Είναι γεγονός ότι έχουμε την τάση να εξετάζουμε το θέατρο της ελληνικής αρχαιότητας από κοινού με αυτό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, πλείστες διαφορές εντοπίζονται ανάμεσα στο ελληνικό και το ρωμαϊκό θέατρο και τις κοινωνίες που τα διαμόρφωσαν. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι το ελληνικό θέατρο προήλθε μέσα από μία μακρόχρονη και ιδιαίτερα δημιουργική εξελικτική πορεία, ενώ αυτό της Ρώμης αποτελεί σε μεγάλο βαθμό εξέλιξη του ελληνικού προτύπου του.

Η θεϊκή γεωμετρία


Μεταφερόμαστε στην Ελλάδα τον  6ος αιώνα π.Χ. Την εποχή που για πρώτη φορά εμφανίζεται το θέατρο και η θεατρική πράξη, όπως τα εννοούμε σήμερα: Η δράση, μέσα από διαλόγους ηθοποιών που δρουν ανεξάρτητα απ’ το σώμα του χορού και ένα κοινό που συμμετέχει και συμπάσχει με τα δρώμενα. Στην αρχαϊκή Αθήνα δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για τη γέννηση και την εξέλιξη του θεάτρου – τουλάχιστον  όπως αυτό νοείται στη Δύση.

Το θέατρο συνδέεται άρρηκτα με τη θρησκευτική λατρεία του θεού Διονύσου. Όπως διαπιστώνουν οι εθνολόγοι, όλοι οι λαοί της μεσογειακής λεκάνης λάτρευαν έναν θεό και τον συνέδεαν με τον κύκλο των εποχών και την περιπέτεια της βλάστησης. Ο Διόνυσος συγκεκριμένα, προς τιμήν του οποίου πραγματοποιούνταν και οι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα, ήρθε στην Ελλάδα από την Ανατολή και μάλλον άργησε χρονικά να πάρει τη θέση του στο Ολύμπιο Πάνθεον.

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, κατά τη φάση της ολοκλήρωσής του, στους αιώνες που ακολουθούν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, απαρτίζεται από τα εξής διακριτά στοιχεία: Το κοίλον, που αποτελεί τμήμα εσωτερικής επιφάνειας κόλουρου κώνου και χρησιμεύει ως χώρος προορισμένος για τους θεατές, την κυκλική ορχήστρα, στην οποία κινείται ο χορός, περιμετρικά του βωμού του θεού (θυμέλη) και την παραλληλεπίπεδου σχήματος σκηνή, που συχνά εφάπτεται της ορχήστρας και λειτουργεί ως πεδίο δράσης για τους ηθοποιούς. Τη λιτή αυτή και υπαίθρια σύνθεση συμπληρώνουν οι δύο πάροδοι, εκατέρωθεν του κοίλου, απ’ όπου εισέρχονται οι θεατές, αλλά και ο χορός. Αυτή είναι η τυπική μορφή του ελληνικού θεάτρου από τον 4ο π.Χ. αιώνα και έπειτα, ως τη ρωμαϊκή εποχή, συχνά δε, ως το τέλος της Αρχαιότητας.

Πανοραμική άποψη του θεάτρου της ΕπιδαύρουΓια να φθάσουμε όμως να μιλάμε για τυπικό και ολοκληρωμένο θεατρικό οικοδόμημα, όπου με μικρές παραλλαγές από τόπο σε τόπο (στα υλικά, το μέγεθος, τη μορφολογία της σκηνής κ.α.) εξαπλώνεται σχεδόν αυτούσιο σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο, οφείλουμε να γνωρίζουμε τα στάδια της εξέλιξης του. Μίας εξέλιξης μακροχρόνιας, που συντελείται σταδιακά, με βάση την εμπειρία, τον πειραματισμό και τη διεύρυνση των τεχνικών γνώσεων και μέσων.

 Εν αρχή ην ο κύκλος


Ανέκαθεν, τη μορφή μιας κατασκευής καθόριζε πρωταρχικώς η λειτουργία. Μία πραγματικότητα που επαναπροσδιορίστηκε πρόσφατα από τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Την καταγωγή του ελληνικού θεάτρου θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας και στις συναθροίσεις των πρωτόγονων φυλών, γύρω από την πρώτη σπουδαία ανακάλυψη του ανθρώπου, τη φωτιά. Οι κυκλικές συνεστιάσεις γύρω από τη φωτιά παρέχουν στον παλαιολιθικό άνθρωπο την ασφάλεια και τη σιγουριά στο σκληρό κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει. Ο κύκλος είναι το αρχέτυπο εκείνο σχήμα, το τελειότερο, το πλέον φυσικό σε μια συνάθροιση, την ενότητα της οποίας καμία γωνία δεν αποδυναμώνει. Σε κύκλο τελούνται οι προ-ιστορικές τελετές μύησης και μαγείας, σε κύκλο μαζεύονται οι πολίτες γύρω από έναν ομιλητή στην αγορά, σε κύκλο τελούνται για πρώτη φορά και οι δραματικοί αγώνες.

