Αφίσα της ταινίας «Καζαμπλάνκα»Το ασπρόμαυρο φιλμ του 1942 διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν μια ταινία επιτυχημένη και αγαπημένη, όσα χρόνια και αν περάσουν. Τι να πρωτοξεχωρίσει κανείς… Το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, τη μουσική; Και μέσα σε όλα αυτά, η οθόνη φλέγεται από την ερωτική ιστορία του Rick και της Ilsa, των δύο κεντρικών ηρώων που ερμηνεύονται υποδειγματικά από τους Humphey Bogart και  Ingrid Bergman.

 

 

 

 

 

 

H υπόθεση


Κατά τη διάρκεια του  Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Casablanca, ο Rick Blaine, ένας εξόριστος Αμερικανός, διευθύνει το μεγαλύτερο κέντρο διασκέδασης της πόλης, το “Rick’s Bar”. Ο κυνικός Blaine έχει στην κατοχή του δυο πολύτιμες άδειες διακίνησης. Όταν ο Γερμανός στρατηγός Strasser καταφτάνει στην Casablanca, ο αξιωματικός της γαλλικής αστυνομίας, Renault, κάνει ότι μπορεί για να τον ευχαριστήσει. Υπόσχεται, επίσης, να του παραδώσει τον διάσημο Τσέχο αρχηγό της Αντίστασης, Victor Lazlo. Ο Lazlo εμφανίζεται στο κέντρο διασκέδασης του Rick μαζί με τη σύζυγό του, Ilsa, με την οποία ο Rick είχε ερωτική σχέση για μικρό διάστημα στο Παρίσι. Ο Rick, που είναι ακόμα ερωτευμένος με την Ilsa, είναι πικραμένος μαζί της, καθώς τον άφησε χωρίς λέξη. Όταν ο Rick καταλαβαίνει τους λόγους για τους οποίους τον άφησε η Ilsa, οι δυο τους σχεδιάζουν να φύγουν μαζί χρησιμοποιώντας τις άδειες διακίνησης. Το αρχικό τους σχέδιο αλλάζει, όμως, όταν στην ιστορία μπλέκονται ο Strasser, ο Renault και ο σύζυγος της Ilsa.

 

Η ταινία


O Χάμφρει Μπόγκαρτ ως Ρικ Το φιλμ είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο Everybody comes to Ricks και αυτός ήταν και ο αρχικός τίτλος της ταινίας. Ο παραγωγός Hal Wallis της εταιρείας Warner Brothers αγόρασε τα δικαιώματα έναντι 20.000 δολαρίων. Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο ποσό αν αναλογιστεί κανείς ότι το έργο δεν είχε ανέβει ακόμα σε κάποιο θέατρο. Η ταινία μετονομάστηκε σε Casablanca, αλλά ο παραγωγός Jack Warner δεν ενθουσιάστηκε με αυτό το όνομα, μιας και του θύμιζε μάρκα μεξικάνικης μπύρας. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Michael Curtiz, ένας Ούγγρος εβραϊκής καταγωγής  που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 και είχε γίνει ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Hollywood.

Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν τον Μάιο του 1942, ωστόσο το σενάριο ήταν ημιτελές, γεγονός που οδηγούσε σε καυγάδες τους συντελεστές με την εταιρεία παραγωγής. Οι αρχικοί σεναριογράφοι Julius και Philip Epstein εγκατέλειψαν την συγγραφή του σεναρίου για να συνεργαστούν με τον Frank Kapra που γύριζε το ντοκιμαντέρ Why we fight?, μιας και εκείνη την περίοδο έλαβε χώρα ο βομβαρδισμός του Pearl Harbor. Τη θέση τους πήρε ο Howard Koch, ο οποίος προσέθεσε γύρω στις σαράντα σελίδες στο σενάριο. Βέβαια, οι αρχικοί σεναριογράφοι επέστρεψαν και συνέχισαν την συγγραφή.

Τα γυρίσματα τελείωσαν τον Αύγουστο του 1942, ωστόσο κανείς δεν είχε την παραμικρή ένδειξη για την επιτυχία ή όχι της ταινίας. Αρχικά, η τελευταία σκηνή του έργου ήθελε να κατατάσσονται ο Rick και ο στρατηγός Renault στο στρατό των συμμάχων ώστε να πάνε στην Αφρική. Τελικά, η ταινία έκλεισε με την ατάκα του Rick προς τονRenault: «Νομίζω ότι πρόκειται για την αρχή μιας ωραίας φιλίας».

