Όταν «κάποιος» γράφει για την… προδοσία!

Τα να είσαι αντικειμενικός «κριτής» έναντι ενός «έργου» δημιουργημένο από ένα πρόσωπο για το οποίο τρέφεις συμπάθεια, εκτίμηση ή ακόμη και φιλία (βαριά η λέξη), θα συμφωνήσετε – φαντάζομαι – ότι δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στο κόσμο – υπό την αίρεση βεβαίως – πως όταν – κριτικά – γράφεις «γι` αυτό», δεν απεκδύεσαι των συναισθημάτων σου, αλλά ούτε παραιτείσαι… εκ της κριτικής σου «ματιάς».

Παρά ταύτα κι` αφού η επικρατούσα άποψη είναι πως η κριτική – σε τελική ανάλυση – είναι «γνώμη» που παραμένει μια «υπόθεση» υποκειμενική (εδώ αυτό μας εξυπηρετεί, ασχέτως αν το υιοθετούμε…) και η επιθυμία να γράψεις «δυο τρεις σκέψεις» για ένα εγχείρημα γνωστού σου προσώπου – που και μόνον η προσπάθειά του σ` έχει γεμίσει χαρά – και επειδή δεν… είμεθα και δικαστές οι οποίοι οφείλουν να αιτηθούν εξαίρεση εκ της έδρας τους όταν, από το έδρανο της Θέμιδος, βλέπουν στο εδώλιο γνωστό τους πρόσωπο, τολμώ – αφού πρώτα «εξηγήθηκα» – να μιλήσω για το βιβλίο της Τζένης Μανάκη, το οποίο φέρει τον – σημειολογικά – …« Βαρύ » τίτλο, « Μικρές και μεγάλες προδοσίες» , εκδόσεις «Περίπλους»…

Δε δύναμαι να γνωρίζω το πόσο έγινε κατανοητή η «στόχευση» αυτής μου της εισαγωγής, αλλά μόλις σας… «εισήγαγα» (παραπλεύρως είναι αλήθεια και με ιδιαίτερη προσοχή…) σε ένα πεδίο προς προβληματισμό και που δεν είναι άλλο, από το πώς… «γράφονται» οι κριτικές στη μικρή μας χώρα και το ποιες μπορεί – εν δυνάμει – να είναι οι σχέσεις των κριτικών με τους δημιουργούς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την κριτική εν γένει, φυσικά και για πολλά άλλα….

Θέλω να πω ότι, με δεδομένο – σκεφθείτε – το πώς όλοι στον τόπο μας λίγο-πολύ γνωρίζονται αναμεταξύ τους, άρα διαβάζοντας κάποιος μια κριτική, μοιραίο είναι το μυαλό του να πηγαίνει παντού…
Φυσικά, αυτή η «ιδιαίτερη συνθήκη» δεν θα μπορούσε να καταργήσει τον κριτικό λόγο, πολύ δε περισσότερο να υποθέσει κανείς a priori πως – εξαιτίας της «συνθήκης» – ο όποιος «λόγος» είναι ένας χαριστικός ή και γιατί όχι (;) ακόμη κι` ένας εκδικητικός λόγος καλά κρυμμένος πίσω από έναν μανδύα μιας… «κριτικής προσέγγισης».

Θυμάμαι πάντοτε μιαν απάντηση που έδωσε ο Κ. Γεωργουσόπουλος όταν ερωτήθη το εάν έχει φίλους ηθοποιούς και γενικώς «ανθρώπους του θεάτρου». Απήντησε, λοιπόν, ο «πολύς» Γεωργουσόπουλος, πως φυσικά και οι περισσότεροι για τους οποίους γράφει είναι γνωστοί και φίλοι του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε ή να μην γράφει καθόλου για κάποια από τα έργα τους, συχνότερα να τους εκθειάζει, η ακόμη και να γράφει αρνητικά γι αυτούς, τονίζοντας μάλιστα, πως ποτέ κανείς – απ` αυτούς τους… «γνωστούς του» – δεν του «ζήτησε τον λόγο» για το γιατί και το πως κι από πού κι` ως που, έγραψε «αυτό ή εκείνο»…

