Η μεταθανάτια έκδοση της συλλογής διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη «Έχων Σώας τας Φρένας», συνάντησε θετική κριτική και αναγνωστική ανταπόκριση, προκαλώντας ζωηρή δημόσια συζήτηση. Μετά από μια μακρά θητεία στην ποίηση (Απόπειρες φωτός (1966), Μεταμορφώσεις (1973), Τύποι ήλων, Λεκτικά τοπία (1983) κ.α.) ο Χιόνης επιδόθηκε στη πεζογραφία από το 1981 και εξής. Η τελευταία του συλλογή, όπως διαβάζουμε στο διεισδυτικό κριτικό επίμετρο της Γιώτας Κριτσέλη, αρθρώνεται γύρω από έναν κοινό θεματικό άξονα: «το παράλογο της ύπαρξης και την ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής» . Με άλλα λόγια, το έργο κατατάσσεται στο είδος του short story cycle, στο οποίο οι αφηγήσεις παρουσιάζουν κάποιου είδους (θεματική, γεωγραφική, αφηγηματική κ.α.) ενότητα, έτσι ώστε η ανάγνωσή τους ως συνόλου να παρέχει ενισχυμένη αναγνωστική εμπειρία.[i]

Παραμορφωτικά κάτοπτρα: τρέλα, λογική και έρως – θάνατος

Η δυναμική μεταξύ τρέλας και λογικής στη συλλογή «Έχων Σώας τας Φρένας», συμπυκνώνεται στη χαρτογράφηση των ρωγμών, μέσα από τις οποίες το παράλογο διεισδύει στην κοινωνικά καθορισμένη, τετράγωνη λογική, συνυπάρχει μαζί της ή και ναρκοθετεί τις σταθερές της. Άλλωστε, τα όρια ανάμεσα στις δύο καταστάσεις της ύπαρξης είναι ρευστά. Ο μέχρι πρότινος μακάριος ήρωας Ευτυχίδης διολισθαίνει στην ψυχική διαταραχή μετά από ένα απρόσμενο γύρισμα της τύχης και καταλήγει στο φόνο του επίδοξου θεραπευτή (και έμμεσα τιμωρού) του. Με αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας εκφράζει συναισθήματα οικειότητας και συμπάθειας για άτομα που δεν εντάσσονται «στην κοινωνία των υγειών ανθρώπων» αλλά και ένα έμμεσο σχόλιο για τη κοινωνικό-πολιτισμική (και εν πολλοίς αυθαίρετη) κατασκευή των εννοιολογικών κατηγοριών της τρέλας και λογικής.[i]

Πιο σημαντικά, το παράλογο του Χιόνη είναι χιμαιρικόž υφέρπει κάτω από τη λογική και απεγκλωβίζει από τα τείχη της όσους έρθουν σε γονιμοποιό επαφή μαζί του. Ο ίδιος ο συγγραφέας οιστρηλατείται από το υπερφυσικό στοιχείο, το οποίο λαμβάνει τη μορφή είτε ενός υβριδικού τερατώδους πλάσματος στο διήγημα ‘Τότε που η Χίμαιρα’ ή μιας εριστικά κτητικής και παράφορα ερωτευμένης με το αφεντικό της γάτας στο ‘Πώς κτίζεται ένα σπίτι’. Ακόμη, οι ανθρώπινες σχέσεις εν γένει απουσιάζουν και έτσι η εσωτερική μοναξιά των ηρώων γεννάει το «παράλογο» της απόδοσης ανθρώπινων ιδιοτήτων σε άψυχα οικόσιτα αντικείμενα και ζώα: ο ήρωας που διεγείρεται ερωτικά από μια σόμπα, μια ιδιωτική συλλογική μαχαιριών με χαρακτήρα (στιλέτα απόμαχα, ακμαία αλλά και ειρηνικά), ενώ ως μοναδικός κληρονόμος του πρωταγωνιστή στο ομώνυμο της συλλογής διήγημα ορίζεται το έμβιο τετράποδο τραπέζι του σπιτιού του.

Δευτερεύων νοηματικός αρμός της συλλογής «Έχων Σώας τας Φρένας», θα λέγαμε πως είναι ο φόβος του θανάτου και η συνάφειά του με τον έρωτα. Ως άλλος «ποιητής του γήρατος» (σύμφωνα με το καβαφικό αυτοσχόλιο), ο Χιόνης προβαίνει στη θλιβερή σύγκριση του νεανικού σφριγηλού σώματος με το παρηκμασμένο κορμί του γήρατος. Δεν υπάρχει καμία εξοικείωση με τον ψυχικό-σωματικό μαρασμό, παρά μόνο μία προσπάθεια εξορκισμού ή απομυθοποίησης του θανάτου μέσω της γραφής σε ανάλαφρο, παιγνιώδες ύφος. Συνακόλουθα, στενά συνυφασμένος με τον θάνατο αναδεικνύεται ο έρωτας. Όσοι ήρωες δεν καταλήξουν στη μοναξιά θα εμπλακούν σε αδιέξοδα ερωτικά πάθη: μοιχεία,  απαγορευμένος πόθος και ανυπέρβλητος φθόνος αποδομούν κάθε ψευδαίσθηση περί ειδυλλιακής αγάπης, καθώς σύμφωνα με τον Χιόνη, «ο άκρατος, απόλυτος έρωτας είναι φονικός».

