Δυο πορτραίτα του χρυσού ολλανδικού αιώνα  στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο (μέρος β΄: Βερμέερ)
Μεταφερόμαστε τώρα από τον αναστατωμένο κόσμο του Ρέμπραντ με τις σχεδόν μαύρες σκιές στον αρχιτεκτονικά δομημένο και σε μεταφυσικό βαθμό ήσυχο κόσμο, με σκιές που δανείζονται το χρώμα τους από το περιβάλλον, του Johannes ή Jan Vermeer (1632-1675). Ακόμη, μεταφερόμαστε 63 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Άμστερνταμ, στην -και σήμερα όμορφη και γραφική- μεσαιωνική πόλη Ντελφτ, που βρίσκεται πάνω στον ποταμό Schie, ενώ σήματα κατατεθέντα της είναι η Παλαιά και Νέα Εκκλησία (De Oude Kerk De και Nieuwe Kerk αντίστοιχα), δείγματα ολλανδικού γοτθικού ρυθμού, όπου περικλείονται οι τάφοι επιφανών μελών του οίκου της Οράγγης, συμπεριλαμβανομένου του Γουλιέλμου Α΄, εθνικού ήρωα της Ολλανδίας.

Το Ντελφτ τον 17ο αι. φιλοξενούσε πλήθος βιοτεχνικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, με προεξέχουσα την κατασκευή των διάσημων μπλε φαγιάνς κεραμικών και τη διοχέτευσή τους σε όλη την Ευρώπη. Ακόμα, άκμαζαν η κατασκευή υφασμάτων, η κατασκευή επιστημονικών οργάνων ακριβείας, οι παροχές των πανδοχείων και η αγοραπωλησία έργων τέχνης (συχνά, οι δύο τελευταίες δραστηριότητες ταυτίζονταν, καθώς πανδοχείς ήταν και συλλέκτες έργων -τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του πατέρα του Βερμέερ, όπως και του ίδιου του Βερμέερ).

Johannes Vermeer apopsh tou Delft peripou1660_elaiografia se mousama 965x1175 Xagh Mauritshuis
Johannes Vermeer άποψη του Delft περίπου στα 1660 – ελαιογραφία σε μουσαμά

Δεδομένης λοιπόν και της άφιξης και κυκλοφορίας πολλών έργων τέχνης, ιταλικών και άλλων, η πόλη μετατράπηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο. Στο πρώτο μισό του αιώνα ξεχωρίζει ο μαθητής του Ρέμπραντ, Κάρελ Φαμπρίσιους, ενώ στο δεύτερο σαφέστατα ο Βερμέερ (όπως επικράτησε να προφέρεται, παρότι στα ολλανδικά το όνομα ακούγεται Φερμίιρ). Όταν τον 18ο αι., οπότε αρχίζει να κατασκευάζεται η πρώτη ευρωπαϊκή πορσελάνη, το Ντελφτ πέφτει σε αφάνεια, ενώ καλλιτεχνικά, η ποιητική απλότητα του 17ου αι. αντικαθίσταται από μία επιτηδευμένη γαλλικού τύπου κομψότητα, ο Βερμέερ καταδικάζεται σε σχετική ανωνυμία. Τον 19ο αι., ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός και δημοσιογράφος Théophile Thoré (1896-1869), πιο γνωστός με το ψευδώνυμο Bürger, συντέλεσε ώστε να επανα-ανακαλυφθεί ο Βερμέερ. Σήμερα, ο Βερμέερ τοποθετείται μαζί με τον Ρέμπραντ στο πάνθεον των καλλιτεχνών όχι μόνο του ολλανδικού χρυσού αιώνα, αλλά και σε διαχρονικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Johannes Vermeer to koritsi me to margaritarenio skoulariki peripou1665 elaiografia se mousama 445x39 Xagh Mauritshuis
Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι του Johannes Vermeer – περίπου στα 1665 ελαιογραφία σε μουσαμά

