“Won’t you help to sing, these songs of freedom?
‘Cause all I ever have, redemption songs” Bob Marley – Redemption Song

70 χρόνια από τη γέννηση του Θρύλου Bob Marley και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε στο μυαλό μας το όνομα του άρρηκτα συνδεδεμένο με δύο λέξεις: ρέγκε και ράστα. Εκείνος έκανε παγκοσμίως γνωστή τη ρέγκε μουσική και τα ράστα σήμα κατατεθέν του. Ο Bob Marley, ωστόσο, είναι πολλά παραπάνω από τραγουδοποιός και κιθαρίστας. Έμεινε στην ιστορία ως πολιτιστικό σύμβολο, επαναστάτης, ποιητής κι όλα αυτά σε ηλικία μόλις 36 ετών.

Οι παραπάνω στίχοι προέρχονται από ένα εκ των πολυάριθμων τραγουδιών του που αντικατοπτρίζουν το όραμά του: απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών και ισότητα για όλους ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής. Όπως είχε πει και σε συνέντευξή του: “I don’t really have no ambition, you know? I only have one thing I’d really like to see happen. I’d like to see Mankind live together. Black, white, Chinese, everyone. That’s all”.


Η ζωή του: Μουσική & Ρασταφάρι

Ο Robert Nesta Marley γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο Nine Mile, ένα μικρό, αγροτικό χωριό της κοινότητας του St. Ann’s στην Τζαμάικα. Η Τζαμαϊκανή Cedella Booker, η μητέρα του, ήταν μόλις 18 ετών όταν έμεινε έγκυος από τον Άγγλο Captain Norval Marley. Παρότι οι γονείς του παντρεύτηκαν μετά τη γέννηση του, ο Norval δεν έπαιξε καθόλου ενεργό ρόλο στη ζωή του Bob μέχρι τον θάνατό του το 1955. Γεννημένος από μαύρη μητέρα και λευκό πατέρα, δηλαδή μιγάς, ο Bob υπήρξε θύμα υποτιμητικών χαρακτηρισμών, όπως “half-caste”, καθώς δεν θεωρείτο γνήσιος μαύρος αλλά μόνο κατά το ήμισυ.

Οι συνθήκες ζωής στα χωριά της Τζαμάικα, ακόμα και σήμερα μπορούν –επιεικώς- να χαρακτηριστούν αντίξοες. Πόσο μάλλον την εποχή που έζησε ο Bob. Σπίτια χτισμένα από τσίγκο, παλιοσίδερα ή ο,τι άλλο υπήρχε εύκαιρο, φτώχεια κι εγκληματικότητα. Μια εικόνα στην οποία σίγουρα δεν χωράει ένας καλλιτέχνης παγκόσμιου βεληνεκούς. Με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης, το 1957 η Cedella μετακόμισε με τον γιο της στο Trenchtown, μία από τις φτωχότερες περιοχές της πρωτεύουσας (Kingston), ώσπου τελικά το 1962 έφυγε μόνιμα για το Delaware της Αμερικής, αφήνοντας τον Bob πίσω στην Τζαμάικα.

Ο Bob με τη σύζυγό του Rita και τα παιδιά τους
Ο Bob με τη σύζυγό του Rita και τα παιδιά τους

Όσο ζούσε στο Nine Mile, ο Bob έχτισε μια δυνατή φιλία με τον Neville “Bunny” Livingston, ο οποίος αργότερα, μαζί με τον Peter Tosh, αποτέλεσαν τα ιδρυτικά μέλη των Wailers. Ο Neville ήταν ο πρώτος που τον μύησε στον κόσμο της μουσικής και του έμαθε να παίζει κιθάρα, ενώ οι δυο τους ξεκίνησαν να βλέπουν τη μουσική όχι μόνο ως πηγή εσόδων αλλά και ως μέσο διαφυγής από τη μιζέρια που υπήρχε τριγύρω τους, το μέσο για μια καλύτερη ζωή.

Στο Studio One, όπου ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις τους οι Wailers ως μπάντα πια, το 1963, ο Bob γνώρισε πολλούς μουσικούς, ανάμεσά τους και την Alpharita (Rita) Consticia Anderson που έκανε τα πρώτα της βήματα με τις Soulettes. Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Φεβρουάριο του 1966, ενώ μετά τον γάμο τους ο Bob έφυγε για το Delaware, όπου και έζησε για μερικούς μήνες με τη μητέρα του ελπίζοντας πως θα καταφέρει να βελτιώσει τα οικονομικά του.

