Ο Άρθουρ Μίλερ (Άρθουρ Άσερ ΜίλερArthur Asher Miller  17 Οκτωβρίου 1915 – 10 Φεβρουαρίου 2005) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους δραματουργούς του 20ου αιώνα. Έχοντας ως ορμητήριο του τα νωπά μεταπολεμικά τραύματα της Αμερικής, βουτά βαθιά στην αμερικανική ψυχοσύνθεση και την εξετάζει. Εντοπίζει τα θρύψαλα ενός απογοητευμένου λαού, μα δεν ενδιαφέρεται να τα ενώσει και να κατασκευάσει εκ νέου το γυαλί. Με τολμηρό ρεαλισμό και κυνικότητα επιλέγει να τα φέρει στην επιφάνεια και να αναδείξει τη θλιβερή πορεία που έχει ακολουθήσει η χώρα του. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή του την επιδίωξη καταλαμβάνει το ψυχογραφικό του ταλέντο. Μέσα από τους ματαιόδοξους αγώνες και τις –ενίοτε γραφικές- προσδοκίες των ηρώων του βλέπει κανείς να αποδομείται εύκολα το Αμερικανικό Όνειρο που απέκτησε μυριάδες ακολούθων παρά τις μετέωρες έως και ανύπαρκτες προϋποθέσεις για την υλοποίησή του.

Ο Μίλερ γεννάται στη Νέα Υόρκη από γονείς με πολωνικές καταβολές. Αποκτά μια ηθικοκεντρική εβραϊκή παιδεία, γεγονός που θα φανεί μέσα από τα έργα και τη ζωή του. Η μητέρα του είναι η πρώτη που θα του εμφυσήσει την αγάπη για την τέχνη, πλημμυρίζοντας το σπίτι μουσικές και βιβλία. Σε ηλικία οχτώ ετών, όπου ο μικρός Άρθουρ δεν ενδιαφέρεται παρά για τον αθλητισμό, θα παρακολουθήσει μαζί της για πρώτη φορά θέατρο. Δε θα είναι, όμως, μέχρι πολύ αργότερα, στην ηλικία των δεκαεπτά που θα αρχίσει να διαβάζει εντατικά λογοτεχνία.

Ο πατέρας του, άνθρωπος χωρίς επίσημη εκπαίδευση, αλλά με ισχυρό αίσθημα δικαίου, θα παίξει σημαντικό ρόλο στις επιρροές του γιου του. Ειδικότερα μετά τη Μεγάλη Οικονομική ύφεση του 1929. Η κρίση έρχεται να συντρίψει την οικογένεια και να προκαλέσει τρομερές ανασφάλειες στον Ισίδωρο Μίλερ. Την εμπειρία αυτή, που ο Άρθουρ Μίλερ χαρακτήρισε ως διαφωτιστική, θα την κρατήσει στο οπλοστάσιό του μέχρι το 1972. Τότε θα ξεκινήσει να γράφει το «The American Clock», ένα μωσαϊκό της αμερικανικής κοινωνίας του ’30 με είκοσι έξι διαφορετικούς χαρακτήρες επί σκηνής.

Τα πρώτα βήματα του Άρθουρ Μίλερ

Μετά τα σχολικά χρόνια, το ενδιαφέρον του για την πολιτική θα τον φέρει στην πόρτα του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν. Εξαιτίας, όμως, των μη ικανοποιητικών επιδόσεών του στο σχολείο, το πανεπιστήμιο τον δέχεται μόνο δοκιμαστικά, στη σχολή δημοσιογραφίας. Περνώντας από διάφορα επαγγέλματα (από τραγούδι σε ραδιοφωνικό σταθμό μέχρι και οδήγηση φορτηγού), καταφέρνει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα και να εγγραφεί επίσημα το 1934. Η αμετακίνητη θέση του ότι το θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή και ότι επιδρά δραστικότερα απ’ ό,τι η ποίηση και η λογοτεχνία τον ωθούν να γράψει το πρώτο του έργο, «No Villain», κερδίζοντας το γραπτό διαγωνισμό του Avery Hopwood.

