Δεν ξέρω αν, μπαίνοντας οι «παίκτες» στο εντυπωσιακό και – αναλόγως της οπτικής του καθενός μας – διαφορετικά ερμηνευόμενο κτήριο του Regency Casino της Θεσσαλονίκης, για να κερδίσουν, όχι την ψυχή τους, αλλά “money (that) makes the world go ‘round” στη ρουλέτα, στο μπλακ τζακ, ή στο πόκερ και στα «μηχανάκια», κάνουν οποιαδήποτε συμφωνία – με θεό ή διάβολο…  λίγη σημασία έχει – εκχωρώντας ό,τι καθείς διαθέτει (εξυπακούεται που αυτός θεωρεί σημαντικό) – και το τι, παραμένοντας εκεί, τελικώς καταφέρνουν (… γενικώς).

     Πάντως, ο Dorian Gray – ξέρετε… ο ήρωας του Όσκαρ Ουάιλντ – μπαίνοντας, κι αυτός, για να «παίξει» στο Regency Casino (όχι, όμως, στην αίθουσα με τα παίγνια, αλλά στο “show room” του που φέρει το επιβλητικό όνομα «ΒΕΡΓΙΝΑ»), εκτός απ’ το ότι κατάφερε – μέσω μιας συμφωνίας του με το «αιώνιο κακό» – να γίνει πραγματική η άμετρη επιθυμία του για την εξασφάλιση – κατάκτηση της (εις το διηνεκές του βίου του) νεότητάς του, που ήταν – βλέπετε – κατά τον δημιουργό και, υπό μίαν έννοιαν, μέντορά του  εκείνη η απαραίτητη «συνθήκη» για να γίνει δυνατή και επιτυχημένη η μακρά «αποπλανητικο-γητευτική» πορεία του στην αναζήτηση της ομορφιάς και, δια μέσου αυτής, στην απόλυτη κατάκτηση της υπέρτατης «ηδονής – πραγμάτωσης» που προσφέρει στον καθένα το βίωμα του ερωτικού πάθους (φυσικά περνώντας – εννοείται – απ’ όσα περισσότερα και όλων των «ειδών» κρεβάτια), κατάφερε (μιλάμε πάντα για τον Dorian Gray) – και  στις «δύσκολες μέρες μας» – να γίνει η αιτία μιας πραγματικά μοναδικής σύμπραξης ενός καλλιτεχνικού δυναμικού – από φωνές και κίνηση – του οποίου κάθε συμμετέχων χωριστά, αλλά και στο σύνολό τους θέλησαν να ανεβάσουν στο υψηλότερο σημείο του πήχη την ποιότητα στα της αναλόγου φιλοσοφίας και αισθητικής… «διασκεδαστικά – ψυχαγωγικά θεάματα» έτσι και με τέτοιον τρόπο, λες και τό ‘καναν αυτό για να γίνει απολύτως κατανοητό ότι οι συμφωνίες και οι κάθε είδους συμπράξεις – συνεργασίες με τόσα αναγνωρισμένα εκ προοιμίου ταλέντα μπορούν να ευδοκιμήσουν, εξορκίζοντας ακόμη και τον διάβολο (δαίμονα της ανύπαρκτης ποιότητας και του φθηνού γούστου), με αποτέλεσμα να μην τον βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας και να μας «βάζει» – εκτός των πολλών άλλων – (άραγε αυτός και όχι μόνοι μας;) σε πειρασμό με ανάλογες και αντίστοιχες ανίερες σκέψεις… όπως αυτές του… Dorian Gray.