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Arthur Edeson αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία της ταινίας. Ο Edeson χρησιμοποιεί σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στο film noir και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ πίσω από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εμφανίζονται λωρίδες σκιάς που παραπέμπουν στην φυλάκιση, στον εσταυρωμένο ή στον σταυρό της Λωραίνης.

Η ταινία κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1943 και η Ακαδημία του Κινηματογράφου την συμπεριέλαβε στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες εκείνης της χρονιάς. Έλαβε οκτώ υποψηφιότητες για Oscar, μεταξύ των οποίων για Α’ και Β’ Ανδρικό Ρόλο. Απέσπασε τρία βραβεία, αυτά της καλύτερης ταινίας, της σκηνοθεσίας και του σεναρίου.

 

Οι ηθοποιοί


Οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίαςΟ Humphey Bogart αναλαμβάνει τον πρώτο του ρομαντικό ρόλο, μιας και μέχρι τότε έπαιζε τον ρόλο του γκάνγκστερ. Η Ingrid Bergman δεν ήταν η αρχική επιλογή για τον ρόλο της Ilsa. Υποψήφιες για τον συγκεκριμένο ρόλο ήταν οι Ann Sheridan, Hedy Lamarr και Luise Rainer. Τελικά, ο Warner δανείστηκε την Bergman, η οποία είχε συμβόλαιο με τον παραγωγό David O. Selznick και ως αντάλλαγμα έδωσε την Olivia de Havilland. Από την άλλη, ο Paul Henreid δεν επιθυμούσε να αναλάβει τον ρόλο του Victor Lazlο, ωστόσο πείσθηκε όταν οι παραγωγοί, του υποσχέθηκαν ότι το όνομά του θα μπει στους τίτλους δίπλα σε αυτά των δύο πρωταγωνιστών.

Οι σχέσεις των ηθοποιών, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, δεν ήταν οι καλύτερες. Ο Henreid αποκαλούσε τον Bogart μέτριο ηθοποιό, ενώ η Bergman, με τη σειρά της, αποκαλούσε τον Henreid πριμαντόνα.Ούτε οι δύο πρωταγωνιστές τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Η Bergman φοβόταν τον Bogart επειδή είχε παρελθόν ως γκάνγκστερ στις ταινίες.

 

μουσική


O πιανίστας Σαμ της θρυλικής ταινίαςΤην μουσική για την ταινία ανέλαβε να γράψει ο Max Steiner, γνωστός από το soundtrack για την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος». Θρυλικό παραμένει το τραγούδι As Time Goes By, το οποίο υπήρχε και στο θεατρικό έργο. Ο Steiner ήθελε να γράψει ένα καινούριο μουσικό θέμα για να το αντικαταστήσει, αλλά όταν η Bergman  κλήθηκε να ξαναγυρίσει τις σκηνές στις οποίες ακούγεται το τραγούδι είχε ήδη κόψει τα μαλλιά της κοντά για τον επόμενο ρόλο της, αυτόν της Μαρίας στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ernest Hemingway «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».

Ο Dooley Wilson, που υποδύεται τον πιανίστα, στην πραγματικότητα ήταν ντράμερ. Δεν ήξερε να παίζει πιάνο και στα γυρίσματα τον ντούμπλαραν.

 

Άγνωστες λεπτομέρειες


To μπαρ του Ρικ στην ΚαζαμπλάνκαΤο Αμερικάνικο Συνδικάτο Κινηματογράφου έχει βραβεύσει το σενάριο της ταινίας ως το καλύτερο όλων των εποχών, ενώ το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου έχει κατατάξει την ταινία στην τρίτη θέση στη λίστα με τις καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, μετά τον «Πολίτη Κέιν» και τον «Νονό».

Αρχικά, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ronald Reagan θα ήταν ο πρωταγωνιστής.

Το καστ της ταινίας είναι διεθνές και περιλαμβάνει τριάντα τέσσερις διαφορετικές εθνικότητες. Πολύ ήταν οι σπουδαίοι Ευρωπαίοι ηθοποιοί που λόγω των συνθηκών ήρθαν στις ΗΠΑ και ανέλαβαν μικρούς ρόλους στην ταινία. Μόνο τρεις ηθοποιοί είναι Αμερικάνοι.