Το πρώτο του επίσημο θεατρικό έργο είναι το «The Man who had all the Luck» (1940). Αν και κατεβαίνει μετά από μόλις έξι παραστάσεις, θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές που θα συνοδεύσουν όλη τη μετέπειτα πορεία του: «η ευτυχία δε βρίσκεται στο κυνήγι της επιτυχίας».

Το 1947 ανεβαίνει στο Broadway το «All my Sons» (Ήταν όλοι τους παιδιά μου). Το έργο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, λαμβάνει θετικές κριτικές και κάνει τον Μίλερ γνωστό στο θεατρικό στερέωμα. Εδώ ο δραματουργός εκδηλώνει ευθαρσώς την άποψη του για την υπερκαταναλωτική αμερικανική κοινωνία, ότι δηλαδή η επιτυχία δεν είναι πάντα αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς –όπως ήθελε να θεωρείται- όσο ζήτημα της δαρβινικής «επιβίωσης του ισχυρότερου», μια πάλη μεταξύ αγρίων. Γι’ αυτό και ο πρωταγωνιστής του, Τζο Κέλερ, δε διστάζει να εξαπατήσει ούτε το φίλο και συνεργάτη του ούτε και την ίδια την κυβέρνηση, καταφεύγοντας στην πώληση ελαττωματικών υλικών στο στρατό προκειμένου να σώσει την επιχείρησή του. Η αμφισβήτηση της ηθικής τη στιγμή που έρχεται αντιμέτωπη με το αδιέξοδο της μιζέριας οδηγεί σε ταύτιση μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Ήταν όλοι τους παιδιά μου - Μίλερ
Francesca Zoutewelle, Alex Waldmann και Penny Downie στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Σκηνοθεσία Michael Rudman (Rose Theatre, Kingston, 2016)
Ο θάνατος του εμποράκου

Το 1949, ο Άρθουρ Μίλερ μετακομίζει για κάποιο διάστημα στην εξοχή του Κονέκτικατ. Στη λάμψη ενός πρωινού ξεκινά και ολοκληρώνει τη συγγραφή της πρώτης πράξης του διασημότερου του έργου. Σε λιγότερο από δύο μήνες, «Ο θάνατος του εμποράκου» έχει ολοκληρωθεί. Το έργο αυτό τού χαρίζει -μεταξύ άλλων βραβείων- το Pulitzer και ανεβαίνει στα θέατρα όλης της υφηλίου, κατακτώντας παγκόσμια αναγνώριση.

Στο «θάνατο του εμποράκου» υφαίνονται σταδιακά οι τραγικές συνέπειες των απέλπιδων προσπαθειών ενός μεσόκοπου πλασιέ να καταξιωθεί και να αισθανθεί σπουδαίος. Μέσα σε δύο «θεατρικά» εικοσιτετράωρα εκτίθενται οι σχέσεις του με την οικογένειά του και η αδυναμία του να διαχειριστεί την αποτυχία. Για την πρωταγωνιστική φιγούρα του Γουίλυ Λόμαν ο Άρθουρ Μίλερ εμπνέεται από το θείο του, Μάνι Νιούμαν. Όπως χαρακτηριστικά θα δηλώσει μετέπειτα ο δραματουργός, ο Νιούμαν ήταν ένας δυστυχισμένος έμπορος που πάλευε να μαζέψει χρήματα για να μεγαλώσει την πολυμελή οικογένειά του. Ήταν ο άνθρωπος που θα βρισκόταν πάντα στην τελευταία θέση, καταδικασμένος να παρακολουθεί εγκλωβισμένος στην αποτυχία του την επιτυχία όσων τον περιτριγύριζαν. Αναπόφευκτη κατάληξη η αυτοκτονία.

