Πρωταγωνιστούν:Παναγιώτης Γαρμπής, Θάλεια Δήτσα, Μυρτώ Μπουρίτη, Αιμιλία Μπουρίτη
Σκηνοθεσία: Αιμιλία Μπουρίτη
Υπόθεση: «Άρρητη κόρη», η Περσεφόνη και η μυθική της ταυτότητα, μια όμορφη έφηβη και η απαγωγή της από τον Άδη, άλλα και η τραγική μητέρα του Ζαγρέως  δίνουν την μάχη τους επι σκηνής. Το άρρητο και το απερίγραφο γίνεται ρητό και κατηγορηματικό.

 

 

 

 

Κριτική


 
Το άρρητο γίνεται ρητό…

Για τέσσερις μόνο εβδομάδες το θέατρο Χυτήριο, θα φιλοξενεί την παράσταση «Άρρητη κόρη» της ομάδας «Αιμιλίας Μπουρίτη συν+εργασία», η οποία είχε αρχίσει την θεατρική της πορεία από το φεστιβάλ Αισχυλείων, το οποίο διεξήχθη στην Ελευσίνα το 2012. Από την πρώτη της παράσταση στην παραλία την Ελευσίνας μέχρι και την παρουσίαση της στο θέατρο χυτήριο έχει εντυπωσιάσει αρκετά το θεατρόφιλο κοινό καθώς αποτελεί μια περαιτέρω ανάπτυξη προηγούμενης δουλειάς της χορογράφου Αιμιλίας Μπουρίτη.

Η παράσταση «άρρητη  κόρη», εντάχθηκε στην κατηγορία του χοροθεάτρου κάνοντας έτσι τους θεατές να προσδοκούν μία πολύ πιο ρηχή απόδοση του μύθου που πραγματεύεται το θέμα της. Η «άρρητη κόρη» λοιπόν αποτελεί μία performance, η οποία όχι μόνο δεν περιορίζεται στον χορό άλλα εγκολπώνει πολλές τεχνικές σωματικού θεάτρου, αυτοσχεδιαστικής κίνησης καθώς και κάποιες κινήσεις του ιαπωνικού ενεργειακού χορού μπούτο. Ο Ιαπωνικός χορός μπούτο έχει τις ρίζες του στην μεταπολεμική Ιαπωνία και μιλάει για τον χορό που ενέχει ήδη το ανθρώπινο σώμα και καλεί το άτομο να στραφεί στον εαυτό του και να ανακαλύψει την εσωτερική κινησιολογική του αλήθεια. Έτσι και η άρρητη κόρη, προσπαθεί να εισάγει στον θεατή έννοιες όπως αυτές του διυσμού της ανθρώπινης φύσης και της στροφής στην εσωτερική αλήθεια του καθενός μέσω της εξωτερικής κίνησης.

Ο μύθος που ξεδιπλώνεται στην performance είναι αυτός της Περσεφόνης και της τριπλής της υπόστασης. Η Περσεφόνη παρουσιάζεται αρχικά ως η όμορφη έφηβη που πιάνεται στα δίχτυα του Άδη και του κάτω κόσμου, άλλα και ως η τραγική σύζυγος του Άδη στην συνέχεια. Η τελευταία υπόσταση της Περσεφόνης που παρουσιάζεται επι σκηνής, και η πιο τραγική θα έλεγε κανείς, είναι αυτή της τραγικής μητέρας του Ζαγρέως δίνοντας έτσι τα σκήπτρα στο Ζαγρέα να δώσει την δική του μάχη. Οι performers-Περσεφόνες κάνουν από την πρώτη στιγμή διακριτά τα όρια τόσο της ομοιότητας τους όσο και της διαφορετικότητας αυτών, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση του διχασμού την οποία και επιτείνει η πορεία της παράστασης.