Εξυπακούεται, πως όλα τα της «κριτικής» παραπάνω – τα οποία στην πλήρη τους ανάπτυξη θα καταλάμβαναν τις σελίδες ενός ογκωδεστάτου βιβλίου – λίγη και μικρή σημασία έχουν στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», υπό την έννοια του ό,τι, η κριτική και ο λόγος της, ελάχιστους επηρεάζουν αφού τα όσα γράφει κάποιος που «αυτοδιορίστηκε» κριτικός (έτσι τον βλέπουν οι περισσότεροι φιλότεχνοι, φιλόμουσοι, θεατρόφιλοι και αναγνώστες και όχι ως κάποιον που γνωρίζει – εξ ορισμού – λόγω σπουδών κι επαγγέλματος, παραπάνω και σε βάθος «τα πράγματα», ίσως γιατί κάτι τέτοιο σπανίζει, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου) πολύ λίγο τους αφορούν και πολύ περισσότερο αδιάφορους τους αφήνουν.

Βέβαια, επιθυμώ να είναι – κι` ελπίζω να έγινε – πλήρως κατανοητό ( έστω και πλαγίως ) το πως η επιλογή μου να γράψω για τις προδοσίες της Τζένης Μανάκη δεν ορμάται από το ό,τι γνωρίζω προσωπικά τη συγγραφέα του βιβλίου, αλλά αποκλειστικά και μόνον από την εντύπωση που μου έκανε το ίδιο το βιβλίο (έτσι οφείλει να συμβαίνει στα «κριτικά κείμενα», να το τονίζουμε αυτό γιατί ακόμη και το αυτονόητο… εις σπάνιν ευρίσκεται) και πρωτίστως, το ό,τι η Μανάκη είχε το θάρρος να καταπιαστεί με ένα τόσο πολυσύνθετο και διαδραστικό «πεδίο», όπως είναι το πεδίο της προδοσίας, ορίζοντάς το μάλιστα εξ υπαρχής στον τίτλο του βιβλίου της ως το εμφανές και χαρακτηριστικό πλαίσιο για να στήσει μια ιστορία,  που τόσα πολλά μπορεί να εγείρει στον αναγνώστη ως «ζήτημα» προσωπικής λογοτεχνικής προσέγγισης και κυρίως, ως μια κορυφαία αίσθηση «πληρότητας» της «ζωής των άλλων».

prodosia_Manaki
Προδοσία… Που κατοικεί άραγε;
Στ` αλήθεια τώρα, πόση μεγάλη διαφορά έχει μια… μικρή από μια μεγάλη προδοσία;

Μη βιαστείτε ν` απαντήσετε, γιατί, στο συγκεκριμένο ερώτημα, στέρεα εγκατεστημένο κατοικεί η λάθος απάντηση εξ αιτίας του ό,τι, η προδοσία, ή μάλλον, οι προδοσίες, ως πράξη, αλλά ιδίως ως βίωμα, καταργεί – τις περισσότερες φορές – τα μεγέθη και την ποιότητα, δηλαδή καταργεί τους διαλεκτικούς νόμους εξ αιτίας του ό,τι, πάντοτε, από κάτω της, ελλοχεύει νομοτελειακά το τραύμα που θολώνει την κρίση μας, με φυσική συνέπεια να καταργούνται – επί της ουσίας – και η καθαρή αντίληψη και η αξιολόγηση του συμβάντος.