Ντόριαν Γκρέυ - Σταύρος Γιαννούλης
Ντόριαν Γκρέυ – Σταύρος Γιαννούλης

Με δεδομένη τη γοητεία του αιρετικού (για την εποχή του) πνεύματος του συγγραφέα και του σπουδαίου – για την παγκόσμια λογοτεχνία – μυθιστορηματικού αριστουργήματος «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» (στο οποίο συναντάται – ως γνωστόν – η προβληματική του Φάουστ του μεγάλου Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1749-1832), την οποίαν – ωστόσο – ο Ουάιλντ τοποθέτησε σε ένα διαφορετικό οντολογικό αφετηριακό σημείο, οδηγώντας την τελικά σε μια χωρία αναζήτησης της πλήρωσης του πάθους δια μέσου της σαρκικής ηδονικής απόλαυσης και των όσων αυτή στην πνευματική της αναγωγή προσφέρει) και, κυρίως, την ευρηματική αποτύπωση της «αμαρτίας» του χρόνου επάνω στον πίνακα της προσωπογραφίας του ήρωα και όχι στον ίδιον, στήθηκε μια παράσταση με τον τίτλο “DorianGray: The musical” που, ακόμη κι αν – αυστηρά με όρους Τέχνης – της αποδοθεί ο χαρακτήρας μιας προσχηματικής μόνον αναφοράς στο υπονοούμενο – άρα και καλά κρυμμένο – «πνεύμα» του συγκεκριμένου έργου και μιας επιλεκτικής – εξ ανάγκης –  μερικής του προσέγγισης μέσω μιας «ειδικού σκοπού» φορμαλιστικής  επεξεργασίας, δεν γίνεται να μην αναγνωρισθεί ότι η βασική στόχευση της δημιουργού της παράστασης κας Άντας Τσεσμελή, πραγματώθηκε, υπό το σχέδιό της, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο˙ κι αυτό γιατί…
Διατρέχοντας, εν τάχει, τα θεατρικο-δραματουργικο-ποιημένα μέρη της πρόζας του (Μιούζικαλ;), για τα οποία μπορεί να γραφτεί πως πολλή συζήτηση σηκώνουν  (βεβαίως με την προϋπόθεση ότι προσεγγίζονται  με μια άλλου τύπου «φιλοσοφία» και με τα αυστηρά κριτήρια της θεατρικής Τέχνης) και πως επισημαίνεται ως δεδομένο το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του «Μιούζικαλ» – εκτός της κας Δημοπούλου – βρίσκονται μακράν του να τους αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του «ηθο-ποιού», άρα αδυνατούν να έχουν μια λιγότερο βερμπαλιστική και στομφώδη στάση –θέση την οποίαν, ωστόσο, υιοθετώντας το υπερβολικά «στυλιζαρισμένο» ύφος της ελεύθερης δραματουργικής επεξεργασίας του έργου και των σκηνοθετικών οδηγιών – υποθέτω – με ενιαίο τρόπο, ανάγουν σε «άποψη» του είδους των Μιούζικαλ, αφού, ρίχνοντας ολόκληρο το βάρος τους σε «ξεχωριστά θεατρικο-ποιημένες προσωπικές φωνητικές ερμηνείες» των τραγουδιών τους, συμβαίνει να «απαλύνονται» οι – όποιες – εμφανείς ανεπάρκειές τους στην πρόζα.  Θα ήταν κατεξοχήν ουτοπικό να έχει κάποιος την απαίτηση από τόσο καλούς τραγουδιστές – σκεφθείτε πως τους χρειάστηκε η «θρησκευτική» προσήλωση στην Τέχνη τους, προκειμένου να κατακτήσουν μιαν άριστη «τεχνική» της – να «ξέρουν να παίζουν» σαν τον… Βεάκη, τον Χορν και την Παξινού!…

Ντόριαν Γκρέυ - Γιαννούλης, Βουτσικάκης
Ντόριαν Γκρέυ – Γιαννούλης, Βουτσικάκης

Όλα «αυτά», μέσα σε ένα καλοστημένο και λαμπερό σκηνικό (φτιαγμένο από αρκετά ευρηματικά, αισθητικής, στοιχεία), τα συμπληρώνει – θα έλεγα – όπως ακριβώς «αρμόζει» – και – στον χώρο της αίθουσας, αλλά και στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, η (έξω του πραγματιστικού) ιστορία του Ντόριαν – ως υπονόησις μόνον του μυθιστορήματος – λειτουργώντας, η ίδια, ως αφηγηματικό λειτουργικό «χαλί», προκειμένου να υποστηριχθεί το αρτιότερο κομμάτι της παράστασης, που είναι η συντελούμενη μετάβαση της αισθαντικότητας του «ελεύθερου» πνεύματος της ίδιας της ιστορίας στον χώρο της εξατομικευμένης καθημερινής σημερινής ευαισθησίας, η οποία, à propos, αναγόμενη από πρόθεση και στοχευόμενη διάκριση της δημιουργού της – υποθέτω – στη διεθνή και (ολίγον τι) ελληνική παραγωγή των μεγάλων επιτυχιών του τραγουδιού – μαζί, φυσικά, και ξεχωριστά από τις εξαιρετικά δημοφιλείς επιλογές γνωστών κομματιών του κλασικού ρεπερτορίου που έκαναν και τη… «μεγάλη διαφορά»! – φαίνεται να λειτουργεί στο κοινό εντυπωσιακά.

