Ο Fyodor Dostoyevsky και ο Anton Chekhov έχουν δικαίως μείνει στην ιστορία ως δύο από τους σπουδαιότερους Ρώσους λογοτέχνες, με αριστουργηματική πένα και βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής. Γεννημένοι σε διαφορετικές δεκαετίες του 19ου αιώνα σε διαφορετικές ρωσικές πόλεις, με ειδίκευση σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και με εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο, είναι δύσκολο εκ πρώτης όψεως οι δύο αυτοί συγγραφείς να συγκριθούν ως προς το έργο τους.

Παρ’ όλα αυτά, στα έργα «Ο Μαύρος Μοναχός», το διήγημα του Chekhov, και «Έγκλημα και Τιμωρία», το γνωστότερο μυθιστόρημα του Dostoyevsky, παρατηρεί κανείς πως η ανάλυση της μεγαλομανίας και της ιδέας του εκλεκτού και ανώτερου πνευματικά ανθρώπου αποτελούν κοινό άξονα. Ο Ρασκόλνικοφ και ο Κοβρίν, οι ήρωες του Dostoyevsky και του Chekhov αντίστοιχα, παρουσιάζουν συμπτώματα μεγαλομανίας, πάνω στα οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η πλοκή των δύο έργων. Ο τρόπος που ο καθένας απ’ τους δύο εκλαμβάνει την ανωτερότητά του, τα μέσα που χρησιμοποιεί για να αναδειχτεί από τους «κοινούς θνητούς» και οι επιπτώσεις της πλάνης του, βρίσκονται στα χέρια του εκάστοτε συγγραφέα.

Έγκλημα και τιμωρία, του Fyodor Dostoyevsky

Έγκλημα και τιμωρία
Σκίτσο που απεικονίζει τη στιγμή της μοιραίας δολοφονίας που διέπραξε ο Ρασκόλνικοφ στο βιβλίο «Έγκλημα και Τιμωρία»

Ο Ροντιόν Ρομάνιτς Ρασκόλνικοφ, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ζει σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στην Αγία Πετρούπολη, μακριά από την μητέρα του και την αδερφή του. Πρώην φοιτητής της νομικής, ο Ρασκόλνικοφ εγκατέλειψε τη σχολή του λόγω της οικονομικής δυσχέρειας του ιδίου και της οικογένειάς του. Μετά από ένα μήνα εγκλεισμού και περισυλλογής στο δωμάτιό του, αποφάσισε να εκτελέσει ένα τρομερό έγκλημα: να δολοφονήσει την ηλικιωμένη ενεχυροδανείστρια Αλιόνα Ιβάνοβνα, ώστε να πάρει τα χρήματά της. Αφότου σκότωσε τη γριά γυναίκα και την αδερφή της, Λιζαβέτα Ιβάνοβνα, που είχε την ατυχία να βρίσκεται παρούσα τη στιγμή του εγκλήματος, ο Ρασκόλνικοφ πήρε όσα χρήματα και ενέχυρα μπορούσε, βγήκε τρέχοντας από την πολυκατοικία και έθαψε τα κλοπιμαία του κάτω από έναν βράχο.

Το μόνο άτομο στο οποίο ο Ρασκόλνικοφ εξομολογήθηκε τη φριχτή πράξη του ήταν η Σόνια Σεμιόνοβα. Η ντροπαλή και βαθιά θρησκευόμενη κοπέλα είχε στραφεί στην πορνεία για να συντηρήσει τον μέθυσο πατέρα της, τη φυματική μητριά της και τα τρία της ανήλικα παιδιά. Λόγω του επαγγέλματός της, ο Ρασκόλνικοφ θεώρησε πως η Σόνια ήταν κι αυτή ξεπεσμένη ηθικά, όπως κι ο ίδιος, και για το λόγο αυτό της αποκάλυψε την αλήθεια. Η υπόθεσή του, όμως, δεν ήταν ορθή, καθώς η Σόνια, παρέμενε αγνή και ακέραια ως χαρακτήρας και προσπάθησε να τον οδηγήσει στον ίσιο δρόμο της εξομολόγησης του εγκλήματός του στις αρχές.