Φυσικά, στο μέγα και βασανιστικό, για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις – ανεξαρτήτως φύλου – και τις μεταξύ τους σχέσεις, κάθε θέμα που ανάγεται σε μια προδοσία, γνωστό είναι πως έχει δύο όψεις. Εννοώ πως οι άνθρωποι και προδίδονται αλλά – ας μην το παραγνωρίζουμε αυτό – και προδίδουν. Βέβαια, ελάχιστοι είναι εκείνοι που όταν προδίδονται θυμούνται ότι κι αυτοί – σε κάποια άλλη στιγμή – πρόδωσαν. Αγνοώ όμως το εάν οι δύο αυτές εκδοχές της προδοσίας, είναι οι δύο όψεις ενός κοινού νομίσματος, ή αν προτιμάτε, ακόμη κι` αν το γνωρίζω, δεν επιθυμώ να το καταθέσω ως δική μου άποψη, δηλαδή ως υποκειμενική, δηλαδή με το «φορτίο» που εγώ έχω προσδώσει στην προδοσία, επηρεασμένος φυσικά από τα δικά μου βιώματα.

Η προδοσία – ίσως – είναι το πλέον εγωιστικό βίωμα, όπως και αν το δει κανείς, είτε ως ενεργών ή ως «παθητικά» συμμετέχων και υφιστάμενος τις επιπτώσεις της. Ναι, καλά καταλάβατε εννοώ πως η προδοσία είναι το απόλυτο ταγκό. Σ` αυτήν – με διαφορετικούς όρους, ρόλους και βήματα – «χορεύουν» και οι δύο όψεις της έκφρασής της.

prodosia-6
Μια περίπλοκη εμπλοκή…
Όποιος δεν ενεπλάκη σε προδοσία να… σηκώσει το χέρι του.

Ακόμη και με την πλέον «ελαφρά» διάθεση και εάν προσεγγίσει κανείς την προδοσία, θα νοιώσει το βάρος της όχι μόνον γιατί η προδοσία πάντοτε πονάει πολύ, όταν αυτή «συμβαίνει» εις βάρος του (ποτέ εις βάρος του άλλου, εκεί υπάρχουν άπειρες αιτιολογήσεις), αλλά και γιατί το αντίθετό της που είναι η Πίστη, η Αφοσίωση και μερικά άλλα, θα διαπιστώσει πως όλα «λειτουργούν» σε μια διαλεκτική αντιθετική ενότητα που καθοριστικά σκιαγραφούν πράξεις και ψυχισμό σχεδόν σε κάθε επιλογή – υποτίθεται ελεύθερη – της ζωής μας.

Σκέφτομαι πως οτιδήποτε και εάν κάνει ένας άνθρωπος, όπου κι αν βρίσκεται, ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια και της πλέον άχαρης και ανούσιας – άνευ ιδιαίτερης σημασίας – καθημερινότητάς του, πάντοτε θα ελλοχεύει, ως ένας απόλυτος κίνδυνος ανατροπής, αυτό το σύμπλεγμα της διαλεκτικής αντιθετικότητας, ακόμη-ακόμη και σε ό,τι έχει να κάνει και μόνον με τον εαυτόν του. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση, αυτός «πρόδωσε τον εαυτόν του» ή το «προδόθηκε από τον εαυτόν του» ή τα αντίθετά τους, ότι «παρέμεινε πιστός στον εαυτόν του» και πλείστα άλλα όμοια…

prodosia-5
Αενάως παρούσα…
Προδοσία, ένας «απαραίτητος» διαρκής «Αστικός μύθος»;

Νομίζω πως, με όλα τα παραπάνω, και υπό την αίρεση ότι τα υιοθετείτε, θα συμφωνήσετε – φαντάζομαι – ότι – εδώ – μιλάμε για πολύ σύνθετες και δύσκολες «περιπτώσεις», για πολύ σοβαρά, συνήθως «ερήμην μας συμβάντα»,  που καθορίζουν, αλλάζουν, καταστρέφουν ή και– γιατί όχι – αναζωογονούν ζωές. Η αναφορά γίνεται δηλαδή στις καθόλου αμελητέες «καταστάσεις» που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και σοβαρής ματιάς και φυσικά αξίζουν της «ανάδειξής» τους κι` από τη λογοτεχνία.

