Ο Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπυ Γ’ (Edward Franklin Albee III) κάνει την εμφάνισή του στο θέατρο σε μια στιγμή που η ανανέωση μορφών και ειδών καθίσταται επιτακτική ανάγκη, σε μια στιγμή που η πρωτοποριακή «νέα κίνηση» που πραγματοποιείται περιλαμβάνει ονόματα σαν αυτά των Τομ Στόπαρντ, Τζακ Γκέλμπερ, Σήλα Ντηλένυ κ.ά. Παραδίδοντας το έργο Ιστορία του Ζωολογικού κήπου τοποθετείται στο κέντρο αυτής της κίνησης, για ν’ ακολουθήσει το αριστούργημά του, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Στο παρόν αφιέρωμα θα γίνει μια απόπειρα ανασυγκρότησης του ιστορικού, κοινωνικού και καλλιτεχνικού πλαισίου εντός του οποίου άρθρωσε τη φωνή του ο πρόσφατα εκλιπών Έντουαρντ Άλμπυ (16 Σεπτεμβρίου 2016) και μια περιήγηση στην εργογραφία του, προκειμένου να συστηθεί στους αναγνώστες. Πριν από αυτά θα παρατεθούν σύντομα μερικά βιογραφικά του στοιχεία.

Γέννηση και πρώτα χρόνια του Έντουαρντ Άλμπυ

Ο Έντουαρντ Άλμπυ γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1928 στη Washington DC. Δε γνώρισε ποτέ τους γονείς του και υιοθετήθηκε από την οικογένεια του Φράνκλιν Άλμπυ (ή Ώλμπυ), μια ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια στην ιδιοκτησία της οποίας βρισκόταν γνωστή αλυσίδα θεάτρων των Ηνωμένων Πολιτειών, τα Θέατρα Άλμπυ. Ο Έντουαρντ, επομένως, μεγαλώνει στην οικονομική άνεση των Άλμπυ, ωστόσο δεν αργεί να συγκρουστεί μ’ αυτό το περιβάλλον της ευμάρειας, να εγκαταλείψει τις πανεπιστημιακές του σπουδές και να πιάσει διάφορες δουλειές του ποδαριού για βιοπορισμό. Κατέληξε ο επιτυχημένος συγγραφέας που όλοι γνωρίζουν, ο ενεργός πολίτης–πολέμιος των Ρεπουμπλικανών και καθηγητής σε νέους θεατρικούς συγγραφείς στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.

Το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον που εξέθρεψε τη συνεισφορά του στο θέατρο

Στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίζεται το κίνημα των «Μπητ» στην Αμερική. Οι μπήτνικς εισάγουν ένα ιδεολογικό σύστημα το οποίο συνίσταται κυρίως στην αποστροφή προς τον υλικό τρόπος ζωής και το συμβιβασμό που καλλιεργούσε στους ανθρώπους η αλλοτριωμένη αμερικανική κοινωνία της εποχής –δεν περιορίζονται στενά στην καλλιτεχνική δημιουργία. Σαν ιδιότυποι μεταρομαντικοί αυτοί οι καλλιτέχνες εκφράζουν μια παραίτηση από τη «φιλισταϊκή» κοινωνία της εποχής τους, από την οποία αποκόπτονται, προκειμένου να ανιχνεύσουν μέσω της ατομικής τους συνείδησης την έμπνευση για την καλλιτεχνική δημιουργία συχνά με τη συνεπικουρία των ναρκωτικών, της τζαζ, της μποέμ εκζήτησης.

Οι Κέρουακ, Κόρσο, Γκίνσμπεργκ κ.ά. «σφράγισαν» τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης της διαμαρτυρίας τους για όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και ερχόμενος ακριβώς αυτή την εποχή στα θεατρικά «πράγματα» ο Άλμπυ έγινε φορέας ανάλογων μηνυμάτων με το δικό του ύφος και τρόπο.

Οι καλλιτεχνικές καταβολές του Άλμπυ

Πέρα από τους μπήτνικς ο Άλμπυ εντάσσεται, βέβαια, στην παράδοση που ξεκινάει από μορφές όπως ο Ευγένιος Ο’ Νηλ, ο Τενεσσή Γουίλλιαμς και ο Άρθουρ Μίλλερ, οι οποίοι έφεραν στο θέατρο της Αμερικής το Ρεαλισμό και τον Εξπρεσσιονισμό, τις ψυχολογικής κοπής αναζητήσεις του Τσέχωφ και τον κοινωνικό προβληματισμό του Ίψεν αντίστοιχα. Οι καταβολές του Άλμπυ έχουν εντοπιστεί κυρίως στο Στρίντμπεργκ και στον Ο’ Νηλ: πάλη των φύλων, συμβολισμός, οδύνη για την εκπίπτουσα ανθρώπινη κατάσταση.

