«Ξεκληρίζοντας» και το χώρο του θεάτρου το δίσεκτο 2016, μετά την απώλεια του σημαντικού Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Έντουαρντ Άλμπι, αποστερεί από τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή άλλον έναν σημαντικό –πλην ριζοσπάστη και αντικομφορμιστή- εκπρόσωπό της, τον Ντάριο Φο. Μετά από δωδεκαήμερη νοσηλεία σε νοσοκομείο του Μιλάνου λόγω χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων εξέπνευσε στα 90 του χρόνια την Πέμπτη, στις 13 Οκτωβρίου.

Ο λόγος για τον πολυσχιδή θεατράνθρωπο που ως θεατρικός, και όχι μόνο, συγγραφέας και ηθοποιός χάρισε απλόχερα το γέλιο, τον προβληματισμό, αλλά, κυρίως, μια ματιά τόσο πριν όσο και μετά το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1997) ικανή να μορφοποιεί με όπλο τη σάτιρα, την ειρωνεία και τη χρήση του παράδοξου στη θεατρική του γλώσσα την υγιή αντίδραση –και όχι τη στείρα εκτόνωση- του κοινού αισθήματος απέναντι σε ό,τι το καταπιέζει. Χαρακτηριστικοί είναι και οι τίτλοι πολλών από τα έργα του: Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!, Κλέψε λιγότερο, Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού.

Γεννημένος στην ιταλική επαρχία του Βαρέζε, γιος του σοσιαλιστή ερασιτέχνη ηθοποιού Φελίτσε Φο, ο Ντάριο απολάμβανε από μικρό παιδί ν’ ακούει τη γιαγιά του και ντόπιους ψαράδες να αφηγούνται ιστορίες. Το 1940 μετακόμισε στο Μιλάνο. Ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα. Ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο ολοκλήρωσε τις σπουδές αρχιτεκτονικής που είχε ξεκινήσει στο Μιλάνο. Εκεί ασχολήθηκε με τα λεγόμενα teatri piccoli («μικρά θέατρα») στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 ξεκινά να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, αλλά σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.

Το 1951 γνωρίζεται με τη σύντροφο της ζωής του, Φράνκα Ράμε, όταν δούλευαν μαζί σε μια επιθεώρηση. Δεν άργησαν να αρραβωνιαστούν. Ξεκινάει να παρουσιάζει στη RAI την εκπομπή Κοκορίκο με περιεχόμενο δικούς του σατιρικούς μονολόγους που γρήγορα σκανδάλισαν τις αρχές λόγω της πολιτικής θέσης του εκφωνητή τους από την οποία διαπνέονταν. Το 1953 έρχεται και το σατιρικό έργο «Δάχτυλο στο μάτι» (Il dito nell’ occhio). Ξεκινά για τον Ντάριο Φο η λαϊκή αναγνώριση και η θερμή υποδοχή του έργου του εκ μέρους του κοινού με παράλληλη λογοκρισία από την κυβέρνηση και την καθολική εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν ο Φο να δυσκολεύεται συχνά να βρει θέατρο να παίξει.

Ντάριο Φο - Φράνκα Ράμε
Σε εξώφυλλο εποχής ο Ντάριο Φο με τη σύντροφο της ζωής του, μέχρι το θάνατό της το 2013, Φράνκα Ράμε

Η αναγνώριση για τον Ντάριο Φο έρχεται τη δεκαετία του 1960, όταν το έργο του «Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ» αποσπά διεθνή προβολή και εκτίμηση. Ωστόσο, συνεχίζεται δυναμικά η αντιδραστική στάση κρατικών (και παρακρατικών) απέναντί του με απειλές κατά της ζωής του ίδιου και της γυναίκας του, λογοκρισία, απαγόρευση της εμφάνισης του ζεύγους Φο – Ράμε στη RAI. Αξίζει να σημειωθεί η αλληλέγγυα στάση της Ιταλικής Ένωσης Ηθοποιών και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (πάλαι ποτέ κραταιού) που στηρίζουν τόσο ηθικά όσο και έμπρακτα τον Ντάριο Φο στο καλλιτεχνικό του έργο.

Στην εκπνοή της δεκαετίας, συγκεκριμένα το 1969, παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, «ξετυλίγοντας» ένα συγγραφικό ταλέντο ικανό να του αποδώσει, εκ της Σουηδικής Ακαδημίας, χρόνια αργότερα (το 1997) το Νόμπελ Λογοτεχνίας με αντιδράσεις, ωστόσο, περί του μη αμιγούς συγγραφικού χαρακτήρα της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας. Στο Μίστερο Μπούφο μεταγράφει κάποιες εμβόλιμες κωμικές σκηνές των υποτυπωδών μεσαιωνικών λειτουργικών δραμάτων -καθώς δεν υφίσταται θέατρο όπως το γνωρίζουμε στο Μεσαίωνα, παρά μόνο κάποιες θρησκευτικού τύπου αναπαραστάσεις, κυρίως σκοτεινών σκηνών θεοδικίας- με κωμικοτραγικό τρόπο και με έντονο, όπως πάντα, κοινωνικοπολιτικό σχόλιο και καυστική σάτιρα.