Μη διαλανθάνοντας της προσοχής μας πως – πάντα εδώ – αναφερόμαστε με ένα είδος «συναισθηματικής πύκνωσης» στο πεδίο εκείνο όπου θριαμβεύει – εις βάρος μας – η επικίνδυνη ετερότητα, το τελικώς άγνωστο άλλο, το διαφορετικής κατεύθυνσης από τη δική μας – δήθεν αυτεξούσια –επιθυμία και ίσως αυτό που – υποκειμενικά μιλώντας στους εαυτούς μας – το ονομάζουμε – όταν αυτό μας προδώσει – «η μεγάλη διάψευση»..

Αυτό το τόσο σύνθετο νοητικά, για να μην πω φιλοσοφικά, θέμα που – εν μέρει – αφορά στην προδοσία αλλά – καθ` ολοκληρίαν – αναφέρεται στις προεκτάσεις της και στον τρόπο που κάθε υποκείμενο τις διαχειρίστηκε κι` έχει απασχολήσει πολύ σημαντικούς διανοητές «της γραφής», με παρρησία και όχι άγνοια γνώσης ενός αόρατου λογοτεχνικού κινδύνου που «καταστρέφει και τις καλύτερες προσθέσεις» ενός συγγραφέα, η Μανάκη το «κάνει», στο μυθιστόρημά της, να είναι – με μια αποκλειστικά δική του δυναμική – το επιλεγμένο – συνειδητά από το ίδιο το αφήγημα – θέμα που λειτουργεί ως το εναρκτικό υποδόριο αφηγηματικό χαλί του πρώτου – αλλά σε καμία περίπτωση πρωτολείου – μυθιστορήματος της Τζένης Μανάκη.

Η ιστορία της συγγραφέως – σε ένα πρώτο «εξιστορικό» επίπεδο ανάγνωσης – είναι το «απόλυτο» μιας «αστικής περιπέτειας». Τα πρόσωπα του μυθιστορήματός της κινούνται στα απολύτως συμβατά όρια μιας κατανοητής κανονικότητας της «θεμιτής επιθυμίας» για την κατάκτηση της ευτυχίας που – σχετικά – εύκολα πραγματώνεται. Ένας ιδανικός έρωτας, η μετεγκατάσταση σε μια άλλη χώρα με μεγαλύτερη «λάμψη» και περισσότερες ευκαιρίες,, ένα περιβάλλον «καθαρό» στις προθέσεις του, η εστίαση στις εσωτερικές πορείες, η ανατροπή από την προδοσία και η λυτρωτική αφύπνιση προς την αυτογνωσία, μαζί με την ανάδειξη μιας σωτήριας φιλίας. Ότι χάνεται δηλαδή, κερδίζεται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αυτό-ανασύνθεσης και προσωπικής αυτό-αναδημιουργίας…

Την όλη «ιστορία της», η οποία πάντοτε στο βιβλίο στηρίζεται στην προδοσία, η Τζένη Μανάκη, την χειρίζεται συγγραφικά με ενδελεχείς περιγραφές ορθοέπειας – αλλά και γλωσσικής καλλιέπειας – που αφορούν, τόσο στο φανερό ελκυστικό «έξω», όσο και στο δαιδαλώδες «έσω», με .ένα λογοτεχνικό τρόπο συγγραφικής υπαρξιακής ένωσης των δύο σε ένα – κατ` εξοχήν – ρέον «εξομολογητικό» ενιαίο μυθοπλαστικό συμβάν αναγόμενο σε μια – ουσιαστική πνευματική πρωτίστως – κατάσταση σύνδεσης του «γλωσσικού τυχαίου» και της συνειδητής επιλογής μιας εκφραστικής φόρμας «του γλωσσικού νοητού», η οποία, λειτουργούσα λες κι` από μόνη της, εστιάζει στη λεπτομέρεια όλων όσων η συγγραφέας θεωρεί σημαντικά, χωρίς – όμως -να «κραυγάζει» γι` αυτά.

jenny-manaki-prodosies-7
Το πέρασμα στο “άλλο”.
Ένα βιβλίο που πολλά οφείλει στο πάθος και την αγάπη της συγγραφέως για την ουσία της λογοτεχνίας.

