«Αναβολή για την Ορχήστρα», της Φάνια Φενελόν: Γράφω… σβήνω… σκέφτομαι… Ξαναγράφω… σβήνω και πάλι… προβληματίζομαι… Για πολύ ώρα κρατάει αυτό. Τι μπορώ να γράψω γι’ αυτήν την αληθινή μαρτυρία που ραγίζει καρδιές; Τι μπορείς να πεις για την φρικαλεότητα του πολέμου; Τα μάτια μου δάκρυσαν πολλές φορές κατά την ανάγνωση του βιβλίου και άλλες τόσες αισθάνθηκα θυμό.

Βρισκόμαστε στον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν στα χέρια των ναζιστών. Η ηρωίδα του βιβλίου, η Φάνια Φενελόν, συλλαμβάνεται το 1943 και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.

Αυτό που κατάφερε να έχει μαζί της ήταν ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι, και κάπως έτσι διέσωσε κάποιες στιγμές που βίωσε σ’ αυτόν τον άθλιο χώρο εκείνο το φρικτό διάστημα.

Η απόλυτη εξαθλίωση


Πείνα, βρωμιά, ψυχολογικά παιχνίδια. Τις ξύριζαν, τους έκοβαν τα μαλλιά, τους έκαναν τατουάζ με ένα νούμερο. Τους έδιναν ρούχα, στα οποία ήταν ραμμένο ένα χρωματιστό τρίγωνο: το χρώμα συμβόλιζε τον λόγο της ύπαρξης του ατόμου στο στρατόπεδο (Εβραίος, αντιστασιακός, ομοφυλόφιλος, αντικοινωνικά στοιχεία).

«Είναι περίεργο, αλλά αυτό είναι η πιο μεγάλη ταπείνωση: να μην έχεις πια τρίχα πάνω σου»

Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες περνούσαν καθημερινώς τη διαδικασία του Μπλόκσπερε: η επιλογή των Εβραίων που θα οδηγηθούν στους θαλάμους αερίων. Τα κριτήρια διέφεραν από μέρα σε μέρα: άλλοτε η επιλογή γινόταν σύμφωνα με το στήθος των γυναικών, άλλοτε με το τρέμουλο στο χέρι, με το πόσο εξαθλιωμένες ήταν. Τα βασανιστήρια ήταν τόσα πολλά όσα και τα αρρωστημένα μυαλά που διοικούσαν και κατείχαν μια μορφή εξουσίας πάνω σε ανθρώπινες ζωές.

Μουσική στο Άουσβιτς;


Η Φάνια Φενελόν είχε πολλές γνώσεις στη μουσική, που  θα τη βοηθήσουν να ζήσει κάτω από ελαφρώς καλύτερες συνθήκες απ’ ότι οι εργάτριες. Γίνεται μέλος στην Ορχήστρα του Άουσβιτς. Μα γίνεται μουσική στο Άουσβιτς; Μουσική σ’ έναν χώρο όπου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη γενοκτονία όλων των εποχών; Κι όμως… ό, τι πιο διεστραμμένο μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους συνέβη στο χώρο αυτό την εποχή εκείνη.

Η Ορχήστρα όφειλε να παίζει για τους αξιωματικούς των Ες-Ες, τον εμπνευστή των στρατοπέδων, Χάινριχ Χίμλερ, τον «χασάπη» Γιόζεφ Μένγκελε, ακόμη έπαιζαν στο Μπλοκ των Τρελών, στο αναρρωτήριο Ρεβίηρ, αλλά η χειρότερη τιμωρία τους ήταν που έπρεπε να παίζουν για τους εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους που οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.