Η αμέσως προηγούμενη αναφορά έχει – σαφώς – ευθεία αντιστοίχιση με το συνολικό αίσθημα που «χτίζεται» από τα τραγούδια, τα οποία, στη συγκεκριμένη τους σειρά, ακούγονται συνοδευμένα από ελεύθερες συνειρμικές συνδέσεις συναισθηματικού τύπου, που επιτρέπουν μιαν υποκειμενική επιλογή του σημαινομένου τους από κάθε έναν θεατή ξεχωριστά – βάσει τόσο των δικών του αναγκών για την (μίας φιλοσοφικής διαθέσεως) ερμηνεία της ιστορίας, όσο και του φανερού και γνωστού νοήματος των τραγουδιών· κι είναι η ίδια η διαδικασία της επιλογής αυτής που έχει τη δύναμη να τον οδηγεί, τελικά, σε έναν ιδιαίτερο, προσωπικό, ευαισθησίας, βαθιά εσωτερικό χώρο.

Με την αδιαμφισβήτητα επιτυχημένη επιλογή του συνολικού μουσικού αφηγηματικού μέρους της παράστασης – που είναι λειτουργικά και στέρεα «θεμελιωμένο» ως η κύρια βάση, για να πατήσουν επάνω οι φωνές – η παράσταση παρασύρει, με αξιοθαύμαστα ποιοτικά πρότυπα, ακούγοντας τις κυρίες: Κασσάνδρα Δημοπούλου, Νατάσα Μάρε – Μουμτζίδου και Εύη Σιαμαντά, το «όλον» της αίθουσας σε ένα, ερμηνευτικής άμιλλας, «τοπίο», όπου συναγωνίζονται την πολύ καλά εκπαιδευμένη φωνή του κου Θ. Βουτσικάκη στον κύριο, αλλά όχι ετεροβαρή φωνητικά, ρόλο του πρωταγωνιστή του «Μιούζικαλ» – έτσι που με περισσή ασφάλεια να μπορούμε να μιλήσουμε για μια «κορύφωση» στα επίπεδα της απόλυτα απελευθερωτικής, «οργασμικής» μουσικής ευφροσύνης!…

Σε καθένα από τα – ιδιαιτέρως ξεχωριστά – φωνητικά χαρίσματα των κύριων συντελεστών του Μιούζικαλ – συμπεριλαμβάνοντας και όλους τους «δεύτερους» ρόλους, με μια ιδιαίτερη, προσωπική φυσικά, αναφορά στη φωνή της Σ. Κοπάνου, καθώς και (όλως εμφατικά) στη φωνή του τενόρου Σταύρου Γιαννούλη, που εισάγει «μοναδικά» και τον πλέον μη σχετικό με το είδος του Λυρικού Τραγουδιού θεατή στο «τοπίο» της πολύ υψηλού επιπέδου ερμηνευτικής πράξης, δίνοντας (μάλιστα) εξαρχής το στίγμα του σε ποιο φορμαλιστικό ύφος θα πραγματωθεί το «όραμα» της δημιουργού της παράστασης – θα χρειάζονταν (ξέρω τι λέω) σελίδες εγκωμιαστικών αναφορών και λεπτολογικών, απολύτως λεπτομερειακών – του λόγου – καταδύσεων στους όρους της απόλυτης τελειότητας της Τέχνης τους, για να περιγραφούν (πάντοτε με συγκριτική γνώση, που είναι η προϋπόθεση για μια «καθαρή» και αυστηρή κρίση) οι αρετές τους.

