Πρωταγωνιστούν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Μίνα Αδαμάκη, Μάξιμος Μουμούρης, Λαέρτης Μαλκότσης
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης
Υπόθεση: Με αφετηρία ένα καθημερινό περιστατικό, το ψήσιμο ενός κέικ για την υποδοχή της κόρης του διαχειριστή από το εξωτερικό, ξεσπάει ένας «εμφύλιος πόλεμος» μεταξύ των ενοίκων όταν πληροφορούνται ότι κάποιος από αυτούς πετάει τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας.

Κριτική


Ένα καλοψημένο, ιαματικό κέικ…

Στη Νέα Σκηνή-«Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου το σύγχρονο νεοελληνικό έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Κέικ» που παρουσιάζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Η σύλληψη του έργου έγινε στο πρωτότυπο 24-hour Festival το 2010 ενώ το «Κέικ» ανέβηκε τον περασμένο Μαϊο για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο από τον ίδιο θίασο.

Ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος συγγραφέας, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, διαθέτει έναν μοναδικό τρόπο γραφής που αποτελεί ένα ιδιαίτερο κράμα ρεαλισμού και ποιητικότητας, αγγίζοντας συχνά τα όρια του συμβολισμού ή και του σουρεαλισμού, όπως διαφαίνεται στο απολαυστικό «Λα Πουπέ», την παράσταση-ορόσημο της σύγχρονης νεοελληνικής παραστασιολογίας με την εκπληκτική Άννα Κοκκίνου στο ρόλο της μοναχικής Ρίκας.  Ο ίδιος ο συγγραφέας, έχοντας ασχοληθεί με την τέχνη της υποκριτικής δίπλα σε σπουδαίους θεατρανθρώπους, όπως ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μίνωας Βολανάκης και ο Σταμάτης Φασουλής, είναι σε θέση να χτίσει πολυδιάστατους χαρακτήρες, οι πτυχές του χαρακτήρα και τα ψυχικά τοπία των οποίων ξεδιπλώνονται σταδιακά, σε μια διαδικασία σχεδόν ψυχαναλυτική.

Όπως στο «Λα Πουπέ» όπου τα γλυκά αποτελούν την αδυναμία της εύθραυστης Ρίκας, έτσι και το «Κέικ» ήδη από τον τίτλο του προδίδει μία άμεση και άρρηκτη σύνδεση της υπόθεσης του έργου με την ζαχαροπλαστική τέχνη. Με αφετηρία λοιπόν, ένα καθημερινό περιστατικό, το ψήσιμο ενός κέικ για την Στιγμιότυπο από την πρεμιέρα της παράστασηςυποδοχή της κόρης του διαχειριστή από το εξωτερικό, ξεσπάει μία έντονη διαμάχη ανάμεσα στους τρεις ενοίκους μιας πολυκατοικίας όταν πληροφορούνται ότι κάποιος από αυτούς πετάει τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας. Ο Αγκρόν, ένας μετανάστης που υποσυνείδητα αγωνίζεται να αφομοιωθεί από την εν λόγω κοινωνία, ο οξύθυμος και αδιάλλακτος Μπάμπης και η φαντασιόπληκτη συγγραφέας, Σάσα, αποτελούν τρεις αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς τύπους της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας. Η διαδικασία για την ανακάλυψη του «ενόχου» θα οδηγήσει τους γείτονες σε βίαιες αντιδράσεις, αλλά και σε ενδιαφέρουσες εκμυστηρεύσεις που αφορούν τις τόσο κοντινές μα συνάμα τόσο απομακρυσμένες και αποξενωμένες ζωές τους, που ενώ φαντάζουν γνωστές και οικείες στους υπόλοιπους κατοίκους, στην πραγματικότητα παραμένουν άγνωστες και γεμάτες φόβο απέναντι στην έκθεση και τον κάθε είδους άκρατο ρατσισμό. Ανάμεσά τους ως ισορροπιστής και συμβιβαστική, «ήρεμη» δύναμη προβάλλει ο διαχειριστής αυτής της μεσοαστικής πολυκατοικίας, ένας άνθρωπος συμβιβαστικός και συμβιβασμένος, που καλείται να επισύρει ευθύνες στον υπεύθυνο και να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα μεταξύ τους με τη βοήθεια ενός κέικ που θα ευωδιάσει ολόκληρη τη σκηνή και θα μετατρέψει τελικά το κλίμα αντιμαχίας και εχθρικότητας σε μια ατμόσφαιρα συμφιλίωσης. Το κέικ ως ένα φαινομενικά ρεαλιστικό αντικείμενο θα μετουσιωθεί σταδιακά σε ένα αντικείμενο-σύμβολο που καλούνται όλοι οι ήρωες να μεταλάβουν, σαν ύστατη ιαματική πράξη αποτίναξης όλων των προκαταλήψεων, των στεγανών και των μικροπρεπειών που τους χαρακτηρίζουν.