Αν οι παραστάσεις του Γυάλινου Κόσμου του Τενεσσή Γουίλιαμς, του Θανάτου του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλλερ, του Ο παγοπώλης έρχεται του Ευγένιου Ο’ Νηλ σηματοδοτούν σταθμούς για την ιστορία του αμερικανικού θεάτρου το ίδιο δεν ισχύει λιγότερο και για το ανέβασμα του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Έντουαρντ Άλμπυ. Μια ανεκδοτολογική ιστορία λέει για τον τίτλο του έργου ότι ο Άλμπυ τον είδε γραμμένο σε ένα δημόσιο ουρητήριο της Νέας Υόρκης και διέβλεψε σ’ αυτή τη φράση την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στην τρέλα και το θάνατο που οδήγησαν τη Βιρτζίνια Γουλφ στην αυτοκτονία, αλλά και στον τίτλο του έργου του!

Όλια Λαζαρίδου, Κώστας Καζάκος
Όλια Λαζαρίδου, Κώστας Καζάκος, Τζένη Καρέζη,
Γρηγόρης Βαλτινός, Ζυλ Ντασέν: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ στην Ελλάδα
Γενεαλογία του Παραλόγου με το οποίο διαλέγεται ο Έντουαρντ Άλμπυ

Ο Έντουαρντ Άλμπυ αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο του Θεάτρου του Παραλόγου στο δυτικό ημισφαίριο.

Για μια σύσταση του Θεάτρου του Παραλόγου: πρόκειται για το ρεύμα που κυριαρχούσε τις δεκαετίες ’50–’70 στη θεατρική πρωτοπορία. Ανάγεται ήδη στο αρχαιοελληνικό κλασικό δράμα και τα θεολογικά στοιχεία που διαμόρφωναν τους μύθους και το έντονα φανταστικό πλαίσιο, τους αρμούς, δηλαδή, της κλασικής παραγωγής. Η δημιουργική φαντασία, όταν «προστατεύει» την τέχνη –όχι μόνο το θέατρο– από τους κινδύνους της στεγνής λογικής η οποία κυριαρχούσε τον 20ο αιώνα της επιστημολογίας και του Ρεαλισμού παρέχει τους όρους για τη διατήρηση του διονυσιασμού. Κι αυτό το χρωστάει σε μεγάλο βαθμό στο Παράλογο.

Ο «χώρος» του Παραλόγου του 20ου αιώνα καταλαμβάνεται από τους εξής εκπροσώπους-δραματουργούς: Στρίντμπεργκ, Βέντεκιντ, Ζαρρύ, Πιραντέλλο και τους Εξπρεσσιονιστές, τους θεατρανθρώπους Μέγερχολντ, Βαχτάνγκοφ κ. ά., τους λογοτέχνες Κάφκα, Τζόυς, τους ντανταϊστές, τους υπερρεαλιστές. Από την επίδραση των  παραπάνω προέκυψε μεταπολεμικά το Τhéâtre de l’ Αbsurde των Ιονέσκο και Ανταμόφ με «ληξιαρχική πράξη» γέννησης του Παραλόγου τη Φαλακρή Τραγουδίστρια (1950) του πρώτου και το Περιμένοντας τον Γκοντό (1953) του Σάμιουελ Μπέκετ. Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν οι Βωτιέ, Μπέκετ, Ζενέ, Βιάν, ενώ η εμβέλεια του κινήματος απλωνόταν και σε άλλες εθνικές παραγωγές: Πίντερ, Σίμψον, Μόρτιμερ, Άλμπυ, Αρραμπάλ, Βάις κ. ά.

Το Παράλογο ως «αντί–θέατρο»

Ο όρος Παράλογο πολιτογραφείται στη γλώσσα του Υπαρξισμού των Καμύ και Σαρτρ και βρίσκεται ήδη στα χείλη των διανοουμένων πριν τη θεατρική του «μετακίνηση». Οι Σαρτρ και Καμύ δεν προβαίνουν στην κίνηση να τον χρησιμοποιήσουν στο θέατρό τους, αλλά τον μεταχειρίζονται φιλοσοφικά και μεταφυσικά υπονοώντας, κυρίως, τη μη (πολιτική συχνά) δικαίωση των ανθρωπίνων πράξεων του κατεστραμμένου και διχασμένου μεταπολεμικού υποκειμένου.