Πράγματι, αφότου ο Ρασκόλνικοφ κατάλαβε πως ο ανακριτής Πορφύρη Πέτροβιτς είχε ανακαλύψει τις πράξεις του, υπάκουσε τις συμβουλές της Σόνιας και παραδόθηκε. Δήλωσε την ενοχή του στο δικαστήριο και δεν άργησε να μεταφερθεί για καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία, όπου τον ακολούθησε και η ερωτευμένη Σόνια. Η αδιαφορία του για τη ζωή και ό,τι αυτή περιλαμβάνει κατά τον πρώτο του χρόνο στα κάτεργα άλλαξε, όταν συνειδητοποίησε την αγάπη που έτρεφε για τη Σόνια και άρχισε να παλεύει για το μέλλον τους μαζί, μετά την απελευθέρωσή του.

Η μεγαλομανία του Ρασκόλνικοφ

Στην πορεία του έργου, καθίσταται προφανές στον αναγνώστη πως ο Ρασκόλνικοφ δε διέπραξε το έγκλημά του με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση των χρημάτων της ενεχυροδανείστριας. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι έκρυψε τα κλοπιμαία του και δε τα χρησιμοποίησε ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Κατά την ομολογία του, μάλιστα, υπέδειξε αμέσως στο δικαστήριο το σημείο στο οποίο αυτά βρίσκονταν θαμμένα. Ο σκοπός του μέσα από τις δολοφονίες ήταν ανώτερος και πιο σκοτεινός.

Μέσα από τις συζητήσεις του πρωταγωνιστή με τους διάφορους άλλους ήρωες του βιβλίου, φανερώνεται πως ο Ρασκόλνικοφ είχε αναπτύξει μια θεωρία, τη θεωρία των ασήμαντων και των σημαντικών ανθρώπων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, άνθρωποι όπως ο Ναπολέων δεν μπορούν να ακολουθούν την κοινή ηθική και να πράττουν με βάση τους κανόνες και τους περιορισμούς που δεσμεύουν την πλειοψηφία των ανθρώπων. Οι ευφυείς αυτοί άνθρωποι είναι ικανοί να ξεπεράσουν τα όρια και να διαπράξουν φρικτές πράξεις, αρκεί να έχουν ως τελικό σκοπό το καλό της ανθρωπότητας και την πρόοδό της. Οι πιο «μεγάλοι» άνθρωποι, θεωρεί, έκαναν εγκλήματα που ο κοινός νους δε θα μπορούσε να διανοηθεί, μα παραμένουν αμέμπτου ηθικής για την κοινή γνώμη, επειδή τα εγκλήματά τους πέτυχαν και οδήγησαν στην ευημερία των ανθρώπων.

ΡασκόλνικοφΣκίτσο του Ρασκόλνικοφ λίγες στιγμές αφότου διέπραξε το έγκλημά του

Στην αρχή του μυθιστορήματος, ο Ρασκόλνικοφ θεωρεί τον εαυτό του έναν τέτοιο υπεράνθρωπο, ένα πρόσωπο ανώτερο των ηθικών κανόνων που περιορίζουν την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Η υψηλή του αυτή αυτοεκτίμηση, τον κάνει να διαχωρίσει τον εαυτό του από την κοινωνία, οδηγώντας τον στην πλήρη αποξένωση. Η δολοφονία της ενεχυροδανείστριας ήταν, εν μέρει, το αποτέλεσμα της πεποίθησής του ότι είναι υπεράνω νόμου και αποτελούσε την προσπάθειά του να κατοχυρώσει την ανωτερότητά του. Τα χρήματα που θα έκλεβε θα τον βοηθούσαν να αναδύσει την οικογένειά του από τη φτώχεια και να προσφέρει στον εαυτό του την κατάλληλη μόρφωση, ώστε να μπορέσει να ισοβαθμήσει τη μία κακή του πράξη με άπειρες καλές, ως ένας μελλοντικός σπουδαίος άνθρωπος.