Η σκηνική σύνθεση της παράστασης παρόλη την απλότητα που αντιλαμβάνεται κανείς τόσο προπαραστασιακά όσο και στην αρχή της performance, στην συνέχεια φαίνεται να εξελίσσεται σε έναν εργαλειακό πολυχώρο που εξυπήρετεί τα σημαινόμενα της παράστασης με πολλαπλούς τρόπους και λειτουργίες. Έτσι λοιπόν ενώ αυτό που αντικρίζει ο θεατής πάνω στην σκηνή όταν μπαίνει στην πλατεία είναι ένας performer  καλυμμένος από την μέση και κάτω με ένα μεγάλο όγκο από σανό, αργότερα ανακαλύπτει τις κρυφές λειτουργίες της σκηνικής σύνθεσης. Η σκηνή πλαισιώνεται από πόρτες οι οποίες επιτρέπουν στους performers να εγκαταλείπουν την σκηνή, καθώς για την ίδια λειτουργία έχει και δύο ράμπες αριστερά και δεξιά αυτής. Στον αριστερό τοίχο, όχι της σκηνής άλλα της πλατείας  αντανακλά ένας προτζέκτορας, ο οποίος και  διαμορφώνει τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού για την προβολή που θα ακολουθήσει. Στον δεξί τοίχο, δίπλα στους θεατές υπάρχουν εγκοπές, οι οποίες θα χρησιμεύσουν και αυτές με την σειρά τους σαν παραστασιακά σημεία.Τα όργανα παραγωγής ήχου, όπως και ο ηχολήπτης είναι στην πίσω πλευρά της πλατείας, όχι όμως κρυμμένος από το μάτι του θεατή. Όπως αντιλαμβανόμαστε λοιπόν η θεατρικότητα του χώρου, έτσι όπως είναι διαμορφωμένος για την δοθείσα παράσταση, είναι σαν ένα κυκλωτικό γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια απόδρασης από τα νοήματα του.

Το μόνο ομιλόν πρόσωπο κατά την διάρκεια της performance είναι ο ηθοποιός-performer που όπως προείπαμε αντικρίζει ο θεατής από την πρώτη στιγμή επί σκηνής. Ακόμα βέβαια και στο πρόσωπο αυτό ο λόγος φαίνεται να είναι συμπληρωματικός στα όσα εκτυλίσσονται, η μουσική, οι ήχοι, τα παραγλωσσικά σημεία που δημιουργούνται από τις ανάσες των ηθοποιών άλλα και ο ρυθμικός χτύπος του τυμπάνου έχουν τόσο εξέχουσα θέση στην ακουστική λειτουργία, καθώς παράγουν πολλά σημαινόμενα από μόνα τους, ώστε η λειτουργία του λόγου να παραμερίζεται τόσο  που να τον οδηγεί στην εξάλειψη. Προπαραστασιακά , ακούει κανείς τα «κουδουνάκια» παραπέμποντας μας σε κοπάδι ζώων αφού η ερμηνεία τους επηρεάζεται από την σκηνική εικόνα με το σανό. Στην πορεία της παράστασης εντάσσονται πολλά ηχητικά σημεία που λειτουργούν σαν συνδετικοί κρίκοι των νοημάτων της. Οι ψαλμωδίες που θα ακουστούν προς την τελική ευθεία του παραστασιακού γεγονότος άλλα και ο επιβλητικός ήχος του τυμπάνου έρχονται να προσδώσουν συνεργαζόμενοι με τα υπόλοιπα στοιχεία την τελετουργική ατμόσφαιρα της σκηνοθετικής πρόθεσης.