Στο μυθιστόρημά της η Μανάκη, με την κυρίαρχή της αναφορικότητα στην προδοσία, συνθέτει με σαφήνεια και μια – εντέχνως έξοχα «κατατεθειμένη» – σιγουριά της προσωπικής της γλώσσας, ένα μοναχικό αλλά εντυπωσιακά σχεδιασμένο, στην παραμικρή του λεπτομέρεια, ανθρωπολογικό τοπίο, όπου ενδημούν – σε μορφή σταδιακής ανάπτυξης – όλα τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών της ιστορίας της, δίνοντας στον αναγνώστη την απαραίτητη σαφή εικόνα του τι συμβαίνει στους ήρωές της, με αποτέλεσμα, η ιδία αναγνωστική εγκαταβύθισή του στο βιβλίο να γίνεται αβίαστα, χαρίζοντάς του μια στοχαστική απόλαυση ιδιαίτερου συγγραφικού ύφους και «κλίματος περιπέτειας».

Η αφηγηματική δομή που συναντά ο αναγνώστης, στηριγμένη σε μια «αρχαιογνωσία» της σχέσης συναισθήματος με την «πράξη – επιλογή» των ηρώων της, στήνεται με τρόπο που μπορεί να επεκτείνει το μυθοπλαστικό της υλικό με μια δυναμική ενός αυθύπαρκτου δραματικού νοήματος με αποτέλεσμα, η – σε πρώτο επίπεδο – έκφρασή της να δημιουργεί διαρκώς ένα ενδιαφέρον πεδίο συνάντησης βαθύτερων ψυχικών «γενικών κι ειδικών» νοημάτων με ιδιότυπη γλωσσική – λεκτική – εκφραστική περιγραφή που αφήνει πίσω της την όποια «μανιεριστική» ολίσθηση ή και πρόθεση.

Στην ιστορία που επέλεξε η Μανάκη ν` αφηγηθεί στους αναγνώστες της – εν δυνάμει αλλά (μάλλον) και εκ του αποτελέσματος – θα μπορούσε να πει κανείς ό,τι, η προδοσία είναι μόνον μια αφορμή για να μιλήσει για όλα τα κοινά των ανθρωπίνων «παθών» που – καλά κρυμμένα – οδηγούν σε συμπεριφορές σύνθετες, απρόσμενες, κατανοητές ή αναμενόμενες, χωρίς όμως από το τελευταίο να αποσύρεται – ούτε για μια στιγμή – το σημείο της έκπληξης που αφορά στη διαδικασία των «εσωτερικών γεγονότων», κάτι που κάνει το βιβλίο της ιδιαίτερα ελκυστικό στην βαθύτερη ανάγνωση – ερμηνεία του.

Κι αυτό κυρίως συμβαίνει γιατί η Μανάκη, στην επαρκώς αποτυπωμένη συνολική διαύγεια όλων των «μηχανισμών» ανάπτυξης της ιστορίας της που – τελικώς – από τον τρόπο της δόμησής της – ή ίδια η ιστορία – κατορθώνει να απεμπλακεί από το βασικό «μότο», προδοσία – διάψευση – κατάρρευση, μπόρεσε να προσφέρει στο βιβλίο της την απόλυτη επαν- επινόηση μιας ιστορίας μέσα στην ιστορικότητα των αιτιών της δημιουργίας της, κάνοντάς την να διακρίνονται, εμφανώς, στο νοητικό επίπεδο, συγγραφικές αρετές, όπως η οξυδέρκεια του γενικού και η βαθιά παρατήρηση – αποκωδικοποίηση του ελάχιστου.