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σχολιαστεί η ιδιαιτερότητα της πολιτικής και –πάντα- κωμικής γραφής του Ντάριο Φο, που εκκινώντας από το καθημερινό και εφήμερο, αξιοπρόσεκτο στοιχείο δεν προσδοκά να καταθέσει ένα ακόμα έργο στον κανόνα των «κλασικών», αλλά να προβεί σ’ ένα καίριο και δηκτικό σχόλιο στοχεύοντας στην επαγρύπνηση των συνειδήσεων. Πρόκειται για ένα άλλου είδους θέατρο σε σχέση με το μπρεχτικό της ανοικείωσης, για παράδειγμα, με το οποίο γίνεται συνήθως η ειδολογική ταύτιση, περί πολιτικού θεάτρου ομιλώντας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Φο «άνοιξε» έναν άλλον, μοναδικό δρόμο με μέσο του ένα καθαρά λαϊκό θέαμα απέχοντας, ωστόσο, από έναν λαϊκισμό σαν αυτόν που βλέπουμε στις μέρες μας να διαπνέει τα σατιρικά «καλλιτεχνικά» θεάματα.

“Απαιτούν οι άνθρωποι ένα πραγματικά δίκαιο σύστημα; Ωραία, θα το τακτοποιήσουμε έτσι ώστε να ικανοποιηθούν με ένα λιγότερο άδικο… Θέλουν επανάσταση; Καλά, θα τους δώσουμε μεταρρυθμίσεις – πολλές μεταρρυθμίσεις, θα τους πνίξουμε στις μεταρρυθμίσεις. Ή μάλλον, θα τους πνίξουμε στις υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων, επειδή δε θα τους δώσουμε ποτέ πραγματικές μεταρρυθμίσεις!”

Στο Μίστερο Μπούφο οι ήρωες του Φο είναι απλοί άνθρωποι που ως θεατές του Θείου Δράματος παραμένουν τα μετέωρα πλάσματα που αγωνίζονται να κατανοήσουν τα όρια της ανθρώπινης υπόστασής τους, η οποία συγκρινόμενη με την ιδανική φύση του Θεανθρώπου καταδεικνύεται σπαρακτικά εύθραυστη και ασύνεκτη, έτσι που τελικά δεν ξέρεις, αν τα δάκρυα που σου προκαλούν αυτά τα «ανθρωπάκια» είναι δάκρυα γέλιου ή συγκίνησης που προκαλείται καθώς αναγνωρίζει κανείς οικείες αδυναμίες.

Η έναρξη της δεκαετίας του 1970 σηματοδοτείται από το σημαντικό έργο του Φο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», το οποίο γράφεται με αφορμή την επίθεση μιας ομάδας ακροδεξιών «ακτιβιστών» στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα της Ιταλίας, με απότοκο την αυτοκτονία (;) του αναρχικού Τζουζέπε Πινέλι, ο οποίος είχε κατηγορηθεί άδικα. Επίσης, η νέα δεκαετία «βρίσκει» το Φο και τη Ράμε να ιδρύουν την τρίτη θεατρική τους ομάδα, την Collettivo Teatrale La Comune. Με τις παραστάσεις τους παραδίδουν σαφή θέση απέναντι στα διεθνή κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα θεματοποιώντας το παλαιστινιακό ζήτημα που αποτελεί «ανοιχτή πληγή» ήδη από τότε (στο έργο Φενταγίν) και δωρίζοντας μέρος των εισπράξεών τους στη στήριξη ριζοσπαστικών πολιτικών κινήσεων από ιταλικές συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Η καλλιτεχνική και κοινωνική δράση του ζεύγους Φο – Ράμε προκαλεί άμεσα αυτή τη φορά τα «ήθη» μιας ομάδας Ιταλών νεοφασιστών που απαγάγουν και βιάζουν τη Φράνκα Ράμε, η οποία επιστρέφει μετά από αυτή την εμπειρία της στη σκηνή για να αρθρώσει νέα αντιφασιστικά «κατηγορώ».