Το θέμα του έργου, όμως, όσο δυνατό κι αν είναι, απαιτεί τεχνική, κι ο Μίλερ την κατέχει. Αποζητώντας την ένταση, χρησιμοποιεί τις αντιθετικές δυνάμεις που επενεργούν στους ανθρώπους, δημιουργώντας δισεπίλυτα διλήμματα. Παρελθόν – παρόν, κοινωνία – άτομο, απληστία – ηθικοί κανόνες. Η χρήση απλών ανθρώπων σε σκηνές με καθημερινές ανησυχίες τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο φωτίζει τον εσωτερικό κόσμο κάθε χαρακτήρα του («υποκειμενικός ρεαλισμός»).

Η οικονομία του σκηνικού χρόνου αποτελεί ένα επιπλέον προσόν του έργου. Μέσα από συμβολικές λάμψεις και ήχους, ο θεατής μεταφέρεται από το παρόν στο παρελθόν της ζωής του Γουίλυ και τούμπαλιν. Με αυτόν τον τρόπο εντυπώνεται παραστατικά η ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του που θα τον οδηγήσει σύντομα να τερματίσει τη ζωή του.

Ο θάνατος του εμποράκου
Andrew Garfield, Finn Wittrock, Philip Seymour Hoffman και Linda Emond στο Θάνατο του Εμποράκου. Σκηνοθεσία: Mike Nichols (Ethel Barrymore Theatre, 2012)
Τα χρόνια του Μακαρθισμού – The Crucible

Η δεκαετία του 1950 μένει χαραγμένη στην αμερικανική ιστορία για τις εξονυχιστικές έρευνες που διενεργεί η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δράσεων (HUAC) υπό την καθοδήγηση του Τζόσεφ ΜακΚάρθι. Κάθε ύποπτη κομμουνιστική δράση που μπορεί να κριθεί βλαπτική για τον αμερικανικό τρόπο ζωής οφείλει να αποκαλύπτεται και να διώκεται.

Επηρεασμένος προσωπικά και κατόπιν διεξοδικής ιστορικής αναζήτησης, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το 1953 το «The Crucible» (Η Δοκιμασία). Στο έργο αναπαρίστανται οι δίκες των μαγισσών του Σάλεμ του 1692 με φανερή την κεκαλυμμένη κριτική στις δράσεις της ΕΑΔ. Η μεγάλη σημασία του έγκειται στην ικανότητα του Μίλερ να μην αρκεστεί σε μια απλή ιστορική αναπαράσταση των γεγονότων. Αντίθετα, περνά στην εξέταση των αιτιών που γεννούν παρόμοιες τραγωδίες με αυτή του Σάλεμ. Στη «Δοκιμασία» εκτίθεται η άνεση των ανθρώπων να επικαλούνται ανά πάσα στιγμή την παρουσία του «Κακού» προς ίδιον όφελος. Προκειμένου να παραγκωνίσουν όποιον διαφωνεί με τη φωνή της εξουσίας σε ζητήματα τόσο θρησκευτικά όσο πολιτικά και κοινωνικά. Σε αυτό το πλαίσιο επιστρατεύεται συχνά και μια μεροληπτική δικαιοσύνη.

Μεταξύ άλλων, η οξεία κριτική που ασκεί η αλληγορία του για τον Μακαρθισμό φέρνει τον Μίλερ στο εδώλιο της ΕΑΔ. Η Επιτροπή τού ζητά να κατονομάσει ανθρώπους των οποίων η πολιτική δραστηριότητα να αντιβαίνει στα αμερικανικά συμφέροντα. Εκείνος αρνείται να συνεργαστεί, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί πρόστιμο και ποινή φυλάκισης με αναστολή. Επιλέγοντας να μην αποδεχτεί την καταδίκη αμαχητί, ασκεί έφεση και ένα χρόνο αργότερα το δικαστήριο τον αθωώνει.