apospasma_manaki-prodosies
Η γραφή…

Η Τζένη Μανάκη φαίνεται λες και γνωρίζει βιωματικά τις αιτίες της ενασχόλησή της με την προδοσία, τις αγωνίες και τα πάθη των ηρώων της που αυτή προκάλεσε, αφού το συγγραφικό της εγχείρημα κατατίθεται μ` ένα απολύτως διακριτικό ύφος, με αποτέλεσμα, τα βαθύτερα επίπεδά του να μην ανιχνεύονται με τον «κοινό τρόπο», παρά «αποκαλύπτονται» μοναχά μέσα από τον δρόμο της ολοκληρωτικής συγκίνησης, κάτι που σίγουρα, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος.

Σ` αυτόν τον συγγραφικό ορίζοντα όπου αχνά διακρίνονται «οι φωτισμοί από την αντανάκλαση» πλήθους ερωτημάτων για το αυτεξούσιο της ζωής των ηρώων της, η Τζένη Μανάκη – νιώθοντας επιτακτική την ανάγκη – επανατοποθετείται απέναντι στην προδοσία αλλά και στα όσα άλλα συμβαίνουν στον κόσμο τους (μεταξύ μας… κυριαρχούν οι ηρωίδες… ορίστε, σας το αποκάλυψα… λίγο πιο κάτω θα σας πω περισσότερα) οδηγώντας τους (τες) τελικώς σε καταστάσεις που τους είναι αδύνατον να μη σκεφτούν το «μετά» και το αύριο της ζωής τους.

Η Τζένη Μανάκη έγραψε μια ιστορία που εξ υπαρχής «ανιχνεύεται» από τον κάθε αναγνώστη σαν η ιστορία που – με αφορμή μια προδοσία – κάπου ο ίδιος την έχει φανταστεί ή την έχει ακούσει, με συνέπεια, καθ` όλη τη διάρκεια της ανάγνωσής της να νοιώθει τόσο οικεία που χωρίς να καταλαβαίνει επ` ακριβώς το γιατί, η πλοκή της – κάνοντάς τον «συμμετέχοντα» στα δρώμενα της ιστορίας – τον κερδίζει.

Με έναν ήπιο εισαγωγικό ρυθμό ανάπτυξης της ιστορίας του βιβλίου – όπου η συγγραφέας «χειρίζεται» ιδιαίτερα την «οικονομία της αφήγησης» – ο αναγνώστης θα «γνωρίσει» μια γυναίκα – την Αλεξάνδρα Μελά – στην οποία εμφανώς διακρίνονται όλα τα θετικά πρόσημα μιας ελκυστικής προσωπικότητας. Νέα, όμορφη, καλλιεργημένη, αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική ακολουθώντας έναν μεγάλο έρωτα που συνάντησε στο πρόσωπο ενός φημισμένου καθηγητού ιατρικής, του Νάιλελ Τζάκσον, ελπίζοντας πως εκεί θα πραγματοποιηθεί – και – το όνειρό της να γίνει μια σημαντική συγγραφέας. Η προδοσία όμως του γιατρού, όταν αυτή «εμφανίζεται» με το πρόσωπο ενός ομοφυλοφιλικού έρωτα, οδηγεί την Αλεξάνδρα στο να ανατρέψει ολόκληρη τη ζωή της, οδηγώντας την σε μια «άλλη» ζωή από αυτή που η ίδια σχεδίασε(;), -περισσότερο- υπέθεσε ( μεταξύ μας ονειρεύτηκε ) πως θα είχε.

prodosia-omof2
Καταλυτική προδοσία…

Αυτή η «άλλη» ζωή είναι το «τοπίο», το οποίο εμπλουτισμένο από την ευεργετική είσοδο στη ζωή της Αλεξάνδρας και ενός άλλου προσώπου, της Ναταλίας Μελά, καθορίζεται σαν η αναγκαία λυτρωτική περιδιάβαση στο «άγνωστο», δίνοντας στη συγγραφέα το έναυσμα να παρουσιάσει και τον αντίποδα της προδοσίας, «επιλεγμένο» στο ίδιον μιας μεγάλης ειλικρινούς και βαθιάς αφοσιωτικής Φιλίας.