Επομένως η ορχήστρα  αποτελεί και το πρώτο βήμα στη δημιουργία του θεατρικού χώρου, εξασφαλίζοντας -όντας κυκλική- τη βέλτιστη θέαση και ακρόαση. Εκεί αρχίζουν να παίζονται οι πρώτες αυτοσχέδιες παραστάσεις, με τον κόσμο να περι-κυκλώνει τα δρώμενα. Στη συνέχεια, οι θεατές γίνονται μόνιμοι, γι’ αυτό και πρέπει να είναι καθιστοί. Ξύλινα καθίσματα λοιπόν, τοποθετούνται περιμετρικά του κυκλικού χώρου δράσεως.

Η εμπειρία όμως έδειξε, ότι σε επίπεδο έδαφος υπάρχει πρόβλημα θέασης των δρώμενων από τους θεατές που βρίσκονται πιο πίσω. Έτσι, οδηγηθήκαμε σε χώρους με φυσική κλίση -πλαγιές βουνών- όπου με αναχώματα και κατάλληλες επιχωματώσεις φτιάχνονται κερκίδες σε σχήμα τόξου για τους θεατές, ξύλινες στην αρχή, λίθινες ή μαρμάρινες έπειτα, για λόγους αντοχής και ασφάλειας, με την κυκλική ορχήστρα να βρίσκεται στη βάση αυτού του γιγαντιαίου “χωνιού”. Οι ατομικές θέσεις των θεατών ονομάζονται ειδώλια. Η αρχιτεκτονική αυτή πρόοδος του αρχαίου θεάτρου, στάθηκε η αιτία για την ανακάλυψη του φυσικού φαινομένου της ακουστικής, χάρη στην οποία -και όχι μόνο- τα αρχαία ελληνικά θέατρα είναι τόσο διάσημα παγκοσμίως.

ΤΣύγχρονη παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυροο σκηνικό οικοδόμημα ήταν ουσιαστικά αχρείαστο στην αρχή. Ως και τα μέσα του 5ου  αιώνα, οι ηθοποιοί παίζουν, μαζί με το χορό, στην ορχήστρα. Η παρατηρητικότητα όμως και η οξυδέρκεια των αρχαίων, οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι η κλίση του κοίλου και ο κυκλικός του χαρακτήρας δεν ήταν αρκετά για τη βέλτιστη ακουστική. Λύση στο πρόβλημα έδωσε η ανάκλαση της φωνής, αρχικά στην ορχήστρα -οπότε οι ηθοποιοί  μετακινήθηκαν πίσω από αυτήν,έπειτα στον τοίχο που έχτισαν πίσω από την ορχήστρα για αυτόν ακριβώς το σκοπό, την όψη δηλαδή της μελλοντικής σκηνής. Αυτά, σε συνδυασμό με την ησυχία του περιβάλλοντος χώρου, όπου οι Έλληνες επέλεγαν να χτίσουν τα θέατρά τους, δημιουργούν τη βέλτιστη δυνατή ακρόαση και ακουστική.

Κλασικό παράδειγμα αποτελεί το θέατρο της Επιδαύρου, η τοποθεσία του οποίου, σε συνδιασμό με την τέλεια γεωμετρία και αρμονία του σχεδιασμού, χαρίζουν άψογη και ομοιόμορφη κατανομή του ήχου. Ερευνητές βέβαια, υποστηρίζουν ότι ο ήχος ενισχυόταν και από τεχνητά μέσα, ένα είδος πρωτόγονου ηχείου.

Στην αρχή, και μιλώντας πάντα για την Αθήνα, όπου το θέατρο ακολουθεί πορεία αξιοθαύμαστη, οι θεατρικές παραστάσεις λαμβάνουν χώρα στην αγορά, έπειτα στο θέατρο του Διονύσου, στους πρόποδες της ακρόπολης, το πρώτο και σημαντικότερο από τα ελληνικά θέατρα. Όλες οι σωζόμενες σήμερα τραγωδίες πρωτοπαίχθηκαν σε αυτόν ακριβώς το χώρο. Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Στη συνέχεια, και όσο το δράμα αποδεσμεύεται από τη θρησκευτική του υπόσταση, χτίζονταν θέατρα και πέρα από τα ιερά, σε χώρους που γειτνιάζουν με άλλα κοινωνικά δρώμενα (αγορά, στάδιο, κλπ).