Ντόριαν Γκρέυ - Νατάσα Μάρε Μουμτζίδου
Ντόριαν Γκρέυ – Νατάσα Μάρε Μουμτζίδου

Εκρηκτικές και άψογες οι ερμηνευτικές αποδόσεις των τραγουδιών του κου Θεόδωρου Βουτσικάκη, κινούμενες όλες – μα όλες! – σε κλίμα όπου ευδοκιμεί μόνον μία καλά ιδιοσυγκρασιακά πεπαιδευμένη φωνή ενός πραγματικού ταλέντου, ευτυχούν συναντώντας τις συγκλονιστικές φωνητικές δυνατότητες και το σπάνιο εκφραστικό ταμπεραμέντο της Εύης Σιαμαντά, τις μοναδικά ευαίσθητες και λεπτεπίλεπτες  περιπλανήσεις στο απίστευτο μουσικό εύρος της προσωπικής αισθαντικότητας της Νατάσσας Μάρε – Μουμτζίδου και, τέλος, καταληκτικά και αποκαλυπτικά, συναντώντας σε συνθήκες κάτι παραπάνω από αυτές του απόλυτου, «θρησκευτικού», θαυμασμού τις άρτιες αποδόσεις – ερμηνείες – με τις φωνητικές εκτοξεύσεις στα επίπεδα των διεθνών σκηνών του Λυρικού Τραγουδιού, της κας Κασσάνδρας Δημοπούλου, που –  για μια ακόμη φορά θα το γράψω – ενσαρκώνει τον τέλειο χαρακτηρισμό της «Diva», μιας και, εκτός από τα τόσα φωνητικά προσόντα που – σαφώς διαθέτοντας – μας χαρίζει, μας προσφέρει και μια συγκλονιστικά θαυμαστή, «φυσική» θεατρική σκηνική παρουσία, η οποία την καθιστά σε πάμπολλα επιμέρους συγκριτικά πεδία ασυναγώνιστη, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά (μη σας φανεί υπερβολικό) και παγκοσμίως.
Για τους παραπάνω ερμηνευτές – καλλιτέχνες, ακόμη και αν τοποθετήσετε μπροστά από τα ονόματά τους όλα τα απολύτως θετικού χαρακτήρα ανάλογα θαυμαστικά επίθετα που έχετε μάθει στη γλώσσα μας (αλλά και στις – όποιες – άλλες γλώσσες που τυγχάνει να γνωρίζετε), και πάλι λίγα θά ‘ναι.

Έχω την εντύπωση ότι, και μόνον για τον λόγο της σύμπραξης των συγκεκριμένων ερμηνευτών, η παραγωγή αυτή – συμπαρασέρνοντας και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μαζί της – ήταν κάτι το πολύ ξεχωριστό ποιοτικά για τον χώρο του διασκεδαστικού θεάματος, δεδομένου ότι διεμβολίζεται πρωτίστως από διάσπαρτα χαρακτηριστικά που συναντά κανείς μονάχα στην Υψηλή Τέχνη και στις Αίθουσες των Κοντσέρτων.
Την απόλυτη ευτυχία της Άντας Τσεσμελή να κρατήσει στα χέρια της ένα τόσο ξεχωριστό, αυτής της ποιότητας, σπάνιο καλλιτεχνικό δυναμικό, δημιουργώντας όχι   (πάντως) ένα «καθαρό» Μιούζικαλ – δεδομένου ότι το είδος αυτό προϋποθέτει, κατά την άποψή μου, και την πρωτότυπη δημιουργία, όσον αφορά στη σύνθεση μουσικής και τραγουδιών – αλλά ένα ευφάνταστο μουσικο-θεατρικό θέαμα με δομή που παραπέμπει στο Μιούζικαλ, τη συμπλήρωσαν μια – εξίσου σημαντική – συνδρομή που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και που δεν είναι άλλη από αυτήν των χορευτών που εμφανίστηκαν στη σκηνή του «ΒΕΡΓΙΝΑ», ανεβάζοντας κατακόρυφα τον – ούτως ή άλλως – κρυφό, καθ’ όλην την παράσταση, αισθησιασμό· το ζευγάρι των χορευτών, που αποτελείται από τον πρώτο (αν δεν κάνω λάθος) Δάσκαλο του Tango στη Θεσσαλονίκη, Diego Mastrangelo, και την Εύη Ανέστη, με άρτια πλαστικότητα και με την εκφραστική σωματοποίηση πολλαπλών εμφανών νοημάτων στη συμπυκνωμένη γλώσσα της Τέχνης τους, παρέδωσε, με την αντίστοιχη ποιότητα των βασικών ερμηνευτών του θεάματος, την πλήρη κινησιο-λογική οπτικοποίηση όσων ο λόγος και η μουσική δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν.

