Κραυγή βοήθειας προς τον απλό πολίτη από τα μουσεία και ιδρύματα της χώρας για άμεση οικονομική ενίσχυση και συμπαράσταση στο δύσκολο έργο τους, μέσα από σειρά εκδηλώσεων και καλλιτεχνικών παραστάσεων. Η πολιτεία αδυνατεί να ενισχύσει τον πολιτισμό της χώρας, κάτι το οποίο φαντάζει πολυτέλεια μπροστά στο κρατικός χρέος και τα μέτρα λιτότητας, δίνοντας μια γερή ώθηση να κλείσουν ταχύτερα οι πόρτες των μουσείων στο φιλότεχνο κοινό.
Όταν μιλούμε για μουσεία, εννοούμε τις περισσότερες φορές δημόσια κτίρια, που άλλοτε διοικούνται από κρατικούς παράγοντες και ελέγχονται από τις εκάστοτε αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και άλλοτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, τράπεζες, εταιρίες ακόμη και από ιδιώτες, οι οποίοι έχουν ως κοινό γνώμονα την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού και την προβολή του, όχι μόνο στο εγχώριο ευρύ κοινό αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας.

 Επί αιώνες αποτελούν έναν από τους κυριότερους φορείς πολιτισμού και επιμόρφωσης, προάγουν την παιδεία, τα ήθη και τα έθιμα, την ιστορία, την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνική κ.α. Απευθύνονται σε όλους τους ανθρώπους – ανεξαρτήτου ηλικίας και φυλής, ασχέτως μορφωτικού επιπέδου, καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα θεματογραφίας, επιμορφωτικών σεμιναρίων και προγραμμάτων και το κυριότερο έχουν χαμηλό κόστος εισόδου.

Όσο δελεαστικά και αν ακούγονται τα παραπάνω, η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει για τα καλά το κατώφλι των μουσειακών χώρων της χώρας. Μεγάλα και ισχυρά ιδρύματα, που επί σειρά ετών και κάτω από ποικίλες κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις, άντεξαν και πραγματικά έγραψαν μεγάλη ιστορία, τώρα εκπέμπουν SOS προς τον απλό πολίτη ζητώντας την άμεση και ειλικρινή συμπαράστασή του.

Η δύναμη του να οραματίζονται για ένα πιο πνευματικά και καλλιτεχνικά δραστήριο μέλλον, τείνει να φθίνει, καθώς η συμπιεσμένη πηγή εσόδων δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα συντήρησης των εργαζομένων, πληρωμής των λειτουργικών τους εξόδων και δανείων, περιορίζοντας κατά το ήμισυ το πρόγραμμα των εκδηλώσεων τους. Η κρατική επιχορήγηση, η διάθεση για χορηγίες και ενοικίαση των διαφόρων χώρων είναι αισθητά μειωμένη τον τελευταίο χρόνο, στρέφοντας τους διευθυντές των μουσείων σε μια άκρως επιθετική πολιτική.

Το Μουσείο Μπενάκη στην οδό ΠειραιώςΧαρακτηριστικό παράδειγμα το Μουσείο Μπενάκη, που εδώ και 80 χρόνια προσφέρει ένα πολύπλευρο και καταξιωμένο πολιτιστικό έργο, έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα στήριξης. Αυτό συμπεριλαμβάνει: διάφορες κατηγορίες ετήσιων καρτών μελλών (ιδιωτών ή εταιρικών), αναθεωρημένο πρόγραμμα χορηγιών, προσφορά εθελοντικής εργασίας αλλά και online υπηρεσία δωρεών. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η προσπάθεια του μουσείου να ενισχύσει τους πόρους του μέσα από σειρά μουσικών συναυλιών με γνωστούς Έλληνες έντεχνους καλλιτέχνες, προκειμένου τα έσοδα να ανακουφίσουν κατά το ελάχιστο τα ταμεία του.

Έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν πως, κάτω από δυσμενείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, οι καλλιτεχνική μάζα βρίσκεται σε οργασμό νέων ιδεών και δημιουργίας. Η πίεση που ασκείται, – είτε είναι ψυχολογική είτε οικονομική – και η περιορισμένη ελευθερία έκφρασης βάζει τον καλλιτεχνικό κόσμο σε μια άλλη τροχιά σκέψης ανεύρεσης πόρων και χορηγιών.

Πολύ σωστά λοιπόν, όχι μόνο το μουσείο Μπενάκη αλλά και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, έχουν υιοθετήσει και επί του πρακτέου εφαρμόσει επιλεγμένες στοχεύσεις αλλά και ανταποδοτικές συνεργασίες, προκειμένου να παλέψουν και να υπερασπιστούν το όραμά τους. Θα ήταν αμέλεια να μην τονιστεί πως αρωγοί στην διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού έχουν υπάρξει πολλοί ανώνυμοι χορηγοί του εξωτερικού.

Το παρήγορο σε όλα αυτά είναι, ότι η ευαισθησία του πολίτη ξεπερνά κάθε όριο οικονομικής κρίσης, αδιαφορώντας προς στιγμήν για την άσχημη δική του οικονομική πίεση και δε διστάζει να βάλει ευχάριστα το χέρι στην τσέπη για να προσφέρει τον οβολό του.

Τέτοιες κινήσεις πρέπει να εκτιμηθούν όχι τόσο από τα εκάστοτε πολιτιστικά δρώμενα και τους ανθρώπους που τα διοργανώνουν, αλλά από την ίδια τη πολιτεία που συνεχίζει να αδιαφορεί.

Ευελπιστούμε πολύ σύντομα να φύγουμε από αυτό τον καθημερινό εφιάλτη, να μπορέσουμε, τουλάχιστον εμείς οι νέοι, να ανασάνουμε και να πάρουμε τα όνειρά μας πίσω.

Προηγούμενο άρθροΟ ρόλος του Κιτς στη σύγχρονη εικαστική κουλτούρα
Επόμενο άρθροΕλληνικό και Ρωμαϊκό θέατρο: Δύο κόσμοι σε αντιπαράθεση (Μέρος Β’)