Εκτός όμως από την σκηνική σύνθεση και τις ηχητικές λειτουργίες, αξίζει να αναφερθεί κανείς στην λειτουργία του προτζέκτορα, ο οποίος λειτούργησε σχεδόν αντικατοπτρικά με την σκηνή της παράστασης που εισήχθη, και δημιούργησε μια περίεργη σύνδεση του μύθου με την σύγχρονη εποχή, ή μάλλον θα έλεγε κανείς ότι τέτοιες τεχνικές οδηγούν τους μύθους στην αχρονία τους.  Γενικά η λειτουργία αυτή του προτζέκτορα έκανε τους θεατές να στρέψουν το βλέμμα τους σε μία σύγχρονη ερμηνεία «ειδώλων», δηλαδή της ταύτισης της δράσης των performers με το σχεδόν μπεκετικό φίλμ που παρακολουθούσαμε στον προτζέκτορα. Λίγο πιο συγκεκριμένα, καθώς οι ηθοποιοί στις εγκοπές του απέναντι τοίχου έτρωγαν με μανία ένα ρόδι, σκηνικό σημείο που επιδέχεται πολλές ερμηνείες, στον προτζέκτορα παρουσιάζοταν ένα στόμα που επίσης έτρωγε με μανία ρόδι. Ο προτζέκτορας ήταν σαν να κινηματογραφούσε την δράση που λάμβανε χώρα στον απέναντι τοίχο, η οποία όμως επικεντρώθηκε στο στόμα και στο ρόδι, ήταν δηλαδή λες και έδειχνε την υποκειμενική ματιά που έχει κανείς κοιτάζοντας έναν καθρέφτη.

Οι τρείς «Περσεφόνες» μας εισήγαγαν σχεδόν εξ αρχής στην κινησιολογική ταυτότητα της παράστασης, αφού από την στιγμή που παρουσιάστηκαν επί σκηνής άγονταν και φέρονταν κατά τις επιταγές των θραυσμάτων λόγου του ομιλούντος ηθοποιού. Εν συνεχεία κατά σειρά ακολουθούσαν παρεμφερείς ατομικές κινησιολογικές πορείες, η καθεμία με διαφοροποιήσεις που επέβαλλε ο ρόλος του ίδιου ρόλου που είχαν και οι τρεις. Ουσιαστικά προέβαλλαν, ναι μεν τον ρόλο της Περσεφόνης ως ύπαρξη του μύθου, άλλα και της υπόστασης αυτής μέσα στην ίδια της την ύπαρξη. Η απόδοση λοιπόν όλων αυτών μέσα στην κινησιολογική απαγγελία που είχε επιλεγεί σκηνοθετικά, έγινε με έναν τρόπο που ώρες ώρες άφηνε τους θεατές άναυδους με την βιαιότητα του και την επιβολή της ατμόσφαιρας της παράστασης, ενώ άλλες στιγμές ένιωθες την μετριοπάθεια της στασιμότητας. Η στασιμότητα ωστόσο, τόσο των ηθοποιών όσο και της ροής της παράστασης,  λειτούργησε σημαντικά εντείνοντας ακόμη περισσότερο τα σημεία που ενείχαν ούτως η άλλως ένταση.

