Ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών (2009). Έχει συμμετάσχει σε ποικίλες θεατρικές παραστάσεις, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της ομάδας 4frontal, έχει δουλέψει ως μουσικός (vocals, percussion, strings) δραματουργός και performer με τα μουσικά σχήματα «Stasis» και «Το Λουκούμι», ενώ έχει εργαστεί και ως Camera Crew, Gaffer, DIT σε ταινίες μικρού μήκους. Φέτος, συναντάμε τον πολυπράγμονα ηθοποιό στην πρώτη του συνεργασία με τους Hippo Theatre Group, στο φιλόδοξο δυστοπικό project, Mellonia, που συνδυάζει είδη σύγχρονων τεχνών εντάσσοντάς μας σε μια α-χρονική (θεατρική) πραγματικότητα.

Μετά την επιτυχημένη της παρουσίαση στο Bob Theatre Festival το καλοκαίρι, η Mellonia ανεβαίνει σε ολοκληρωμένη πλέον μορφή, μεταφέροντάς μας στο αστικό έτος ΧΚΑ 2059, μετά των πόλεμο ανθρώπων και μηχανών. Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης, ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης μιλά στο Artic.gr για την πρωτοτυπία του μεταιχμιακού είδους θεάτρου με sci-fi θεματολογία που προτείνει η Mellonia, τη δυστοπία και τη λειτουργικότητα των θεατρικών ομάδων.

Λυδία: – Τι πραγματεύεται η παράσταση “Mellonia”;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Είναι μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, σε ένα σύμπαν σαν αυτό του Blade Runner ή του Prometheus, σε ένα αστικό έτος που το ορίζουμε εμείς, χωρίς να μας ενδιαφέρει τι έχει συμβεί πριν ή μετά, μπορεί να είναι κάλλιστα ένα παράλληλο σύμπαν, επίσης. Βρισκόμαστε στο μέλλον, σε μια κοινωνία στην οποία έχουν αναπτυχθεί πάρα πολύ οι μηχανές, με όλη τη θεωρία του ότι κάποια στιγμή οι μηχανές μπορεί να αποκτήσουν μια νοημοσύνη τέτοια ώστε να κυριεύσουν ή να έρθουν ενάντια στους ανθρώπους Είμαστε σε μία κοινωνία όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει αναπτυχθεί πολύ, οι μηχανές έχουν επαναστατήσει εναντίον των ανθρώπων, αλλά οι άνθρωποι έχουν κερδίσει σ’ αυτό τον πόλεμο. Άρα είμαστε σε ένα σύμπαν όπου έχουν κερδίσει οι άνθρωποι και όχι οι μηχανές και υπάρχει αυτό το twist.

Λυδία: – Τι πραγματεύεται η παράσταση “Mellonia”;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Οι άνθρωποι έχουν φτιάξει μια τεχνολογία ώστε να μπορούν κατά μία έννοια να κάνουν την τεχνητή νοημοσύνη να μπορούν να την καταστείλουν. Υπάρχει αυτή η χώρα-κράτος-σύμπαν, της Mellonia, που δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι αλλά δε χρειάζεται να ξέρουμε. Είναι ένας κόσμος, ένα μικρό ή μεγάλο σύμπαν, όπως αντίστοιχα η Ανατολασία στο 1984 του George Orwell. Βρισκόμαστε σε αυτό τον κόσμο χωρίς να ξέρουμε τι είναι, τι υπάρχει γύρω, τι γλώσσα στην πραγματικότητα μιλάνε οι άνθρωποι εκεί.

Παρόλα αυτά, βρισκόμαστε σε ένα σύμπαν που λειτουργεί πολύ κοντά στα πρότυπα που λειτουργεί ο κόσμος του 1984, υπάρχει η δυστοπία και όλος αυτός ο έντονος και μεγάλος κρατικός μηχανισμός. Είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, παρόλα αυτά έχει έρθει ακριβώς με τον τρόπο που ήρθε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά μία έννοια, εκμεταλλεύεται μία πολύ κακή κατάσταση και σχεδόν πείθει τους ανθρώπους να συμμετέχουν σε αυτό και να ψηφίσουν τους ηγέτες αυτούς οι ίδιοι.