Η σκηνοθετική οπτική του Πέτρου Φιλιππίδη παρά την σκόπιμη και σωστά δομημένη λιτότητά της, δεν κατορθώνει να αξιοποιήσει επαρκώς τις δραματουργικές αρετές του έργου, πράγμα που οδηγεί συχνά στην έλλειψη ρυθμού, με αποτέλεσμα το έργο να κάνει σε αρκετά σημεία«κοιλιά» και να χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από στατικότητα. Ασύμβατο με τον εμφανή ρεαλισμό που προτάσσει η σκηνοθεσία της παράστασης μοιάζει να είναι το αρκετά βέβαια, λειτουργικό και με συμβολικές διαστάσεις μινιμαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά. Οι χώροι ενός σπιτιού χωρίζονται όχι με τοίχους και πόρτες αλλά με έναν σκελετό που διαγράφει και διαμορφώνει τον εσωτερικό χώρο σαν να είναι διάτρητος από παντού και «βαλλόμενος» από τα αδιάκριτα και προκατειλημμένα βλέμματα της κοινωνίας, ενώ είναι καίρια τοποθετημένος εν μέσω των θεατών, δημιουργώντας μια αίσθηση αμεσότητας. Τα κοστούμια του ίδιου είναι καλαίσθητα και με διακριτικές αναφορές στην κοινωνική τάξη του κάθε ήρωα, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου σε συνδυασμό με την μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου συμβάλλουν στην δημιουργία της φαινομενικά εύθυμης, αλλά στην ουσία μελαγχολικής ρεαλιστικής ατμόσφαιρας της παράστασης.

Το ενεργότερο κύτταρο όμως της παράστασης είναι το εξαιρετικό κουαρτέτο ηθοποιών που επιλέχθηκαν με χειρουργική ακρίβεια και εξαιρετική επιτυχία για τους συγκεκριμένους ρόλους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει το ότι ο ρόλος της Σάσας «ράφτηκε» κυριολεκτικά πάνω στην Μίνα Αδαμάκη, καθώς ο συγγραφέας τον έγραψε αποκλειστικά για εκείνη. Η ερμηνεία της Μίνας Αδαμάκη ως φαντασιόπληκτη συγγραφέας που γεμάτη χάρη αρνείται να αποδεχτεί ή να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα, αποδεικνύει πως η ηθοποιός διαθέτει εκτός από προσωπικό στυλ και πηγαίο χιούμορ, μία γκάμα ευρύτατη. Στον ρόλο του ήρεμου, συμβιβαστικού διαχειριστή, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος διατηρεί το μέτρο, με σωστές κορυφώσεις και μία σπάνια εσωτερικότητα που προσδίδει βάθος και ουσία στον εν λόγω ρόλο. Ο αγανακτισμένος και καταπονημένος από τον διαρκή κοινωνικό και φυλετικό ρατσισμό που τον καταδιώκει στην καθημερινότητά του, Αγκρόν, ενσαρκώνεται από τον Λαέρτη Μαλκότση, με συγκινητική δυναμική και ώριμο χειρισμό των μέσων του. Τέλος, ο Μάξιμος Μουμούρης στον ρόλο του ευερέθιστου Μπάμπη καταθέτει μία ερμηνεία πλήρη, αποδεικνύοντας τα καλά ασκημένα υποκριτικά του μέσα, την αναπτυγμένη τεχνική του αλλά και την σπάνια εσωτερικότητα με την οποία φωτίζει τις αφανείς ψυχολογικές πληγές του ήρωα.

Το «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη αποτελεί ένα σύγχρονο έργο της νεοελληνικής δραματουργίας που μέσα από την φαινομενικά απλή υπόθεση και δομή των χαρακτήρων του, πλάθει ένα ψηφιδωτό των ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την καθημερινότητά μας και που, εθελοτυφλώντας διαιωνίζουμε, αψηφώντας τις αιτίες αλλά και τις συνέπειες τους τόσο στην διαπροσωπική μας επικοινωνία αλλά και στην ουσιαστική προσέγγιση της ίδιας μας της ύπαρξης…

Trailer

 

Πληροφορίες παράστασης


Συντελεστές

  • Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης 
  • Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς 
  • Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος 

Διανομή (με σειρά εμφάνισης)

  • Πέτρος: Λάζαρος Γεωργακόπουλος 
  • Σάσα: Μίνα Αδαμάκη 
  • Μπάμπης: Μάξιμος Μουμούρης
  • Αγκρόν: Λαέρτης Μαλκότσης

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

  • Από τις 13 Φεβρουάριου 2015
  • Τετάρτη 18:00 και 21:00
  • Πέμπτη, Παρασκευή 21:00
  • Σάββατο 18:00 και 21:00
  • Κυριακή 19:00

Τιμές εισιτηρίων

  • 15 Euro και 10 (φοιτητικό)
  • Κάθε Τετάρτη (απογευματινή) και Πέμπτη ενιαία τιμή 13 Euro   

Πληροφορίες θεάτρου

  • Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
  • Αγ. Κωνσταντίνου 22-24 Αθήνα / Κέντρο 
  • Τηλ. : 2105288170-171

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» της Χρύσας Σπηλιώτη στο Θέατρο Σοφούλη
Επόμενο άρθροΚ.Θ.Β.Ε. Alexander the Great, Rock Opera. Αντιμέτωποι με το Rock του… “παρελθόντος μας”.
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.