Στο Παράλογο, τώρα, αποδίδεται συνάφεια με το «αντί–», την «αντί–λογοτεχνία» και το «αντί–θέατρο». Οι συμβάσεις του προωθούν τη γλωσσική ασυναρτησία και παρωδία, διαρρηγνύουν τις καθεστηκυίες σχέσεις του ηθοποιού με τη σκηνή και δημιουργούν μια θεατρική εμπειρία μεταξύ των ορίων του ευτράπελου και το νοσηρού. Τα παράλογα στοιχεία είναι δύσκολο συνήθως να τα εντάξει κανείς στα δραματουργικά και ιδεολογικά τους συμφραζόμενα. Τα «παράλογα» έργα είναι συνήθως δίχως πλοκή και συγκροτημένους θεατρικούς χαρακτήρες. Υπακούοντας στους όρους της ιστορικής νομοτέλειας το Παράλογο φθίνει σταδιακά από τη δεκαετία του 1970, έχοντας εκπληρώσει τον αναγεννητικό για το θέατρο προορισμό του, ωστόσο δεν έχει πάψει να επηρεάζει ακόμα τη σύγχρονη γραφή και τη σκηνοθεσία.

Γραφή και εργογραφία του Έντουαρντ Άλμπυ

Πρώτη εμφάνιση του Άλμπυ στο θέατρο συνιστά το μονόπρακτο Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου (1960), ενώ το έργο που του χαρίζει τη μεγάλη αναγνώριση είναι το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ που ανέβηκε στο θέατρο του Μπρόντγουεϊ το 1962. Ο Θάνατος της Μπέσση Σμιθ, το Αμερικάνικο Όνειρο και Η μικρή Αλίκη αποκρυστάλλωσαν  τα χαρακτηριστικά του της πρωτοπορίας. Το 1966 με την Επικίνδυνη (ή ΕυαίσθητηΙσορροπία κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ, τιμή η οποία του αποδίδεται για δεύτερη φορά εννιά χρόνια μετά για το Θαλασσινό Τοπίο. Άλλα έργα του τα εξής: Ρητά του Μάο, Τετέλεσται, Μετρώντας τους τρόπους, Ακούγοντας, Τρεις ψηλές κυρίες, Η Κυρία από το Ντιούμπουκ. Ακόμη, είχε ασχοληθεί με διασκευές άλλων συγγραφέων. Για το μεταγενέστερο χρονολογικά έργο του η κριτική έχει αποφανθεί ότι υστερεί σε αξία (δεκαετία του ’70 κ. ε.).

Η αφίσα της ταινίας - Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ
Η αφίσα της ταινίας που βασίστηκε στο γνωστό θεατρικό έργο του Άλμπυ

Στα έργα του ο Έντουαρντ Άλμπυ επιτίθεται στην αυτάρεσκη αισιοδοξία εκπορευόμενη από την ευμάρεια της αστικής τάξης των ΗΠΑ και γράφει για τη μοναξιά, την αποξένωση και την απελπισία του σύγχρονου τρόπου ζωής, συχνά σε ανοικειωτική και όχι «εύκολη» θεατρική γλώσσα. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι το έργο του αφορά «την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας.»

Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου

Η Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου περιγράφει ένα διάλογο μεταξύ ενός βολεμένου αστού οικογενειάρχη κι ενός παρία, μοναχικού επαναστάτη για τον οποίο η βία είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας. Είναι η τυχαία συνάντηση δύο ανθρώπων διαφορετικής τάξης, που ξεκινά ως καθημερινή συνομιλία και καταλήγει μέσα από κλιμακούμενη ένταση σε ένα δραματικό φινάλε. Στο έργο αυτό ο συγγραφέας ξεκινά να οικειοποιείται το ήδη υπάρχον ευρωπαϊκό Παράλογο των Ζενέ, Μπέκετ και Ιονέσκο. Αξίζει να σημειωθεί ότι προσέθεσε στο σώμα του μια σκηνή το 2011.

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ

Μετρώντας και κινηματογραφική μεταφορά, το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ είναι ένα από το μεγαλύτερα θεατρικά, αλλά και μία από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και το Ρίτσαρντ Μπάρτον να ενσαρκώνουν τους ιστορικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η θεατρική πρεμιέρα του έργου στο Μπρόντγουεϊ προκάλεσε αμφίθυμα αισθήματα στο κοινό, καθώς ανάλογες εμπειρίες είχαν βιώσει ως τότε μόνο σε πειραματικά είδη θεάτρου: βωμολοχίες, προκλητικά ζητήματα, σεξουαλικότητα, ψυχολογική βία είναι κάποια από τα ασυνήθιστα στο θέατρο για την κοινωνία και την εποχή στοιχεία του έργου.