Mellonia
Mellonia, ένα πρωτότυπο και μεταιχμιακό είδος θεάτρου με sci-fi θεματολογία που σπάει τις συμβάσεις της παραστατικότητας

Λυδία: – Στο κείμενο φαίνεται η πορεία αυτή;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Στο κείμενο μαθαίνουμε τι συνέβαινε, από πού έχουμε ξεκινήσει, για ποιο λόγο βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, πώς είναι ο κόσμος, ποιοι είναι αυτοί οι χαρακτήρες που έχουν βοήθήσει να είναι το σύμπαν μας αυτό. Ένας από τους βασικούς χαρακτήρες είναι ο κυβερνήτης αυτού του κόσμου, ο οποίος λέγεται Σαμπάτ Γουίλοου και εγώ κατά βάση έχω αυτόν τον χαρακτήρα. Μοιραζόμαστε λίγο-πολύ όλοι τους χαρακτήρες, ο καθένας έχει έναν συγκεκριμένο δικό του, δηλαδή η Ελένη Ευθυμίου έχει τον χαρακτήρα της Μεριάν, η οποία είναι η πρωταγωνίστρια και ο ήρωας μέσα στην ιστορία.

Ο Σαμπάτ που υποδύομαι εγώ, εκτός από κυβερνήτης της χώρας αυτής, αλλά είναι και ο άνθρωπος που βοήθησε να κερδίσουν οι άνθρωποι τα ρομπότ. Σαν παραλληλισμός, είναι ο αντίστοιχος Κρέοντας από την Αντιγόνη, δηλαδή αυτός ο οποίος είχε την εξουσία και βοήθησε να ξεπεραστούν τα προβλήματα, παρόλα αυτά, έχει μία θέση απέναντι στα πράγματα τέτοια και έναν στόχο πολύ συγκεκριμένο. Ο στόχος του αυτός τον κάνει να πιστεύει ότι ο κόσμος θα εξελιχθεί εάν ακολουθήσουμε το δικό του σχέδιο.

Λυδία: – Ποιο είναι το σχέδιο που θέλει να εφαρμόσει ο Σαμπάτ;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σχέδιο είναι να αφαιρέσουμε τις εξουσίες από την τεχνητή νοημοσύνη και ταυτόχρονα να αφαιρέσουμε το συναίσθημα από τους ανθρώπους. Άρα να κάνουμε τους ανθρώπους να λειτουργούν σχεδόν σα μηχανές αλλά χωρίς να υπάρχει η νοημοσύνη, και η δική τους και η τεχνητή, σε ένα υψηλό επίπεδο, διότι πιστεύει ότι αυτός είναι ο τρόπος για να προοδεύσει ο κόσμος.

Έτσι, ακολουθούμε την πρωταγωνίστριά μας, η οποία είναι δημόσια υπάλληλος. Ξαφνικά αρχίζει να συνειδητοποιεί μέσα από τα πράγματα ότι δεν είναι μια απλή δημόσια υπάλληλος, δεν είναι ένας τυχαίος χαρακτήρας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά έχει κάποια σχέση με ένα μεγαλύτερο σχέδιο που υπάρχει από την επανάσταση η οποία είναι ένας πυρήνας ανθρώπων που δουλεύουν υπόγια για την ανατροπή του καθεστώτος.

Λυδία: – Ο χαρακτήρας σου είναι ήρωας ή αντι-ήρωας;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Δεν είναι ήρωας. Αν ήταν ένα video game ή ιστορία με σούπερ ήρωες θα ήταν ο κακός. Βέβαια καταλαβαίνουμε εξαρχής νομίζω για ποιο λόγο είναι ο κακός και γιατί έφτασε να είναι αυτό. Δικαιολογούμε κατά μία έννοια τη στάση του. Έχει πολλά χαρακτηριστικά από τις sci-fi ταινίες και εμείς προσπαθούμε να αντλούμε στοιχεία και χαρακτηριστικά από αυτό και σε σχέση με το κομμάτι της performance της δικής μου.