Τα όσα συμβαίνουν στις ζωές των δύο γυναικών, αλλά και των υπολοίπων προσώπων που τις πλαισιώνουν, ο αναγνώστης τα αναγνωρίζει ως μια χαρτογράφηση όλων όσων η ζωή, περιγραφόμενη σε τονικές ψυχογραφικές διαβαθμίσεις ενός εσώτερου βάθους, μπορεί να μας αποκαλύψει ως το απόλυτο μιας πνευματικής περιπέτειας που αναζητά την πλήρωσή της με τη μορφή «αιτούμενου βιώματος» αυτής καθ αυτής μιας υπαρξιακής αναζήτησης «της εμπειρίας», που – όμως – κανείς, εκ των προτέρων δεν γνωρίζει που, πραγματικά, θέλει να τον οδηγήσει …

Το βιβλίο «μικρές και Μεγάλες Προδοσίες» – κατά μίαν έννοιαν – θα μπορούσε να είναι μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, που εμπερικλείει την αέναη ικετευτική στάση – κάτω από τις όποιες αντίξοες συνθήκες και με παρούσα την προδοσία – να υπάρξει ζωή κι` ελπίδα, σμίγοντας τις παρελθοντολογικές παραδοχές – «αλήθειες του τότε» και του παρόντος – του κοντινού και του μακρόθεν, τη διάρρηξη του μελλοντικού με «κλειδί» τη γνώση ενός τραυματικού παρελθόντος.

Μια γνώση που – ενδεχομένως – να «κατοικεί» ΚΑΙ στην (ένθεν κακείθεν) προδοσία…

prodosia-4
Και μετά την προδοσία, τι…

 

Σαν Υ.Γ: Διαβάζοντας ή κι` ακούγοντας μια ιστορία, είναι καλό να θυμόμαστε το «διαφορετικό» της προσέγγισής της. Εξάλλου είμαστε όλοι εξαιρέσεις ενός κανόνος που… δεν υπάρχει και που όμως, αυτό δεν εμπόδισε ποτέ τη σκέψη – στο σύνολό της – να βρει τις «αλήθειες» της και τον κοινό τόπο της ερμηνείας… Ναι… καλά καταλάβατε. Για κάποιον λόγο σας «έκλεισα το μάτι». Σε σας εναπόκειται να «ερμηνεύσετε» το γιατί…

Προηγούμενο άρθροΣταύρος Λίτινας: «Αναζητώ την αιτία που κινεί τα σώματα»
Επόμενο άρθροΗ κόρη του Ρέμπραντ – Η νέα ταινία του Παναγιωτόπουλου

5 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ανέκαθεν ήθελε αρετήν και τόλμην η κριτική κάθε λογής. Πλέον θέλει και διαρκή ενημέρωση και γνώση και χρόνο και ελπίδα (ότι κάτι προσφέρει, διορθώνει ή εμπνέει). Είναι τόσο πληθωριστική πια η παραγωγή λογοτεχνίας, παραλογοτεχνίας και κατά φαντασίαν λογοτεχνίας, ώστε αποτελεί “ηρωισμό” να εντρυφάς τόσο ενδελεχώς και τόσο καίρια σε οποιοδήποτε πόνημα, πόσο μάλλον στις κριτικές επ’ αυτού…
    Εύγε λοιπόν και ευχαριστίες στον κ. Φίλκα Φιλικό για τον διπλό μόχθο του!

  2. Εξαιρετική τοποθέτηση σε ένα τόσο δύσκολο θέμα!Καταπληκτική γραφή,κριτική σκέψη και χρήση ελληνικών.