Ο Βερμέερ συχνά απεικόνιζε νέες γυναίκες μέσα σε γαλήνιους εσωτερικούς χώρους να παίζουν μουσική, να γράφουν γράμματα, να διασκεδάζουν, να κάνουν οικιακές δουλειές. Δεν πρόκειται για πορτραίτα, καθώς τα πρόσωπα είναι απλώς το όχημα για να αφηγηθεί μια ιστορία ο καλλιτέχνης (συχνά, με λεπτές  αναφορές στον κόσμο των συμβόλων και των αλληγοριών) και ακόμη περισσότερο, πέρα από τις συμβολικές προεκτάσεις, για να δομήσει έναν δικό του, εντελώς προσωπικό κόσμο. Πιο κοντά στον όρο πορτραίτα βρίσκονται τέσσερις πίνακες όπου απουσιάζουν τελείως τα αφηγηματικά στοιχεία και το φόντο είναι ουδέτερο: το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, το κεφάκι κοριτσιού, το κορίτσι με φλάουτο και το κορίτσι με κόκκινο καπέλο. Ωστόσο, ούτε και αυτοί μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς προσωπογραφίες, καθώς εμπίπτουν περισσότερο στην κατηγορία των tronies (μοντέλα ντυμένα με αρχαιοπρεπή, εξωτικά ή χαρακτηριστικά ρούχα που παραπέμπουν σε ιστορικά πρόσωπα ή σε αρχετυπικές μορφές), ενώ τα μοντέλα δεν είναι αναγνωρίσιμα. Γενικά, υπάρχουν διάφορες απόψεις ως προς την ταυτότητα των μοντέλων στις προσωπογραφίες γυναικών του Βερμέερ, δεν υπάρχουν όμως επιβεβαιωμένες πληροφορίες. Καθώς δεν εντάσσονται σε κάποιο στέρεο βιογραφικό πλαίσιο γίνονται πρότυπα του γυναικείου ιδεώδους και εξάπτουν τη φαντασία του θεατή.

to exwfyllo tou vivliou ths Tracy ChevalierΜία σύγχρονη συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, η Αμερικανίδα Tracy Chevalier, εμπνεύστηκε τόσο από τη μυστηριώδη φιγούρα ενός πόστερ στο δωμάτιό της που απεικόνιζε την «Ολλανδέζα Τζοκόντα», όπως έχουν χαρακτηρίσει το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, που αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο γι αυτήν. Το μυθιστόρημα Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι γνώρισε απρόσμενη και παγκόσμια επιτυχία: πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 36 γλώσσες (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα), ενώ πουλήθηκαν τα δικαιώματα για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Η Olivia Hetreed ανέλαβε να κάνει την προσαρμογή από το βιβλίο στο σενάριο της ταινίας και ο Peter Webber να πάρει τα ηνία της σκηνοθεσίας. Έτσι, το 2003 γεννήθηκε η ταινία Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι.

Η ταινία τοποθετείται στο Ντελφτ γύρω στο 1665 και είναι εξ ολοκλήρου ειδωμένη από την οπτική γωνία της Χριτ (Scarlett Johansson), μιας νεαρής κοπέλας γύρω στα 16 που προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά της μετά την τύφλωση του πατέρα της, αναγκάζεται να εργαστεί ως υπηρέτρια στο σπίτι του ζωγράφου Γιαν Βερμέερ (Colin Firth), στην καθολική συνοικία της πόλης. Εκεί έχει να αντιμετωπίσει την αυταρχική πεθερά του ζωγράφου Maria Thins (Judy Parfitt), τη νευρασθενική γυναίκα του Catharina Bolnes (Esiie Davis), τη ζηλόφθονη κόρη του Cornelia (Alakina Mann), την ανταγωνιστική υπηρέτρια Tanneke (Johanna Scanlan), τον μαικήνα του Βερμέερ,
παραγγελιοδότη έργων τέχνης, Pieter van Ruijven (Tom Wilkinson) και το επιθετικό του φλερτ, στα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης και κυρίως, τον εαυτό της: Από τη μία βιώνει μια απαγορευμένη έλξη για τον μυστηριώδη ζωγράφο, ο οποίος κάνει χώρο στον κόσμο του για εκείνην και από την άλλη φλερτάρει με ένα αγόρι της κοινωνικής της τάξης, το γιο του χασάπη, Peter (Cillian Murphy). Η Χριτ έρχεται ολοένα και πιο κοντά στον Βερμέερ και μέσα από την ψυχική επαφή τους νοιώθει να λυτρώνεται από την καταπίεση που υφίσταται. Αλλά και ο Βερμέερ γοητεύεται από τη νεαρή κοπέλα και νοιώθει ότι μέσα σε αυτό το θορυβώδες σπίτι είναι η μόνη που τον κατανοεί και μπορεί να επικοινωνήσει βαθύτερα μαζί του. Η σχέση τους αποκτάει άλλη διάσταση όταν η Χριτ καλείται να ποζάρει για τον ζωγράφο ύστερα από συμφωνία του φαν Ράιβεν με την Μαρία Θινς κρυφά από την Καταρίνα. Ποζάροντας για τον πίνακα, η Χριτ φοράει τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της Καταρίνα και αντικαθιστά το κάλυμμα του κεφαλιού της (κατά τη συνήθεια των καλβινιστών, και μετά από προτροπή της μητέρα της, είχε πάντα το κεφάλι της καλυμμένο) με ένα γαλάζιο τουρμπάνι και ένα κίτρινο μαντήλι. Ο πίνακας ολοκληρώνεται. Η Χριτ εγκαταλείπει το σπίτι, καθώς η μήνις της Καταρίνα, που μαθαίνει για τον πίνακα, στρέφεται καταπάνω της, ενώ τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν όχι μόνο στο σπίτι, αλλά και στην πόλη πια, λόγω του ότι το να ποζάρει μια κοπέλα κατώτερης κοινωνικής τάξης για έναν ζωγράφο ήταν κάτι ασυνήθιστο. Η ταινία τελειώνει με την Χριτ να δέχεται ως δώρο από την οικογένεια Βερμέερ (τον ίδιο τον Βερμέερ; την γυναίκα του; την πεθερά του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης;) τα σκουλαρίκια και κλείνει έτσι αινιγματικά, όπως αινιγματικός είναι και ο πίνακας  Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι.