Θέμα του είναι η νοσηρή σχέση ενός μεσόκοπου παντρεμένου ζευγαριού διανοουμένων, του καθηγητή Πανεπιστημίου, Τζορτζ και της γυναίκας του, Μάρθα. Όταν χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού, ένα ζευγάρι νεαρών καλεσμένων τους θα γίνουν μάρτυρες της ψυχολογικής έκπτωσης του Τζορτζ και της Μάρθα που ταυτίζονται πια χαρακτηρολογικά, ενώ ταυτόχρονα επιθυμούν να ισοπεδώσουν ο ένας τον άλλον. Η επιτυχία του Άλμπυ σ΄αυτό το έργο εντοπίζεται στο ότι μη διστάζοντας να καταδείξει την κανιβαλική όψη της συνύπαρξης των αντρόγυνων, ωστόσο δε δείχνει κάτι που οι θεατές δεν ξέρουν ή δε φαντάζονται ότι υπάρχει…

Ο Έντουαρντ Άλμπυ με τη γάτα του
Ο Έντουαρντ Άλμπυ με τη γάτα του την εποχή που μεσουρανούσε στο θεατρικό στερέωμα
Ευαίσθητη Ισορροπία

Στην Ευαίσθητη (ή Επικίνδυνη) Ισορροπία πεδίο πραγμάτευσης αποτελεί ξανά ο προσωπικός χώρος ενός ζευγαριού μετά τη μέση ηλικία, του Τομπίας και της Ανιές, οι οποίοι συμβιώνουν σε μια φαινομενική ηρεμία που διαταράσσει η επίσκεψη μιας οικογένειας φίλων. Ο Άλμπυ συνεχίζει να διασπείρει σε διάφορους θεατρικούς ήρωες τα χαρακτηριστικά της ψυχικής απομόνωσης, της ανυπαρξίας ή και ανικανότητας σύναψης δεσμών, της υποκρισίας, του φόβου και τόσων άλλων στοιχείων επικίνδυνων για την ιδιωτική και συλλογική Ισορροπία.

Τρεις Ψηλές Γυναίκες

Στο έργο του Τρεις Ψηλές Γυναίκες, ο Έντουαρντ Άλμπυ μετακινείται από το θέμα των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως το ανέπτυσσε σε προηγούμενα έργα (Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου, Ευαίσθητη Ισορροπία, Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ) σ’ ένα άλλο θέμα που κατέτασσε εξίσου στην περιοχή της ανθρώπινης προβληματικότητας: την αυτογνωσία, τη σχέση με τον εαυτό και την –όπως προαναφέρθηκε– έλλειψη αντικειμενικής θέασής του. Οι τρεις ηρωίδες στο πρώτο μέρος του έργου βρίσκονται σε διαφορετικές ηλικίες: μια νέα γυναίκα, μια μεσήλικη και μια υπέργηρη. Στο δεύτερο μέρος, όμως, αποκαλύπτεται πως αυτές οι τρεις γυναίκες είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος άνθρωπος σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Αυτή η πορεία των 91 χρόνων (η ηλικία της υπέργηρης, του ενός, ουσιαστικά χαρακτήρα του έργου) περιγράφεται με μαύρο χιούμορ, αλλά χωρίς νοσταλγική διάθεση, αντίθετα, με όρους υπαρξιακής πάλης.

Βιβλιογραφία


  • Θεατρικό Λεξικό: Πρόσωπα και Πράγματα στο Παγκόσμιο Θέατρο, Αλέξης Σολομός, Κέδρος, Αθήνα, 1989
  • Λεξικό του Θεάτρου, Patris Pavice, Γενική εποπτεία: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Gutenberg, Αθήνα, 2006
  • Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Έντουαρντ Ώλμπυ, Μετάφραση–Εισαγωγή: Καίτη Κασιμάτη–Μυριβήλη, Δωδώνη, Αθήνα, 1977
  • Illustrated Encyclopedia of World Theatre | Introduction by Martin Esslin, Thames and Hudson
  • The Oxford Companion to the Theatre | Edited by Phyllis Hartnoll, London, Oxford University Press
Προηγούμενο άρθροΗ Φωτεινή Δάρρα παραθέτει την Δευτέρα 26 Ιουνίου στα πλαίσια της «Παγκόσμιας ημέρας κατά των ναρκωτικών» μια μεγάλη και μοναδική συναυλία!
Επόμενο άρθροΑγγελία αρθρογράφων – Έλα και εσύ στην ομάδα του Artic.gr