Λυδία: – Με ποιον τρόπο συνδυάζονται στην παράσταση ο κινηματογράφος, το κόμικ, η μουσική και το θέατρο;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Θέατρο ίσως όχι τόσο πολύ. Μιλάμε για κινηματογράφο γιατί έχουμε μία προβολή και μία ιστορία που έχει μονταριστεί, δηλαδή έχει επιλέξει ο δημιουργός τι θα δείξει και με ποιον τρόπο. Επίσης, είναι κόμικ γιατί έχει φτιαχτεί ένα graphic novel για την ιστορία αυτή και ο θεατής βλέπει τα καρέ αυτά μονταρισμένα σε μία σειρά. Ταυτόχρονα είναι ένα κομμάτι live μουσικής και ένα κομμάτι foley γιατί εμείς φτιάχνουμε όλο το ηχητικό τοπίο, τη μουσική και τους διαλόγους. Επί σκηνής, εμείς παίζουμε πιο πολύ για το βίντεο, δηλαδή φροντίζουμε ο θεατής να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα βλέποντας και ακούγοντας. Σε κάποια σημεία της ιστορίας υπάρχει κάποιο τραγούδι γιατί όπως και στο μιούζικαλ, γιατί είναι η ανάγκη του ήρωα τέτοια, να μιλήσει μέσω της μουσικής γιατί δε μπορεί να μιλήσει με κάποιον άλλον τρόπο. Φτιάχνουμε ζωντανά λοιπόν, όλους τους ήχους του σύμπαντος αυτού.

Λυδία: -Υπό ποια έννοια η Mellonia προτείνει ένα νέο αφηγηματικό κώδικα;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Γιατί απ’ όσο ξέρουμε και απ’ όσο έχουμε ψάξει, δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Έχει υπάρξει foley σε ζωντανή ραδιοφωνική παράσταση, αλλά περισσότερο με την έννοια του αναλογίου. Για παράδειγμα, στο Φεστιβάλ Αθηνών έγινε μία παράσταση, όπου ο κόσμος παρακολούθησε σε ένα στούντιο ζωντανά την ηχογράφηση μιας ραδιοφωνικής παράστασης, σε ένα πολύ πιο ρεαλιστικό επίπεδο, αλλά χωρίς ένα ηχητικό τοπίο που φτιάχνεται με διάφορους τρόπους στη λογική του foley. Εμείς προσπαθούμε με διάφορα αντικείμενα ο καθένας, να φτιάξουμε ένα πλήρες ηχητικό τοπίο. Θέλουμε αυτό να είναι μια παρτιτούρα απόλυτη, κάτι το οποίο βέβαια έχει δυσκολία και εφόσον δεν έχει ξαναγίνει, το ψάχνουμε.

Mellonia, στο Θέατρο Χώρος
Θα μπορούσε να οριστεί και ως live κινηματογράφος, αλλά δεν είναι ακριβώς. Πρόκειται για κόμικ; Σινεμά; Θέατρο; Όλα αυτά μαζί;

Λυδία: – Υποκριτικά ποιες δυσκολίες έχεις συναντήσει στην προσέγγιση των ρόλων που υποδύεσαι;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Το υποκριτικό κομμάτι έχει να κάνει με το ότι πρέπει να είσαι ακριβής στην εικόνα που δεν έχεις φτιάξει εσύ, αλλά κάποιος άλλος. Εγώ έχω να πατήσω πάνω σε αυτό με ακρίβεια και αληθοφάνεια ως προς αυτό που βλέπει ο άλλος. Είναι ένα κομμάτι ακρίβειας στην ερμηνεία της performance σε σχέση με όλα μου τα μέσα, γιατί εκεί υπάρχω ως ηθοποιός, τραγουδιστής, μουσικός και τεχνικός ταυτόχρονα, οπότε αυτό απαιτεί αρκετή συγκέντρωση.