Η τοποθέτηση του σκουλαρικιού
Δεν πρόκειται για μια βιογραφική ταινία -παρότι εκτός από την Χριτ, την οικογένειά της και τον Πέτερ, όλα τα άλλα πρόσωπα είναι πραγματικά και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της Μαρία Θινς, η περιγραφή τους στην ταινία ταιριάζει με την πραγματικότητα- και δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια. Άλλωστε, για τον Βερμέερ πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά. Η ταινία ουσιαστικά πραγματεύεται τη μύηση στην ενηλικίωση μιας κοπέλας, ενώ θίγει και μια σειρά παράπλευρων θεμάτων όπως την εμμονή, το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας,τ ο άπιαστο της ερωτικής επιθυμίας, τη σχέση μοντέλου-ζωγράφου, τη διαπλοκή της τέχνης με τα χρήματα, τα προβλήματα ενός γάμου. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Πήτερ Γουέμπερ σε συνέντευξή του που περιλαμβάνεται στα extras του dvd: «Σεξ, χρήματα, εμμονή. Αν δε μπορείς με αυτά να κάνεις μια καλή ταινία, με τί μπορείς;». Οι εσωτερικές ερμηνείες, τόσο του αινιγματικού και συνάμα ανθρώπινου Κόλιν Φερθ όσο και της Σκάρλετ Γιόχανσον, που στο βλέμμα της χωράει μαζί υποταγή και επανάσταση, σε συνδυασμό με τη σκηνοθεσία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις σιωπές και τα βλέμματα, και που χωρίς καμία ερωτική σκηνή μεταξύ των πρωταγωνιστών αναδύει μια έντονα ερωτική ατμόσφαιρα, αναδεικνύουν όλα τα παραπάνω στοιχεία, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι στο βιβλίο. Σε αυτό συντελεί και η χαμηλότονη, αλλά άκρως ατμοσφαιρική μουσική του ελληνογάλλου συνθέτη Alexandre Desplat. Και βέβαια, αν κάτι καθιστά την ταινία ξεχωριστή είναι η άρτια εικαστική της προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ταινία προτάθηκε για Όσκαρ και στις 3 «καλλιτεχνικές» κατηγορίες: φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών.