Πολύ συχνά τα διηγήματα του Χιόνη έχουν τραγική κατάληξη, εκπλήσσοντας τον αναγνώστη με ένα στοιχείο ανατροπής. Ενσωματώνοντας πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων—άλλοτε αντλώντας από τις παιδικές μνήμες και άλλοτε από τον ενήλικο βίο—το έργο χρωματίζει ένας τόνος βαθιά προσωπικός.

Ζητήματα τεχνικής, αισθητικής και ύφους του «Έχων Σώας τας Φρένας»

Υφολογικά η συλλογή κυμαίνεται μεταξύ παρωδίας, (ψευδο)δοκιμίου, ποίησης, και μυθοπλασίας με σαφείς φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ο Χιόνης επιτυγχάνει αυτή την πολυπρισματικότητα με εκφραστική λιτότητα και τόνο χιουμοριστικό, ο οποίος καλύπτει το φάσμα της καυστικής σάτιρας (λ.χ. σατιρίζοντας τις θρησκευτικές προκαταλήψεις περί κόλλυβων) και πικρής ειρωνείας (εκφράζοντας την ορρωδία του θανάτου). Το σοβαρό, επίσημο ύφος, το οποίο ενισχύεται από τη συχνή χρήση της καθαρεύουσας, εναλλάσσεται με έναν συγκρατημένο λυρισμό και τη ρυθμική οργάνωση ορισμένων φράσεων—βλ. «τόσο και λιγοστεύουν της μοναξιάς μου οι επισκέπτες» ή «μοναδικό μου κληρονόμο θα το καταστήσω και ό,τι έχω και δεν έχω σ’ αυτό θ’ αφήσω». Παράλληλα, η φιλολογικής υφής τάση για ακριβολογία με τη χρήση επιμέτρου, παραπομπών και σημειώσεων με πραγματολογικά στοιχεία παραπέμπει συχνά σε ιστοριοδιφική μελέτη (βλ. την περιγραφή της εξελικτικής πορείας του μαχαιριού στο διήγημα ‘Περί μαχαιριών’) ή ιδιότυπο εγκυκλοπαιδικό λήμμα, όπως στο ‘Τα κόλλυβα’. Εντούτοις, η πρακτική αυτή υπονομεύεται από την (μπορχεσιανού χαρακτήρα) παιγνιώδη υφή των συγγραφικών σχολίων, τα οποία είναι μεν διευκρινιστικά αλλά συνάμα παρωδιακά, με απροσδόκητα φυγόκεντρο περιεχόμενο.

Τα συχνά αυτοαναφορικά σχόλια του συγγραφέα εστιάζουν την προσοχή στην κειμενικότητα της αφήγησης και την ίδια τη διαδικασία της συγγραφής, ενώ ένα πυκνό πλέγμα διακειμενικών αναφορών—με την παράθεση ή υπαινικτική αναφορά σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα—επιτυγχάνει την εμπλοκή του αναγνώστη στην αποκωδικοποίηση της αφήγησης. Τέλος, ας γίνει σύντομη μνεία στον (διόλου ήσσονος σημασίας) καλλιτεχνικό σχεδιασμό του βιβλίου. Από την προσεγμένη βιβλιοδεσία, το καλαίσθητο εξώφυλλο, μέχρι τα διακριτικά σχέδια της Εύης Τσακνιά που κοσμούν τα επιμέρους κεφαλαία, η αισθητική του βιβλίου «σχεδόν ανεπαισθήτως» επιτείνει την αναγνωστική απόλαυση. Το μυθιστορηματικό σύμπαν του Χιόνη, λοιπόν, στοιχειοθετείται από σχισμές στα τοιχώματα της λογικής: ο θάνατος, το τραγικό και το παράλογο αισθητοποιούνται με τόνο αξιοπρεπώς ειρωνικό, ανάλαφρα παιγνιώδη, ως συστατικά βαθιά χωνεμένα σε μία λογοκρατούμενη καθημερινότητα που εμμονικά τα αρνείται. 

Αργύρης Χιόνης
Αργύρης Χιόνης
Αργύρης Χιόνης «Εχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες»

  • Τίτλος: Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες
  • Συγγραφέας: Αργύρης Χιόνης
  • Επιμέλεια, Επίμετρο: Γιώτα Κριτσέλη
  • Με σχέδια της Εύης Τσακνιά
  • Εκδόσεις Κίχλη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-618-5004-46-0

 


[i] Για αναλυτικές διευκρινίσεις των ειδολογικών ορίων ανάμεσα στο short story cycle, το διήγημα, και το μυθιστόρημα καθώς και για ζητήματα ορολογίας που προκύπτουν βλ. Mann, Susan (1989). The Short Story Cycle. New York: Greenwood Press. p. 7-20. And Lundén, Rolf (1999). The United Stories of America: Studies in the Short Story Composite. Rodopi. pp. 37–38. Αναγνωρίσιμα παραδείγματα συλλογών διηγημάτων με οργανική ενότητα—θεμελιωμένη σε διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού—είναι οι Δουβλινέζοι του James Joyce, Η εξορία και το βασίλειο του Albert Camus κ.α.

[ii] Για την ποινικοποίηση της τρέλας και τη σχέση της με τον εγκλεισμό και τον λόγο της επιστήμης, βλ. Michel Foucault (2007). Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή. μτφρ. Πάρις Μπουρλάκης. Αθήνα: Καλέντης (ειδικότερα κεφ. 9 και 10).

Προηγούμενο άρθροΔημήτρης Καραντζάς: «Καμία επικοινωνία δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη»
Επόμενο άρθροΟ Παντελής Παυλίδης-«Αλφάβητος-Ήχοι Αιώνων» στο Πολυχώρο Αθηναΐς
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com