Παρ’ όλα αυτά, και μόνο ο δισταγμός του να διαπράξει τη δολοφονία, καθιστά το όραμά του για τον εαυτό του αποτυχημένο. Ένας πραγματικός «υπεράνθρωπος» δε θα σκεφτόταν δεύτερη φορά για να κάνει την πράξη του, αν πραγματικά πίστευε στη μεγαλύτερη ιδέα του. Αντιθέτως, η περισυλλογή του Ρασκόλνικοφ πριν το έγκλημά του διήρκεσε έναν ολόκληρο μήνα, γεγονός που δείχνει πως δε στάθηκε άξιος των περιστάσεων και των προσδοκιών του. Αυτή η σκέψη τον οδήγησε στο να κρύψει τα χρήματα που έκλεψε, θεωρώντας πως δε του αξίζουν, εφόσον η πράξη του ήταν μια κοινή δολοφονία κι όχι το πρώτο βήμα για μια λαμπρή σταδιοδρομία.

Μόλο που καταβάθος ο Ρασκόλνικοφ γνώριζε πως η ιδέα του απέτυχε, ο ίδιος παρέμεινε απρόθυμος να δεχτεί την παντελή αποσύνθεση της ταυτότητας που είχε δώσει στον εαυτό του. Συνέχισε να αντιστέκεται στην ιδέα ότι είναι κι αυτός μια μετριότητα, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, ισχυριζόμενος ότι η δολοφονία του ήταν δικαιολογημένη. Ακόμα κι όταν ομολόγησε την πράξη του στο δικαστήριο, αρνήθηκε να τη αποκαλέσει «έγκλημα», καθώς συνέχιζε να θεωρεί πως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει.

Κατά τον εγκλεισμό του στη Σιβηρία, είχε χάσει εντελώς τη χαρά της ζωής και ενέδωσε εξ ολοκλήρου πια στις μηδενιστικές του τάσεις. Δεν έβρισκε νόημα στη ζωή του αν δεν είχε μια μεγαλύτερη ιδέα να υπηρετήσει, ούτε του προσέφερε ικανοποίηση η σκέψη της ελευθερίας που τον περίμενε. Μονάχα όταν παραδόθηκε στην αγάπη της Σόνια και στη συνειδητοποίηση της χαράς που τον περιέβαλλε, κατάφερε επιτέλους να ξεφύγει από την πλάνη στην οποία βρισκόταν, από την αντίληψη του εαυτού του ως υπερανθρώπου και από την τρομερή αποξένωση που του είχε επιφέρει αυτή η πεποίθηση.

Ο Μαύρος Μοναχός, του Anton Chekhov

Ο μαύρος μοναχός
Απεικόνιση του “Μαύρου Μοναχού”, της σκοτεινής και παράξενης θρησκευτικής φιγούρας του ομώνυμου έργου του Chekhov από τον Yury Chistyakov

Στο γνωστό διήγημα του «Μαύρος Μοναχός», ο Chekhov παρακολουθεί την πορεία του Αντρέι Βασίλιτς Κοβρίν, ενός ρώσου λόγιου, ακουστού για τη μεγαλοφυΐα του. Όταν ήταν ακόμα παιδί, οι γονείς του Κοβρίν πέθαναν κι ένας γαιοκτήμονας τον πήρε υπό την κηδεμονία του και τον μεγάλωσε, μαζί με την κόρη του, Τάνια. Όταν πια ενηλικιώθηκε, ο Κοβρίν μετακόμισε στην πόλη, όπου πήρε τη θέση του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο. Η σκληρή, όμως, δουλειά στην οποία επέβαλλε τον εαυτό του, τού προκάλεσε υπερκόπωση και τσάκισε τα νεύρα του. Έπειτα από σύσταση του γιατρού φίλου του, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι που μεγάλωσε στην επαρχία για να ξεκουραστεί.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην εξοχή, ο Κοβρίν έμαθε να φροντίζει και να εκτιμά τον κήπο του πρώην κηδεμόνα του. Ο αδιάκοπος και έντονος ενθουσιασμός που βίωσε κατά τους πρώτους μήνες της παραμονής του τον έκανε να εργάζεται διαρκώς, να διασκεδάζει στις κοινωνικές συνευρέσεις και να κοιμάται ελάχιστα έως καθόλου.