Έξι ατάκες της ταινίας βρίσκονται ανάμεσα στις πιο κλασικές όλων των εποχών, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι: “Here’s looking at you, kid”, “Louis, I think this is the beginning of abeautiful friendship”, “Play it, Sam. Play “As Time Goes By”, “We’ll always have Paris”. Μάλιστα, η πρώτη ατάκα δε υπήρχε στο σενάριο. Ήταν μια φράση που έλεγε ο Bogart στην Bergman στα διαλείμματα των γυρισμάτων, όταν της μάθαινε να παίζει πόκερ.

Μέχρι και την τελευταία στιγμή, η Bergman δεν ήξερε με ποιον από τους δύο χαρακτήρες θα κατέληγε η ηρωίδα της, μιας και το σενάριο της ταινίας δουλευόταν συνεχώς.

H Mayo Methot, η τότε σύζυγος του Bogart ,θεωρούσε ότι ο άνδρας της είχε δεσμό με την συμπρωταγωνίστριά του και προκαλούσε φασαρίες στα γυρίσματα.

Η Bergman ήταν λίγα εκατοστά ψηλότερη από τον Bogart, έτσι ο ηθοποιός έπρεπε να στέκεται σε κούτες στις σκηνές που γύριζαν μαζί.

 

Ο Umberto Eco για την Casablanca


Ρικ και Ρενώ στην τελευταία σκηνή του φιλμΟ Eco μίλησε για την ταινία σε συνέδριο στο Μιλάνο. Η διάλεξή του δημοσιεύθηκε στην ιταλική εφημερίδα “Unita”, ενώ η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» στις 28/9/1984.

«Τα αρχέτυπα της “Casablanca” είναι πάρα πολλά και ανήκουν στα πιο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Μπορούμε ν’ απαριθμήσουμε παρά πολλά: η αντίθεση «πολιτισμός κατά της βαρβαρότητας», ο μύθος της Γης της Επαγγελίας (της Αμερικής φυσικά), η εξέλιξη του Μπόγκαρτ από κυνικό σε καλό ήρωα , η αιώνια προσμονή της ελευθερίας, η βίζα για τις ΗΠΑ σαν μαγικό κλειδί που λύνει όλα τα προβλήματα, και κυρίως το θέμα της θυσίας, με τον Μπόγκαρτ που αφήνει την Μπέργκμαν για να την «χαρίσει» στο νόμιμο άνδρα της. Ο Μπόγκαρτ είναι πραγματικά ένα χριστολογικό πρόσωπο, πράγμα που κατάλαβε πολύ καλά ο Γούντυ Άλλεν και στην ταινία “Ξαναπαίξτο Σάμ”, όπου ο Μπόγκαρτ του παρουσιάζεται σαν άγγελος βοηθός. Και ποιο πρόσωπο θα μπορούσε να δώσει ζωή σε μια λατρεία αν όχι αυτό;

Αν όλα αυτά τα πράγματα στην “Καζαμπλάνκα” υπάρχουν τυχαία ή σύμφωνα με τη θέληση του σκηνοθέτη, έχει δευτερεύουσα σημασία. Αυτό που ψάχνουμε είναι ή «υποσυνείδητη γλώσσα» της λατρείας. Η «Καζαμπλάνκα» είναι μια χιονοστιβάδα από σύμβολα, που αποκαλύπτει ότι το πνευματικό υποσυνείδητο, υπάρχει σε αντίθεση με το άλλο υποσυνείδητο, εκείνο το ψυχολογικό, που εφευρέθηκε από τους ψυχαναλυτές. Η «Καζαμπλάνκα» δεν είναι μια ταινία, είναι μια ανθολογία. Και επαναλαμβάνω: δύο «κλισέ» προκαλούν το γέλιο, εκατό συγκινούν. Και σ’ αυτό το σημείο σας προτείνω ένα παιχνίδι. Ας δούμε μαζί την ταινία και κάθε φορά που κάποιος ανακαλύπτει κάτι που του θυμίζει μια άλλη ταινία προηγούμενη ή επόμενη ας σηκώσει το χέρι του και ας βλέπουμε μαζί τι συμβαίνει».

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

en. wikipedia. org
el.wikipedia. org
tvxs. gr
athensvoice.gr
 
 

 

 

Προηγούμενο άρθροBeatlemania Saturdays Vol. 2 στο Architecture Rock Cafe
Επόμενο άρθρο«Δυο δρόμοι για τον Ερωτόκριτο» στο Ρυθμός Stage