Ο Χρίστος Λάσκαρης ήταν ένας κυριολεκτικά ποιητής και ένας κυριολεκτικός ποιητής. Η γραφή του σκληρή, άφραχτη, σε τραβά στον βυθό της σαν κάποιος που πνίγεται και αγκιστρώνεται επάνω σου. Πνίγοντάς σε επιβιώνει κι εσύ αφήνεσαι συνεπαρμένος στις άγριες και ωμές περιγραφές του. Οι εικόνες που δημιουργεί σε μαγνητίζουν, σε μεταφέρουν στο σώμα του ίδιου του δημιουργού σαν να βιώνεις την ποιηματοποίηση των στιγμών που έζησε. Ο Λάσκαρης δεν ήταν ο άνθρωπος των φώτων και της προβολής, των λογοτεχνικών κύκλων και των δημοσίων σχέσεων, γι’ αυτό και δεν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Αν όμως η ποίηση είναι ένας μαραθώνιος, με τερματισμό ένα ακαθόριστο βάθος χρόνου, τότε εκείνος -όσο περνά ο καιρός- θα γίνεται όλο και πιο εμφανής. Θα εδραιώνεται ως ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες που έχουμε διαβάσει.

«Μέρες πάνω στις μέρες,

κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη

μια ζωή».

Για την ζωή του

Το 1931 στο Χαβάρι Ηλείας, γεννήθηκε ο Χρίστος Λάσκαρης. Για την προσωπική του ζωή ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει γνωστά, άλλο ένα δείγμα για το ουσιώδες του χαρακτήρα του. Δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου το οποίο σπούδασε. Έζησε όλη του την ζωή στην Πάτρα όπου και πέθανε στις 11 Ιουνίου του 2008, σε ηλικία 77 ετών. Εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων Πατρών ως την συνταξιοδότησή του. Εκδόθηκαν δέκα ποιητικές του συλλογές (1978 – 2007) και μεταφράστηκαν τα ποιήματά του σε πολλές γλώσσες, όπως τα Γερμανικά, τα Ισπανικά, τα Πολωνικά, τα Πορτογαλικά κ.α. Λίγο πριν τον θάνατο του, το 2007, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο ποίησης «Καβάφης». Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε απλοϊκός, ένας ευσυνείδητος «εργάτης» της ψυχής και της αλήθειάς του. Εντάσσεται στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όμως δεν ασχολήθηκε στην τέχνη του με κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό ή το πολεμικό κλίμα της περιόδου. Δρόμο που ακολούθησαν οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του.

Χρίστος Λάσκαρης
Φωτογραφία του ποιητή
Ο Χρίστος Λάσκαρης και η ποίησή του

Ένας ποιητής που συνομιλεί στα έργα του με τον εαυτό του, σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο με απέριττες και κοφτερές λέξεις: «Σε ξέρω καλά σιωπή του τοίχου / σ’ έχω γνωρίσει τα κρύα απογεύματα / όταν η μέρα γύριζε / κι ο ίσκιος σου / άρχιζε να δουλεύει / μέσα στην κάμαρα και την καρδιά. / Ήθελα κάποιον κοντά μου, / κάποιον ζωντανό, που να μπορώ να μιλήσω, / καθισμένον εκεί, στο κρεβάτι μου. / Μα δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι. / Όλοι είχαν βγει / να σεργιανήσουν στη λιακάδα». Για να συμπληρώσει ο Λάσκαρης είκοσι δύο χρόνια μετά: «Τον τοίχο είχα απέναντι, / τον γκρίζο, γυμνό τοίχο. / Καθόμουνα και τον κοίταζα. / Σε κάποια στιγμή, / τον άκουσα να μου υπαγορεύει ένα ποίημα. / Το ποίημα μιλούσε για έναν τοίχο, / ένα, γκρίζο, γυμνό τοίχο / και για κάποιον / που καθόταν αμίλητος και τον κοίταζε».

«Ειν’ ένας τάφος,

πού χάσκει μες στον ύπνο μου.

Στο πλάι με το φτυάρι του,

ο νεκροθάφτης.

Άντε, μου λέει,

να τελειώνουμε»!

Η ποίησή του είναι μικρά φιλμ φτιαγμένα από γράμματα, παγωμένα καρέ που αυτό-προβάλλονται ανεξέλεγκτα μέσα μας. Αγαπά τους τρελούς, τους μοναχικούς, τους εραστές, τις νύχτες, την θλίψη. Χαμηλόφωνος ο ίδιος ως άνθρωπος, μας ξεκουφαίνει με τα μαύρα του σημάδια στο χαρτί. Διαβάζοντάς τον δεν χρειάζεται κανείς να ανοίξει λεξικό, οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου, κάτι αξιοθαύμαστο για τον κόσμο των ποιητών. Ο Λάσκαρης παλεύει με τον θάνατο, τον πολεμά και τον ξορκίζει: «Γράφουμε ποιήματα σημαίνει / εμποδίζουμε το θάνατο, / δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί. / Με λέξεις τον τυλίγουμε, / με όμορφα επίθετα». Περιγράφει την λύπη της μοναξιάς σαν να ήταν ο ίδιος ο ποιητής ο πιο μοναχικός από όλους. Ο στίχος του παρηγορεί τον πονεμένο, τον κενό εαυτό μας, εκείνον που κρύβουμε μην οι άλλοι τον δουν και τρομάξουν. Μας ανακουφίζει το μοίρασμα της υπαρξιακής του αγωνίας, λες και όσο τον διαβάζουμε μας διαβάζει κι εκείνος.