Λυδία: – Με αφορμή το περιεχόμενο της Mellonia, πώς ορίζεις τη δυστοπία;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Η δυστοπία εν γένει είναι το μέλλον που φανταζόμαστε ότι δεν έχει λειτουργήσει όπως θα θέλαμε, σε λίγο πιο ακραίο βαθμό. Στις δυστοπίες βρισκόμαστε σ’ ένα σύμπαν στο οποίο συνήθως δεν έχουμε έλεγχο για κάποιο λόγο. Αυτό που πιστεύω εγώ γενικότερα για τις δυστοπίες είναι ότι προκύπτουν όταν οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να αφήσουν τον έλεγχο από τα χέρια τους και να τον δώσουν σε κάποιον άλλον, συνήθως σ’ έναν πολιτικό ηγέτη, γιατί είναι ζήτημα πολιτικής. Ή ακόμα το ότι δεν έχουν δώσει τον έλεγχο, αλλά έχουν αφήσει τον έλεγχο απ’ τα χέρια τους, ως επιλογή όμως πάντα.

Πάντα η δυστοπία προκύπτει επειδή εμείς επιλέγουμε να προκύψει, επιλέγουμε να την αφήσουμε να συμβεί. Είτε γιατί τη βοηθάμε είτε γιατί τη βοηθάμε μη δρώντας. Η δυστοπία του έργου είναι αυτή. Βρισκόμαστε σε μία περίοδο μετά από έναν πόλεμο, ένα χρονικό διάστημα το οποίο είναι κάπως γκρίζο γιατί αρχίζουμε να ανακτούμε την εξουσία που δεν είχαμε πριν και ξαφνικά αποφασίζουμε ότι υπάρχει κάποιος που αυτή τη δουλειά που θα μπορούσαμε να την κάνουμε όλοι, μπορεί να την κάνει καλύτερα και αρχίζουμε και αφηνόμαστε σε αυτό. Ίσως στην πραγματικότητα αυτό να το έχει ανάγκη ο κόσμος, η ανθρωπότητα. Να χαλαρώσει, να μη βρίσκεται συνέχεια σε μια αμυντική στάση.

Νομίζω ότι όπως έχει αποδείξει και η ιστορία, πάντα τότε είναι που συμβαίνει κάτι και κάπως αλλάζουν τα πράγματα. Και το έργο αυτό λέει, ότι κατανοούμε γιατί έχουν εξελιχθεί έτσι τα πράγματα. Παρόλα αυτά, επειδή τα έχουμε αφήσει να γίνουν έτσι, αρχίζουν και υπάρχουν αντιδράσεις. Τότε αρχίζει και δομείται στην κοινωνία του έργου μια επανάσταση. Υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων που αποφασίζει ότι δεν του αρέσει αυτή η κατάσταση και αρχίζει να αντιδρά και συνήθως λειτουργεί υπογείως κατά μία έννοια. Πάντα η δυστοπία έχει χαρακτηριστικά από την χρονική περίοδο στην οποία γράφεται, γιατί επί της ουσίας για την ίδια χρονική στιγμή μιλάει. Ακόμη κι αν αυτό γίνεται με έναν πιο διδακτικό χαρακτήρα σε κάποιες περιπτώσεις.

Λυδία: – Πώς είναι η συνεργασία σου με την ομάδα Hippo;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Τους Hippo τους γνώρισα πέρσι ως ηλεκτρολόγος στην παράστασή τους στο θέατρο 104. Μου άρεσε σίγουρα αυτό που έβλεπα σαν ύφος, σαν λογική και επί της ουσίας τους γνώρισα σαν ανθρώπους, σε πιο προσωπικό επίπεδο, δεν είχαμε συνεργαστεί. Μέχρι που κάποια στιγμή μου είπαν ότι με σκέφτηκαν για κάποιο project και ήταν η Mellonia. Μία σύντομη εκδοχή της παρουσιάστηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι στο Bob Festival. Από ‘κει και πέρα τα πράγματα στην παράσταση είναι κάπως μοιρασμένα, δηλαδή δεν υπάρχει κάποιος που κάνει κάτι παραπάνω και το ενδιαφέρον και για εμένα είναι ότι ο καθένας φέρει στην ομάδα ένα χαρακτηριστικό ή συν που έχει, προσθέτει δηλαδή τα ατού του, κι έτσι φτιάχνεται κάτι πολύ καλύτερα μέσα από τα πλεονεκτήματα όλων.