Έκτοτε, η πρόοδος υπήρξε ραγδαία, όχι μόνο στους πρωταγωνιστές των δραμμάτων αλλά και στις σκηνογραφικές παρεμβάσεις. Ο Αισχύλος προσθέτει δεύτερο υποκριτή, ο Σοφοκλής και τρίτο. Όσο εξελίσσεται δε η δραματουργία, τόσο αναπτύσσεται και ο θεατρικός χώρος. Το ουδέτερο φόντο δίνει τη θέση του σε τρισδιάστατες κατασκευές και ζωγραφικούς πίνακες, που αλλάζουν ανάλογα με το θέμα της τραγωδίας. Αυτό βέβαια δε θα ήταν δυνατόν, εάν δεν είχε προηγηθεί η πρόοδος στη ζωγραφική, με την ανάπτυξη της εμπειρικής προοπτικής, με τα πολλαπλά σημεία φυγής και την πειστική απεικόνιση του τρισδιάστατου χώρου. Μας είναι γνωστό από τις τοιχογραφίες που διασώθηκαν στην Πομπηία, ότι κατά τα ελληνιστικά χρόνια, η μνημειακή ζωγραφική αναπτύσσεται ταχύτατα, κάτι που φάνηκε χρήσιμο στα σκηνικά του θεάτρου.

Ψηφιακή απεικόνιση της αρχαίας σκηνής (Επίδαυρος)O Βιτρούβιος υποστηρίζει πως ο Αισχύλος διδάχθηκε την προοπτική από το ζωγράφο Αγάθαρχο.  Μας  πληροφορεί μάλιστα για τα τρία είδη σκηνικών εικόνων, που αντιστοιχούν στα τρία είδη θεάματος (τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα αντίστοιχα). Ο Αισχύλος αναβαθμίζει σημαντικά την υπάρχουσα σκευή, ενώ η σκηνή (προσκήνιο), από χαμηλή ξύλινη εξέδρα, αποκτά ύψος. Φθάνουμε λοιπόν από τους περιοδεύοντες θιάσους, τα ξύλινα πατάρια  και τις εφήμερες αυτοσχέδιες κατασκευές, στα μαρμάρινα αριστουργήματα του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα. Εκείνη την εποχή προστίθεται, σε πολλά υπάρχοντα θέατρα (Διονύσου, Επιδαύρου, κ.α.), άνω διάζωμα, για μεγαλύτερη χωρητικότητα θεατών – συχνά μεγαλύτερη των 15.000 ατόμων. Το ελληνικό θέατρο έχει πλέον πάρει την οριστική του μορφή.

Πολλά έχουν ειπωθεί και για τη μηχανική υποστήριξη των αρχαίων θεάτρων. Οι θεοί εμφανίζονται ξαφνικά στη στέγη, μέσω μίας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπτανται, μεταφέρονται πάνω από το σκηνικό με τη βοήθεια μηχανισμού, που ονομαζόταν μηχανή ή γερανός (από μηχανής θεός). Παρόμοια χρήση για την εμφάνιση θεοτήτων έχει και το θεολογείο. Οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονται σε κοινή θέα με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας, που φέρει τον εκάστοτε κατάλληλο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείται συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό κάποιος που πέθανε στο εσωτερικό του οίκο, διότι εξαιρετικά σπάνια, πρόσωπα θανατώνονται επάνω στη σκηνή. Άλλη μηχανή, με την οποία παρουσιάζονται ειδικά πλάνα στη σκηνή, είναι ο περίακτος, ενώ πλήθος άλλων τεχνασμάτων χρησιμοποιούνται συστηματικά για τη δημιουργία διαφόρων εφέ.


Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τους θεατές από τους ηθοποιούς, αλλά και για λόγους αναγνώρισης των πρωταγωνιστών,  αναγκάζει τους τελευταίους να χρησιμοποιούν μεγάλες και εντυπωσιακές μάσκες (προσωπεία), η χρήση των οποίων ασφαλώς χάνεται στα βάθη της ιστορίας . Επιπλέον οι ηθοποιοί για να δείξουν την ισχύ και το κύρος τους φορούν κοθόρνους, είδος υψηλού κλειστού υποδήματος με παχύ πέλμα αλλά και ενισχυμένα εσωτερικά κοστούμια, τονίζοντας κατά αυτό τον τρόπο το μέγεθός τους  – κυριολεκτικά – αλλά και το μέγεθος της πτώσης τους – μεταφορικά (τραγικό πρόσωπο).

Το θέατρο της ελληνιστικής εποχής, όταν έχει πια κατασταλάξει η μορφή του, χαρακτηρίζεται από υπερυψωμένη, αποστασιοποιημένη σκηνή και πολυώροφη όψη. Τα ευέλικτα, φορητά σκηνικά εγκαταλείπονται σταδιακά και αντικαθίστανται από μόνιμα, που συνήθως απεικονίζουν προσόψεις ναών ή παλατιών. Με αυτά τα περίτεχνα, εξεζητημένα θέατρα θα έρθουν σε επαφή οι Ρωμαίοι…

Προηγούμενο άρθροΚώστας Γ. Καρυωτάκης
Επόμενο άρθροΟι εκδόσεις Καστανιώτη μετακομίζουν…