«Όλα τα πραγματικά αυθεντικά έργα τέχνης, στην αρχή μοιάζουν άσχημα και ακατανόητα».

Αυτή η φράση του Αμερικάνου κριτικού τέχνης Clement Greenberg, μπορεί να αποτελέσει την τέλεια αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στο μη αναπαραστατικό ή αφηρημένο εξπρεσιονισμό.

Ο Αφηρημένος εξπρεσιονισμός ή η Σχολή της Νέας Υόρκης, ονομάζεται το καλλιτεχνικό ρεύμα που γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 στην Αμερική και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη.

Άνθισε ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική περίοδο και είχε σαφείς επιρροές τόσο από τον Σουρεαλισμό όσο και τον Κυβισμό, τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα που πρότεινε λίγα χρόνια πριν η Ευρώπη και που η Αμερική αντιλαμβανόταν ως βασική πηγή δημιουργίας και εξέλιξης της Μοντέρνας Τέχνης.

Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος άφησε πίσω του νικητές και ηττημένους, άφησε θύματα και στάχτες αλλά μέσα από τις στάχτες, όπως και ο Φοίνικας, έτσι και η τέχνη αναγεννάται, εξελίσσεται και θέτει τις βάσεις για νέους προβληματισμούς και τρόπους έκφρασης.

Jackson Pollock φωτογραφία Το Παρίσι, πρωτεύουσα της τέχνης των περασμένων ετών και πυρήνας των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής, έχει χάσει προσωρινά την αίγλη του. Oι επιπτώσεις του πολέμου είναι τροχοπέδη στην πορεία του μοντερνισμού που βρίσκει στέγη στην άκρως καπιταλιστική Αμερική που διψάει για τέχνη, δημοσιότητα και πρωτοτυπία. Η πολιτική της Αμερικής κατά την μεταπολεμική περίοδο ταυτίζεται με τις αρχές του καπιταλισμού και του υπέρμετρου καταναλωτισμού, καθετί νέο πρέπει να αφομοιώνεται πλήρως και ύστερα να πωλείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο!
Κάπως έτσι, το κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας μετατοπίζεται στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη, που στόχο έχει να αποτελέσει τον ομφαλό της νέας εποχής, θέλει να θέσει τους δικούς της όρους και να ξεφύγει από τα ως τότε δεδομένα.
Κάθε νέα πρόταση είναι συζητήσιμη, αποδεκτή και αποτελεί πηγή έμπνευσης και κέρδους.

Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός ξεκίνησε να διαδίδεται σταδιακά ύστερα από την άφιξη στην πόλη της Νέας Υόρκης μεγάλων ευρωπαίων καλλιτεχνών όπως ο Max Ernst, Marcel Duchamp, Marc Chagall και πληθώρα άλλων που κατά τη διάρκεια του πολέμου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη και να αναζητήσουν μια νέα στέγη όπου η ελεύθερη έκφραση θα ήταν προϋπόθεση.

Πολλοί από εσάς ίσως να αναρωτιέστε για το τι ακριβώς πρεσβεύει ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, ίσως να μην έχετε καν στο νου σας έναν αντιπροσωπευτικό πίνακα του ρεύματος. Γι’αυτό, πριν αναφερθώ σε δύο μεγάλους εκπρόσωπούς του που ακολούθησαν όμως διαφορετικούς δρόμους μέσα στο ίδιο πλαίσιο, θα ήθελα να σταθώ στις αρχές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, όπως αυτές αποδόθηκαν από τον μεγάλο Αμερικάνο κριτικό τέχνης, τον Clement Greenberg.

Jackson Pollock in action

Οι βασικές αρχές του μη αναπαραστατικού εξπρεσιονισμού συνοψίζονται σε τρία σημεία:


 1. Απαραίτητες είναι οι μεγάλες διαστάσεις του έργου του θυμίζουν τις αρχές του μουραλισμού και συνάδουν απόλυτα με την κοινωνικοπολιτική θεωρία της μεταπολεμικής Αμερικής σχετικά με το υπερμεγέθες.

2. Επίπεδες επιφάνειες, τόσο ως προς την κατάργηση της προοπτικής και του βάθους, όσο και ως προς την μη ανάγλυφα δουλεμένη επιφάνεια.

3. Σημαντικότητα της κίνησης, η κίνηση είναι ο τρόπος μέσω του οποίου ο καλλιτέχνης εκφράζεται άμεσα, εξωτερικεύοντας το συναίσθημά του. 