Ταυτόχρονα, η ομάδα είναι το περιβάλλον αυτό που αρχίζει και ισορροπεί λίγο τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα του καθενός το οποίο έχει πολύ ενδιαφέρον και σε βοηθάει να γνωριστείς καλύτερα με τον άλλον και να το ζητάς εσύ αυτό το πράγμα, φτιάχνοντας εσύ ένα δίχτυ ασφαλείας και γι’ αυτό που κάνεις, αλλά και για τους συναδέρφους σου.

Λυδία: – Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει συλλογικότητα στο θέατρο;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Ναι, εγώ το έχω δει να συμβαίνει. Αναγνωρίζω πάντα το ότι μια παράσταση χρειάζεται έναν σκηνοθέτη ή είναι πολύ λειτουργικό να υπάρχει ένας άνθρωπος που βλέπει τα πράγματα απ’ έξω. Παρόλα αυτά έχει λειτουργήσει το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει ένας δραματουργός και όλοι μαζί να κάνουμε τη σκηνοθεσία και να γίνεται μια παράσταση η οποία είναι πολύ καλή και δεν της λείπει κάτι. Νομίζω έχει να κάνει κάθε φορά με τη σύνθεση των ανθρώπων και τον τρόπο που λειτουργούν καλύτερα. Εν προκειμένω, ξεκινήσαμε με το σκεπτικό ότι τα παιδιά είναι και λειτουργούν ως σκηνοθέτες, αλλά παράλληλα μας δίνουν φοβερά μεγάλη ελευθερία στο να κάνουμε πράγματα που θέλουμε και μπορούν να το διαχειριστούν με έναν τρόπο ώστε να μας δίνουν ελευθερία ή κάποιες κατευθυντήριες στο να κάνουμε πράγματα πάνω στη συνθήκη που έχουμε επιλέξει όλοι μαζί.

Λυδία: – Έχοντας δουλέψει και στο παρελθόν με ομάδες, είναι κάτι που το προτιμάς;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Ναι νομίζω το προτιμώ. Αναγνωρίζω όμως ότι μια ομάδα έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. Μια ομάδα σου δημιουργεί την ασφάλεια του ότι είσαι με ανθρώπους που ξέρεις, που έχεις ξαναδουλέψει, ξέρεις τα αρνητικά και τα θετικά τους, πώς λειτουργούν, έχεις αναπτύξει έναν κώδικα και είναι πολύ πιο εύκολο από τη μία παράσταση στην άλλη να μη χάσεις χρόνο στο να ανακαλύψεις πώς λειτουργεί ο άλλος. Όταν βέβαια περνάνε τα χρόνια, υπάρχει ο κίνδυνος να αναπτύξουν παθογένειες τις οποίες έχουν και οι οικογένειες που είναι πολύ λογικό. Αυτό μετά έχει να κάνει με τον άνθρωπο και με το αν ο κάθε άνθρωπος μπορεί και έχει την ψυχραιμία και την υπομονή να το διαχειριστεί. Μερικές φορές και η ίδια η ομάδα δημιουργεί ένα κλίμα υπομονής και ψυχραιμίας για να μπορεί να λειτουργήσει, σαν ένας ενστικτώδης μηχανισμός αυτοσυντήρησης της ομάδας της ίδιας.