  3. Εξαιρετική ανάλυση.
    “Εάν προσεγγίσει κανείς την προδοσία….αλλά και..το αντίθετό της…Πίστη και Αφοσίωση…λειτουργούν σε μια διαλεκτική αντιθετική ενότητα που καθοριστικά σκιαγραφούν πράξεις και ψυχισμό σχεδόν σε κάθε επιλογή – υποτίθεται ελεύθερη- της ζωής μας.”
    Μέσα σε μία σας παράγραφο συμπυκνώνετε ολόκληρο το νόημα της εμπεριστατωμένης κριτικής σας.

  4. Εξαιρετική, Πολύ Εύστοχη Και Πολυεπίπεδη Κριτική! Συγχαρητήρια! Σας Ευχαριστούμε!

  5. Αγαπητέ μου Σπυρίδων Φίλκα Φιλικέ!
    Το γραπτό σας μου άρεσε. Μα δεν έχω διαβάσει το βιβλίο στο οποίο αναφέρεστε. Κι ακόμη δεν κατανοώ αυτό που λέγεται “κριτική”. Κατανοώ το να γίνει γνωστή η κυκλοφορία του βιβλίου από τα πάσης φύσεως μέσα ενημέρωσης. Κατανοώ το ξεχείλισμα της οργής ή της ευφροσύνης ενός αναγνώστη που γίνεται έκφραση και δημοσιεύεται. Όμως τί πράγμα είναι η κριτική; Δεν καταλαβαίνω. Βρίσκομαι πολύ κοντά σε αυτό που λέει ο ζεν ποιητής: “Ποτέ το ποίημά σου μην το δείχνεις / σε κάποιον που δεν είναι ποιητής”. Λατρεύω την ανάγνωση ξανά και ξανά των βιβλίων που μου πρόσφεραν ευφροσύνη ή κάθαρση… που τ’ ανοίγω και δεν μπορώ να τ’ αφήσω. Αλλά η κριτική; Όταν μου στέλνουν βιβλία, ποτέ δεν κρίνω. Επειδή πιστεύω ότι μου τα στέλνουν για να τ’ απολαύσω κι όχι για να τα κρίνω. Επειδή εγώ στέλνω ένα βιβλίο μου για να το απολαύσουν κι όχι για να το κρίνουν. Ο συγγραφέας (και σίγουρα ο ποιητής) δεν είναι ένα πρόβατο που ποι κριτικοί το βάζουν στο μανδρί της κανονικότητας. Είναι ένα απολωλός εγώ, που έγινε όργανο του Αιωνίου Πνεύματος. Ότι γράφει ως μέσον είναι αληθές. Ό, τι προέρχεται από το εγώ του είναι ψευδές. Τελειώνοντας, αφού δηλώσω χαζός, θέλω να πω για το ερωτικό σώμα που είναι ένα ποίημα, ένα έργο τέχνης και που κινδυνεύει να πάει στο νεκροτομείο των σχολαστικών. Στην Ελλάδα, και παγκοσμίως, η ποίηση έχει υποκατασταθεί από μελέτες, διατριβές, διδακτορικά, θεωρίες επί θεωριών. Θέλω να μείνω στο κείμενο, το λαμπρό κείμενο του γεννημένου για να γράφει λαμπρά κείμενα. Τα υπόλοιπα δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αν χρειάζονταν τα υπόλοιπα θα μας τα έδινε ο ίδιος ο συγγραφέας, ο ποιητής. Δεν είναι διόλου τυχαίο που μας δίνει ό, τι μας δίνει όπβως μας το δίνει. Ζητώ συγγνώμην για τη φλυαρία μου και παρακαλώ να είστε επιεικής μ’ έναν χαζό σαν εμένα. Δεν επιδεικνύω ταπείνωση. Ζηλεύω τα ζώα, και περισσότερο τα δέντρα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να μην έχω ακόμη καταφέρει να είμαι χαζός αλλά το επιθυμώ τόσο πολύ που μερικές φορές νομίζω ότι το έχω κατακτήσει.

    Φιλικά, Γιάννης υφνατής

τα σχόλια είναι κλειδωμένα.