 

Το στρατόπεδο του Άουσβιτς
Το στρατόπεδο του Άουσβιτς

 

«Η μουσική είναι πράγματι στο Μπίρκεναου το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα. Το καλύτερο γιατί καταβροχθίζει τον χρόνο, φέρνει τη λήθη, σα ναρκωτικό, σε ζαλίζει, σε μεθάει… Το χειρότερο, γιατί το κοινό μας είναι αυτοί: οι δολοφόνοι, αυτές: τα θύματα… κι εμείς, στα χέρια των δολοφόνων, δεν γινόμαστε με τη σειρά μας δήμιοι;»

Οι εκτοπισμένες έβλεπαν τα μέλη της ορχήστρας ως προδότριες διότι δεν είχαν την ψυχική αντοχή για να καταλάβουν ότι κι αυτές ήταν φυλακισμένες και υποτάσσονταν στις απαιτήσεις των Ες-Ες. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι κοπέλες της Ορχήστρας δάγκωναν τα χείλη τους από πίκρα και θυμό που δημιουργούσαν ευχαρίστηση με τη μουσική τους στον Κράμερ, που του ράγιζε την καρδιά η «Ονειροπόληση» του Σούμαν, και στην Φράου  Λαγκερφύρεριν Μάντελ, που συγκινούταν ακούγοντας την Μαντάμ Μπατερφλάυ.

Κλάρα


Στο βιβλίο μπορούμε να διακρίνουμε ένα σωρό προσωπικότητες: τα μέλη της Ορχήστρας, η αρχιμουσικός, τα κορίτσια του «Καναδά» , τα Ες-Ες, οι φυλακισμένες. Η κάθε μία με τη δική της ιστορία, το δικό της δράμα, αντιμετωπίζει τη σκληρότητα του πολέμου με τον δικό της τρόπο.  Άλλες είναι πιο ευάλωτες, άλλες πιο δυνατές ψυχικά και άλλες μέχρι που χάνουν τα λογικά τους.

Η Κλάρα είναι κατά τη γνώμη μου η προσωπικότητα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα φοβισμένο κορίτσι που βρέθηκε δίπλα στην ηρωίδα μας, τη Φάνια Φενελόν, και υποσχέθηκαν να μην χωριστούν ποτέ. Όταν η Φάνια βρέθηκε στην Ορχήστρα ζήτησε, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή της, να μεταφερθεί και μία φίλη της με σπουδαία φωνή κι έτσι η Κλάρα βρέθηκε στην Ορχήστρα. Σύντομα η Κλάρα άλλαξε. Ήταν εγωκεντρική, έγινε αντιπαθητική στα άλλα μέλη της Ορχήστρας, απομακρύνθηκε από τη Φάνια και άρχισε να κάνει έρωτα με Γερμανούς στρατιώτες και Ες-Ες για να εξασφαλίζει μεγαλύτερη μερίδα φαγητού. Όταν μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν οι Γερμανοί της έδωσαν αξίωμα και την έκαναν «κάπο». Δείχνοντας το πιο σκληρό της πρόσωπο κατάφερνε και σήκωνε το μαστίγιο και χτυπούσε τις συγκρατούμενες της. Πραγματοποιούσε βασανιστήρια πάνω στα κορμιά των πατριωτών της και έπαιρνε επαίνους από του Γερμανούς. Μα πόσο γρήγορα ξεχνάει ο άνθρωπος; Και πόσα πρόσωπα καταφέρνει να κρύβει μέσα του;

Έρωτας


Είναι περίεργο, αλλά τελικά αυτό το συναίσθημα δεν υπολογίζει τίποτα. Εμφανίζεται παντού. Ακόμα κι εκεί που ο θάνατος κυριαρχεί, τον αναπνέεις, τον μυρίζεις, κολλάει επάνω σου. Εκεί που η περίοδος των κοριτσιών έχει σταματήσει εξαιτίας των κακουχιών. « διατρέχει τον κίνδυνο αυτό το ιερό προνόμιο: τη γόνιμη κοιλιά»

Ο έρωτας στον χώρο αυτό βάζει τις ζωές τους σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο, αλλά προσδίδει μια γλύκα στον εφιάλτη τους. Δημιουργήθηκαν έρωτες ετερόφυλων, έρωτες ομοφυλόφιλων, έρωτες μεταξύ κρατούμενων και Ες-Ες, αλλά και οι έρωτες του παρελθόντος, οι έρωτες της φυσιολογικής ζωής κρατούσαν κάποιες κρατούμενες ζωντανές.