Η Περσεφόνη λοιπόν παρουσιαζόμενη, σαν παραμορφώσεις του ίδιου της του εαυτού έκανε τους θεατές να αντιληφθούν ότι το στρεβλό και η παραμόρφωση είναι μάλλον το βλέμμα της ίδιας στον εαυτό της.  Την «περσεφονική» ακολουθία όμως έρχεται να διαδεχθεί ο Ζαγρεύς ή ο Διόνυσος  ή ο αφηγητής. Ο ηθοποιός που αρχικά φαίνεται να λειτουργεί σαν αφηγητής ή καλύτερα σαν αυτός που κατευθύνει με τον λόγο την κίνηση των γυναικών, δεν θα μπορούσε παρά να διχάζεται όπως ακριβώς επιβάλει το κλίμα της παράστασης. Έτσι λοιπόν ακόμα και ο λόγος που χρησιμοποιεί δεν θα τον έβαζε εύκολα στην θέση του αφηγητή αφού η μεταμοντέρνα τεχνική της αποδόμησης αυτού κάνει το αφήγημα να μοιάζει ατελές και ασυνεχές σπάζοντάς σε κομμάτια, θραύσματα λόγου. Λόγω αυτού ο κάθε θεατής περιμένει την στιγμή που θα φύγει από την θέση που κατέχει στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, και θα αναλάβει τον πραγματικό του ρόλο. Μέχρι την στιγμή αυτή λοιπόν οι θεατές αντιλαμβάνονται τον διπλό του ρόλου, το ενδιαφέρον όμως είναι η διττότητα της διττότητας της φύσης του. Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν ο Ζαγρεύς ο γιος της Περσεφόνης, σκοτώνεται από τους τιτάνες όντας μεταμορφωμένος σε ταύρος, έτσι και στην performance ένα από τα κυριότερα σκηνικά αντικείμενα αποτέλεσε ένα ταυρόμορφο προσωπείο. Ο διχασμός της φύσης του γίνεται διακριτός από την στιγμή που ο Ζαγρέας φοράει το προσωπείο δηλώνοντας μας έτσι τόσο την ταύτιση με τον ταύρο όσο και την διαφοροποίηση του από αυτόν. Η δυναμική της μάχης που διεξήχθη με τον ίδιο του τον εαυτό άλλα και η ηχητική παρέμβαση των τελετουργικών ψαλμωδιών άλλα και του τυμπάνου συντελούν στο να δημιουργήσουν ένα κλίμα «ελέου και φόβου», που με την αποβολή της μάσκας και την τελική ακολουθία των γυναικών λειτούργησαν σαν την κάθαρση που θά πρεπε να επέλθει.

Τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση είναι ο «Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα» μετάφραση Δημήτρης Παπαδίτσας και Ελένη Λαδιά, Δημήτρης Παπαδίτσας «Άπαντα», Ελένη Λαδιά «Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα», «Μυθολογικά Παράδοξα και ένα διήγημα».

 

Πληροφορίες παράστασης


Συντελεστές

  • Κείμενα: Δημήτρης Παπαδίτσας «Άπαντα», Ελένη Λαδιά «Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα», «Μυθολογικά Παράδοξα και ένα διήγημα».
  • Σκηνοθεσία, χορογραφία, δραματουργική επεξεργασία, εικαστική εγκατάσταση: Αιμιλία Μπουρίτη
  • Χορογραφικές και δημιουργικές ιδέες και από τη χοροθεατρική ομάδα: Παναγιώτης Γαρμπής, Θάλεια Δήτσα, Μυρτώ Μπουρίτη
  • Μουσική σύνθεση και performance: Τάσος Φωτίου
  • Μηχανικό βιολί: Γιώργος Κατσάνος
  • Ψαλτική: Γιάννης Τσούνης
  • Κοστούμια: Ντομινίκ Ντελκός
  • Κατασκευή μάσκας: Γιώργος Μαυρίκος
  • Φωτογραφία: Βούλα Ανδρώνη
  • Φωτισμός: Μαρία Αθανασοπούλου
  • Βίντεο: Πάνος Βιττωράκης
  • Οργάνωση παραγωγής: Αλεξάνδρα Φύκα
Performers
  • Παναγιώτης Γαρμπής
  • Θάλεια Δήτσα
  • Μυρτώ Μπουρίτη
  • Αιμιλία Μπουρίτη
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
  • Τετάρτη 20 Μαρτίου 21.00
  • Τετάρτη 27 Μαρτίου 21.00
  • Τετάρτη 3 Απριλίου 21.00
  • Τετάρτη 10 Απριλίου 21.00
Τιμές εισιτηρίων
  • Γενική είσοδος: 12 ευρώ
  • Μειωμένο: 10 ευρώ (φοιτητικό, ανεργίας, άνω των 65)
Διάρκεια παράστασης
  • 60 λεπτά

 

Πληροφορίες


Θέατρο

  • Χυτήριο
Διεύθυνση
  • Ιερά Οδός 44

Τηλέφωνα

  • 210 3412313, 6940 549754


 

Προηγούμενο άρθροΠαιχνίδια με την Πορσελάνη, της Θωμαής Κόντου
Επόμενο άρθροEric Clapton – “Old Sock” (νέος δίσκος!)