«Τη νύχτα όχι

δεν θα μας την πάρουν,

δεν θα μας την πάρουνε,

αγαπημένη.

Με τα κορμιά τους,

όλο και πιο πολλοί

θα την υπερασπίζουν εραστές».

Μνήμες και οπτική

Η νοσταλγία του για την επαρχία, τον τόπο που γεννήθηκε και έζησε ως την εφηβεία του, πριν βρεθεί στην Πάτρα, σημαδεύει το γράψιμό του. Όπως παράλληλα και η σχεδόν απέχθεια για οτιδήποτε σύγχρονο και απρόσωπο χαρακτηρίζει μια μεγάλη πόλη. Υπάρχει μάλιστα και μια ολόκληρη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Επαρχία» με ποιήματα αναπόλησης και θλίψης για την παιδική ηλικία και την φύση. Ο έρωτας είναι άλλη μία πτυχή που ο Χρίστος Λάσκαρης ξεδιπλώνει με τον ίδιο αγνό και αμακιγιάριστο τρόπο, όπως ακριβώς δηλαδή είναι ο πραγματικός έρωτας. Δεν υπάρχουν χυδαίοι χαρακτηρισμοί στα στιχουργήματά του, ή στημένες πονηρά σκηνοθεσίες λέξεων. Δεν νιώθει την ανάγκη να προκαλέσει. Κεντρίζει το ενδιαφέρον με τις λαιμητόμες αφηγήσεις του που σε κομματιάζουν.

«Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας

και θα τελειώσω

με τη λέξη χώμα.

Τις ενδιάμεσες,

θαρρώ πως τις μαντεύετε».

Με δικά του λόγια

«…όταν γράφεις δεν βάζεις κανένα ερώτημα στον εαυτό σου: “γιατί γράφω;”, “για ποιον γράφω;”. Γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Έπειτα ο αληθινός ποιητής δεν γράφει για την αναγνώριση. Εκείνο που τον καίει όμως είναι να δει τι κάνει. Γι’ αυτό δίνει τα ποιήματά του σε ομότεχνους να του πουν τη γνώμη τους. Ωστόσο, όταν το ποίημα πάρει την τελική του μορφή και δημοσιευτεί, θα πάρει το δρόμο του. Αν πράγματι “υπάρχει”, θα βρει και τους αναγνώστες του.

Χρίστος Λάσκαρης
Φωτογραφία του ποιητή

«…αν έχω κάτι να συμβουλέψω τους νέους: να διαβάζουν όλο και περισσότερο ποίηση. Δική μας και ξένη. Ο Σαχτούρης σε μια συνέντευξή του έχει πει όσον αφορά τους νέους: “Δεν φαίνεται στο έργο τους η ποίηση που έχει προηγηθεί.” Τέλος, θα ήθελα να τους πω να έχουν μια “στάση ζωής”, και κυρίως αξιοπρέπεια. Παραθέτω σχετικό ποίημά μου. «Στο τσίρκο»: Δεν άντεξε τη μοναξιά του ποιητή / Προσχώρησε κι αυτός / στο τσίρκο.

(ο Χρίστος Λάσκαρης σε συνομιλία με τον Βασίλη Ιωαννίδη, που δημοσιεύθηκε στην Πάροδο, τ.13 / Μάρτ.2007 – αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή μαζί με 13 ανέκδοτα ποιήματά του).

Επίλογος

Στα 39 του χρόνια (1970), σε σχετικά μεγάλη ηλικία δηλαδή, δημοσίευσε για πρώτη φορά την ποίησή του. Συγκεκριμένα στην ανθολογία νέων λογοτεχνών «Παρουσίες» (Αθήνα). Ο ίδιος ο Χρίστος Λάσκαρης μιλώντας για τους ποιητές που αγάπησε αλλά και επηρεάστηκε είχε πει «Ανήκω στην καβαφική ποίηση και την Παλατινή Ανθολογία. Και μ’ εκείνον που έχω κάποια συγγένεια και αγαπάω πολύ είναι ο Ουγκαρέτι, το ίδιο και ο Λι Μάστερς. Οπωσδήποτε μην παραλείψετε τον Καρυωτάκη».

Για το τέλος, σας παραθέτω δύο βίντεο. Στο πρώτο, ο ίδιος ο Λάσκαρης απαγγέλει ποιήματά του. Το δεύτερο αφορά την αξιόλογη δισκογραφική δουλειά του Epavlis Pavlakis –κατά κόσμο Παύλος Βάκαλος–  η οποία κυκλοφορεί σε LP από την Granny Records. Η επιβλητική μουσική, συνοδεύει τις παγερές αφηγήσεις του ποιητή δημιουργώντας ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα.

Βιβλιογραφία:


Προηγούμενο άρθρο9th Street Mode Festival στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Επόμενο άρθροΈντεκα Άγνωστα Μονόπρακτα από νέους συγγραφείς στο Από Μηχανής
Σύρμος Κωνσταντίνος
Στιχουργός, Συγγραφέας, του βιβλίου "Το μπλε τετράδιο".