Η Μάλα και ο Έντεκ ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο έρωτας τους ήταν πολύ δυνατός, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη όποτε κοιταζόντουσαν. Ήταν και οι δύο Εβραίοι, με φοβερή προσωπικότητα, είχαν καταφέρει να κερδίσουν τον σεβασμό των Ες-Ες και είχαν αποκτήσει υψηλές θέσεις, η Μάλα ήταν διερμηνέας και ο Έντεκ Γραμματέας Διαχειρίσεως. Σχεδίασαν και κατάφεραν να δραπετεύσουν. Στόχος τους ήταν να μάθει όλος ο κόσμος τι πραγματικά συμβαίνει στο στρατόπεδο του Άουσβιτς κι έτσι να απελευθερώσουν όλους τους κρατούμενους. Δυστυχώς, συνελήφθησαν και σκοτώθηκαν για παραδειγματισμό μπροστά σε όλο το στρατόπεδο.

«Στο Μουσείο του στρατοπέδου του Άουσβιτς, μπορεί σήμερα να δει κανείς δύο τούφες μαλλιά ανακατεμένες. Είναι της Μάλα Τσιμελμπάουμ και του Έντακ Καλίνσκυ. Ό, τι απέμεινε απ’ αυτούς.»

Όταν τελειώσει ο πόλεμος…


Οι κρατούμενες που είχαν καταφέρει να διατηρήσουν νοητική και ψυχολογική διαύγεια αναρωτιόντουσαν συχνά για το τι θα συμβεί όταν τελειώσει ο πόλεμος. Που θα διοχετευτεί όλο αυτό το μίσος; Τα μέλη των Ες-Ες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στους φυσιολογικούς ρυθμούς μιας κοινωνίας και ποια θέση θα είχαν μέσα σ’ αυτήν; «Τι θα κάνει η κοινωνία αυτές τις γυναίκες που έχουν μάθει να πατάνε πάνω στα πτώματα των άλλων; Θα τις κάνει δεσμοφύλακες; Θα παντρευτούν; Θα αποκτήσουν παιδιά; Θα ξαναγίνουν εντελώς ανθρώπινα πλάσματα;». Οι άνθρωποι που βιώσαν όλες αυτές τις κακουχίες, όλο αυτό τον φόβο θα μπορούσαν να κοιμηθούν τα βραδιά χωρίς να ξυπνήσουν από εφιάλτες; «Το χάσμα που υπάρχει θα γεφυρωθεί έπειτα ή θα γίνει άβυσσος;»

Η μικρή Ιρέν πίστευε ότι θα έρθει ένα λαμπρό μέλλον κοινωνικής δικαιοσύνης, όπου θα έχουν εκλείψει οι φασίστες και οι ναζί. Δυστυχώς, μικρή μου Ιρέν τα πράγματα δεν έγιναν έτσι…

Τεχνικά σημεία


Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι απλή δημοτική, χωρίς ιδιωματισμούς. Η περιγραφή της είναι γεμάτη ζωντάνια και παραστατικότητα. Καταφέρνει να  διατηρεί ένα μέτρο, δηλαδή να προσδίδει αγωνία εκεί που πρέπει, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα, πράγμα που θα ήταν εύκολο να συμβεί μιας και η ίδια είναι κομμάτι αυτής της ιστορίας. Ξεκινά την αφήγησή της in media res. Χρησιμοποιεί δηλαδή ένα αφηγηματικό τέχνασμα, σύμφωνα με το οποίο η συγγραφέας κάνει έναρξη του έργου της από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής του, ενώ αργότερα βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί τα προηγούμενα γεγονότα.  Έτσι, έχουμε μια εντυπωσιακή έναρξη, με την απελευθέρωση των κοριτσιών και το συγκινητικό στιγμιότυπο όπου η ηρωίδα ερμηνεύει την “Μασσαλιώτισσα” μπροστά στην κάμερα του BBC.