Ένα βράδυ, καθώς περπατούσε στον κήπο, ο Κοβρίν αντίκρισε μπροστά του τη φιγούρα του μυθικού μαύρου μοναχού. Ο Μαύρος Μοναχός τον έπεισε πως ήταν ο εκλεκτός του Θεού για την πραγματοποίηση ενός ξεχωριστού σκοπού, πως είχε τη δύναμη να σώσει την ανθρωπότητα από αιώνες βασάνων αξιοποιώντας την ιδιοφυΐα του και πως η πρόσφατη αρρώστια του ήταν αναπόφευκτη για κάποιον που κάνει τόσο έντιμες θυσίες.

Σκίτσο του Μαύρου Μοναχού της Kate BaylayΣκίτσο του Μαύρου Μοναχού από την Kate Baylay

Μέσα στον ενθουσιασμό του από τα λόγια του Μαύρου Μοναχού, ο Κοβρίν συνέχισε να δουλεύει ατελείωτες ώρες για να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην απόλυτη ηδονή: τη γνώση. Η αγάπη του Κοβρίν για ζωή τον έστρεψε και σε ένα διαφορετικό είδος αγάπης: μέσα στο ίδιο καλοκαίρι παντρεύτηκε την Τάνια. Λίγους μήνες μετά το γάμο, η Τάνια αντίκρισε τον άντρα της να μιλάει στο κενό, την ώρα που ο ίδιος ήταν βέβαιος πως συνομιλούσε με τον Μαύρο Μοναχό για τον μεγάλο προορισμό του και την ανωτερότητά του. Τότε, ο Κοβρίν, συνειδητοποιώντας πως η κατάστασή του έχει εξελιχθεί σε αρρώστια, δέχτηκε να θεραπευτεί.

Λίγο καιρό έπειτα από την έναρξη της «θεραπείας» του, έπαψε να βλέπει τον μοναχό, έγινε απαθής και αποχαυνώθηκε. Ήταν πεπεισμένος πως δίχως το κάποτε ευρύ και τώρα εξασθενημένο του πνεύμα  και την καθοδήγηση του μαύρου μοναχού, ήταν καταδικασμένος να παραμείνει μια μετριότητα, αντί για την ιδιοφυΐα που ήταν γραφτό να γίνει. Για το λόγο αυτό, άρχισε να σιχαίνεται τόσο τη σύζυγό του όσο και τον πατέρα της, κατηγορώντας τους που τον έφεραν στα λογικά του.
Μέσα από την πικρία και την ανταγωνιστική διάθεση του Κοβρίν, χωρίς τον Μαύρο Μοναχό να του θυμίζει τις ανώτερες σκέψεις του και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, το ζευγάρι τελικά χώρισε. Η σωματική υγεία του Κοβρίν άρχισε να επιδεινώνεται λόγω της φυματίωσης.

Το έργο τελειώνει με τον Κοβρίν να λαμβάνει ένα γράμμα από την Τάνια, στο οποίο εκείνη του ανέφερε τον θάνατο του πατέρα της και του εξέφρασε το μίσος που έτρεφε γι’ αυτόν. Ο Κοβρίν τότε βίωσε την τελευταία του παραίσθηση με τον Μαύρο Μοναχό, ο οποίος του επανέλαβε τον τελικό του προορισμό και τη μεγαλοφυΐα του. Οι τελευταίες σκέψεις του Κοβρίν πριν πεθάνει από αιμορραγία είναι η Τάνια και ο κήπος του σπιτιού της.

Η μεγαλομανία του Κοβρίν σε αντιδιαστολή με τον Ρασκόλνικοφ

Κοβρίν - Μαύρος Μοναχός
Σκίτσο του Κοβρίν, ζαλισμένου και κουρασμένου πάνω απ’ τα γραπτά του

Ο Μαύρος Μοναχός στο ομώνυμο έργο του Chekhov αποτελεί την προσωποποίηση της μεγαλομανίας, της έπαρσης και της ιδέας του Κοβρίν ότι είναι ανώτερος ηθικά και πνευματικά από τους «κοινούς θνητούς». Και αυτός, όπως και ο Ρασκόλνικοφ, πιστεύει πως ανήκει σε μια εκλεκτή πάστα ανθρώπων, η οποία έχει το καθήκον να υπερβεί τα όριά της για το καλό της ανθρωπότητας, και έχει την ανάγκη να υπηρετεί μια Μεγάλη Ιδέα.