Παρά το γεγονός πως παρέμεινε παντρεμένος με την Rita μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσωπική ζωή του Bob υπήρξε πολυτάραχη. Υπό την ανοχή της συζύγου του, είχε σχέσεις με πολλές διαφορετικές γυναίκες, άλλες μακροχρόνιες κι άλλες περιστασιακές. Ο Bob συνολικά απέκτησε έντεκα παιδιά από επτά διαφορετικές γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με την Rita. Σε συνέντευξή του μάλιστα είχε αρνηθεί πως είναι παντρεμένος, υποστηρίζοντας πως ο γάμος είναι κατασκεύασμα του Δυτικού κόσμου, ενώ εκείνος υπακούει μόνο στους νόμους που προστάζει ο Θεός (Jah, συντομογραφία του Jehovah).

O αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ο Haile Selasie I
O αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ο Haile Selasie I

Η θρησκεία, και συγκεκριμένα ο Ρασταφαριανισμός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ρασταφάρι ονομάζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πολιτιστικό κίνημα που έκανε την εμφάνισή του στην Τζαμάικα στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν δηλαδή στέφθηκε αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ο Haile Selasie I. Οι οπαδοί του κινήματος τον θεωρούν μετενσάρκωση του Θεού, ο οποίος σύμφωνα με τη Βίβλο θα εξυψώσει τη μαύρη φυλή. Ιστορική είναι η επίσκεψή του στην Τζαμάικα τον Απρίλιο του 1966.

Το κίνημα ουσιαστικά ξεκίνησε ως μια μορφή αντίδρασης ενάντια στον κοινωνικό ρατσισμό, ενώ η γενική ιδέα είναι πως η σύγχρονη κοινωνία (την οποία αποκαλούν Βαβυλώνα), δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει παρά μόνο περισσότερο πόνο και ταλαιπωρία γι’ αυτό και την απορρίπτουν. Η Αιθιοπία από την άλλη, αποτελούσε κάτι το ιδανικό για τους απόγονους των Αφρικανών, οι οποίοι ξεριζώθηκαν βίαια από την πατρίδα τους. Πιστεύουν και κηρύττουν πως η Αφρική, ούσα η γενέτειρα των προγόνων και η αρχή του πολιτισμού, συνδέεται με τον Παράδεισο ( Zion).

Οι μακριές, αχτένιστες μπούκλες (dreadlocks) είναι στενά συνδεδεμένες με το κίνημα. Το μήκος τους δείχνει τη σοφία και την ωριμότητα του κάθε Ράστα καθώς και το πόσο καιρό είναι κανείς πιστός. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό των Ράστα είναι το κάπνισμα μαριχουάνας (ganja). Θεωρούν την όλη διαδικασία ως τελετουργία που καθαρίζει το σώμα και το μυαλό, εξυψώνει την αντίληψη και τους φέρνει πιο κοντά στον Θεό.

Όλα τα παραπάνω ερμηνεύουν το περιεχόμενο πάρα πολλών τραγουδιών που έγραψε ο Bob, αφού η θρησκεία αποτελούσε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τη μουσική του. Αντιπροσωπευτικότερο είναι, ίσως, το “Exodus”, στο οποίο οραματίζεται την επιστροφή στην Αφρική όλων των μαύρων που εκδιώχθηκαν από αυτήν: ” We’re leaving Babylon, We’re going to our Father land”. Ακόμα και η σκηνική του παρουσία στις συναυλίες έδειχνε να βρίσκεται σε μια κατάσταση πνευματικής έκστασης, σαν να επικοινωνεί με κάτι ανώτερο. Η Rita, μάλιστα, έχει πει πως δεν αντιμετώπιζαν τις συναυλίες απλά ως κομμάτι μιας περιοδείας, αλλά σαν αποστολή με απώτερο στόχο να διαδώσουν το μήνυμά τους στον κόσμο μέσω της μουσικής τους.


Η μουσική κληρονομιά του

Το Trenchtown μπορεί να ήταν φτωχή και κακόφημη περιοχή, ανέδειξε όμως μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ρέγκε παγκοσμίως. Ανάμεσά τους και ο Bob, ο οποίος σε ηλικία 17 ετών ηχογράφησε το πρώτο του single με τίτλο “Judge Not”, που κυκλοφόρησε από την Beverley’s Records του Leslie Kong το 1962. Παρότι το συγκεκριμένο τραγούδι δεν θεωρήθηκε επιτυχημένο, έδωσε το έναυσμα στην μετέπειτα λαμπρή πορεία του.

Το ξεκίνημα των The Wailers το 1963
Το ξεκίνημα των The Wailers το 1963

Το 1963, ο Bob συνεργάστηκε με τον Neville “Bunny” Livingston και τον Peter Macintosh (αργότερα Peter Tosh), με τους οποίους σχημάτισε την μπάντα The Wailers. Στο Studio One του Clement “Coxson” Dodd, που αποτέλεσε σημείο εκκίνησης για πληθώρα μουσικών, ηχογράφησαν το πρώτο τους επιτυχημένο single με τίτλο “Simmer Down” και ρυθμό ska, το μουσικό είδος που κυριαρχούσε στην Τζαμάικα την εποχή εκείνη. Αργότερα ο ζωηρός ήχος της ska σταδιακά μεταμορφώθηκε σε έναν πιο αργό και σταθερό ρυθμό, που οδήγησε στη γέννηση της ρέγκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60.

