Στην αρχή της ταινίας «Carol», βρισκόμαστε στην Χριστουγεννιάτικη Νέα Υόρκη του 1952. Η Τερέζ Μπέλιβετ δουλεύει σε ένα πολυκατάστημα, στο τμήμα με τα παιχνίδια. Εξυπηρετεί τον κόσμο πίσω από τον πάγκο της ανάμεσα σε κούκλες τυλιγμένες σε σελοφάν. Εκείνη προτιμά τα τρενάκια. Αυτά τουλάχιστον βρίσκονται πάντα σε κίνηση. Εκεί δίπλα στο τρενάκι, ένα απόγευμα το βλέμμα της θα πέσει πάνω σε μια ιδιαίτερα κομψή και ελκυστική γυναίκα. Μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, που θα χαθεί ξαφνικά μέσα στο πλήθος. Και μετά θα εμφανιστεί πάλι μπροστά στον πάγκο της. Θα της ζητήσει μια κούκλα για την κόρη της.

Η κούκλα αυτή έχει τελειώσει. Τότε η γυναίκα θα την ρωτήσει ποιες κούκλες προτιμούσε η ίδια όταν ήταν μικρή. Και εκείνη θα της πεί για τα τρενάκια. Η ελκυστική γυναίκα στο τέλος θα παραγγείλει το τρενάκι. Φεύγοντας θα ξεχάσει τα γάντια της. Η Τερέζ θα τα κρατήσει. Για κάποιο λόγο η μυστηριώδης αυτή γυναίκα της ξύπνησε κάτι ακαθόριστο μέσα της. Την γοήτευσε. Κάτι στον τρόπο της την συνεπήρε. Τώρα κρατάει τα γάντια της. Και την σκέφτεται. Θα της τα επιστρέψει. Αλλά πως; Μα απ’ το δελτίο παραγγελίας. Εκεί έχει το όνομα και την διεύθυνση της. Την λένε Carol. Carol Έρντ.

 

Κριτική της ταινίας «Carol»

Το 1952 η Πατρίτσια Χάϊσμιθ εκδίδει το δεύτερο βιβλίο της μετά το «Ξένοι στο τρένο». Το βιβλίο λέγεται «Η Τιμή του Αλατιού» (The Price of Salt) και το υπογράφει με το ψευδώνυμο Κλαίρ Μόργκαν, φοβούμενη το κοινωνικό του αντίκτυπο. Το μυθιστόρημα εξιστορεί την αντισυμβατική ερωτική σχέση δυο γυναικών. Πουλά σχεδόν ένα εκατομμύριο αντίτυπα, και καθιερώνεται ως ένα από τα πρώτα λεσβιακά μυθιστορήματα με ευτυχισμένο τέλος. Εξήντα τρία χρόνια μετά, ο Todd Haynes μεταφέρει το βιβλίο στην μεγάλη οθόνη, με τίτλο το όνομα της μιας ηρωίδας του. Κάρολ. Ο Haynes( “Velvet Goldmine”, “Safe”, “Far from Heaven” “I’m Not There”) ένας σκηνοθέτης στυλίστας της εικόνας, στην μέχρι τώρα φιλμογραφία του καταπιάνεται πάντα με ιστορίες που αφορούν το «διαφορετικό», μέσα στην κυρίαρχη κοινωνική νόρμα.

Είτε διηγείται πληθωρικές ιστορίες με πυρήνα μεγάλες μουσικές προσωπικότητες, είτε μελοδράματα για γυναικείους χαρακτήρες, θεματικά αφηγείται σταθερά αντισυμβατικές διαδρομές χαρακτήρων προς την αυτογνωσία και την χειραφέτηση. Με το «Κάρολ», συνεχίζει τον δρόμο που άνοιξε με το «Ο Παράδεισος είναι Μακριά» του 2007, και την τηλεοπτική σειρά «Mildred Pierce» του 2011, τόσο όσον αφορά την εποχή, δεκαετία του ’50, όσο και το θέμα του απαγορευμένου έρωτα. Μόνο που με το «Κάρολ», παρουσιάζεται πολύ πιο ώριμος και εσωτερικός όσο ποτέ.

Rooney-Mara-Cate-Blanchett-Carol-Movie-Still

Η ταινία παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία που το πάθος και η ομορφιά της καταφέρνει να αλλάξει τις ζωές δυο γυναικών, που ζουν εγκλωβισμένες μέσα σε ένα ψεύτικο και κομφορμιστικό περιβάλλον. Η Κάρολ παγιδευμένη μέσα σε ένα γάμο, καταπιέζει τις ομοφυλοφιλικές τις τάσεις υπό την απειλή του συζύγου της για άρση της επιμέλειας του παιδιού της, και η νεότερη Τερέζ προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό της μέσα σε έναν κόσμο με το οποίο δυσκολεύεται να συντονιστεί.