Σε αντίθεση με τον Ρασκόλνικοφ, ο ήρωας του Chekhov δε διανοείται να προβεί σε κάποια εγκληματική πράξη για να κατοχυρώσει τη μεγαλοφυΐα του. Δεν είναι μηδενιστής, όπως ο ήρωας στο Έγκλημα και Τιμωρία. Τουναντίον, πιστεύει στον Θεό, στην ψυχή και στην αξία της ζωής και της γνώσης πέρα από οτιδήποτε άλλο. Σύμφωνα με τον Μαύρο Μοναχό, η απόλυτη ηδονή και ο απώτερος σκοπός του ανθρώπου είναι η γνώση. Ο Κοβρίν πιστεύει ακράδαντα πως αν δουλέψει σκληρά και μεταδώσει στους ανθρώπους τη μεγαλοφυΐα και τις γνώσεις του, θα καταφέρει να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη βασιλεία των ουρανών αιώνες νωρίτερα από το προκαθορισμένο. Το καθήκον που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του είναι η εξουθενωτική μελέτη, η οποία όμως συνδυάζεται με τέτοιο ενθουσιασμό και χαρά, ώστε την μπερδεύει με ευτυχία.

Κατά το παραλήρημα του, ο Κοβρίν είναι κοινωνικός, προσιτός και πρόσχαρος. Αυτή είναι και η δεύτερη βασική διαφορά του με τον Ρασκόλνικοφ. Ο τελευταίος, κατά τη διάρκεια της πίστης του στην ανωτερότητά του, υποκύπτει σε ένα ατελείωτο βασανιστήριο σύγκρουσης με τον εαυτό του, παραμιλητού και απομάκρυνσης από κάθε δικό του άνθρωπο. Αυτό ίσως συμβαίνει διότι, ενώ ο Κοβρίν είχε πάντα πρόσβαση στην πολυπόθητη επιβεβαίωση της ιδιότητάς του από τον Μαύρο Μοναχό, έστω και στη φαντασία του, ο Ρασκόλνικοφ ήταν παντελώς μόνος στο μαρτύριο του.

Η θεραπεία του Κοβρίν έρχεται μέσω της ιατρικής και ο Chekhov περιγράφει την πορεία της εξέλιξής της. Περιγράφει, με άλλα λόγια, την κατάπτωση του ήρωά του αφότου έχασε το όραμα του Μαύρου Μοναχού και κατ’ επέκταση, την πίστη στη μεγαλοφυΐα του. Η συνειδητοποίηση πως είναι μια μετριότητα, όπως όλοι οι γύρω του, τον έκανε μίζερο και δυστυχή. Στις τελευταίες του στιγμές στη γη, τα λόγια που ψιθύριζε ο Μαύρος Μοναχός στο αυτί του, τον έκαναν να αναθαρρήσει, να γεμίσει με τον αλλοτινό του ενθουσιασμό, να αναζητήσει την Τάνια και τον κήπο και να πεθάνει τελικά με ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του, βέβαιος για την ανωτερότητά του.

Αντιθέτως, ο Dostoyevsky κλείνει την ιστορία του ακριβώς στο σημείο στο οποίο ο Ρασκόλνικοφ κάνει στην άκρη τη θεωρία του περί σημαντικών κι ασήμαντων ανθρώπων. Με αυτό τον τρόπο, υπονοεί πως μια ζωή γεμάτη ευτυχία και νόημα περιμένει τον ίδιο και την Σόνια μετά την 8ετή κάθειρξη του. Η δυστυχία του Ρασκόλνικοφ διήρκεσε όσο ο ίδιος αμφιταλαντευόταν για την ταυτότητά του και έληξε όταν επιτέλους βρήκε την αγάπη του για τη Σόνια και για τη ζωή, αντιλαμβανόμενος ότι δεν είχε ανάγκη την πνευματική ανωτερότητα που του υποσχόταν η ως τότε πορεία του.