Mellonia
Mellonia των Φώτη Δούσου και Αλέξανδρου Ράπτη από 15 Ιανουαρίου στο Θέατρο Χώρος

Λυδία: – Πώς έχει εξελιχθεί ή διαφοροποιηθεί η άποψη και η στάση σου για την υποκριτική και την ηθοποιία από τη σχολή μέχρι σήμερα;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει, απλώς κάποια στιγμή η υποκριτική παύει να είναι μόνο τέχνη και η ηθοποιία παύει να είναι κάτι που είναι πέρα από την υποκριτική. Ξαφνικά δηλαδή συνειδητοποιείς ότι είναι μια τέχνη αλλά ταυτόχρονα είναι ένα επάγγελμα και πρέπει να το αντιμετωπίσεις με τέτοιους όρους. Σε ‘μενα σίγουρα ισχύει ότι η σχολή σε προετοιμάζει για πολλά πράγματα, αλλά δε σε προετομάζει για την πραγματικότητα που θα βρεις στο επαγγελματικό κομμάτι. Στη σχολή προσπάθησαν να μας προετοιμάσουν όσο περισσότερο μπορούσαν, παρόλα αυτά παραμένει ένα προστατευμένο περιβάλλον.

Νομίζω ότι μέσα σε αυτά τα χρόνια συνειδητοποίησα κάποια πράγματα σε σχέση με τη δουλειά αυτή καθεαυτή και με το ότι μπορεί να θέλουμε κάλλιστα όλοι να είμαστε καλλιτέχνες και αυτό είναι κάτι πολύ ασφαλές και σίγουρο, αλλά θα πρέπει μέσα σε αυτό να είμαστε και πολλά άλλα πράγματα, όπως αυτοί που κάνουν δουλειές γραφείου, που τρέχουν να κολλήσουν τις αφίσες της παράστασης, και αυτοί που θα πρέπει να γίνουν ίδιοι υπεύθυνοι επικοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα είναι οι ίδιοι σκηνοθέτες ή ηθοποιοί της παράστασης. Να τρέξουν δηλαδή πράγματα που δεν έχουν καμία καλλιτεχνική αξία αλλά αποτελεί μέρος της δουλειάς. Η ομάδα ίσως περισσότερο είναι αυτή που σου μαθαίνει κάτι τέτοιο και είναι ο όρος για να λειτουργείς με μια τέτοια αυτονομία, καθώς είναι τα προαπαιτούμενα για να κάνεις μία παράσταση.

Λυδία: – Ποιος είναι ο αγαπημένος σου θεατρικός συγγραφέας;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Ο Σάμιουελ Μπέκετ.

Λυδία: – Ποια είναι η σκέψη-φόβος σου λίγο πριν βγεις στη σκηνή;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Φοβάμαι μην ξεχάσω τα λόγια μου και έχω αυτή την αίσθηση. Αλλά από την άλλη, αυτό σε βάζει σε μια διαδικασία εγρήγορσης και αυτό σημαίνει ότι μπορεις να τα βρεις με τους συναδέρφους σου και είναι κάτι πολύ ωραίο. Με κάποιον τρόπο θα συμβεί αυτό που γίνεται. Υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σα να θέλω να με αφήνω ελάχιστα «απροετοίμαστο», σα να είναι μια δικλείδα ασφαλείας για να συμβεί κάτι και να είναι όντως πραγματικό. Στο θέατρο, όταν μαθαίνουμε τα λόγια μας το κάνουμε σε σχέση με αυτό που γίνεται και επί της ουσίας σε μια ρεαλιστική συνθήκη τουλάχιστον, αυτό που φέρεις έχει άμεση σχέση με αυτό που λες. Άρα αυτό που πρέπει να ξέρεις είναι το πού βρίσκεσαι. Αν ξέρεις τις συνθήκες και τα κίνητρα, τα λόγια θα έρθουν σχεδόν ως δια μαγείας.

Λυδία: – Ποιες είναι οι μελλοντικές σου προσδοκίες ως ηθοποιός;

Αποστόλης Κουτσιανικούλης: – Να κάνω πράγματα που μου αρέσουν και να είμαι στη σκηνή γιατί θέλω και έχω ανάγκη να είμαι εκεί.

Αποστόλης Κουτσιανικούλης | Πληροφορίες για την παράσταση Mellonia
Προηγούμενο άρθρο«Τετάρτη πρωί» μια παράσταση με μουσική για την Σμύρνη
Επόμενο άρθροΤα Καινούρια Ρούχα του Αυτοκράτορα στο Θέατρο Βαφείο
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.