Η Δοκιμασία - Μίλερ
Το πρώτο ανέβασμα της Δοκιμασίας στο Broadway το 1953
Ο Άρθουρ Μίλερ και η επικοινωνία του με το θεατή

Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, το Αμερικανικό Όνειρο επιδρά καθοριστικά στο έργο του Άρθουρ Μίλερ. Τα έργα του διακρίνονται από μια αξιοθαύμαστη κοινωνική ευαισθησία. Ακόμη κι από ένα είδος πικρής συμπόνιας προς τον άνθρωπο που καταπιέζεται και μοχθεί στη θέα ενός άπιαστου ονείρου. Ενός ονείρου για το οποίο φυσικά καμία κυβέρνηση και καμία εξουσία δε θα μπορούσε ποτέ να εγγυηθεί.

Χάρη στην ειλικρινή προσέγγιση του Μίλερ, ο θεατής αναγνωρίζει διαχρονικά πάνω στη σκηνή δικές του σκέψεις που τον έχουν τυραννήσει. Καλείται, λοιπόν, μαζί με τους ήρωες να κρίνει το κατά πόσο αυτές πατούν στη γη και να ζυγίσει τις συνέπειες όταν η φούσκα του ονείρου θα έχει πια εξαφανιστεί.

Αυτό είναι που μετατρέπει και τον Μίλερ σε κάτι περισσότερο από δραματουργό μιας μόνο εποχής. Με το έργο του εκπροσωπεί κάθε κοινωνία που έχει βυθιστεί στις ψευδαισθήσεις και παλεύει να τη λυτρώσει. Εκπροσωπεί ακόμη κάθε άνθρωπο που έχει χάσει τον εαυτό του· μέσα στο χρήμα, την καταξίωση, τη φήμη και καθετί παροδικό και φευγαλέο.

Το τίμημα - TimeLine Theatre (2015)
«Το Τίμημα», έργο του Μίλερ με χαρακτηριστικές νύξεις στο Αμερικανικό Όνειρο, εδώ σε σκηνοθεσία του Louis Contey για το TimeLine Theatre (Σικάγο, 2015)
Απόσπασμα από το έργο «Ψηλά από τη γέφυρα»

«…Και καθώς οι αντίδικοι κάθονται και μου διηγούνται το πρόβλημά τους, ο ακίνητος αέρας του γραφείου μου ανανεώνεται ξαφνικά από τη φρέσκια ευωδιά της θάλασσας, η σκόνη στον αέρα χάνεται· και σκέφτομαι πως στα χρόνια κάποιου καίσαρα, ίσως στην Καλαβρία ή και στα βράχια των Συρακουσών, κάποιος άλλος δικηγόρος, με τελείως αλλιώτικα ρούχα, άκουγε το ίδιο παράπονο, καθότανε το ίδιο ανίσχυρος όπως εγώ και το έβλεπε να συνεχίζει μόνο του το δρόμο του αίματος.»

(Ψηλά από τη γέφυρα, Πράξη πρώτη)

Άλλα έργα του Άρθουρ Μίλερ:

  • Ψηλά από τη γέφυρα (1955),
  • Μετά την πτώση (1964),
  • Επεισόδιο στο Βισύ (1966),
  • Το Τίμημα (1968),
  • Το ταβάνι του αρχιεπισκόπου (1972),
  • Ο τελευταίος Γιάνκη (1993),
  • Το σπασμένο γυαλί (1994).

 

Βιβλιογραφία


  • Student companion to Arthur Miller, Susan C.W. Abbotson, Εκδόσεις Greenwood Press, 2000
  • Θεατρικοί Μονόλογοι, Ερρίκος Μπελιές, Εκδόσεις Ηριδανός, 2010
  • Britannica
  • International Journal of Research
  • pbs.org
  • newyorker.com

 

Διαβάστε περισσότερα Θεατρικά αφιερώματα εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΑθήνα 1917 | Με το βλέμμα της Στρατιάς της Ανατολής
Επόμενο άρθροΘεσσαλονίκη 1917: Η φωτιά που γέννησε μια πόλη – Προβολές στη Δ.Ε.Θ