Ντόριαν Γκρέυ - Βουτσικάκης-Δημοπούλου-Μουμτζίδου-Σιαμαντά-Σταύρος Γιαννούλης
Ντόριαν Γκρέυ – Βουτσικάκης, Δημοπούλου, Μουμτζίδου, Σιαμαντά, Γιαννούλης

Με θαυμαστή τεχνική και – αν και προβλέψιμα – χορευτικά χαρίσματα, και το δεύτερο ζευγάρι των χορευτών, με τον Γιώργο Μπόλματη (εντυπωσιακά και απολύτως συμβατό με το… «πνεύμα» του Όσκαρ Ουάιλντ) και την «ορμητικά» αισθησιακή παρτενέρ του, Μαρία Στεφάνου, συμπλήρωσαν – με την εκρηκτικότητα, την εξαίρετη φυσική τους παρουσία και το πάθος   που διαθέτουν για τα όσα (φαντάζει να `ναι πολλά αυτά) τους συνδέουν με την τέχνη του χορού – τη χαρά των βλεμμάτων και όχι μόνον… γενικώς μα και ειδικώς…

Την συνολική εικόνα του θεάματος την υποστήριξαν αναπτύσσοντάς την μουσικοί που «έπαιξαν» χωρίς αμφιβολία σωστά, αλλά χωρίς μια ιδιαίτερη ενορχηστρωτική προσέγγιση που να δημιουργεί ένα καθαρά πρωτότυπα αυτονομημένο ιδιο-χαρακτήρα, κάτι που το συναντάμε – δυστυχώς – συχνότατα σε πολλές παραγωγές.

     Σαν Υ.Γ.: Στο ερώτημα (πάντοτε ελλοχεύει) αν σε αυτού του είδους τα θεάματα, και, με την αυστηρή σημειολογική και θεωρητικο-«πολιτικο»-αισθητική προσέγγιση ανάλογων με το «ΒΕΡΓΙΝΑ» αιθουσών που εξ ορισμού έχουν ως «στόχο» – και – τη λειτουργική σύνδεσή τους με τον έξω – από την αίθουσα όπου παίζεται η παράσταση – χώρο, μπορεί να στηθεί ποιοτική Τέχνη, ή έστω θέαμα με σπέρματα «σοβαρής Τέχνης» πέραν της αξιοπρεπούς διασκέδασης – ψυχαγωγίας είναι δύσκολο – χωρίς να επηρεαστεί από «προκάτ» αντιλήψεις –  κάποιος με βεβαιότητα να απαντήσει.

Το ύφος του είδους αυτού του θεάματος, όπως η παράσταση της Άντας Τσεσμελή, πολλές φορές – στην ιστορία του – έχει καταργήσει τα στεγανά διαχωριστικά όρια της αυτόματης προσχηματικής κατηγοριοποίησης των παραστατικών Τεχνών, δίνοντας λαμπρά δείγματα – κυρίως – του πεδίου της έκφρασης των συντελεστών του.

Για αιώνες τώρα, εξάλλου, η Θεωρία, αλλά και η Φιλοσοφία, αναζητά – με βασανιστικά διανοητικό τρόπο – τους ορισμούς των δημιουργημάτων κάποιων ανθρώπων που κάνουν «ετερόδοξη» Τέχνη, ώστε να τους βρει και να τους επιβάλει ως επίσημα σημαίνοντα, κάτι που – όμως – λόγω της συνεχούς «νέας φόρμας δημιουργίας», αλλά και της αλλαγής του κοσμοειδώλου και των προτύπων της Αισθητικής μαζί με τους «οικονομικούς όρους» που  – μοιραία – κυριαρχικά εμπλέκονται (η αγορά βλέπετε) με τη δημιουργία – ακόμη – δεν έχει καταφέρει…

Αλήθεια, τώρα, το τι επακριβώς είναι… Τέχνη, εσείς – με βεβαιότητα – το γνωρίζετε;…

 

 

Προηγούμενο άρθροΣύστημα Αθήνα / Athens system 2014: Ελληνική Πλατφόρμα Παραστατικών Τεχνών
Επόμενο άρθροΠόπη Αστεριάδη Live: «Ταξίδι στο Νέο Κύμα και στο Έντεχνο Ελληνικό τραγούδι»