Η συνάντηση τους πυροδοτεί μια ακατανίκητη έλξη που θα τις οδηγήσει σε ένα ταξίδι απελευθέρωσης μακριά από μια πραγματικότητα που μοιάζει ασφυκτική. Μια πραγματικότητα που όμως αποδεικνύεται αναπόδραστη. Η επαναφορά τους σε αυτήν, θα τις βρει ωριμότερες και αλλαγμένες, ανοίγοντας τους καινούργιους δρόμους αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης. Αυτό που στο βιβλίο της Χάϊσμιθ μοιάζει με την ανατομία ενός μυαλού υπό την επήρεια του έρωτα, ενός υπερδραστήριου δηλαδή μυαλού ,που σύμφωνα με τον Haynes είναι όμοιο με την κατάσταση του μυαλού ενός εγκληματία (βασική ψυχοσύνθεση των ηρώων της Χάϊσμιθ), εδώ αμβλύνεται και μεταμορφώνεται σε μια ρομαντική εσωστρέφεια, που διαπερνά όλη την ατμόσφαιρα της ταινίας.

Σε ένα εικαστικά άψογο περιβάλλον, οι δυο ηρωίδες κινηματογραφούνται σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολικού ρετρό, μέσα σε διχοτομημένα πλάνα μισάνοιχτων πορτών, ανάμεσα σε έπιπλα και πράγματα, πίσω από θαμπά παράθυρα και αντανακλάσεις, που φλουτάρουν την έντονη χρωματική γκάμα με την οποία η δεκαετία του ’50 είναι συνυφασμένη στο μυαλό μας μέσα από τις κάρτ ποστάλ και τις διαφημιστικές φωτογραφίες. Συγκεντρώνοντας το υλικό του για την ταινία, ο Haynes μελέτησε την δουλειά φωτογράφων της εποχής, αλλά κυρίως αυτή του Σόν Λάιτερ. Η ιμπρεσιονιστική του ματιά, με κάδρα μιας χρωματικής παλέτας μουντής με εκρήξεις χρώματος, πίσω από θολά τζάμια και αντανακλάσεις, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της ταινίας.

carol-post

Και ενώ η ταινία αριστεύει στο εικαστικό της κομμάτι, στην αφηγηματική της πλευρά δείχνει να μην ανταπεξέρχεται με τον ίδιο αψεγάδιαστο τρόπο. Ο Haynes προσπαθεί να καταγράψει την σχέση των ηρωίδων με μια αμφισημία και μια εσωτερικότητα, που ως επιλογή μοιάζει εύστοχη, αλλά ως εφαρμογή καταλήγει κάπως αποστασιοποιημένη. Και ενώ δηλώνει το πάθος και το ερωτικό που ζει απαγορευμένα, μέσα από βλέμματα και χειρονομίες με την κάμερα του να εστιάζει σε λεπτομέρειες, η πλοκή της ιστορίας δεν ισχυροποιεί αυτήν τη αίσθηση, χωρίς όμως ούτε να την αποδυναμώνει. Την κρατά απλά σε μια απόμακρη ,όμορφη επιφάνεια, στερώντας την από ένα βάθος χαρακτήρων.

Αυτό, όμως, που δεν καταφέρνει η αφήγηση, ισοσταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα βλέμματα δυο υπέροχων ηθοποιών. Οι ερμηνείες των Cate Blanchett και Rooney Mara είναι ο πυρήνας της ταινίας. Η Blanchett είναι για ακόμα μια φορά εκπληκτική σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Αυτή όμως που αυτήν την φορά πραγματικά κλέβει την παράσταση, όσο είναι αυτό δυνατόν, είναι η Rooney Mara . Το βλέμμα της αθώο και φοβισμένο, αποφασιστικό και γεμάτο περιέργεια είναι αφοπλιστικό, δίνει ζωή σε έναν χαρακτήρα που μεταμορφώνεται και ολοκληρώνεται μέσα στην διάρκεια της ιστορίας.

Το «Κάρολ» είναι μια όμορφη και αισθητικά στυλάτη ταινία που φαίνεται να συνεπαίρνει κοινό και κριτικούς, μιας και ήδη πήρε την απόλυτη ψήφο εμπιστοσύνης της Ένωσης Κριτικών της Νέας Υόρκης, κερδίζοντας τρία βραβεία (σκηνοθεσίας, σεναρίου και φωτογραφίας), καθώς και το βραβείο ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ Καννών για την Rooney Mara .

Πληροφορίες για την ταινία «Carol»

  • Σκηνοθεσία: Todd Haynes
  • Πρωταγωνιστούν: Cate Blanchett, Rooney Mara, Sarah Paulson, Kyle Chandler, κ.α
  • ΧΩΡΑ : ΗΠΑ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 118΄
  • ΔΙΑΝΟΜΗ : ODEON
Προηγούμενο άρθροΟ Ριχάρδος Γ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο
Επόμενο άρθροArk Wine Wednesdays, 5η βραδιά γευσιγνωσίας