Πολύ επιπόλαια καθιερώθηκε με το πέρασμα των χρόνων ο όρος «καταραμένοι ζωγράφοι». Όρος που υποδηλώνει την ατυχή μοίρα κάποιων δημιουργών, τη βραχύβια παρουσία τους και την αντισυμβατικότητα της ζωής τους.
Ατυχής ο όρος γιατί αγνοείται η αρχέγονη μεταφυσική των καλλιτεχνών, όπου μία πολύπαθη ή σύντομη ζωή παράγει μια ανεξίτηλη πατίνα στο έργο τους που σκανδαλίζει τη φαντασία, τον θαυμασμό και την έκσταση του κοινού που τους εγκαθιστά ένα διαχρονικό φωτοστέφανο. Η κατάρα γίνεται ευλογία.
Ο Egon Schiele είναι ένας από αυτούς τους μοιραίους. Παραμένει πάντα πολύ ψηλά σε αυτή τη νοητή πυραμίδα μαζί με τον Caravaggio, την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, τον Van Gogh, τον Μοντιλιάνι, τον Jackson Pollock.
Οι ουρές στην πρόσφατη έκθεσή του «Γυναίκες» στη γκαλερί Richard Nagy του Λονδίνου, μαρτυρούν την παγκόσμια αποδοχή των δεκατριών μόλις δημιουργικών χρόνων της πολύ σύντομης ζωής του.

Τα πρώτα χρόνια


Ο Schiele γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1890 στο Tulln στη Νότια Αυστρία. Η μητέρα του καταγόταν από τη Βοημία και ο πατέρας του εργαζόταν στους σιδηροδρόμους. Μόλις στα 15 του ο Schiele χάνει τον πατέρα του από σύφιλη και κηδεμόνας του γίνεται ο θείος του Leopold Chihaczec.
Έχοντας επιδείξει από μικρός κλίση στα εικαστικά, γράφεται το 1906 στο Σχολείο Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης.
Ωστόσο, στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους στάλθηκε μετά από επιμονή μελών του πανεπιστημίου στην πιο παραδοσιακή Akademie der Bildenden Kunste. Ιστορική λεπτομέρεια, ήταν η ίδια σχολή που απέρριψε το 1907 τον Αδόλφο Χίτλερ. Η χρονιά αυτή είναι ορόσημο γιατί συναντά τον Gustav Klimt.
Ο Klimt που συνήθιζε να προωθεί νέους καλλιτέχνες, θαύμασε το ταλέντο του Schiele, αγόρασε πίνακές του, αντάλλαξε αρκετούς με δικούς του και τον σύστησε σε υποψήφιους νέους αγοραστές.
Με την καθοδήγησή του έγινε το 1907 μέλος μίας κοπερατίβας (Wiener Werkstatte) που είχε σχέση με την «Αυστριακή Απόσχιση».
Το 1909 αποφοιτά από την Ακαδημία (πάλι απογοητευμένος) ενώ είχε προηγηθεί το 1908 η πρώτη του ατομική έκθεση στο Klosterneuburg. Την ίδια χρονιά, πάλι υπό την αρωγή του Klimt, εξέθεσε στην Vienna Kunstschau, μέρος που τον έφερε σε επαφή με το έργο του Munch και του Van Gogh.

 Ενηλικίωση 


Καθιστή γυμνή γυναίκα με σηκωμένο το δεξί χέρι (1910)