Ο Μαύρος Μοναχός βρισκόταν συνεχώς δίπλα στον Κοβρίν όσο διήρκεσε η περίοδος μεγαλομανίας του, κι αυτό τον καθησύχαζε και του προσέφερε την επιβεβαίωση που δε βρήκε ποτέ ο Ρασκόλνικοφ για τις επηρμένες ιδέες του.

Λίγα λόγια για τους Fyodor Dostoyevsky και Anton Chekhov

Fyodor Dostoyevsky

O Dostoyevsky, γεννηθείς το 1821 στη Μόσχα σε μια βαθιά ορθόδοξη οικογένεια, έγινε γνωστός μέσα από τα σημαντικά για την παγκόσμια κληρονομιά μας μυθιστορήματα του. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την ανεξάντλητη φαντασία του και τον μοναδικό του τρόπο να αποδίδει πρόσωπα και καταστάσεις στο χαρτί, να περιγράφει χαρακτήρες, καθώς και να αναλύει την ψυχολογία, την κοσμοθεωρία και το φιλοσοφικό υπόβαθρο των ηρώων του. Συγγραφέας και δημοσιογράφος στο επάγγελμα, με πνευματικές, πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες, στη θεματολογία του Dostoyevsky συχνά συναντάται ποικιλία ρεαλιστικών θρησκευτικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η καταδίκη του στη Σιβηρία για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και η παρολίγο εκτέλεσή του στιγμάτισαν τη ζωή του, γεγονός που φαίνεται συχνά και μέσα στο λογοτεχνικό του έργο. Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη, σε ηλικία 59 ετών.

Τα πιο γνωστά του έργα είναι το Υπόγειο (Notes from Underground, 1864), Έγκλημα και Τιμωρία (Crime and Punishment, 1866), Ο παίχτης (The Gambler, 1867), Ο Ηλίθιος (The Idiot, 1869), Δαίμονες (Demons, 1872) και Οι Αδερφοί Καραμάζοφ (The brothers Karamazov, 1880).

Anton Chekhov

Ο Anton Chekhov γεννήθηκε σε μια φτωχή και αυταρχική οικογένεια στην πόλη Ταγκανρόγκ της Ρωσίας το 1860. Απέκτησε τη φήμη του χάρη στα θεατρικά του έργα, μα το συγγραφικό έργο του δε σταμάτησε εκεί, καθώς έχει επιπλέον συγγράψει διάσημες νουβέλες και διηγήματα. Το 1879 εισήχθη στην Ιατρική Σχολή της Μόσχας όπου ζούσαν ως τότε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και μετακόμισε εκεί. Παρά την κλίση του στη λογοτεχνία, το βασικό του επάγγελμα παρέμενε πάντα η ιατρική, την οποία άσκησε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε γράμμα του προς τον εκδότη και δημοσιογράφο Alexei Suvorin, «Η ιατρική είναι η πιστή μου σύζυγος και η λογοτεχνία είναι η ερωμένη μου». Πέθανε από φυματίωση το 1904, στα 44 του χρόνια, στο Μπάντεν Βάιλερ της τότε γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Chekhov είναι Ο Γλάρος (The Seagull), Ο θείος Βάνιας (Uncle Vanya), Οι Τρεις Αδερφές (Three Sisters) και Ο Βυσσινόκηπος (The Cherry Orchard). Τα πιο γνωστά του διηγήματα είναι Ο Μαύρος Μοναχός (The Black Monk, 1894), Το στοίχημα (The bet, 1889), Εχθροί (Enemies, 1887) και πολλά άλλα.

Προηγούμενο άρθρο4+1 αξιόλογες αντρικές ερμηνείες σε παραστάσεις που επαναλαμβάνονται
Επόμενο άρθροΈκθεση Το αυγό του ανθρώπου του Απόστολου Γιαγιάννου