Έχοντας υπόψη μας αυτά τα βασικά και χαρακτηριστικά σημεία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, μπορούμε να εστιάσουμε σε δύο μεγάλους εκφραστές του που συζητήθηκαν, αμφισβητήθηκαν, αναγνωρίστηκαν και εκτιμήθηκαν με το πέρας του χρόνου, φτάνοντας στη σημερινή εποχή όπου το έργο τους ακόμη μελετάται, αποτελεί αντικείμενο φιλονικιών και σίγουρα προξενεί τον ενδιαφέρον μας, είτε θετικό είτε αρνητικό.

Αυτοί οι δύο μεγάλοι δημιουργοί είναι ο  Jackson Pollock και ο Mark Rothko. Ο πρώτος πρέσβευε την action painting, τη δυναμική ζωγραφική, μια τεχνική εξωτερίκευσης του συναισθήματος του καλλιτέχνη που σίγουρα δεν μπορεί κανείς να το μιμηθεί. Ο δεύτερος, ήταν εκφραστής του color-field, χρωματικό πεδίο, ανέλυσε το χρώμα, την υφή του τον τρόπο που η χρωματική παλέτα ενωνόταν αρμονικά προσφέροντας ένα δυνατό αποτέλεσμα που σε προτρέπει πίσω από το απόλυτα επίπεδο να διαβάσεις το υποκείμενο της έμπνευσης του καλλιτέχνη.

Jackson Pollock «Αλχημεία»

Ο Jackson Pollock, ο σημαντικότερος εκφραστής του action painting, δημιουργούσε μπαίνοντας ο ίδιος μέσα στο έργο του, πατούσε επάνω του, δεν το παρατηρούσε από απόσταση αλλά γινόταν ένα με αυτό.
Ο Pollock είχε υιοθετήσει τη μέθοδο του dripping, δηλαδή έσταζε το χρώμα στον καμβά με πινέλα, ξυλάκια, κατευθείαν από το κουτί της μπογιάς, ποτέ όμως το πινέλο δεν ερχόταν σε επαφή με τον καμβά. Αυτός ο τρόπος δημιουργίας, δεν ήταν μια στιγμιαία έμπνευση, αλλά αποτέλεσμα μακροχρόνιων αναζητήσεων. Ο Pollock δεν αποδεχόταν τα όρια ενός καμβά ή ενός καβαλέτου, ήθελε να δημιουργεί ελεύθερος χωρίς περιορισμούς.

Επηρρεασμένος από τις θεωρίες του ψυχαναλυτή Gustav Jung, που υποστήριζε πως την ανθρωπότητα ενώνουν κάποια κοινά αρχέτυπα  του ασυνείδητου, ο Pollock ζωγράφιζε ενστικτωδώς, αυθόρμητα, αγαπούσε και εμπνεόταν από την τεχνική της sand painting, δηλαδή της ζωγραφικής με χρωματιστή άμμο που συνήθιζαν οι Ινδιάνοι της Αμερικής και των μεξικάνικων muralist όπως ο Diego Rivera.
Όπως λέει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, η κίνηση είναι σημαντική, έχει τον απόλυτο έλεγχο του έργου γιατί μόνο έτσι το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Αρχικά αφήνεται μέσα σε αυτό ώστε να λάμψει το ασυνείδητό του και μετά το ελέγχει χωρίς ποτέ να ξεφεύγει.
Παρατηρώντας τον Pollock να δημιουργεί αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι ο δυναμισμός των κινήσεων του που όμως φαίνεται πως δεν είναι τυχαίες. Τη μεγάλη αξία του ως καλλιτέχνη ανακάλυψαν οι Clement Greenberg και Peggy Guggenheim, που δημιούργησαν το όνομα Pollock, ένα όνομα συνυφασμένο με την αυταπόδεικτη ζωγραφική που όμως ήταν το τέλειο νέο εύρημα του μοντερνισμού και εξυπηρετούσε την κοινωνικοπολιτική στρατηγική της μεταπολεμικής Αμερικής.
Ο Pollok για πολλούς κριτικούς έφτασε στο απόγειο της καριέρας του γύρω στο 1950 με τα έργα 31 και 32, υπήρξε αλκοολικός από μικρή ηλικία και μια δύσκολη προσωπικότητα. Δίπλα του στάθηκε η μεγάλη διανοούμενη και ζωγράφος Lee Krasner η οποία και τον στήριζε.