Από αυτό το σημείο και  μετά άρχισε μία στροφή – εμμονή στην ανθρώπινη φόρμα και την σεξουαλικότητα που αναδύει αυτή.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1911, αποφασίζουν με ένα 17 χρονο μοντέλο του, την Valerie Neuzil, να φύγουν από την «κλειστοφοβική» Βιέννη και να πάνε στη γενέτειρα της μητέρας του, το Krumau στη Βοημία.
Η προκλητική για τα ήθη του χωριού παρουσία τους, τους έδειξε την πόρτα της εξόδου πολύ γρήγορα. Η βασικότερη αντίρρηση των ντόπιων είχε να κάνει με την έκθεση εφήβων ως μοντέλα στο σπίτι – εργαστήριό του.
Στο Neulengback, το νέο τόπο κατοικίας τους, τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ, το σπίτι αποτελούσε συχνά και τόπο φιλοξενίας παραβατικών παιδιών. Στο ίδιο κλίμα εχθρότητας, συνελήφθη μία μέρα από την αστυνομία για αποπλάνηση ανήλικου κοριτσιού και κατά την έφοδο κατασχέθηκαν πάνω από 100 σκίτσα. Τελικά, καταδικάστηκε μόνο για την κατηγορία της έκθεσης πορνογραφικών σχεδίων σε χώρο προσβάσιμο από παιδιά.
Οι 3 μέρες που θα παραμείνει στη φυλακή θα τον εμπνεύσουν για την παραγωγή μιας σειράς 12 πινάκων.
Το 1915, ενώ έχει ήδη επιστρέψει στη Βιέννη, γνωρίζεται και νυμφεύεται, παρά την αντίρρηση των γονιών της, την Edith Harms. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στη Πράγα αλλά ποτέ δεν πήγε στη πρώτη γραμμή λόγω της ευνοϊκής μεταχείρισης που είχε από την αναγνώριση του ταλέντου του. Συνέχιζε να ζωγραφίζει.
Το 1917 επιστρέφει στη Βιέννη και αρχίζει μία μεγάλη παραγωγική περίοδος με δυνατές επιτυχίες. Εξέθεσε στην έκθεση Secession, στη Ζυρίχη, τη Πράγα, τη Δρέσδη ενώ είχε συνέχεια παραγγελίες.
Το 1918 η επιδημία της Ισπανικής γρίπης έφθασε και στη Βιέννη και προσέβαλε την 6 μηνών έγκυο Edith. Αδύναμη να αντιδράσει πεθαίνει, το ίδιο και ο Schiele 3 μέρες μετά.
Μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές καλλιτεχνικής έκφρασης στην ιστορία της τέχνης είναι αυτό ακριβώς το διάστημα. Ο Schiele, λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει η Edith την πήρε αγκαλιά. Την ζωγράφισε εξασθενημένη για να κρατήσει το πνεύμα της την ίδια στιγμή που και αυτή του έγραφε με κόπο ένα τελευταίο γράμμα. Ζωγράφισε αργότερα και τη στιγμή του εναγκαλισμού. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος τη περίσταση για να αισθανθεί την ανησυχία του έργου.
Όταν μετά από 3 μέρες η πομπή με την αγαπημένη του περνούσε έξω από το σπίτι του, αυτός ετοιμοθάνατος στο ντιβάνι ανέμενε το δικό του τέλος.

Απολογισμός του έργου του 


Ανδρικό γυμνόΑς φανταστούμε όλο το έργο του Schiele σε μία αίθουσα. Κοιτάζοντάς το αυθόρμητα, κάποιος θα το χαρακτήριζε ενοχλητικό, αποτρόπαιο, ερωτικό πορνογραφικό, προκλητικό.
Μένω σε δύο σημεία : Το πρώτο είναι η συνύπαρξη του αισθησιασμού με την τραγικότητα, τον θάνατο.
Τα γυμνά του, παραμορφωμένα ή μη, αναδύουν τον απόλυτο Διονυσιακό ερωτισμό ενώ ταυτόχρονα υποβόσκει η ματαιότητα της ζωής, το επερχόμενο τέλος.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η προκλητικότητα του έργου του ακόμα και για τη σημερινή εποχή όπου τα ερωτικά ερεθίσματα είναι μέρος της καθημερινότητας.
Προκαλεί γιατί είναι ειλικρινής με αυτό που βλέπει, δεν «πλαστικοποιεί» την ομορφιά ούτε την εξιδανικεύει ιδιοτελώς. Είναι χαρακτηριστικό της τεχνικής του η επιμήκυνση της φόρμας στις φιγούρες και τα πρόσωπα. Η γραμμή του είναι συνεχόμενη σαν το μάτι να κατευθύνει το μολύβι χωρίς τη μεσολάβηση του βραχίονα. Όπως οι μονοκονδυλιές του Picasso και τα γλυπτά του Giacometti.
Το χρώμα είναι έντεχνα «τσαπατσούλικο» και αραιωμένο, διάφανο, μοιάζει να βγαίνει από πινέλα με άγριες, φαγωμένες τρίχες, γδέρνει το χαρτί και προσδίδει μοναδικά απίστευτη δύναμη στη φόρμα. Είναι αδύνατον να μην επηρεάστηκε σε κάποια στοιχεία από τον μέντορά του Klimt  ωστόσο ποτέ δεν εγκλωβίστηκε στη μανιέρα του, καθιέρωσε το προσωπικό του στυλ, προπομπό του εξπρεσιονισμού.
Ο Schiele, ταυτόχρονα με τη σπουδή των γυμνών έκανε μια εξονυχιστική προσωπική ενδοσκόπηση μη διστάζοντας να παραμορφώνει και να εκθέτει τον εαυτό του.
Τα προτεταμένα μάτια του, το περίγραμμα των σκελετωμένων άκρων του, η φιλάσθενη αίσθηση του κορμιού του, αυτό το υπέροχο άσπρο που φώτιζε το σώμα του σαν να ρέει ηλεκτρικό ρεύμα (Self-Portrait with red eyes, 1910).
Πολλοί κριτικοί συνηθίζουν να συνδέουν το ύφος ενός καλλιτέχνη με ότι πιθανή ή απίθανη παράμετρο μπορούν να βρουν και αφορά τις ιστορικές συνθήκες και την εξέλιξη του βίου του. Έτσι, στην προσπάθεια εξήγησης του ιδιαίτερου έργου του, αρκετοί μίλησαν για την ελευθεριότητα των ηθών που υπήρχε τότε στην Αυστρία, τις μελέτες του Freud πάνω στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα, την επίδραση του θανάτου του πατέρα του από σύφιλη.
Ο Lee Siegel ακόμα πιο προχωρημένα θεωρεί ότι η μεταστροφή του ζωγράφου προς την ανεπιτήδευτη σεξουαλικότητα ταυτίζεται με την παύση της χρηματοδότησής του από τον θείο του το 1910. Κανείς πραγματικά δε γνωρίζει, ας μείνουμε στη παρακαταθήκη του και το σχόλιο του John Updike στο «The New York Review of Books» ότι «τα σχέδια των γυναικείων γυμνών του Schiele είναι μεταξύ των σημαντικότερων του αιώνα».