Οι ηχογραφήσεις με τον “Coxson” συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του ’70, όταν τη θέση του πήρε ο παραγωγός Lee “Scratch” Perry. Η συνεργασία του με τους Wailers ήταν σύντομη αλλά καρποφόρα, αφού ο δίσκος “Soul Rebels” (1970) ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο και έβγαλε τη ρέγκε εκτός των συνόρων της Τζαμάικα.

Η πραγματική αναγνώριση, όμως, ήρθε το 1973 μετά από τη συνεργασία του γκρουπ με την Island Records του Chris Blackwell στο Λονδίνο. Ο Blackwell τους πλήρωσε προκαταβολικά για τον δίσκο “Catch A Fire”, ο οποίος εξασφάλισε στο συγκρότημα περιοδείες σε Αγγλία και Αμερική. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε κι ο δίσκος “Burnin”, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι τεράστιες επιτυχίες “Get Up Stand Up” και “I Shot The Sheriff”.

Το 1975 ο Neville “Bunny” Livingston και ο Peter Tosh αποχώρησαν από το γκρουπ, το οποίο μετονομάστηκε σε Bob Marley and The Wailers και αποτελούνταν από διάφορους μουσικούς, όπως οι Family Man, Carly Barrett, Junior Marvin, και τις I-Threes (Rita Marley, Marcia Griffiths και Judy Mowatt) στα πίσω φωνητικά. Τη χρονιά εκείνη κυκλοφόρησαν οι δίσκοι “Natty Dread” και “Rastaman Vibration” κι έτσι, μέχρι το τέλος του 1976, ο Bob Marley θεωρούνταν πρεσβευτής της ρέγκε μουσικής και του κινήματος των Ράστα παγκοσμίως.

Το 1976, όμως, ήταν μια χρονιά με πολύ έντονες πολιτικές διαμάχες για την Τζαμάικα μεταξύ των δύο βασικών κομμάτων της χώρας, People’s National Party (PNP) και Jamaica Labor Party (JLP). Προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Bob Marley αποφάσισε να δώσει μια δωρεάν συναυλία, το Smile Jamaica Concert, που προγραμματίστηκε για τις 5 Δεκεμβρίου στο Kingston. Δύο μέρες πριν τη συναυλία, ωστόσο, συνέβη κάτι απρόοπτο, καθώς έγινε μια –ανεπιτυχής- απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Ο Bob, οι συνεργάτες του και η Rita, που έκαναν βραδινή πρόβα στο σπίτι του, δέχθηκαν πυροβολισμούς, οι οποίοι τους τραυμάτισαν όλους χωρίς, ευτυχώς, να σκοτωθεί κανείς. Η προγραμματισμένη συναυλία πραγματοποιήθηκε κανονικά, ο Bob, όμως, πληγωμένος συναισθηματικά από αυτή την απόπειρα εναντίον του, έφυγε από την Τζαμάικα και μετακόμισε στο Λονδίνο για ενάμιση χρόνο.

Τα δύο επόμενα χρόνια είναι, ίσως, τα πιο επιτυχημένα της καριέρας του, καθώς κυκλοφόρησε τα άλμπουμ “Exodus” (1977) και “Kaya” (1978), με το πρώτο να παραμένει στα βρετανικά charts για 56 συνεχόμενες εβδομάδες, φέρνοντας τεράστια εμπορική επιτυχία και αναγνώριση στην μπάντα. Τραγούδια όπως τα “Jammin”, “Satisfy My Soul” και “Is This Love?” έκαναν πάταγο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

One Love Peace Concert - Ο Michael Manley και ο Edward Seaga ενώνουν τα χέρια
One Love Peace Concert – Ο Michael Manley και ο Edward Seaga ενώνουν τα χέρια

Το 1978 αποτελεί χρονιά-σταθμό στην καριέρα του και για άλλους λόγους. Με τις πολιτικές εντάσεις να συνεχίζονται στην Τζαμάικα, ζητήθηκε στον Bob να επιστρέψει στη χώρα προκειμένου να φέρει ένα κλίμα ενότητας. Έτσι, διοργανώθηκε το One Love Peace Concert, που έλαβε χώρα στις 22 Απριλίου στο National Stadium του Kingston. Κατά τη διάρκεια της ιστορικής αυτής συναυλίας, ο Bob, αυτοσχεδιάζοντας, κάλεσε στην σκηνή τον τότε πρωθυπουργό Michael Manley και τον αρχηγό του αντίπαλου κόμματος (JLP), Edward Seaga και συνεχίζοντας το τραγούδι, ένωσε τα χέρια των δύο πολιτικών κρατώντας τα με το δικό του. Για τη γενναία αυτή προσπάθεια να ενοποιήσει τη χώρα, παρά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, έλαβε το Medal of Peace από τον ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 6 Ιουνίου 1978.