Η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στη Χιλή, όταν ο Αουγούστο Πινοσέτ κατέλυσε τη δημοκρατικά εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε το 1973, με αποτέλεσμα πάνω από 40.000 ανθρώπινα θύματα, 3.000 εξαφανισθέντες, ωμή βία, τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ταλάνιζαν τη Χιλή μέχρι τη δεκαετία του 1990 δε θα μπορούσε να αφήσει καλλιτεχνικά αδιάφορο τον ευαισθητοποιημένο Ντάριο Φο που γράφει το Λαϊκό Πόλεμο στη Χιλή, εκκινώντας τις καλλιτεχνικές εργασίες ενός κατειλημμένου χώρου υπό το όνομα “Palazzina Liberty” («Παλατάκι Ελευθερία»). Το 1974 σατιρίζει ένα κίνημα αυτοδιαχείρισης  με το έργο του Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!, ενώ το 1975 υπερασπίζεται τη νομιμοποίηση της έκτρωσης στην καθολική Ιταλία με το έργο Fanfani Rapito. Το ’75 προτείνεται πρώτη φορά για το βραβείο Νόμπελ.

Ο Στέφανος Ληναίος, η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο
Ο Στέφανος Ληναίος του Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου, η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο

Από τη δεκαετία του ’80 και στο εξής η διεθνής αναγνώριση του Ντάριο Φο λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις με τις προσκλήσεις από πανεπιστημιακά ιδρύματα και θέατρα της Αμερικής να διαδέχονται η μία την άλλη (όχι ελλείψει αντιδράσεων, βέβαια, από συντηρητικές μερίδες). Η αναγνώριση αυτή συνοδεύτηκε από «πειστήρια» της καλλιτεχνικής του αξίας εν είδει βραβείων: το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ από το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στη Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Στις 17 Ιουλίου του 1995 ο Φο έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του, ωστόσο ανένηψε μέσα σ’ ένα χρόνο. Το 2006 ο Ντάριο Φο ήταν υποψήφιος δήμαρχος του Μιλάνο, παίρνοντας πάνω απ’ το 20% των ψήφων.

Σε μια πρόχειρη –γιατί μόνο τέτοια μπορεί να γίνει σ’ ένα σύντομο άρθρο εργοβιογραφικής παρουσίασης- αποτίμηση του μεγάλου ιταλού «παλιάτσου» αξίζει να «κρατήσει» κανείς την περηφάνεια και το «ύψος» από το οποίο ατενίζει κανείς, ακόμα και αν είναι «χαμηλός» στην καταγωγή, την εξουσία ισχυρών που δεν τους κατέστησε τίποτ’ άλλο ισχυρούς παρά η υλική εύνοια και το πλέγμα διαπλοκής που υπηρετούν ως καλοκουρδισμένα γρανάζια. Με αυτό το πνευματικό και ψυχικό «ύψος» ήθελε να εξοπλίζει ο Ντάριο Φο τους ανθρώπους, φιλτράροντάς το με την πεμπτπουσία της αισιόδοξης κατάφασης στη ζωή –το γέλιο, φέρνοντάς τους κοντά στην τέχνη ως λαϊκό θέαμα για τις πλατιές μάζες, χωρίς, όμως, να «πουλά» συνταγές, χωρίς να «ξεπλένει», χωρίς να διευκολύνει την αναγκαία εκτόνωση σε ακούσια ξεσπάσματα, για να γυρίσουν οι νοικοκυραίοι ήσυχοι στο σπίτι το βράδυ, ότι επιτέλεσαν το κοινωνικό καθήκον της φαινομενολογικής ατομικής υπόστασης.

Ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό που τόσο αγαπούσε και επιτυχημένα υπηρετούσε και στη λογοτεχνικότητα της θεατρικής πένας, μια σημαντική προσωπικότητα του θεάτρου που χάρη στη διάνοιά του η ιταλική λαϊκή παράδοση, η κληρονομιά της commedia dell’ arte, το κουκλοθέατρο, το παραμύθι, η φάρσα, η επιθεώρηση, ακόμα και το κητς ζυμώθηκαν με την κοινωνική παρέμβαση δια της τέχνης, όπως ο Ντάριο Φο, αξίζει να μνημονεύεται, να «ανεβαίνει» στις θεατρικές σκηνές και να μελετάται ως αυτό που ήταν, ένας «παραμυθάς των καταπιεσμένων» που πλήρης ημερών μάλλον κάπου θα παίζει φλίππερ πια.

Ο Ντάριο Φο συνομιλεί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη

https://www.youtube.com/watch?v=Ei0RfI9Zzeo

 

 

Προηγούμενο άρθροΟΛΓΑ – Η Όλγα Μπενάριο, μία γυναίκα που έγινε ηγέτης
Επόμενο άρθροΠέθανε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Πάνος Νικολαϊδης