Όσο αντιφατικό και να ακούγεται υπάρχει στην περιγραφή της και μια μικρή δόση χιούμορ. Η ηρωίδα του βιβλίου, έχοντας πλήρης διαύγεια, παρά τις κακουχίες, καταφέρνει να διακρίνει το παράλογο και την αλλοφροσύνη με αποτέλεσμα η αφήγησή της να προκαλεί κάποιες φορές ένα μικρό μειδίαμα στον αναγνώστη.

Τέλος, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον που σε κάποια σημεία η συγγραφέας μας δίνει την εξέλιξη της ιστορίας μετά τον πόλεμο. Η αλήθεια είναι ότι στην πορεία μου άρεσε τόσο πολύ που απογοητευόμουν όταν σε κάποιες ιστορίες δεν υπήρχε αυτή η σημείωση. Μου δημιούργησε η ίδια η συγγραφέας την ανάγκη αυτή, που στην συνέχεια δεν μου κάλυπτε.

Φάνια Φενελόν


Φάνια Φενελόν
Φάνια Φενελόν

Η Φάνια Φενελόν, υψίφωνος και πιανίστρια, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Σεπτεμβρίου 1922. Κόρη του Ζυλ Γκολνστάιν και της Μαρί Μπερνστάιν, Ρωσοεβραίων από το Ροστώφ επί του Δον της Ρωσίας.
Σπούδασε πιάνο στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Πήρε το πρώτο βραβείο στο πιάνο, πράγμα εξαιρετικό για μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μικρά χέρια. Τα βράδια εργαζόταν ως τραγουδίστρια σε μπαρ. Παντρεύτηκε τον Ελβετό αθλητή Σίλβιο Πέρλα αλλά σύντομα χώρισε. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στην γαλλική Αντίσταση. Συνελήφθει από τους Γερμανούς το 1943 και αρχικά εστάλη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς – Μπίρκεναου, όπου έγινε μέλος της γυναικείας ορχήστρας και μετά μεταφέρθη στο Μπέργκεν Μπέλσεν από όπου απελευθερώθηκε από τους Άγγλους το 1945. Την ημέρα της απελευθέρωσής της ζύγιζε μόνον 27 κιλά αλλά βρήκε την δύναμη να τραγουδίσει την Μασσαλιώτισσα, που αναμεταδόθηκε από το BBC.
Με το ψευδώνυμο Φενελόν, η Φάνια Γκολνστάιν έγινε γνωστή ως τραγουδίστρια σε καμπαρέ. Με τον σύντροφό της Ώμπρεϋ Πάκυ, αμερικανό βαρύτονο, εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1966 λόγω των φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική και των κομμουνιστικών πεποιθήσεών του. Μετά τον θάνατο του συντρόφου της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1977 επέστρεψε στην Γαλλία.
Μεταξύ 1973 και 1975 έγραψε το βιβλίο “Αναβολή για την ορχήστρα”, στο οποίο περιγράφει την ζωή της και τις εμπειρίες της στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων. Η Λίντα Γέλλεν γύρισε το βιβλίο σε ταινία πάνω σε δραματοποιημένο σενάριο του Άρθουρ Μίλλερ με τίτλο Playing For Time (Αναβολή για την Ορχήστρα στην Ελλάδα) το 1980 με την Βανέσσα Ρέντγκρέιβ να υποδύεται την Φενελόν.

Πληροφορίες για το βιβλίο


Τίτλος: «Αναβολή για την ορχήστρα»

Συγγραφέας: Φάνια Φενελόν

Εκδόσεις: Βιβλία Τερζόπουλος – Ποιοτικές Εκδόσεις

Ημερομηνία Έκδοσης: Απρίλιος 2014

ISBN: 978-960-6838-32-3

Αριθμός Σελίδων: 352

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΔιάχρονο Θέατρο – Προγραμματισμός Χειμερινής Περιόδου
Επόμενο άρθροΓιώργος Κουτσούκος: «Ενυδρείο»