Την ίδια χρονιά, ο Bob πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αφρική, όπου επισκέφθηκε την Κένυα και την Αιθιοπία, την πνευματική πατρίδα των οπαδών του Ρασταφάρι. Εμπνευσμένος από το ταξίδι του, το 1979 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Survival”, που περιελάμβανε τραγούδια όπως τα “Africa Unite” και “Zimbabwe”. Τον Απρίλιο του 1980, το συγκρότημα κλήθηκε να πραγματοποιήσει μια συναυλία στη Ζιμπάμπουε για την επίσημη Τελετή Ανεξαρτησίας της χώρας, η οποία διακόπηκε λόγω των δακρυγόνων που πέταξαν οι αρχές στο στάδιο προκειμένου να διαλύσουν τα τεράστια πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί.

Ο τελευταίος δίσκος που κυκλοφόρησαν οι Bob Marley and The Wailers ήταν το “Uprising” το 1980, το οποίο περιλαμβάνει τις τεράστιες επιτυχίες “Could You Be Loved”, “Zion Train” και “Redemption Song”. Ακολούθησαν οι μεγαλύτερες περιοδείες της καριέρας τους σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ η τελευταία φορά που εμφανίστηκαν ζωντανά επί σκηνής ήταν στο Stanley Theater του Pittsburgh, στις 23 Σεπτεμβρίου 1980.


Θάνατος & Βραβεύσεις

Καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας του αλλά και μετά θάνατον, ο ίδιος, το συγκρότημά του και το έργο του έλαβαν πολυάριθμες βραβεύσεις. Το 1976, το περιοδικό Rolling Stone ανακήρυξε τους Bob Marley and The Wailers συγκρότημα της χρονιάς, ενώ το 1978, απονεμήθηκε στον ίδιο ο τρίτος υψηλότερος τίτλος τιμής της Τζαμάικα, το Order of Merit, για την προσφορά του στην κουλτούρα της χώρας του. Μετά θάνατον, το 1994, μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame, το 1999 το Time Magazine ανακήρυξε το “Exodus” Άλμπουμ του Αιώνα και το 2004 το τραγούδι του “One Love” ονομάστηκε τραγούδι του αιώνα από το BBC.

11 Μαΐου 1981 - Παγκόσμιος θρήνος για τον θάνατό του
11 Μαΐου 1981 – Παγκόσμιος θρήνος για τον θάνατό του

Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός πως ένας άνθρωπος που ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν, μην έχοντας καν τα προς το ζην, κατάφερε να βρει την έμπνευση και τη δύναμη να ψάξει διέξοδο από τις αντιξοότητες που τον περιτριγύριζαν και να φτάσει στην κορυφή, αποκτώντας παγκόσμια φήμη. Ακόμα πιο αξιοθαύμαστο, όμως, είναι το γεγονός πως κατάφερε να παραμείνει αφοσιωμένος στον στόχο του, αδιαφορώντας για τα εκατομμύρια που απέκτησε χάρη στις πωλήσεις των δίσκων του και συνεχίζοντας να σκορπά το μήνυμά του μέσα από τη μουσική του. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης, ένας δημοσιογράφος του έκανε την ερώτηση “Are you rich? Do you have a lot of possessions?” και η απάντηση του Bob συνοψίζει ολόκληρη τη φιλοσοφία του για τη ζωή: “Possessions make you rich? I don’t have that type of richness, my richness is life forever”.


Στίχοι 
που έμειναν στην ιστορία

  • “One good thing about music when it hits you, you feel no pain.” – Trenchtown Rock
  • “Some people got everything, some people got nothing. Some people got hopes and dreams, some people got ways and means.” – Survival
  • “Emancipate yourselves from mental slavery, none but ourselves can free our minds.” – Redemption Song
  • “Until the color of a man’s skin is of no more significance than the color of his eyes, everywhere is war.” – War

 

Bob Marley – Redemption Song (acoustic)

Πηγές:
http://www.bobmarley.com/
http://www.biography.com/people/bob-marley-9399524
Marley, Rita, and Hettie Jones. My Life With Bob Marley. London: Pan Macmillan, 2005.
Collingwood, Jeremy, Bob Marley: His Music Legacy. London: Cassell Illustrated, 2005.

Φωτογραφίες
http://www.bobmarley.com/media/

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Βαγγέλης Βαζαίος για την Πόλη του Καρχαρία
Επόμενο άρθροΣτην 4η εβδομάδα προβολών το Agora