Delft h Oude Kerk opou etafh o Vermeer se prvto plano diakosmhtikos kyvos me antigrafa erwn touΤα γυρίσματα έγιναν χειμώνα (αυτό το «ψύχος» περνάει και στην ταινία), εν μέρει στο ίδιο το Ντελφτ, εν μέρει σε άλλα μέρη της Ολλανδίας και εν μέρει σε χωριό του γειτονικού Βελγίου. Όσον αφορά τους φωτισμούς του διευθυντή φωτογραφίας Eduardo Serra, αναπαριστούν επακριβώς τον φωτισμό του Ολλανδού καλλιτέχνη και μαρτυρούν μια εις βάθος ανάγνωση των πινάκων του. Τα δε σκηνικά και κοστούμια είναι μελετημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια: Πράγματι, το σπίτι που διέμενε ο Βερμέερ, στη ρωμαιοκαθολική μειονότητα στην περιοχή γύρω από την Παλαιά Εκκλησία, ανήκε στην Μαρία Θινς και ήταν διώροφο: στον κάτω όροφο έμενε η οικογένεια, ενώ στον πάνω ήταν το εργαστήριο του καλλιτέχνη. Ακόμη, είναι φανερή η εξοικείωση των δημιουργών με την ολλανδική τέχνη σε όλες τις σκηνές. Σαφώς, πρώτα απ’ όλα με την τέχνη του Βερμέερ, ιδίως στις σκηνές του εργαστηρίου, αλλά και με τους πίνακες άλλων καλλιτεχνών, π.χ. του Πέτερ ντε Χόοχ στις σκηνές στο κελλάρι και την αυλή, του Αντριάεν φαν Οστάντε στις σκηνές στην κρεαταγορά, του Χέραρντ Τέρμπορχ στην απεικόνιση των ενδυμάτων, του Γιαν Στέεν στις φασαριόζικες σκηνές του κάτω ορόφου και στο πανδοχείο όπου τρέχει η Χριτ να συναντήσει τον Πέτερ κ.α. Συναντάμε δε, σχεδόν όλα τα στοιχεία που βλέπουμε να επαναλαμβάνονται στους πίνακες του Βερμέερ (πέρα από αρκετούς πίνακες καθαυτούς που τους βλέπουμε στο εργαστήριο του Βερμέερ και στο σπίτι του φαν Ράιβεν): τη σατέν ζακέτα με τη γούνινη φόδρα, τα πλακάκια, τους πίνακες που είχε στην κατοχή του ο ζωγράφος (π.χ. την Προαγωγό του Μπαμπούρεν), τα παράθυρα, τις καρέκλες με τις λεοντοκεφαλές, τις κουρτίνες, το μπροκάρ τραπεζομάντηλο, τους χάρτες, το βιργινάλι, τα κοσμήματα κ.α. Άλλωστε, γνωρίζουμε τα περουσιακά στοιχεία του Βερμέερ χάρη στην απογραφή λόγω πλειστηριασμού (τα χρέη ήταν δυσβάσταχτα για την Καταρίνα) που ακολούθησε τον πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ακόμη, μνημονεύεται ο σκοτεινός θάλαμος (camera obscura) που γνωρίζουμε σήμερα ότι χρησιμοποιούσε ο Βερμέερ -όχι για να αντιγράψει τις προβαλλόμενες εικόνες, αλλά περισσότερο για να εμπνευστεί.

H afisa ths tainias1Κάπως έτσι αντιλήφθηκαν δύο κινηματογραφιστές του σήμερα την ιστορία δύο κλασικών πινάκων δύο μεγάλων καλλιτεχνών (που όμως, όσο κι αν η αξία του έργου τους είναι ανυπολόγιστη σήμερα, πεθάναν αμφότεροι βουτηγμένοι στα χρέη). Δύο πορτραίτα λοιπόν, το ένα ομαδικό και το άλλο ατομικό, του ολλανδικού χρυσού αιώνα και κατ’ επέκτασιν, της ολλανδικής κοινωνίας. Αλλά και δύο πορτραίτα της ανθρώπινης κοινωνίας εν γένει και, ακόμη βαθύτερα, της ανθρώπινης ψυχής. Και δυο ταινίες, αφορμώμενες από αυτά -δεν έχει τόση σημασία αν αφηγούνται πραγματικά γεγονότα ή όχι, τα αληθινά έργα τέχνης όπως οι δύο αυτοί πίνακες δε δίνουν απαντήσεις, αλλά ανοίγουν ερωτήσεις, που απαντώνται με χίλιους διαφορετικούς τρόπους και αυτή είναι μια διαδικασία ανοιχτή στον χρόνο- που γίνονται με τη σειρά τους και αυτές πορτραίτα της σκέψης των δημιουργών τους. Και όλα, μα όλα, είναι και καθρέφτες, όπου ο θεατής βλέπει πέρα (ή και μέσα) από τον θορυβώδη όχλο ή τη μυστηριώδη κοπέλα και τις συνωμοσίες ή τους απαγορευμένους έρωτες, τον ίδιο του τον εαυτό.

 

Η  ταινία του James Mangold Girl, interrupted (1999) οφείλει το όνομά της στον ομώνυμο πίνακα του Βερμέερ (στα ελληνικά μεταφράστηκε Το κορίτσι που άφησα πίσω και η αναφορά χάθηκε).

 

Προηγούμενο άρθροΑξιόλογες παρουσίες στο φεστιβάλ των Καννών…
Επόμενο άρθροΗμερίδα αφιερωμένη στον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη