Ο θάνατος του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 με υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε ηλικία 91 ετών αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα τέλος εποχής. Και αυτό διότι ο Γκοντάρ δεν υπήρξε απλώς ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής. Ο Γκοντάρ υπήρξε ένα φαινόμενο για την εποχή του αλλά και για τις επόμενες γενιές. Ένας επαναστάτης τόσο στην κινηματογραφική σκέψη όσο και στην κινηματογραφική πρακτική.

Ένας δημιουργός μπροστά από την πραγματικότητα που έτρεχε δίπλα του, όσον αφορά τις οντολογικές του προβληματικές, τη διαχρονική αγωνία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης επικοινωνίας, την εμμονική του προσήλωση στη μελέτη της εικόνας και της γλώσσας ως αλληλοσυγκρουόμενα, αλλά και αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Αλλά και αντίθετα από τη συμβατική πραγματικότητα, διότι κατόρθωσε να είναι ίσως ο μοναδικός δημιουργός του σινεμά που μπόρεσε να είναι μαζικά και παγκόσμια επιδραστικός – ένας “Θεός” της 7ης Τέχνης – και ταυτόχρονα μέχρι τέλους επαναστάτης, αντισυστημικός, ένας αυτόνομος πιονιέρος του σινεμά.

Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Από την εποχή των Cahiers du Cinema
Από το «Cahiers du Cinéma» στην έκρηξη της Nouvelle Vague

Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ γεννήθηκε το 1930 και ενηλικιώθηκε μακριά από τα δεινά του πολέμου στην ασφάλεια της αστικής του οικογένειας. Η επιστροφή του στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 θα αποτελέσει την αρχή της σχέσης πάθους του με το σινεμά. Ο Γκοντάρ περιπλανιέται στις κινηματογραφικές λέσχες του Rive Gauche, ανακαλύπτει την 7η Τέχνη και τους νεαρούς μελετητές της, με τους οποίους λίγα χρόνια αργότερα θα συν-διαμόρφωναν το εμβληματικό περιοδικό «Cahiers du Cinéma» και κατόπιν την έκρηξη της Nouvelle Vague.

Ο νεαρός Ζαν-Λικ δεν αργεί λοιπόν να περάσει από την κριτική και την αρθρογραφία πίσω από την κάμερα. Το 1960, μάλιστα, υπογράφει μια από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές ταινίες όλων των εποχών. Το «Με Κομμένη την Ανάσα» γίνεται η ταινία-σύμβολο του γαλλικού νέου κύματος. Ο Γκοντάρ αποδομεί και αναδομεί το αμερικάνικο film noir. Εισαγάγει το πρωτοποριακό μοντάζ ασυνέχειας, ανατρέπει τις αφηγηματικές συμβάσεις και την κινηματογραφική «κανονικότητα» και (ίσως εν αγνοία του) αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο κοινό και κριτικοί βλέπουν και αναλύουν μια ταινία.

Ο Γκοντάρ πίστευε σε ένα σινεμά που θα λειτουργούσε ως «εργαλείο σκέψης», όπως είχε δηλώσει πολλάκιες ο ίδιος. Σε ένα σινεμά «μέσο» καταγραφής και επεξεργασίας της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της περιφρόνησης, της ιστορίας, των πολιτικών αγώνων, των αντιφάσεων και των προοπτικών αυτών των αγώνων.

Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Με Κομμένη την Ανάσα… και το σινεμά αλλάζει
Ο Ζαν-Λικ στα 60s

Ακολουθεί «Ο Μικρός Στρατιώτης», ένα καίριο πολιτικό σχόλιο πάνω στον πόλεμο της Αλγερίας. Η ταινία που συστήνει την πανέμορφη και ταλαντούχα Άννα Καρίνα με την οποία ο Γκοντάρ είχε μια θυελλώδη προσωπική και καλλιτεχνική σχέση. Το 1961, μάλιστα, την τοποθετεί εν μέσω ενός υπέροχου ερωτικού τριγώνου, πλαισιωμένου από τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και τον Ζαν-Κλοντ Μπριαλί στο «Une Femme est Ine Femme». Μια αριστουργηματική ταινία τύποις μιούζικαλ στην οποία οι νεαροί ήρωες συνομιλούν απευθείας με το κοινό, τραγουδούν, χορεύουν και απορούν ανακαλύπτοντας τις υπαρξιακές τους αντιφάσεις και την ερωτική τους αμφιθυμία.

Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Η Άννα Καρίνα ετοιμάζεται να σκίσει την οθόνη με ένα ψαλίδι
Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Από τη μεγαλειώδη “Περιφρόνηση”

Δύο χρόνια αργότερα, το 1963, παραδίδει την εμβληματική «Περιφρόνηση», ένα σπαρακτικό κινηματογραφικό δοκίμιο γύρω από το ίδιο το σινεμά, τη βιομηχανία του θεάματος και το μοιραίο τέλος των σχέσεων και ακολουθεί το πρωτοποριακό «Alphaville» – ένα sci-fi α λα νουβέλ βαγκ – στο οποίο ένας άνδρας και μια γυναίκα αναζητούν την ξεχασμένη αξία της αγάπης σε έναν κόσμο που αργοπεθαίνει.

Το 1965 αξιοποιώντας ξανά το ζευγάρι Καρίνα-Μπελμοντό στον «Τρελό Πιερό» ο Γκοντάρ κυριολεκτικά και μεταφορικά μεθοδεύει μια κινηματογραφική έκρηξη αισθήσεων, εικόνας, ήχου και μουσικής.

Από τον Μάη του 68΄στην Dziga-Vertov

Λίγο πριν τον Μάη του 68′, ο πάντα πολιτικοποιημένος Γκοντάρ γυρίζει την «Κινέζα», ένα ιδεολογικό δοκίμιο γύρω από τις προοπτικές και τις αντιφάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Λίγους μήνες αργότερα ξεκινά ο παρισινός Μάης και όλα αλλάζουν ξανά. Ο Γκοντάρ βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων και τολμά μαζί με μια γκρούπα «ατίθασων» κινηματογραφιστών να εισβάλλουν στο Φεστιβάλ των Καννών και να μην επιτρέψουν την ολοκλήρωση του.

Ακολουθεί η κολεκτίβα Dziga-Vertov και μια περίοδος «καθαρού» πολιτικού σινεμά, η οποία τυπικά θα λήξει το 1975. Λίγα χρόνια αργότερα το 1979 έρχεται η μεγάλη επιστροφή του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στη μυθοπλασία με δύο συνεργασίες με την Ιζαμπέλ Ιπέρ: η πρώτη στο βαθιά πεσιμιστικό «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και η δεύτερη στο εξαιρετικό «Πάθος» το 1982. Το 1984 ο Γκοντάρ γίνεται ξανά κόκκινο πανί με το «Χαίρε Μαρία» το οποίο έμελλε να προκαλέσει την αντίδραση ακόμα και του Πάππα, ενώ μια χρονιά νωρίτερα είχε κερδίσει την «Χρυσή Άρκτο» με το «Όνομα Κάρμεν».

Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Μέρες Μάη του 68′ με τον Φρανσουά Τριφό
Ατίθασος και επαναστάτης μέχρι το τέλος

Ο Γκοντάρ ποτέ δεν σταμάτησε να πειραματίζεται και να δημιουργεί. Μια δεκαετία μετά, μάλιστα, γυρίζει το αυτοφιογραφικό και αυτοαναφορικό «ΖΛΓκ/ΖΛΓκ Αυτοπροσωπογραφία του Δεκέμβρη» (1995), ενώ κατά τη νέα χιλιέτια παράμεινε πιστός στους πολιτικούς του προβληματισμούς και στη μελέτη πάνω στη σύνδεση γλώσσας και εικόνας στο σινεμά.

Μετά την πρώτη καραντίνα ο υπέργηρος Ζαν-Λικ Γκοντάρ πραγματοποίησε με το αγαπημένο πούρο στο στόμα ένα live στο Instagram και είχε και πάλι πολλά να πει: για τα «χαμένα νοήματα των λόγων της πολιτικής ηγεσίας». Για τον Covid «ως ένα νέο μέσο επικοινωνίας» και φυσικά για το σινεμά που σε αντίθεση με την τηλεόραση που μας κάνει να ξεχνάμε, μας κάνει να θυμόμαστε, δημιουργεί μνήμες, εχθρεύεται της λήθης.

Κι αν όλα τα παραπάνω παραμείνουν νυν και αεί αφορμές για νέα κύματα σκέψης στην τέχνη, στην πολιτική ή ευρύτερα στη ζωή, για τον απλό λάτρη του σινεμά ο Γκοντάρ ίσως μείνει αλησμόνητος μέσα από την εικόνα ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού καλυμμένοι με τα λευκά τους σεντόνια να μας διδάσκουν πως τελικά ακόμα τα πιο ύψιστα και απρόσιτα ζητήματα μπορεί να προσομοιάζουν με το πιο γλυκό και τρυφερό ερωτικό παιχνίδι. Όσο εμείς παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα.
Προηγούμενο άρθροΈφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Καζάκος
Επόμενο άρθροΓαλλόφωνη μουσική στο ηλιοβασίλεμα από τον μουσικό Κώστα Ανδρέου
Θοδωρής Λέννας
Σπουδάζει στην Νομική του ΑΠΘ, αλλά κρυφό πάθος του είναι το σινεμά από όταν παρακολούθησε στα 5 του το "Duck Soup" των αδερφών Μαρξ σε ένα θερινό της Αθήνας. Αρθρογραφεί για θέματα κινηματογράφου από τα μικράτα του σε έντυπα και ιστοσελίδες. Συμμετέχει στο Artic.gr από τον χειμώνα του 2017.