Τα όρια πορνογραφίας και ερωτισμού 


Edith SchieleΟ Schiele θεωρείται ακόμα και τώρα ζωγράφος ταμπού για πολλούς. Και αυτό γιατί κινείται στο «ενοχλητικό» μεταίχμιο του ερωτισμού και της πορνογραφίας σε ένα δυναμικό πεδίο που περιλαμβάνει και την εφηβική ηλικία. Υφίσταται όμως πορνογραφία στη τέχνη του;
Μήπως η έννοια εξαϋλώνεται από την ίδια την αίσθηση του αποτελέσματος;
Ο Baudelaire είχε κατακεραυνώσει ουκ ολίγες φορές τα στεγανά της αστικής ηθικής και τις πουριτανικές υστερίες. Σημειώνω ότι η συναισθηματικά ανεπεξέργαστη καταγραφή της αλήθειας θεωρείται προαπαιτούμενο μεγάλης τέχνης.
Και αλήθεια για τον Schiele ήταν η σεξουαλικότητα ως εμμονή, ως πάθος, ως αισθησιασμός, ως απενοχοποιημένη ηδονοβλεψία, ως Διονυσιακή έκφραση πριν το επερχόμενο τέλος. Μελαγχολία και αισθησιασμός αρμονικά στην ίδια φιγούρα.
Δεν μπορούσε παρά να την καταθέσει. Όπως την κατέθεσαν για τους δικούς τους λόγους παλαιότερα ή μεταγενέστερα ο Picasso, o Lucian Freud, o Degas, ο Αντρέας Εμπειρίκος στο «Μέγα Ανατολικό», η Nan Goldin, ο Χρόνης Μπότσογλου στα «Ερωτικά», ο Νίκος Κούνδουρος στις «Μικρές Αφροδίτες».
Το ήθος στη τέχνη δεν έχει να κάνει με την θεματική απεικόνιση αλλά με τη μεταφυσική που εκπέμπει αυτή.
Ο Schiele είναι από τους καλλιτέχνες όπου το έργο του δεν αξίζει περιττή φιλολογία για το αν είναι ερωτικό, πορνογραφικό ή ηθικό. Είναι αδιάφορη η ένταξη. Αυτό που μετράει είναι η στάση κατάνυξης που επιβάλει αυτό το υπέροχο μείγμα ζωής και θανάτου που μας προσέφερε απλόχερα.
Τα σκίτσα του, τα περιγράμματά του, τα αξεπέραστα, όλο ένταση γυμνά του.
Προσαρμόζω ως επίλογο ένα σχόλιο του Νίκου Δήμου για το βιβλίο του «Η κρυφή ζωή των αστών» : «… θυμίζει πως ο μόνος βέβαιος παράδεισος είναι εδώ : αυτός των αισθήσεων και των εκστάσεων. Που και αυτός (όπως και εμείς) είναι δημιούργημα του ίδιου Θεού».

Προηγούμενο άρθροWGA Awards: Οι νικητές
Επόμενο άρθροΟ Διονύσης Σαββόπουλος στο Gagarin