζεται μεγάλο κομμάτι της ερμηνείας του.

Το Gambit είναι μια σαφώς ευχάριστη ταινία με τις παρεξηγήσεις των διαλόγων να οδηγούν στα, κλασσικά πια, γκαγκ, των αδελφών Κοέν. Ωστόσο το αστείο στοιχείο αγγίζει συχνά τα όρια του τετριμμένου και ενίοτε χοντροκομμένου, εμπλουτίζοντας την ιστορία αλλά χωρίς να την προάγει κιόλας. Οι απαιτητικοί θεατές μην περιμένετε την έκπληξη, πέραν της ανατροπής του τέλους, τουλάχιστον όσον αφορά την κινηματογραφική απεικόνιση και την σεναριακή καινοτομία. Η ταινία προσφέρει δύο ώρες κινηματογραφικής θέασης που ρέουν εύκολα αλλά δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Αξιοπρεπής, ωστόσο, και ευχάριστη, συνιστά μια αρκετά συμπαθητική «σπατάλη» του δίωρου εντός της κινηματογραφικής αίθουσας.  

 

Trailer


 

 

Info


 

Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ

Χρονολογία: 2012

Είδος: Κωμωδία

Γλώσσα: Αγγλικά

Έγχρωμη

Διάρκεια: 89’

Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες  στις 25 Δεκέμβρη

 

Προηγούμενο άρθροΈκθεση Ζωγραφικής Ιωάννας Ξημέρη – “Intimate LandScapes”
Επόμενο άρθροΟ Roy Ayers στο Gazarte