Ο  Pollock έλεγε πως η ψυχή του έργου προϋπάρχει στον καμβά και εκείνος απλά την βοηθάει να βγει προς τα έξω.

Πριν κρίνουμε ως απλό και τυχαίο το έργο του Pollock, ας καταδυθούμε στο βάθος των χρωματικών στρωμάτων που καθόλου τυχαία δεν τοποθετήθηκαν στον καμβά και αν το επιθυμείτε προσπαθείστε να μιμηθείτε την τεχνική του ως έναν πριμιτιβ, ελεύθερο τρόπο έκφρασης, ίσως έτσι εκτιμήσετε ορθότερα τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό.

Mark Rothko color-fieldΌχι όλα τα έργα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού τη δεκαετία του 50 υπήρξαν μια βαθύτατη εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου και μια διονυσιακή παράδοση του δημιουργού στην έκσταση του ασυνείδητου. Κάποιοι ζωγράφοι υπήρξαν πιο ελεγχόμενοι ως προς το συναίσθημά τους, ένας απο αυτούς υπήρξε ο Mark Rothko, εκφραστής της τεχνικής του χρωματικού πεδίου, color field.

Το έργο έχει ένα μονόχρωμο επίπεδο υπόβαθρο και πάνω σε αυτό εξελίσσεται μια χρωματική διήγηση. Ο Mark Rothko ύστερα από σουρεαλιστικούς πειραματισμούς, αποφάσισε να ασχοληθεί με τον πυρήνα, τη βάση της ζωγραφικής, όχι το σχήμα αλλά το χρώμα. Δημιουργεί πάνω σε μια μονόχρωμη και πυκνή βάση, τρία ή και τέσσερα τετράπλευρα σχήματα που το καθένα ορίζει το χώρο του ανεξάρτητα αλλά σε αρμονία με τα υπόλοιπα. Υπάρχει μια διαδρομή στο έργο, χρώμα πιο αδιαφανές και λιγότερο, ανάγλυφο ή και επίπεδο, οι χρωματικές ζώνες δένουν μεταξύ τους ως προς το αποτέλεσμα αλλά κρατούν τη δική τους προσωπικότητα και καθαρότητα. 

Ο Mark Rothko συνήθιζε να λέει πως με τα έργα του επιδίωκε να εκφράσει τα βαθιά αληθινά ανθρώπινα συναισθήματα, την τραγωδία, την έκσταση και τη μοίρα.

Mark Rothko Μουσείο Τα έργα του Rothko είναι και αυτά μεγάλων διαστάσεων, όπως επέβαλλε η εποχή, είναι προορισμένα για να θαυμάζονται από κοντά και παρατηρώντας τα, σχεδόν σε «ρουφάνε». Στόχος του δημιουργού είναι να γίνεις μέρος του έργου, να αναπτύξεις με αυτά μια σχέση ιδιοτική, να τα βιώσεις, να τα αφουγκραστείς, να σου προκαλέσουν βαθιά έντονα και αληθινά συναισθήματα.

Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να μεταφέρω τη δική μου εμπειρία, έτσι όπως εγώ βίωσα αυτές τις δημιουργίες, όχι παρατηρώντας τες ως θεατής μέσα σε έναν εκθεσιακό χώρο, αλλά βιώνοντάς τες μέσα από τη δική μου προσωπικότητα. Δυο χρώματα και ένα χαρτί αρκούν ώστε να αυτοσχεδιάσετε με πορεία πλεύσης τις αρχές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, να αφεθείτε και ύστερα να παρατηρήσετε το έργο σας αποστασιοποιημένα, να δείτε πως το συναίσθημα σας ξεχειλίζουν μέσα από αυτό και ίσως έτσι πλησιάσετε περισσότερο μια κατανοητή και αρεστή από περιορισμένο κοινό μορφή τέχνης και έκφρασης.

Λερώστε τα χέρια σας βουτώντας τα στο χρώμα της ψυχή σας και δείτε την να παίρνει μορφή μπροστά σας, ίσως σας τρομάξει!

Βιβλιογραφία:


  •  arteappunti.altervista.org
  • saradeangelis.wordpress.com
  • lectores.gr
  • el.wikipedia.org
  • barbarainwonderlart.com
  • artonweb.it
  • settemuse.it
  • photos :
  • it.wikipedia.org
  • saradeangelis.wordpress.com
  • standard.co.uk
Προηγούμενο άρθρο“Miss Julie” κριτική της ταινίας
Επόμενο άρθρο«Ο αδέσποτος Κώστας» του Μάκη Τσίτα